Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.
[Ιω. 1, 4-5]
Για τον Θεοφάνη τον Κεραμέα ελάχιστα έχουν σωθεί, αλλά κι οι μελετητές ακόμη, τον λογαριάζουν σαν αποπαίδι της γραμματολογίας των Μέσων Χρόνων. Τούτο για όσους τουλάχιστον μετά τον Δαμασκηνό Ιωάννη εκτιμούν μονάχα τον Γρηγόριο Παλαμά, ίσως και τον Συμεών τον νέο Θεολόγο, ως άξιους- για να το πούμε κι έτσι- συνεχιστές της πατερικής ερμηνευτικής παραδόσεως. Άνθρωποι όμως σαν τον Θεοφάνη, πλασμένοι από τα υλικά του τόπου τους, συνηθισμένοι στην όψη του νέου, δεχτικοί μα κι επίμονοι με ό,τι ξένο και κυρίως απαλλαγμένοι από την πιεστική ορθοδοξία της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, βρίσκουν τρόπο- σιγανά και ταπεινά- να μεταγγίσουν το παλαιό κρασί σε νέους ασκούς. Εάν θέλουμε να΄μαστε δίκαιοι, θα πρέπει να διαβάζουμε τους κόπους του Θεοφάνη σα βλασταράκια που ξεπετάνε στην εποχή του, κάτω από το γηραιό πλατάνι της παραδόσεως, το ευσκιόφυλλο αυτό, μαθαίνοντας με το πέρασμα του καιρού πώς να πίνουν το φως μέσα στα πιο πυκνά σκοτάδια.
Είναι- για να΄μαστε ειλικρινείς- ένας ψίθυρος τα γραπτά του, ανάμεσα στο περιβόλι αυτό, που το ονομάζουμε των εγκρίτων Πατέρων και Εκκλησιαστικών συγγραφέων, μα έχει μία δύναμη ο ψίθυρος αυτός, που κρατάει από την εγκόλπωση της εκκλησιαστικής παραδόσεως κι από την αγάπη του να δει το ανθρώπινο πρόσωπο μέσα στην άκρα απλότητά του, όπως λέμε να δει τον άνθρωπο ως άνθρωπο.
Η κε’ Ομιλία του Θεοφάνους επιγράφεται ΄΄εις την του δικαίου Λαζάρου Ανάστασιν΄΄ ( PG 132, 511- 542), κι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συμπλοκής των όρων αυτών που συνιστούν σχηματικά την ουσία του σχετικού ευαγγελικού γεγονότος. Θα πρέπει- λέει ο Θεοφάνης- να εκλάβουμε και να ερμηνεύσουμε την αφήγηση του Ιωάννη ( ια’, 1- 54 ) με δύο τρόπους: τον πρώτο θα τον πούμε ιστορικό και τον άλλο, πνευματικό. Στην ουσία του πράγματος, αυτό που επιχειρεί είναι η περιγραφή και η ανάδειξη των σημείων μιας εικόνας, μιας εικόνας που΄χει ακριβώς μπροστά του, κανόνα στον οποίο πειθαρχούν σχεδόν πάντοτε όλοι οι πατέρες.
Το κοινό σημείο ανάμεσα στην εικόνα και την ομιλία είναι ακριβώς η σύμπτωση των δύο αυτών διαστάσεων της τέχνης: της ιστορικής και της πνευματικής. Όπως η Ομιλία επιγράφεται- εις την του δικαίου Λαζάρου Ανάστασιν- έτσι κι η εικόνα μιλά μέσω του χρωστήρα του μάστορα- η έγερσις του Λαζάρου- διά του ποτισμένου τοίχου της εκκλησιάς. Έτσι η ομιλία ερμηνεύει την εικόνα κι η εικόνα εξηγεί την ομιλία, ως συνθήκες δομικές ενός διαλόγου, που διαφορετικά μένει αλειτούργητος. Αλλά και το θαύμα, προϋποθέτει την διαθεσιμότητα των αισθήσεων, ως συνθήκη εκ των ουκ άνευ. Είναι μεν η πίστη που σώζει, αλλά κι η αίσθηση που πιστοποιεί και βεβαιώνει το θαύμα, την νίκη επί των φυσικών όρων, ακριβώς επειδή η φύση συλλαμβάνεται με την αίσθηση, κι όπου η αίσθηση εξαντλείται ή η φύση αγαπά να κρύβεται, μαρτυρείται μία καινή επιφάνεια νοήματος, που αυθόρμητα δηλοποιεί μια καταστασιακή μεταβολή. Αλλ’ ακόμα και σε αυτή την ίδια την κατάσταση της καλής αλλοίωσης, το κραταίωμα του μέλλοντος αιώνος συντελείται μες το κορμί του νυν καιρού.
Οι βυζαντινοί τεχνίτες του λόγου ανέπτυξαν μία παλαιά παράδοση, που την απαντάμε με τους όρους έκφραση ή και εικόνα γραπτή, μέσω της οποίας αποδιδόταν κάποιο έργο τέχνης- εικόνα, άγαλμα, μωσαϊκό- με τα εργαλεία του γραπτού λόγου. Στα πρόσωπα των Νικήτα Ευγενειανού, Κωνσταντίνου Ροδίου, Ιωάννη Μαυρόποδος και πολλών άλλων, η περιγραφή αυτή παίρνει ακόμα και τη μορφή έμμετρης συνθέσεως, που συνήθως υπακούει σε πολύ αυστηρούς γλωσσικούς και μετρικούς κανόνες.
Φαίνεται πως η παράσταση της εγέρσεως του Λαζάρου στον ναό των αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως, προξενούσε ιδιαίτερη εντύπωση στους θεατές. Περί τούτου επιμαρτυρούν οι σωζόμενες εκφράσεις, που εμμέσως παραπέμπουν σε μία εικόνα ακραίου ρεαλισμού. Η έμμετρη έκφραση του Κωνσταντίνου Ροδίου ( E. Legrand, Description des œuvres d’art et de l’église de saints apôtres de Constantinople, Revue des études grecques 9 [1896] 61. 835- 843) είναι ιδιαιτέρως σύντομη, ωστόσο σώζει με μεγάλη ζωντάνια τον ρεαλισμό της εικόνας μέσω ενός παιγνιδιού των αισθήσεων, που οδηγεί σε αντίθετες ψυχικές καταστάσεις. Στο πρώτο μέρος περιγράφει το φασκιωμένο και σκουληκοφαγωμένο κορμί του Λαζάρου, για να μας τον παραστήσει μετά από ελάχιστες αράδες ως δορκάδα γεμάτη ζωή που πετάγεται μέσα από τον τάφο στο άκουσμα του κελεύσματος του Σωτήρος. Πιθανόν ο Ρόδιος, αυτό ακριβώς το σχήμα των αντιθέσεων το επιδιώκει, για να δείξει τον ακραίο ψυχικό εκείνο μετεωρισμό πάνω από το χάσμα που χωρίζει τη φθορά από τη ζωή, να εξαλείφεται δια του απαθανατισμού του προσλήμματος.
Ο Νικόλαος Μεσαρίτης περιγράφει την ίδια ακριβώς παράσταση, μέσω ενός ελάχιστα φτιασιδωμένου λόγου ( G. Downey, Description of the Church of the Holy Apostles at Constantinople, Transactions of the American Philosophical Society, n.s. 47 [1957] p. 857- 924): Tα πόδια του Ιησού πλένονται με τα δάκρυα θλίψεως της Μαρίας και της Μάρθας, των αδελφών του Λαζάρου. Η μία δε εξ αυτών τολμηρά υψώνει το βλέμμα της για να συναντήσει αυτό του Κυρίου, καλώντας τον στην κοινή τους οδύνη. Κι ο Σωτήρας όμως σκυθρωπάζει, αλλά στέκει βασιλικός στο παράστημα, επιτιμώντας με την δεξιά του χείρα τον τάφο του Λαζάρου και μαζί τον βροτοκτόνο Άδη. Ο θάνατος στο άκουσμα των Κυριακών λόγων σπεύδει να κρυφτεί, ο δε φίλος Λάζαρος γυρνά στον πραγματικό του αφέντη ως δούλος που ξεμάκρυνε σε τόπο ξένο και τώρα επιστρέφει δεμένος χειροπόδαρα. Παράμερα στέκουν οι μαθητές, που έντρομοι αντικρίζουν το πρησμένο και σάπιο σώμα του Λαζάρου. Είναι τόσο αποκρουστική η όψη του κορμιού του και η μυρωδιά που αναδίδει, ώστε το μόνο που πραγματικά τους συγκρατεί στον τόπο- λέει ο Μεσαρίτης- είναι το παράδοξο του θαύματος και η δόξα του Σωτήρος, που μέχρι πριν λίγο έδιωχνε την θλίψη από τα μάτια του.
Ο Ιωάννης Μαυρόπους πάλι, σκαρώνοντας κι αυτός ένα επίγραμμα στον Λάζαρο θα αποκαλύψει τις ερμηνευτικές διαστάσεις εικόνας και λόγου, ιστορίας και πνεύματος (P. De Lagarde, Euchaitorum Metropolitae quae…supersunt, Gottingae 1882, p. 4- 5): διαβλέπει τον νου της γραφής, την πνευματική της σκοποθετική ακρότητα, πλην όμως συνιστά διεγερμένη ακοή και όραση- ο της γραφής νους (…) αλλ’ άκουε και βλέπε- σαν να επιδιώκει να θρέψουν οι αισθήσεις το πνεύμα, στρέφοντάς το στο καινό θέαμα της εγέρσεως του νεκρού. Αυτά τα συστατικά τα θέλει όχι απλά διαλεκτικά ιδωμένα, αλλά συνδεδεμένα τόσο πυκνά, όσο ο όρος της Χαλκηδόνος ομολογεί.
Άραγε ποια παράσταση να έβλεπαν οι πιστοί εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό του Λαζάρου, που ο Θεοφάνης εκφωνούσε σε κάποιον ναό της Κάτω Ιταλίας την Ομιλία του;
Διέκρινε τα τείχη των Ιεροσολύμων στο βάθος. Ο Χριστός είχε μεταβεί ήδη στη Βηθανία, που στα ελληνικά- στη δική μας γλώσσα λέει ο Θεοφάνης- σημαίνει οίκος δόξας και υπακοής. Είναι λίγο έξω από την μεγάλη πόλη, η Βηθανία- ως σταδίων δεκαπέντε- κι ο Ιησούς ήδη βρίσκεται εκεί μπροστά από τον τάφο του αγαπημένου του Λαζάρου παρακούοντας τις συμβουλές των μαθητών του- λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; – οι οποίοι διά τον φόβο τον Ιουδαίων απέτρεπαν τις επισκέψεις του στα αγαπημένα του περίχωρα. Τους επιτιμά όμως: οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. Η μέρα έχει δώδεκα ώρες, η νύχτα όμως προβάλει σαν ένα κενό χρόνου, σαν το λημέρι του μηδενός, σαν το πεδίο αυτό μες το οποίο καμιά απόσταση δεν μπορείς να διανύσεις για να συναντήσεις το θαύμα. Καθεμία από τις δώδεκα ώρες της μέρας, συμβολίζει κατά τον Θεοφάνη, έναν- έναν ξεχωριστά τους μαθητές του Σωτήρος και το αποστολικό τους έργο.
Ο τόπος της Βηθανίας παρασταίνεται άγονος, δύο τρία λουλούδια, ένας μοναχικός πεύκος κι ολόγυρα έρημος, μα μέσα από τον βράχο ξεπροβάλει φασκιωμένος ο εγηγερμένος εκ των νεκρών Λάζαρος, ποτίζοντας την ερημιά του τόπου με την πλησμονή της ζωής. Ο Λάζαρος δεν πατά επί μνημάτων, ούτε σκυλεύει τα ταμεία του Άδου, ούτε κι οι πυλωροί του φρίττουν. Πίσω απ΄τον Λάζαρο χάσκει σκληρό το σκοτάδι, έστω κι αν το πρόσταγμα του δημιουργού ανατρέπει τους νόμους του θανάτου. Αλλά η αγάπη ορίζει την απόφαση του Σωτήρος, που μόνος αυτός αγαπά, αφού αποκαλύπτει τον εαυτό του ως αγάπη, την οποία ο άνθρωπος που΄ναι ανήμπορος να λογαριάσει την ονομάζει φιλία. Ο Ιωάννης όμως το ξέρει καλά αυτό κι έτσι θέλει τον Χριστό να αγαπά τον Λάζαρο- Ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον- ενώ οι αδελφές του και οι Ιουδαίοι ονομάζουν αυτή τη σχέση φιλία- Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ.(…) Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν.
Εκεί λοιπόν μες την ερημιά της Βηθανίας λέει ο Θεοφάνης, ανταμώνουμε ό,τι μπορεί να ονομαστεί ασθένεια. Προφανώς ασθενής είναι ο Λάζαρος που γεύεται την πίκρα του θανάτου. Ασθενείς όμως είναι η Μάρθα κι η Μαρία οι αδελφές του, μαζί κι οι Μαθητές, που ολιγοψυχούν κι έχουν κλονισμένη την πίστη τους. Τέλος ασθενούν οι Ιουδαίοι, οι διώκτες της αλήθειας, που γυρεύουν λόγο κατά του Σωτήρος για τον παραδώσουν στον θάνατο, και την Εκκλησία του στις θλίψεις. Είναι όμως που αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι’ αὐτῆς. Κι έτσι η ασθένεια γίνεται μάρτυρας της αναστάσιμης κατισχύσεως.
Παραμένει τέσσερις ολόκληρες μέρες ο Λάζαρος στο μνήμα. Με τη πρώτη μέρα σημαίνεται η περίοδος απ΄την εξορία του Αδάμ ως τον Κατακλυσμό. Η δεύτερη μέρα περιγράφει τον χρόνο μεταξύ του Νώε και του Αβραάμ, η δε τρίτη μετρά από τις μέρες του Αβραάμ ως τον μέγα Μωυσή. Τέλος ως τέταρτη μέρα να θεωρούμε την εποχή από τον Νόμο του Μωσέως ως την ένσαρκο Οικονομία του Σωτήρος. Η ανθρώπινη φύση αυτές τις τέσσερις μέρες δέσμια κρατείτο στον τάφο της απιστίας και του θανάτου, συγκεφαλαιώνοντας εντός της, ολόκληρο το ιστορικό δράμα.
Λάζαρος θα πει βοηθούμενος, κι είναι αυτός που εδώ σηκώνει με το κορμί του τον καημό του ανθρώπου, κατέναντι της κατάρας του θανάτου, του δράματος της Ιστορίας. Ο Θεοφάνης σημειώνει πως η συγκίνηση του Χριστού ακριβώς την στιγμή του θείου προστάγματος- καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω- οφειλόταν ακριβώς στην συμπόνια του προς εκείνον, που ενώ είχε προσορμίσει σε ένα ήσυχο λιμάνι, τώρα καλείται να επιστρέψει στην τρικυμία του επίγειου βίου . Η παράδοση σώζει, πως από εκείνη τη μέρα ο Λάζαρος ήταν πάντοτε αγέλαστος, καθώς τίποτα δε μπορούσε να σβήσει από τα χείλη του την πίκρα που τον πότισε ο θάνατος, μήτε κανείς ποτέ κατάφερε να τον αποσπάσει από την ανάμνηση των όσων είδε στον τόπο εκείνο που για τέσσερις μέρες βρισκόταν- πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες; Είδα φόβους είδα τρόμους είδα βάσανα και πόνους. Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι, της καρδίας, των χειλέων και μην ερωτάτε πλέον. Γέλασε λέει μονάχα μια φορά, όταν είδε κάποιον να κλέβει μια κανάτα, μονολογώντας, πως το χώμα κλέβει το χώμα, γιατί όπως κι άνθρωπος, έτσι και το σταμνί είναι πλασμένο από το ίδιο υλικό. Είναι να γελούν κι οι πικραμένοι- είπε- βλέποντας το ένα χώμα να κλέβει το άλλο.
Η έγερση του Λαζάρου μας βγάζει στα δόξα και τα ωσαννά της επαύριον. Στους κλάδους των βαΐων και των φοινίκων, στο τραγούδι των νηπίων και των θηλαζόντων, στην χαρά της μεγάλης πόλης. Αχτίδες αυτές όχι δοξολογίας, αλλά της επερχομένης άκρας ταπεινώσεως, της κραταιάς ισχύος της θείας απλότητος. Μας συνοδεύει μονάχα η υπόσχεση της αγάπης, η πίστη πως ο φόβος δεν θα μας χωρίσει ποτέ από τον φίλο, η ελπίδα πως ακόμη κι όταν για τον κόσμο θα΄μαστε ξένοι, εκείνος θα μας συντροφεύει άγρυπνα, η προσδοκία, πως μες την πίκρα του θανάτου θα βασιλεύσει η ζωή: Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; Εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; Ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; Τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν·τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν. Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; Καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. Ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ( Ρωμ. η’, 31- 39).
Το γεγονός της Αναστάσεως συγκεφαλαιώνει εντός του πληρωτικά το μυστήριο της θείας Οικονομίας. Αυτός ο τόσο κοινός θεολογικός τόπος, δεν σημαίνει την ανέξοδη πορεία του Χριστού προς την Κυριακή του Δόξα, αλλά περιλαμβάνει ΄΄τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην και προ πάντων τον σταυρόν και τον θάνατον΄΄. Η θεραπεία της ανθρώπινης τραγωδίας προϋπέθετε και την ανάληψή της. Ακριβώς, η κάθοδος του Θεανθρώπου στον κόσμο, απ΄την αρχή νοείται ως κάθοδος στα βασίλεια του Άδη. Ο μεγάλος καημός είναι ο θάνατος, το πένθος του αποχωρισμού που κανείς σηκώνει αβάσταχτα στη πλάτη, κι ο Χριστός υπάκουος στην πατρική αγάπη τραβά το δρόμο της θυσίας σαν αρνί άκακο, έτοιμο να αφεθεί στον σφαγέα του. Κι είναι σημαντικό για μας αυτό, μιας κι ο Θεός αναλαμβάνει μία παραπάνω ευθύνη για το πλάσμα του. Η πικρή γεύση του θανάτου μετατρέπεται στην αναστάσιμη προσδοκία, γι΄αυτό και καθόλου τυχαία οι Πατέρες μας, οικονόμησαν στο ακροτελεύτιο άρθρο του Συμβόλου να ομολογήσουν προσδοκία στην ανάσταση των νεκρών και στη ζωή του μέλλοντος αιώνος. Αυτό το πρωτοπρόσωπο ενεργητικό ΄΄προσδοκώ΄΄, που διαγράφεται απ΄τα χείλη του καθενός, ψηλαφεί το τώρα της ελπίδας, της πιο άγριας ελπίδας του ανθρώπου, που είναι η Ανάσταση καθώς λέει κάπου ο Νίκος Καρούζος. Κι απ΄το ΄΄πιστεύω΄΄ ως το ΄΄προσδοκώ΄΄ είναι μακρύς και δύσβατος ο δρόμος. Προσδοκώ όμως εκείνο που μπορώ και θέλω να είμαι, ως εικόνα του Θεού. Προσδοκώ γιατί αγαπώ, συναγωνίζομαι έστω κι ελάχιστα την αγάπη του καταβάντος στα ταμεία του Άδου Χριστού, είμαι υπάκουος στο ουράνιο αγαπητικό πολίτευμά του.
Από τότε που ο Χριστός γεύτηκε τη πίκρα του θανάτου κι ανέστη τριήμερος, κάθε άνθρωπος που γεύεται τον αποχωρισμό της ζωής, σηκώνοντας τη ζωή σταυρικά στη πλάτη του, δίνει μια ακόμα πίκρα στον θάνατο πια, ομολογώντας αυτή τη προσδοκία την ακαταμάχητη της Ανάστασης. Εργάτης ο καθένας ξεχωριστά του φωτός, ευαγγελιστής της ζωής, τελάλης και κήρυκας της Ανάστασης. Κάθε Σάββατο χαράζει η άγρια ελπίδα του Ενός και Μεγάλου, η ελπίδα της κατάπαυσης των πάντων, ο σαββατισμός της σάρκας για να απαγγέλουμε την επαύριον και μέχρι τερμάτων αιώνος τις σκληρότερες, μα και πιο αληθινές λέξεις που ακούστηκαν ποτέ: Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.
Παρέα με τον Λάζαρο.
πηγή: Aντίφωνο
Ευχαριστίες για το υπέροχο και παραμυθητικό κείμενό σας κ. Σταυρόπουλε… Που μας εισάγει με ηδύτητα και ελπίδα στα όσα φοβερά ήδη εορτάζουμε αυτή τη Μεγάλη Εβδομάδα…
Ως υποσημείωση στο κείμενό σας θα ήταν πιστεύω χρήσιμο αν μας δίνατε ένα σύντομο σημείωμα βιογραφίας του Θεοφάνους Κεραμέως και, αν βρίσκεται σε κάποιον εξωτερικό σύνδεσμο, την ομιλία του για την οποία γίνεται λόγος στον κείμενό σας…
Θερμές ευχαριστίες και ευχές για Ευλογημένη Μεγάλη Εβδομάδα και Καλή Ανάσταση!!