Ταινία μικρού μήκους, διάρκεια 36λεπτά
Έγχρωμη, μυθοπλασία
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Βασίλης Λουλές
Ηθοποιοί: Βικτώρια Χαραλαμπίδου, Ιρίνα Μπόϊκο
Φωτογραφία: Γιώργος Αργυροηλιόπουλος
Μοντάζ: Γιώργος Τριανταφύλλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Ιουλία Σταυρίδου
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Παραγωγή 2000: ΕΡΤ, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, S.M.ART-Art Media, Βασίλης Λουλές
Η ταινία πήρε το Α΄ βραβείο στο Φεστιβάλ μικρού μήκους της Δράμας, 2000. Στο ίδιο φεστιβάλ η πρωταγωνίστρια Βικτώρια Χαραλαμπίδου πήρε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, ενώ η ταινία πήρε επίσης το κρατικό βραβείο ποιότητας και αρκετές ακόμα διακρίσεις και βραβεία. Στη συνέχεια συμμετείχε σε πολλά Φεστιβάλ του εξωτερικού, προβλήθηκε σε διεθνή τιμητικά αφιερώματα και μεταδόθηκε στη Γαλλία & Γερμανία από τον τηλεοπτικό σταθμό ARTE. Χρησιμοποιείται ως εκπαιδευτικό υλικό σε σχολές κινηματογράφου.
Σχόλιο του σκηνοθέτη
Το ενδιαφέρον μου για την ταινία αυτή ήταν – ευθύς εξ αρχής – όχι τόσο στην κοινωνιολογική διάσταση του θέματος (δηλαδή, κοπέλες, προερχόμενες από την πρώην Ανατολική Ευρώπη, που στην προσπάθειά τους να βρουν ένα καλύτερο μέλλον καταλήγουν στην πορνεία) όσο στην ψηλάφηση των εσωτερικών συγκρούσεων, της εσωτερικής περιπέτειας της Νατάσας στη διαδρομή της προς την τελική απόφαση να γίνει πόρνη.
Μια διαδρομή γεμάτη με συναισθήματα και γεγονότα, με ελαφρότητα και σκληρότητα, με πισωγυρίσματα, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, με πειρασμούς και εγκράτεια, με γοητεία και απόρριψη, με φιλία και προδοσία, κλπ.
Οι τελικές επιλογές ενός ανθρώπου δεν μπορούν ποτέ να κατανοηθούν μέσω της απλουστευμένης σχέσης αιτίου-αιτιατού («πχ, η κοπέλα έγινε πόρνη επειδή δεν μπορούσε να ζήσει»). Σε πείσμα της κοινωνίας μας που προτιμά αυτές τις ευκολίες ανάγνωσης αλλά και του εμπορικού κινηματογράφου που αρέσκεται σε επιδερμικά ψυχολογίστικα διλλήματα, οι εσωτερικές και εξωτερικές διεργασίες είναι πάντα πολύ πιο βαθειές και πιο σύνθετες, άσχετα αν τη τελική ώθηση προς την καθοριστική μας απόφαση την προκαλεί – συνήθως – ένα ασήμαντο γεγονός.
Προσπαθώντας να αποφύγει, τόσο την κοινωνιολογία όσο και την ηθικολογία, η ταινία κινείται σε μια λεπτή γραμμή, φωτίζοντας την υπαρξιακή πορεία της ηρωίδας, η οποία θυσιάζει ένα τρυφερό κομμάτι του παρελθόντος της για να κερδίσει το παρόν. Η ταινία δεν υπερασπίζεται την επιλογή της ηρωίδας, ούτε όμως την "τιμωρεί" ηθικά. Όπως σε κάθε επιλογή, έτσι και στη δική της, υπήρχε κάποιο τίμημα: η Νατάσα δεν μπορεί πια να απολαύσει τον "λαμπερό ήλιο" -που τόσο λαχταρούσε από την αρχή της ιστορίας- καθώς το φως του πέφτει βασανιστικό πάνω στα άϋπνα μάτια της.
Σε επίπεδο δομής, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ταινία είναι ένα συνεχές "μάθημα Ελληνικών". Η Νατάσα μαθαίνει Ελληνικά με διάφορους τρόπους: από το κασετόφωνο (επαναλαμβάνοντας τις φράσεις-κλισέ), στην φωτογράφιση (επαναλαμβάνοντας τις οδηγίες του φωτογράφου), στο επαγγελματικό ραντεβού με δυο άγνωστους άντρες (όπου δέχεται να της κάνουν “μαθήματα’’ πάνω στο σώμα της). Αυτή η διαδικασία των "μαθημάτων" ανατρέπεται στη σκηνή του sex, όπου ο πελάτης ζητάει απ’ τη Νατάσα να του εξάψει την ερωτική φαντασία, μιλώντας του στη γλώσσα της, τα Ρωσικά.
Στην τελική σκηνή, η Νατάσα έχει συνειδητοποιήσει ότι η μητρική της γλώσσα έχει γίνει πλέον ένα εμπορεύσιμο είδος, όπως και το σώμα της. Βρίσκει λοιπόν, συναισθηματικό καταφύγιο σε μια άλλη, ξένη γλώσσα, τα Ελληνικά, στα οποία ψιθυρίζει με πικρία, τις τελευταίες λέξεις της ταινίας.
Αποσπάσματα – κριτικές από τον τύπο
«…Η ταινία δεν περιορίζεται σε ένα κοινωνικό σχόλιο για τους μετανάστες, την προσαρμογή τους, την αποδοχή τους από τους άλλους, τις ευαισθησίες, τα όνειρά τους. Κινηματογραφεί την εσωτερική περιπέτεια της ηρωίδας, τις εσωτερικές της συγκρούσεις και τις αντιστάσεις της, τη διαδρομή της από την αθωότητα στην "αναπόφευκτη" ωριμότητα και τις συνακόλουθες απώλειες. Και το κάνει με ευαισθησία, καθαρότητα, ευρηματικότητα και ευστροφία.»
Μαρία Κατσουνάκη – «Η Καθημερινή»
«... πρόκειται για μια από τις πιο ολοκληρωμένες δουλειές στον χώρο της ταινίας μικρού μήκους που παρακολουθείται με αμείωτο ενδιαφέρον...»
Μπάμπης Ακτσόγλου – «Αθηνόραμα»
«... Η γραφή του είναι κατακτημένη, του επιτρέπει να περιγράφει αδρά το κοινωνικό πλαίσιο χωρίς να αδιαφορεί για τη διαγραφή των κεντρικών χαρακτήρων του. Το σημαντικό προσόν του κινηματογράφου του είναι η δυνατότητα να μένει στην ιστορία που αφηγείται χωρίς να επιδιώκει να κάνει κοινωνιολογία. Το πικρό σχόλιο του τέλους δεν έρχεται ως ηθικολογικός εκβιασμός μιας ακόμη ταινίας με μήνυμα αλλά ως αποτέλεσμα κινηματογραφικής οξυδέρκειας... 36 λεπτά γεμάτα γήινους ανθρώπους, λυρισμό, τεχνάσματα, πλήρη συναίσθηση και της κινηματογραφικής πραγματικότητας και των κινηματογραφικών μέσων.»
Ηλίας Κανέλλης – «Το Βήμα»
«... Η βασική της αρετή είναι η μοντέρνα και καλοσυνταγμένη σκηνοθετική γραμμή που αναδεικνύει ένα μείζον πρόβλημα της σημερινής κοινωνίας... Ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης θέτει σε διάλογο δυο φαινομενικά παράταιρα "γλωσσικά ιδιώματα", αυτά του κινηματογράφου και της καθομιλουμένης γλώσσας, είναι το στοιχείο που κάνει το φιλμ υπόδειγμα...»
Βασίλης Κεχαγιάς – «Μακεδονία»
«...Καλογραμμένο σενάριο, σκηνοθεσία που πατά σ' όλες τις σωστές νότες και μια πρωταγωνίστρια αποκάλυψη...»
Πόλυ Λυκούργου – «Έθνος»
Βλ. εδώ παρουσίαση της ταινίας στο Αντίφωνο από τον Βασίλη Ξυδιά, με αφορμή την προβολή της από την ΕΤ1.