Βία ανηλίκων: Γιατί τα παιδιά μας δεν νιώθουν τον πόνο του άλλου;

1
1096

Αν δεχτούμε ως θεμελιώδη σκοπό της διαπαιδαγώγησης που προσφέρουν οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς στα παιδιά την τιθάσευση των ενστίκτων και των ορμών τους, τότε αυτή την περίοδο κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται. Τα παιδιά θυμίζουν αγρίμια στα οποία κυριαρχούν οι παρορμήσεις τους. Η παραβατικότητα, η νεανική επιθετικότητα, οι εναντιωματικές συμπεριφορές και η έλλειψη σεβασμού παρουσιάζουν ανησυχητικά αυξητικές τάσεις. Και δεν είναι μόνο το bullying, η αγελαία συμπεριφορά, οι συμμορίες και η νεανική βία. Είναι ο αδιόρατος φόβος για εκείνο που πιθανόν έρχεται.

Η ενσυναίσθηση προϋποθέτει τη συναίσθηση

Ο Εμίλ Ντιρκέμ, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της κοινωνιολογίας, αναφέρει ότι η επιθετικότητα είναι ανάλογη με τη στέρηση. Τι στερούνται όμως τα σημερινά παιδιά τα οποία μοιάζουν να τα έχουν όλα; Αναμφίβολα αυτό που στερούνται είναι τα συναισθήματα. Και αν τα παιδιά έχουν έλλειμα δικών τους συναισθημάτων πώς περιμένουμε να έχουν ενσυναίσθηση, δηλαδή να αισθάνονται τα συναισθήματα των άλλων σαν να είναι δικά τους;

Τα παιδιά που ασκούν βία, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν νιώθουν τον πόνο του άλλου, είναι ανίκανα να μπουν στη θέση του άλλου. Καθαρό έλλειμα ενσυναίσθησης δηλαδή. Είναι δε περίεργο πως ενώ σήμερα όλοι μιλάνε για ενσυναίσθηση εκείνη συνεχώς λιγοστεύει. Οι ειδικοί μιλάνε για τη σημασία της ενσυναίσθησης, το ίδιο και οι εκπαιδευτικοί με τους γονείς. Το θέμα είναι πως στη θεωρία όλα είναι απλά αλλά στην πράξη τα πράγματα περιπλέκονται. Για την ακρίβεια σαμποτάρονται.

Για να έχει ένα παιδί ενσυναίσθηση για κάποιο άλλο πρόσωπο που είναι φοβισμένο ή στεναχωρημένο προϋποθέτει την συναίσθηση τού τι αισθάνεται κάποιος που είναι φοβισμένος ή στεναχωρημένος. Αν δεν γνωρίζεις την σφοδρότητα αυτών των συναισθημάτων εσύ ο ίδιος πως θα τα συναισθανθείς σε κάποιον τρίτο; Πως θα μπεις στη θέση του να καταλάβεις τον πόνο που πιθανόν να νιώθει αν αυτά τα συναισθήματα σού είναι άγνωστα; Αν δεν έχεις αυτο-αντίληψη πώς γίνεται να αποκτήσεις ετερο-αντίληψη;

Μη ενσυναισθητική δράση των γονέων

Σήμερα οι γονείς δεν αντέχουμε να βλέπουμε τα παιδιά μας να στεναχωριούνται, να βαριούνται, να φοβούνται. Από εκείνο το «δεν θα πάθει τίποτα, θα του περάσει» των παλαιότερων γονέων περάσαμε στην απεγνωσμένη προσπάθεια των σημερινών γονέων να έχουν διαρκώς τα παιδιά τους χαρούμενα και high. Αυτό βέβαια σημαίνει άμεση απαλοιφή κάθε αρνητικού συναισθήματος.

Να δώσουμε ένα παράδειγμα με γονείς που δεν λειτουργούν ενσυναισθητικά: Γυρίζει ένα παιδί στεναχωρημένο από το σχολείο αφού ο εκπαιδευτικός τού έχει κάνει έντονη παρατήρηση. Τι κάνουν οι πιο πολλοί γονείς; Αμέσως προσπαθούν να απαλύνουν τη στεναχώρια του παιδιού τους. Κάποιοι θα του πουν «δεν έγινε και κάτι φοβερό», κάποιοι άλλοι θα κατηγορήσουν τον εκπαιδευτικό ότι είναι άδικος ή υπερβολικός. Γενικά πάντως «θα το κάνουν μάκια να περάσει». Υπάρχει αυτός ο τρόμος των γονέων μην πάει το παιδί τους και νιώσει αρνητικά συναισθήματα όπως στεναχώρια, θυμό, φόβο, απόρριψη, που τους κάνει να βιάζονται να τα εξαλείψουν εν τη γενέσει τους. Το αποτέλεσμα είναι να μην μαθαίνουν ποτέ τους τα παιδιά τους πως είναι να είσαι στεναχωρημένος, θυμωμένος, φοβισμένος ή να σε έχουν απορρίψει. Και μετά, αλήθεια, περιμένουμε αυτά τα παιδιά να νιώσουν αυτά τα συναισθήματα και σε άλλους ανθρώπους (ενσυναίσθηση);

Πως θα μπορούσαν όμως οι γονείς στο συγκεκριμένο παράδειγμα να είχαν δράσει ενσυναισθητικά; Θα μπορούσαν π,χ να δώσουν το χώρο και το χρόνο στο παιδί τους να εκφράσει το πώς ακριβώς νιώθει, να αναφέρουν και οι ίδιοι παρόμοια συναισθήματα που έχουν νιώσει σε παρόμοιες καταστάσεις και να του ζητήσουν να μπει στη θέση του εκπαιδευτικού. Τα συναισθήματα μαθαίνονται και καλλιεργούνται όταν περιγράφονται.

Μη ενσυναισθητική δράση των εκπαιδευτικών

Σε ένα δεύτερο παράδειγμα, το ίδιο μπορεί να γίνει και από την πλευρά του εκπαιδευτικού και να δράσει και αυτός μη ενσυναισθητικά. Παράδειγμα: Ο εκπαιδευτικός μαλώνει ένα παιδί για κάποιο λόγο. Βλέπει όμως ότι το παιδί το παίρνει βαριά. Τι κάνει λοιπόν; Είτε γιατί φοβάται μήπως κάνει κακό στο παιδί, είτε γιατί φοβάται την πιθανή αντίδραση των γονέων προς το πρόσωπό του, προσπαθεί με διάφορους τρόπους να διώξει άμεσα τη στεναχώρια ή το θυμό από το παιδί. Πάλι αυτός ο καταραμένος φόβος μην πάει και νιώσει αρνητικά συναισθήματα το παιδί. Ναι, αν δεν τα νιώσει όμως πώς περιμένουμε αύριο να τα αναγνωρίσει σε τρίτους;

Η σύγχυση εικονικού και πραγματικού εμπόδιο στην ενσυναίσθηση

Τα παιδιά σήμερα είναι διχασμένα ανάμεσα σε δυο κόσμους: τον πραγματικό και τον ψηφιακό. Στον ψηφιακό τους κόσμο μπορούν να επισκέπτονται site με ακατάλληλο περιεχόμενο, να σκοτώνουν άβαταρ στα ηλεκτρονικά παιχνίδια και γενικά να εκτίθενται στη βία. Πάντα όμως πάντα να τη γλυτώνουν χωρίς καμία συνέπεια από τη στιγμή που όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα σε οθόνες. Παλαιότερα τα περισσότερα παιδιά απέναντι σε ένα βίντεο με εικόνες πραγματικής ωμής βίας κλείνανε τα μάτια με αποτροπιασμό, ενώ σήμερα γελάνε ή νιώθουν έξαψη σαν να βλέπουν κάποιο θρίλερ. Έχουμε δηλαδή μία επικάλυψη του εικονικού κόσμου με τον πραγματικό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα παιδιά που ασκούν βία σε άλλα παιδιά έχουν σχεδόν πάντα μαζί τους και μία κάμερα που τραβάει. Οι θύτες εκείνη την ώρα θεωρούν ότι δρουν σε ένα περιβάλλον που προσομοιάζει με εικονικό και που μπορεί να γίνει τελείως εικονικό αν μαγνητοσκοπηθεί από μία κάμερα ή μεταδοθεί από ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Φυσικά οι θύτες όχι μόνο δεν έχουν ενσυναίσθηση για τα θύματα αλλά επιπλέον προβαίνουν σε πλήρη αποπροσωποποίηση των θυμάτων. Αφαιρούν δηλαδή από τα θύματα τα στοιχεία των πραγματικών προσώπων, αντιμετωπίζοντας τα ως εικονικά άβαταρ τα οποία δεν πονάνε και δεν φοβούνται πραγματικά. Το έλλειμα ενσυναίσθησης δεν επιτρέπει στους θύτες να νιώσουν τον πόνο των θυμάτων και μεταφράζει τη βία που ασκούν ως παιχνίδι με μπόλικη έκλυση αδρεναλίνης.

Από την ώρα δε που οι εικόνες της άσκησης βίας συνεχώς αναπαράγονται από τις ψηφιακές πλατφόρμες και που οι θύτες ουσιαστικά αντί να κατακρίνονται αποκτούν δημοφιλία, είναι απολύτως αναμενόμενο οι πράξεις άσκησης βίας να γίνονται μία μορφή μόδας της εποχής.

Το μεγάλο ερωτηματικό είναι τι πρόκειται να συμβεί με τη βία των ανηλίκων μελλοντικά, ειδικά τώρα που το τζίνι της τεχνητής νοημοσύνης έχει βγει από το μπουκάλι. Το ταξίδι των παιδιών μας προς την ΑΙ (τεχνητή νοημοσύνη) τώρα ξεκινάει και καλώς ή κακώς δεν μπορεί να ανακοπεί. Θα χρειαστεί όμως να έχουν μαζί τους προστασία. Τη συναισθηματική και την ηθική νοημοσύνη που στηρίζονται στην ενσυναίσθηση. Οι εκπαιδευτικοί και ο γονείς οφείλουν να βρουν τρόπο και χρόνο να καλλιεργήσουν στα παιδιά την ικανότητα να μπαίνουν στην θέση των άλλων ανθρώπων. Ειδικά τώρα που με την ΑΙ, ολοένα και περισσότερο, θα μειώνεται ο ρυθμός των άμεσων ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Οι δύο φίλοι", 1982) είναι έργο του Μενέλαου Καταφυγιώτη.

από https://www.alfavita.gr/ekpaideysi/460118_bia-anilikon-giati-ta-paidia-mas-den-niothoyn-ton-pono-toy-alloy

1 σχόλιο

  1. Πολύ σωστές σκέψεις. Ας μου επιτραπεί να καταθέσω συμπληρωματικά και κάποιες δικές μου. Γιατί κάποτε φοιτούσαμε σε γυμνασιακά τμήματα των 50-60 ατόμων και οι καθηγητές και οι καθηγήτριές μας δεν είχαν ιδιαίτερη δυσκολία να μας βάζουν σε τάξη, ακόμη και αν ήταν ηλικιωμένες γυναίκες με ανάστημα μετά βίας ένα και πενήντα; Γιατί δεχόμασταν τις τιμωρίες (ακόμη και τα χαστούκια) αδιαμαρτύρητα, όχι μόνο όταν ξέραμε ότι είχαμε σφάλει, αλλά και όταν τις θεωρούσαμε άδικες;
    Ας επιχειρήσω μια αυθαίρετη ερμηνεία. Λόγω της ημερομηνίας γεννήσεώς μας, είχαμε την ευκαιρία να ολοκληρώσουμε το σχολείο (Δημοτικό και εξατάξιο Γυμνάσιο) πριν από τη μεταπολίτευση. Για τον ίδιο λόγο, τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί μας είχαν μεγαλώσει σε μια εποχή που υπήρχε – καλώς ή κακώς, σωστά ή εσφαλμένα – ο φόβος της έξωθεν τιμωρίας (‘ο χωροφύλακας’), και η έννοια της υπακοής και της πειθαρχίας ήταν διάχυτη σε μια κοινωνία που σεβόταν την ιεραρχία σε κάθε πεδίο της καθημερινής ζωής (σχολείο, υπηρεσία, διοίκηση, στράτευμα κλπ). Αυτό το πνεύμα της πειθαρχίας διέπνεε τόσο την οικογενειακή αγωγή όσο και την εκπαίδευση, και όσοι επιχειρούσαν να το παραβούν έπαιζαν με τη φωτιά. Και το γνώριζαν.
    Το κλίμα αυτό άλλαξε με τη μεταπολίτευση. Με την άρση του φόβου του ‘χωροφύλακα’ ξεθώριασε και πρακτικά καταργήθηκε και κάθε έννοια ιεραρχίας. Σ’ αυτό οπωσδήποτε συνετέλεσε και η κομματοκρατία (διαφόρων χρωμάτων), που εισήγαγε τις δικές της εκφοβιστικές πρακτικές στους επαγγελματικούς χώρους. Οι σημερινοί γονείς και εκπαιδευτικοί έχουν όλοι τους γεννηθεί μετά το 1974. Μ’ αυτή τη νοοτροπία μεγάλωσαν και αυτή μετέδωσαν, εκουσίως ή ακουσίως, και στα παιδιά τους. Δυο από τους βασικούς κανόνες της είναι η αυθαιρεσία και η ατιμωρησία: κάνω ό,τι θέλω και δεν υφίσταμαι καμιά πειθαρχική συνέπεια γι’ αυτό. Φυσικό αποτέλεσμα της ‘λογικής’ αυτής είναι να εκλείπει από μικρούς και μεγάλους η αίσθηση της ατομικής ευθύνης, και να φορτώνονται όλα ‘στο σύστημα’, το κράτος, λες και αυτό είναι κάτι τελείως ξένο από τα πρόσωπα που το απαρτίζουν. Όμως μια οποιαδήποτε μηχανή δεν μπορεί να λειτουργεί σωστά με χαλασμένα εξαρτήματα. Και ‘εξαρτήματα’ του κράτους είμαστε όλοι εμείς οι πολίτες.
    Το είπα εξ αρχής: αυθαίρετη η ερμηνεία. Νομίζω όμως ότι δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Δεν είναι βέβαια ο μόνος παράγων που συντελεί στην σημερινή κατάσταση, αλλά είναι αυτός που επιλέγουμε να αγνοούμε συστηματικά. Το αντίθετο δεν μας συμφέρει.

    https://antonispapagiannis.blogspot.com/

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ