Η κλασική λογοτεχνία ευχαριστεί πολλούς ανθρώπους. Κάποιοι έχουν τη διάθεση να πάνε ένα βήμα παρακάτω και ν’ αναλύσουν το περιεχόμενο των αναγνωσμάτων τους, αναζητώντας φιλοσοφικές ή και θρησκευτικές ανησυχίες. Μια περίφημη δυάδα Νεοελλήνων συγγραφέων, με θρησκευτικές ανησυχίες και εκ διαμέτρου αλληλοσυγκρουόμενες κοσμοθεωρίες, είναι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Νίκος Καζαντζάκης. Η μεταχείριση που τους επεφύλαξαν οι επίσημοι θρησκευτικοί κύκλοι υπήρξε διαφορετική: ο Παπαδιαμάντης εκτιμήθηκε ως «θρησκευτικός» συγγραφέας και ηθογράφος, ενώ τον Καζαντζάκη η Ελλαδική Εκκλησία λίγο έλειψε να τον αφορίσει. Ο Καζαντζάκης, μπορεί να πει κανείς, ήταν τρόπον τινά για την Ελλάδα ό,τι για τη Ρωσία ο Lev Tolstoy, όπως και ο Παπαδιαμάντης σαν τον Fyodor Dostoevsky, του οποίου το μυθιστόρημα Έγκλημα και Τιμωρία μετέφρασε. Ο πρώτος έγραφε κάποτε στο ημερολόγιό του:
«Διαβάζω μια βιογραφία του Tolstoy. Πάντοτε με συγκινεί η ψυχική του ανάταση. Η λογοτεχνία δεν του αρκεί. Ανάγκη θρησκείας. Πρέπει να ξεκινήσω από κει όπου ο Tolstoy κατέληξε».
Για την Εκκλησία, είχε γράψει κάποτε το εξής χαρακτηριστικό:
«Κι άξαφνα η Εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι».
Ας διαβάσουμε τώρα τα όσα έλεγε για τον Καζαντζάκη ο γνωστός κληρικός Αυγουστίνος Καντιώτης:
«Εάν τις δι’ όσα μετ’ αναισχυντίας κατά της πίστεως λέγονται ήθελε διαμαρτυρηθή, ο Καζαντζάκης θα έχη πρόχειρον την απάντησιν “Λάθος κάμνετε. Δεν τα λέγω εγώ. Τα λέγουν οι ήρωές μου, τα τέρατά μου (καπετάν Μιχάλης, το Θρασάκι, ο Πολυξίγκης, ο Νουρήμπεης, η Εμινέ, ο Σήφακας...)… Αυτή είναι η νοοτροπία των απίστων και ανάνδρων συγγραφέων. Δια στόματος τεράτων ομιλούν και διαχέουν τα δηλητήρια και καυχώνται δια την τέχνην των. Αλλά, ω υποκριταί! Διατί κρύπτεσθε όπισθεν προσωπείων; Σας ερωτώμεν: Αυτά που λέγουν τα τέρατά σας τα παραδέχεσθε ή τα αποδοκιμάζετε; Απαντήσατέ μας με εν καθαρόν ναι ή όχι. Αλλά δεν είνε ανάγκη να μας απαντήσητε. Διότι η δομή του έργου, η πλοκή, το πνεύμα που διαχέεται εις όλας τας σελίδας δίδουν την απάντησιν. Ουδεμίαν στενοχώριαν δι’ όσα ασεβή λέγουν τα τέρατά σας διακρίνεται. Οι αείμνηστοι ευσεβείς λογοτέχναι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης αναφέροντες δηλώσεις απίστων και βλασφήμων, πενθούν και αναστενάζουν, ενώ εσείς;… Ουδαμού παρουσιάζετε τα αντί-τέρατα, που να ενσαρκώνουν τας ουρανίας δυνάμεις και να πολεμούν τα τέρατα της ασεβείας και να τα νικούν κατά κράτος και ούτω να επέρχεται η κάθαρσις, ως εις τας αρχαίας τραγωδίας. Υποκριταί, που κρύπτεσθε μέσα εις τα λογοτεχνικά σας παιγνίδια! Δια μέσου ανθέων συρίζοντες όφεις».
Όταν ο π. Αυγουστίνος ονόμαζε «ευσεβή» τον Παπαδιαμάντη, είχε άραγε υπόψη του ότι στο διήγημα του τελευταίου, Όνειρο στο κύμα (1900), γινόταν ίσως η πρώτη περιγραφή γυμνού γυναικείου σώματος στη Νεοελληνική λογοτεχνία; Και όχι μόνο αυτό: ο Παπαδιαμάντης, αυτός ο «Άγιος» των γραμμάτων μας, λίγο νωρίτερα, στον επίλογο του πασχαλινού διηγήματός του Χωρίς στεφάνι (1896), είχε τοποθετηθεί ρητά και απερίφραστα υπέρ του πολιτικού γάμου:
«Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι. Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα! Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον».
Άραγε αν ο μεγάλος συγγραφέας είχε ζήσει στην εποχή του Καντιώτη, δεν θα υφίστατο άραγε κατακραυγή σαν ασεβής και ανήθικος; Πάντως, ο πολιτικός γάμος ψηφίστηκε μόλις στα 1982 και με δυσανασχέτηση των εκκλησιαστικών εκπροσώπων. Μέχρι τότε, ίσχυε ακόμη η υποχρεωτική ιερολογία του γάμου που είχε καθιερωθεί με Νεαρά του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού το 893 («Μη ερρώσθαι τα συνοικέσια άνευ της ιεράς ευλογίας»). Αν ο μεγάλος συγγραφέας είχε ζήσει στην εποχή του Καντιώτη, θα υφίστατο και αυτός κατακραυγή, σαν ασεβής και ανήθικος; Ας το παραδεχτούμε, πολλοί θρησκευόμενοι θυμούνται από τον Παπαδιαμάντη μονάχα τις γλαφυρές περιγραφές των θρησκευτικών εθίμων του λαού, τα οποία νομίζουν σαν ενδείξεις μιας παρελθοντικής ελληνικής ουτοπίας. Στο πλαίσιο τούτο, Παπαδιαμάντης και Dostoevsky μετατρέπονται σε υπερασπιστές της Χριστιανοσύνης και θεωρητικούς «ιδεολόγους» του ισχυρού και ασυμβίβαστου αντιδυτικισμού[1]. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της Χριστιανοσύνης, αν μελετήσουμε το παρελθόν, θα ανακαλύψουμε μια μακρά περίοδο πολιτισμικής άνθησης του Χριστιανισμού, μια εποχή μακροχρόνιας ευημερίας και ευλογίας, όπου το κάθε πρόβλημα της ζωής είχε ως αντιμετώπιση την ταπείνωση μπροστά στο θέλημα του Θεού. Η ζωή ήταν τραχιά και σκληρή, περισσότερο απ’ ότι σήμερα, ωστόσο οι άνθρωποι ήταν καλοί και καθετί το κακό αποτελούσε μέσα στην κοινωνία μια μη ανεκτή εξαίρεση και αποδοκιμαζόταν ανοικτά. Αυτή η «χρυσή εποχή» τοποθετείται κάπου μέσα στη μακροχρόνια ιστορία του Χριστιανισμού, για τους περισσότερους σήμερα αρχίζει τον 1ο αιώνα μετά Χριστόν και τελειώνει μετά τη δεκαετία του 1950, μετά το 1960 ή ακόμη και μετά το 1980. Η ημερομηνία λήξης αυτής της μακροχρόνιας ευημερίας είναι διαφορετική αναλόγως την ηλικία αυτού που μιλάει[2]. Και μόνο αυτή η ασάφεια θα έπρεπε να προκαλεί καχυποψίες όσον αφορά την πραγματική ύπαρξη ενός τέτοιου ένδοξου παρελθόντος. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Σε διηγήματά του, ο Παπαδιαμάντης ενίοτε παρουσιάζει την υποβαθμισμένη θέση των γυναικών στην επαρχία. Παράδειγμα είναι εκείνη η ηρωίδα που εμφανίζεται να υπομένει την άπιστη και βίαιη συμπεριφορά του συζύγου της, υπηρετώντας τον αδιαμαρτύρητα, με αποτέλεσμα να ευωδιάζουν τα κόκαλά της μετά θάνατον. Μια τέτοια, άνευ ορίων και άνευ όρων, αποδοχή του πόνου και των εξευτελισμών συνεπάγεται για κάποιους θρησκευόμενους ανθρώπους την κατάκτηση της αγιότητας, και το παπαδιαμαντικό διήγημα διαβάζεται περίπου σαν ένα πάσης χρήσεως συναξάρι, με τους συζύγους (συνηθέστερα, για τις γυναίκες συζύγους) να καλούνται να το ακολουθήσουν. Έτσι συμβαίνει με όλους όσους δεν έρχονται καθόλου σ’ επαφή με απόψεις αντίθετες από τις δικές τους: αργά ή γρήγορα, αυτοί θα φτάσουν να πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν αντίθετες ιδέες με τις δικές τους. Το τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στην πράξη, ας το αφήσουμε στον αναγνώστη να το κρίνει. Είναι λοιπόν αλήθεια πως οι θρησκευτικοί εγκωμιασμοί του Παπαδιαμάντη αποδεικνύονται συχνά μονοδιάστατοι και απλουστευτικοί.
Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του Dostoevsky. Ας μη λησμονούμε ότι ο σπουδαίος συγγραφέας, στα νιάτα του, βίωσε μια ψυχικά βασανιστική εικονική εκτέλεση και καταδικάστηκε σε τετραετή κάτεργα στη Σιβηρία, επειδή συμμετείχε σε μια σοσιαλιστική οργάνωση και επειδή διάβασε δημόσια τρεις φορές μια επιστολή του συγγραφέα Bielinski, που επέκρινε σφοδρά τη Ρωσική Εκκλησία του καιρού του. Δυστυχώς, το μόνο που θυμούνται ορισμένοι «συντηρητικοί» θρησκευόμενοι απ’ τον πολύπλοκο και μεγαλοφυή Ρώσο, είναι η απλουστευμένη (και μάλλον διαστρεβλωμένη) δήλωση πως «αν δεν υπάρχει Θεός όλα επιτρέπονται». Ο Dostoevsky, όμως, δεν ήταν αφελής ηθικολόγος. Και όχι μόνο δεν ήταν, αλλά δεν έκανε άλλο από το να φανερώνει τις σκοτεινές πλευρές του ανθρώπου. Πράγματι, θα μπορούσε κανείς να πει (και πολλοί το έχουν ήδη πει) πως ο Ρώσος μυθιστοριογράφος πραγματοποίησε κατάβαση στις σκοτεινότερες «γωνιές» της ανθρώπινης ψυχής. Στην εποχή του, ο Dostoyevsky λογοκρίθηκε αυστηρά, σε σημείο μερικά απ’ τα κορυφαία του έργα να φτάνουν σήμερα σ’ εμάς όχι στη μορφή που φιλοδοξούσε να τους δώσει εξαρχής, αλλά όπως κατέληξαν ύστερα απ’ την δριμεία τσαρική λογοκρισία[3]. Στη (λογοκριμένη) νουβέλα του Το Υπόγειο, γράφει χαρακτηριστικά:
«Υπάρχουν στις αναμνήσεις του κάθε ανθρώπου τέτοια πράγματα, που τα φανερώνει όχι σ’ όλους, μα μονάχα στους φίλους του,. Υπάρχουν και τέτοια πράγματα, που ούτε στους φίλους του τα φανερώνει. Μα υπάρχουν, τέλος, και κάτι άλλα που ακόμα και στον εαυτό του ο άνθρωπος φοβάται να τα φανερώσει».
Ο άνθρωπος, λέει, όποιος και αν είναι και οπουδήποτε και αν ζει, αγαπάει να κάνει αυτό που ο ίδιος θέλει, αντί για αυτό που του επιτάσσει το συμφέρον και ο «ορθός λόγος». Ακόμη και τη μεγαλύτερη κουταμάρα. Ο άνθρωπος, και μόνο από πείσμα, προτιμάει την καταστροφή του, αρκεί να τη βλέπει ως γνήσια πράξη ελευθερίας. Για τον ίδιο άνθρωπο, όμως, θα είναι χειρότερα, αν πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες του. Οι ήρωες του Dostoevsky, προικισμένη με μιαν «αρρωστημένα» υψηλή αυτοσυνειδησία, αναδεικνύουν την ανθρώπινη ελευθερία σε ύψιστη αξία, και αντιτίθενται παθιασμένα και ανέλπιδα σε ό,τι την απειλεί (σοσιαλισμός, πολιτικές ουτοπίες, επιστήμες, ακόμη και στην ίδια τη λογική). Ο άνθρωπος είναι φύσει τύραννος και απολαμβάνει να βασανίζει τους άλλους. Όλα τα αντέχει και σχεδόν στο καθετί συνηθίζει. Και για ν’ αποφύγει να ξεπέσει σε δευτερεύοντα όλο στη ζωή, από πείσμα και μόνο μπορεί να επιλέγει κατ’ επανάληψιν τον τελευταίο. Τα συμπλέγματα, ο συναισθηματικός ο πόνος, ο σαδισμός και ο μαζοχισμός διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Ο Dostoevsky τονίζει και την ηθική σημασία του πόνου. Ο πόνος, θα ειπωθεί από τους ήρωες των μεγάλων μυθιστορημάτων του, εξαγνίζει τα πάντα. Κάποιοι μάλιστα δεν θα διστάσουν να κλάψουν με λυγμούς μπροστά σε ταπεινές πόρνες, που για τον Dostoevsky είναι τυπικό δείγμα του αγνού και θρησκευόμενου λαού της Ρωσίας. Ένα ενδιαφέρον σημείο, στο ντοστογιεφσκικό έργο, είναι και ο πικρόχολος υπαινιγμός για τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών, θεωρία που είχε διατυπώσει δημόσια ο Δαρβίνος, λίγα χρόνια πρωτύτερα. Στην εποχή της, η ανακάλυψη του Δαρβίνου εργαλειοποιήθηκε κατά κόρον, για να χρησιμοποιηθεί ως όχημα επίθεσης στο θρησκευτικό κατεστημένο και ως επιστημονικό «υποστύλωμα» μιας θετικιστικής και υλιστικής ανθρωπολογίας, γεγονός που ο Dostoevsky φάνηκε ν’ αντιλαμβάνεται. Στην ηθική και «ανθρωπιστική» καταδίκη της εξελικτικής θεωρίας, για ηθικούς λόγους, προέβη και ο έτερος Ρώσος «γίγαντας», ο Lev Tolstoy[4]. Σε πολλά άλλα, όμως, Tolstoy και Dostoevsky διαφωνούσαν. Συγκεκριμένα, ο Tolstoy, θεωρούσε ηθικά μεμπτούς όσους καπνίζουν και τρώνε κρέας, έχει γράψει το πώς ένιωθε ανώτερος των άλλων ανθρώπων, και θεωρούσε αφελείς όσους πίστευαν στο Ορθόδοξο δόγμα. Παρόλο που επέκρινε τη θεωρία της κοινωνικής προόδου, κάποτε έμοιαζε να βρίσκεται πλησίον της:
«[…] στις σύγχρονες χριστιανικές κοινωνίες, οι περισσότεροι άνθρωποι διάγουν ένα βίο ειδωλολατρικό όχι τόσο επειδή το θέλουν, αλλά γιατί εξακολουθεί να υφίσταται ένα καθεστώς που κάποτε ήταν απαραίτητο προκειμένου να ρυθμίζει τη ζωή ατόμων με τελείως διαφορετικές συνειδήσεις· και το καθεστώς αυτό το συντηρεί η πολυάσχολη αλλά κενή καθημερινότητα που απορροφά τον άνθρωπο και δεν του αφήνει χρόνο να σκεφτεί καθαρά και να το αναμορφώσει, εναρμονίζοντάς το με τη συνείδησή του».
Ο Tolstoy θεωρούσε τον ορθολογισμό θετικό και, αν απέρριπτε τον Χριστιανισμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν ήταν μόνο λόγω του ότι τον θεωρούσε ιεραρχικό-εξουσιαστικό (άρα άδικο) μηχανισμό, αλλά και επειδή τον έβλεπε σαν μια συλλογή επιστημονικά αβάσιμων μεταφυσικών ισχυρισμών, οι οποίοι έκρινε ότι έπρεπε να διακριθούν αυστηρά από τη βασική διδασκαλία του Χριστού, που για τον ίδιο δεν είναι παρά κάποιες απλές ηθικές παραινέσεις για καθολική αγάπη, ισότητα και απάρνηση κάθε είδους βίας. Το αναρχο-χριστιανικό ιδεώδες του ήταν τόσο αυστηρό, ώστε τελικά ούτε και ο ίδιος ήταν σε θέση να το εκπληρώνει μόνιμα[5]. Δεν είναι τυχαίο που μια από τις πιο φημισμένες του νουβέλες, ο Πατήρ Σέργιος, είναι εν πολλοίς «αυτοβιογραφική». Η ιδιάζουσα «δραπέτευσή» του, σε ηλικία ογδόντα δύο ετών, αυτό το νόημα είχε: ο Tolstoy φοβόταν πως χάνει σταδιακά τον εαυτό του μέσα στη φήμη και τη δημοσιότητα που είχε αποκτήσει. Τα κείμενά του συνοψίζουν εύγλωττα το αναρχο-χριστιανικό του ιδεώδες ή αλλιώς τη «θρησκεία» του:
«Χιλιάδες χρόνια πριν, ο Χριστός αλλά και όλοι οι σοφοί του κόσμου παρότρυναν τους ανθρώπους όχι μόνο ν’ αγαπούν τα συνάνθρωπο όπως τον εαυτό τους, αλλά και να μην του κάνουν αυτό που δεν θα ήθελαν να υποστούν οι ίδιοι· ομολογουμένως, εάν οι άνθρωποι υιοθετούσαν τούτες τις προτροπές, αν αντί για τον εγωκεντρισμό επέλεγαν τον αλτρουισμό, αν το πνεύμα που καθόριζε τη ζωή τους από ατομικιστικό γινόταν κολεκτιβιστικό- όπως λένε στην ατυχή διάλεκτός τους οι επιστήμονες προκειμένου να εκφράσουν ακριβώς την ίδια σκέψη- , τότε θα ευημερούσαν και δεν θα δυστυχούσαν».
Αλλά και τα μυθοπλαστικά του έργα θ’ αποδώσουν την τραγικότητα της ανθρώπινης ζωής: η συμπόρευση των δύο αλληλοσυγκρουόμενων δυνάμεων, του έρωτα με τον εγωισμό (βλ. τη ρήση του «δεν υπάρχουν συναισθήματα που να είναι τόσο συνδεδεμένα μεταξύ τους και συγχρόνως τόσο αντικρουόμενα, όσο ο έρωτας και ο εγωισμός»), η αναπόφευκτη νοσταλγία προς ένα παρελθόν που έφυγε κα δεν θα επιστρέψει ποτέ πια, τη νεότητα (στο διήγημα Άλμπερτ), η έκπτωση της αγάπης σε σαρκικότητα και κτητικότητα του άλλου (Η σονάτα του Κρόιτσερ), η κοινωνική απαξίωση της ποίησης (Λουκέρνη), ο τρόμος της αιφνίδιας συνειδητοποίησης του θανάτου (Σημειώσεις ενός τρελού, Τρεις θάνατοι και ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς) και η αδυναμία μας να ζήσουμε αγνά (Έτσι πεθαίνει ο έρωτας), είναι απλώς ορισμένα απ’ τα κύρια υπαρξιακά ζητήματα που αναδεικνύει[6]. Βλέπουμε λοιπόν πώς οι δύο συγγραφείς καταδίκαζαν τον μοντέρνο τρόπο ζωής, υπερασπιζόμενοι τη χριστιανική συγχώρεση και αγάπη, αν και την αντιλαμβανόταν σε διαφορετικό πλαίσιο έκαστος. Οι Tolstoy και Dostoevsky δεν «δογμάτιζαν», αλλά έπλαθαν ήρωες που υπερβαίνουν τα όρια του χρόνου και του τόπου τους, αγγίζοντας ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αμφότεροι οι δύο συγγραφείς άντλησαν μπόλικο υλικό για τη μυθοπλασία τους από τη δική τους, σχεδόν μυθιστορηματική ζωή. Αμφότεροι επίσης αντιτέθηκαν σφοδρά στον σύγχρονο, υλιστικό και καπιταλιστικό τρόπο ζωής, προβάλλοντας τη χριστιανική ηθική όπως την κατανοούσαν. Τέλος, αμφότεροι ήταν βαθύτατα «θρησκευτικές» φύσεις και σ’ όλη τη ζωή τους αγωνίστηκαν επώδυνα για ν’ απαντήσουν στο ερώτημα του τι αξίζει η ζωή, όταν υπάρχει στο τέρμα της ο θάνατος. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας τους επιφύλαξαν διαφορετικές αντιδράσεις. Ο Dostoyevsky μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται επαινετικά ως «θρησκευτικός» συγγραφέας. Αντίθετα, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αφόρισε τον Tolstoy το 1901. Μιλώντας για Tolstoy και Καζαντζάκη, σκέφτεται κανείς ίσως η πλειονότητα όσων παραπονιούνται για «βλασφημία» στα βιβλία τους, να μην έχει μπει στον κόπο να τα διαβάσει καλά, αρκούμενη μάλλον σ’ επιλεγμένα αποσπάσματά τους, που παρατίθενται σε θρησκευτικές φυλλάδες. Διότι σε άλλα σημεία του έργου τους είναι έντονο το χριστιανικό στοιχείο. Γιατί επιλέγουμε να εστιάζουμε σ’ αυτά που μας σκανδαλίζουν; Στο κάτω κάτω, το έργο μιας δημιουργικής μεγαλοφυΐας, όπως ο Καζαντζάκης, συχνά έχει να δώσει πολύ περισσότερα στην ανθρωπότητα από οποιονδήποτε απλοϊκό θρησκευτικό ηθικολόγο. Υπάρχει, όμως, ένας βαθύτερος και ουσιαστικός λόγος που οι Παπαδιαμάντης και Dostoevsky εγκωμιάζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ οι άλλοι δύο επικρίνονται αυστηρά (αν και δεν λείπουν και οι εξαιρέσεις στον κανόνα). Τα έργα των Καζαντζάκη και Tolstoy διέπονται από πολύ διαφορετικό πνεύμα. Όπως, άλλωστε, διαφορετικές ήταν και οι προσωπικότητές τους. Ο Καζαντζάκης, αφού εδραιώθηκε η εξουσία των Μπολσεβίκων, έγραψε σε μια επιστολή του ότι ήθελε να πάει στη Ρωσία, όπου γεννιέται μια νέα «θρησκεία» και να γίνει ξυλουργός. Ξυλουργός, σαν τον Ιησού Χριστό, διότι θεωρούσε εαυτόν έναν νέο προφήτη ή ακόμη και κήρυκα της θρησκευτικής πίστης του μέλλοντος. Στο ίδιο πνεύμα, αποκαλούσε την Ασκητική του «το πρώτο μετακομουνιστικό πιστεύω» και ήλπιζε πως η νέα ανθρωπότητα, μετά την καθολική επικράτηση των Μπολσεβίκων, θα «ομνύει» τρόπον τινά σ’ αυτό. Ο Tolstoy, από την πλευρά του, υποστήριξε την υπέρβαση των επιμέρους θρησκειών και κήρυξε ένα αναρχο-χριστιανικό credo (αποκτώντας πληθώρα αφοσιωμένων υποστηρικτών, εν αντιθέσει με τον Καζαντζάκη που δεν κατάφερε να μετακινηθεί από τον ρόλο του καλλιτέχνη, αν και εξαίσιου καλλιτέχνη). Ο Ρώσος συγγραφέας συνόψισε το credo του ως εξής:
«Μια τέτοια θρησκεία λοιπόν, όπως συνέβαινε και συμβαίνει πάντα, αντιστοιχεί στο βαθμό πνευματικής και ηθικής ανάπτυξης των ανθρώπων της εκάστοτε εποχής. Η θρησκεία αυτή υπάρχει, όλοι τη γνωρίζουμε, αρκεί να μην αρνούμαστε να παραδεχθούμε, ακόμα και στον εαυτό μας, τις επιταγές της, εκείνα τα καθήκοντα που μας έχει ορίσει και που πιστεύουμε πως υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας καθώς έρχονται σ’ ευθεία αντίθεση με τον τρόπο με τον οποίο έχουμε συγκροτήσει τη ζωή μας και ξεσκεπάζουν τα συνήθη ανομήματα και πάθη μας. Τούτη η θρησκεία πάντα υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει: απαντά στις Βέδες, στον κομφουκιανισμό, στον ταοϊσμό, τη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων φιλοσόφων, στο χριστιανισμό, στο μωαμεθανισμό, στον μπαχαϊσμό, στις θεωρίες των Ρουσσώ, Πασκάλ, Καντ, Σοπενχάουερ, Έμερσον, Ράσκιν, Λαμενναί και πολλών πολλών άλλων- και, το κυριότερο, βρίσκεται στην καρδιά και το νου του σύγχρονου ανθρώπου».
Αν λοιπόν πρέπει ν’ αποδοθεί κάπου η διαφορετική αντιμετώπιση της θεσμικής Ορθοδοξίας, ας την αποδώσουμε καλύτερα στο ότι ήταν ίσως πιο αυθεντικός ο ταπεινός και αμαρτωλός χαρακτήρας των Παπαδιαμάντη και Dostoevsky, παρά η ηθική αγνότητα των άλλων. Διότι ούτε ο Tolstoy ούτε και ο Καζαντζάκης δέχτηκαν να ταυτιστούν με την Εκκλησία, αφού είχαν τις δικές τους, ιδιαίτερες αντιλήψεις περί Θεού και ανθρώπου. Παρόλα τους τα πάθη (π.χ. συμπλέγματα κατωτερότητας, τζόγος, οινοποσία), οι Παπαδιαμάντης και Dostoevsky, ταπεινά παρέμειναν σ’ αυτή και εξήραν το πρόσωπο του Χριστού, τον οποίο οι άλλοι δύο θεωρούσαν έναν σημαίνοντα κήρυκα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους της ανθρώπινης ιστορίας. Καταλήγοντας, οι θρησκόληπτοι άνθρωποι ποτέ δεν θα καταλάβουν την οικουμενικότητα της τέχνης. Με τη σειρά τους, οι μη θρησκευόμενοι καλλιτέχνες είναι καταδικασμένοι ν’ αγνοούν τη βαθύτερη, πνευματική διάσταση του ανθρώπου, η οποία εκφράζεται πρωτίστως μέσα στη θρησκευτική πίστη. Η θρησκεία χωρίς τον στοιχειώδη σεβασμό στην ελευθερία της τέχνης κινδυνεύει να καταντήσει Ιερά Εξέταση, ενώ η τέχνη χωρίς καθόλου υπερκόσμιες προεκτάσεις καταντά ένα μεγαλειώδες μα τραγικό αδιέξοδο.
[1] Στην Αμερική, ο ιερομόναχος Σεραφείμ Rose αντιμετώπισε τον Dostoevsky σαν έναν διορατικό «προφήτη» του μηδενισμού στη Δύση. Στη Σερβία, ο Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς αντιπαρέβαλε την Ορθοδοξία με τον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, στηριγμένος επίσης στον Dostoevsky, για τον οποίο είχε γράψει και μια διδακτορική διατριβή (δεν έγινε δεκτή). Ο π. Ιουστίνος ασκεί σθεναρή κριτική στην αποχριστιανοποιημένη, όπως νομίζει, Δύση, διαλεγόμενος τόσο με την αγιοπατερική παράδοση, όσο και με τη δυτική φιλοσοφική παράδοση. Συγκεκριμένα, βλέπει στον Ευρωπαίο άνθρωπο μια πορεία τουλάχιστον χιλιετούς παρακμής, συνεπεία της συνειδητής απομάκρυνσής του απ’ την Ορθοδοξία. Μετά τις δύο μεγάλες πτώσεις στην αμαρτία, πρώτα του Αδάμ και έπειτα του Ιούδα, η τρίτη μεγάλη πτώση ήταν εκείνη του παπικού θεσμού. Η παπική εξουσία υποκατέστησε την πίστη στον Θεάνθρωπο Ιησού μ’ εκείνη στον άνθρωπο, κλείνοντας για την ευρωπαϊκή ανθρωπότητα την οδό της σωτηρίας. Μετά απ’ αυτό ακολούθησε ο ουμανισμός της περίφημης Αναγέννησης, που συνέχισε τη θεοποίηση του ανθρώπου θέτοντας ως βασική αρχή του την αρχή του αρχαίου σχετικιστή σοφιστή Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Έπειτα ήρθε η Μεταρρύθμιση και στη συνέχεια ο Διαφωτισμός, και αφού η Ευρώπη διήλθε τον 19ο αιώνα του θετικισμού, κατέληξε στη δήλωση του Nietzsche ότι ο Θεός είναι «νεκρός». Όταν έγινε δόγμα το παπικό αλάθητο (1870), επισφραγίσθηκε η πνευματική καταστροφή της Ευρώπης, η οποία πλέον δεν έχει κανέναν υπεργήινο προορισμό ως στόχο της. Ο Όσιος θεωρεί πως αυτή η ειδωλοποίηση του ανθρώπου ευθύνεται εν πολλοίς για τις παγκόσμιες πολεμικές θηριωδίες στον εικοστό αιώνα. Προβάλλει λοιπόν ως μόνη διέξοδο τη μετάνοια, δηλαδή την αντικατάσταση του ανθρώπινου πολιτισμού απ’ τον πολιτισμό του Θεανθρώπου. Στον ελλαδικό χώρο, αυτό έκανε πολλάκις ο αείμνηστος Χρήστος Γιανναράς και, μερικές δεκαετίες πριν, ο Στέλιος Ράμφος, ο οποίος συμμεριζόταν αρχικά την άποψη ότι η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας μπορεί να απεικονιστεί περιληπτικά ως διαρκής σύγκρουσης στο δίπολο Ανατολή- Δύση. Κεντρική ιδέα του ήταν ότι οι Νεοέλληνες έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε στρεβλά το ιστορικό μας παρελθόν και, ως εκ τούτου, ο όποιος «πατριωτισμός» διαθέτουμε είναι αθεμελίωτος. Συγκεκριμένα, αντιλαμβανόμαστε το έθνος μας μέσα από το πρίσμα του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, με αποτέλεσμα να παραθεωρούμε το βυζαντινό πολιτισμό και τη χριστιανική παράδοση που εκείνος εξέφρασε.
[2] Παρόμοιες πεποιθήσεις είχε και ο Φώτης Κόντογλου. Ο Κόντογλου έφτανε, μάλιστα, στο σημείο να εγκωμιάζει ανεπιφύλακτα την απλοϊκή θρησκευτική πίστη, καταγγέλλοντας συλλήβδην σχεδόν και με τις σκληρότερες λέξεις την «Εσπερία» και τη σύγχρονη επιστήμη και φιλοσοφία.
[3] Η Ελλάδα, μέχρι πρόσφατα, είχε στον ά της το άρθρο 199/1951, περί καθύβρισης θρησκευμάτων, όπου αναφέρεται το εξής: «Όποιος δημόσια και κακόβουλα καθυβρίζει με οποιονδήποτε τρόπο την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών».
[4] Παρεμπιπτόντως, στην αρθρογραφία του Παπαδιαμάντη παρατηρούμε μια περιφρόνηση προς τους «δαρβινιστές», όπως τους αποκαλεί, ενώ ο Καζαντζάκης, βιώνοντας αρχικά την τραγική απογοήτευση από την επίγνωση πως ο άνθρωπος είναι ένα βιολογικό ον όπως τα άλλα, θα ενθουσιασθεί με την εξέλιξη των ειδών, όταν τη συλλάβει με το αισιόδοξο βιταλιστικό πρίσμα της φιλοσοφίας του Bergson. Έκτοτε, ο Κρητικός συγγραφέας θα βλέπει τη ζωή του ανθρώπου ως έναν μάταιο αλλά ηρωικό αγώνα για βελτίωση, και θα προσδοκεί την έλευση ενός ανώτερου και ηθικά τελειότερου ανθρώπου.
[5] Κι όμως, ο Tolstoy παραδεχόταν κάποτε ότι κανείς μας δεν έχει του ένα εντελώς αξιόπιστο κριτήριο του καλού και του κακού, για να μπορεί να κρίνει τα περίπλοκα και παροδικά περιστατικά. Κάθε συλλογισμός είναι ταυτόχρονα καθ εσφαλμένος και ορθός. Μονομερώς εσφαλμένος λόγω της αδυναμίας του ανθρώπου να αγκαλιάσει όλη την αλήθεια, και ορθός ως προς την έκφραση της μιας πλευράς των επιδιώξεων του ανθρώπου.
[6] Ας δούμε λόγου χάρη όσα λέει για την ποίηση, σ’ ένα διήγημά του: «Να τη λοιπόν, η παράδοξη μοίρα της ποίησης, συλλογιζόμουν αφού ηρέμησα κάπως. Όλοι την αγαπούν, όλοι την αναζητούν, αυτή μονάχα λαχταρούν και αποζητούν στη ζωή τους. Και κανείς δεν εκτιμά τούτο το αγαθό που είναι το καλύτερο στον κόσμο».
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Ο Φτωχοπρόδρομος", 1933) είναι έργο του Νίκου Εγγονόπουλου.
Ωραία παρεούλα, ωραία «κουβεντούλα». Πάστρα η δουλειά, αν επιτρέπετε κ. Ζαχαράκη! Σας ευχαριστούμε και γι’ αυτό.
Το πόνημα αυτό δίνει αφορμή για βαθύτερο στοχασμό και εμβάθυνση σε ζητήματα που αφορούν όχι μόνο την πίστη ή την λογοτεχνία αλλά την οντολογία του ανθρώπου. Και αναφέρομαι στην οντολογία ως το κομμάτι της αιωνιότητας που ο Θεός εμπιστεύεται σε κάθε πρόσωπο προκειμένου η εν Θεώ κλήση του να φωτίσει σε βάθος όχι τόσο το ζήτημα της ελευθερίας αφού έτσι κι αλλιώς ο καθένας ασχέτως με το πως διαμορφώνεται από τον γηγενή πολιτισμό του, στηρίζεται στις δικές του αντιληπτικές δυνατότητες, αποφάσεις και επιθυμίες. Εκείνο που πρέπει να ζωογονηθεί είναι η αρχέγονη μνήμη ως φιλάνθρωπη συγκατάβαση του Θεού Λόγου μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ο καθένας καλείται να ονομάσει τα άγια και ιερά της ζωής μέσα από το μυστήριο της δικής του παρουσίας. Δεν είναι μόνο «η πολυάσχολη αλλά κενή καθημερινότητα που απορροφά τον άνθρωπο και δεν του αφήνει χρόνο να σκεφτεί καθαρά», είναι κυρίως ο ευνουχισμός του έσω αισθητηρίου που συντονίζει τον άνθρωπο με την θεία πνοή και το μυστήριο του προορισμού του. Όλοι μας επικρίνουμε ότι έχει προέλθει από τα βαθιά νερά της ύπαρξης γιατί καταντήσαμε την ζωή μια συνθήκη υλιστικής (οικονομικής, πολιτικής, τεχνολογικής) τακτοποίησης. Και συνηθίζουμε να φιλοσοφούμε μέσα από το κακώς προσδιοριζόμενο υπαρξιακό εγώ και όχι από την ύπαρξη ως χωροχρόνο που μας συναθροίζει από αρχής έως εσχάτων αναφέροντάς μας στην εν αληθεία κλήση μας για την πληρέστερη, αγαπητική και άρα αποφατική νοηματοδότηση του ανθρώπινου πεπρωμένου. Αποφατική γιατί κάθε λόγος δικός μας είναι πάντα ασκητική μέθεξης και όχι εξάντληση του Λόγου.
Εκτιμώ πως δεν πρόκειται για Θρησκευτική λογοτεχνία, «θρησκευτικές» παραμορφώσεις, επιτυχή ή ατυχή μεταχείριση των συγγραφέων αλλά για έναν ελλιπή συντονισμό ή αποσυντονισμό από την θεία πρόνοια της παρουσίας μας σε αυτόν τον κόσμο. Και αυτό γιατί από παιδιά εξασκούμαστε να μην αφουγκραζόμαστε τον εν τη καρδία νου ως γέφυρι επιστροφής στο μη θνησιγενές είναι, ενώ μεγαλώνοντας επικρίνουμε τις έτσι κι αλλιώς αναμενόμενες αστοχίες μιας στοχαστικής πάλης και ποτέ την άστοχη απόταξη της πνευματικότητας στην καθημερινή πρακτική οικοδομή του βίου μας. Συγχωρέστε με αν δεν κατόρθωσα να μιλήσω απλά και διαγράψτε ότι οφείλεται στην αστοχία της κατανόησής μου. Υπάρχουμε σε ενότητα για να δίνουμε ο ένας το χέρι στον άλλον όταν λαθεύει και όχι για να σπρώχνουμε στον γκρεμό μαζί με αυτόν και ένα μέλος δικό μας . Σας ευχαριστώ