Τα νεκροταφεία

4
1411

Άγγελος Kαλογερόπουλος

Ο πολιτισμός μιας κοινωνίας φαίνεται από τα νεκροταφεία της. Δεν είναι μια δική μου παρατήρηση. Εγώ έτυχε να τη διαβάσω κάποτε στον Ν. Γ. Πεντζίκη. Αλλά η επίσκεψή μου σε κάποια νεκροταφεία της πόλης μας με έκανε ξανά να τη σκεφτώ. Δεν ενδείκνυνται τα ευφυολογήματα ενώπιον της ανθρώπινης οδύνης που προκαλεί ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου και ιδιαίτερα μιας τρυφερής ηλικίας.

Οταν στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου αντίκρισα τους τάφους μικρών παιδιών, που αντί του σταυρού είχαν μια μαρμάρινη καρδούλα ή το μνημείο ήταν διακοσμημένο σαν ένα διαρκές παιδικό πάρτι, ένιωσα μια συγκρατημένη απογοήτευση. Η ίδια έκπληξη με περίμενε στο νεκροταφείο της Αναστάσεως καθώς πλησίαζαν Χριστούγεννα και είδα τάφους στολισμένους αναλόγως με... αγιοβασιλάκια και άλλα παρόμοια. Θυμάμαι βέβαια και παλαιότερα κάποιο κομπολόι ή ένα πακέτο τσιγάρα, αλλά αυτό μας παρέπεμπε περισσότερο στην αρχαία συνήθεια των κτερισμάτων. Ενώ αυτός ο νεωτερισμός, που θέλει να φαιδρύνει την πένθιμη σοβαρότητα του τάφου, μας πάει αλλού.

Ποιος δεν καταλαβαίνει τον πόνο ή την παράκρουση γονέων που χάνουν το βλαστάρι τους σε τόσο τρυφερή ηλικία; Και ποιος δεν καταλαβαίνει την τραγική επιμονή των ζωντανών να μη θέλουν να παραδεχτούν τον θάνατο του αγαπημένου τους. Αλλά μια άλλου είδους πνευματική μετατόπιση έχει συμβεί όταν αυτή η παράκρουση μνημειώνεται με την παράταση εις το διηνεκές μιας ζωής που νοηματοδοτείται μόνο από την απόλαυση που μπορεί να αντλήσει από τον ενθάδε κόσμο.

Μέσα στα νεκροταφεία μπορεί κανείς να συναντήσει τάφους που θυμίζουν παιδικές χαρές, να δει να στολίζονται χριστουγεννιάτικα δέντρα, εν πάση περιπτώσει, να δει να αποβάλλεται η σοβαρότητα του μνημείου στο όνομα μιας πείσμονος εμμονής στην ενθαδικότητα. Με απλά λόγια: ο άνθρωπός μας έφυγε, αλλά εμείς επιμένουμε σαν να μην έφυγε ποτέ. Αθανασία σημαίνει να συνεχίζουμε τη ζωή όπως την ξέρουμε. Αλλά τότε γιατί το αποτέλεσμα μας φαίνεται κωμικοτραγικό;

Κωμικοτραγικό σημαίνει να βιώνεις την τραγικότητα με τέτοια επιπολαιότητα που να σε καθιστά κωμικό. Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ.

Ο θάνατος αποδεικνύεται σωτήριος, επειδή είναι ικανός να μας αλλάξει τη ζωή. Εξ ου και η εξίσωση της φιλοσοφίας με τη μελέτη θανάτου. Ο θάνατος μας μαθαίνει τη ματαιότητα της πλεονεξίας, τη ματαιότητα της ισχύος, τη ματαιότητα της ηδονής. Και η μελέτη του θανάτου μάς επιτρέπει μιαν ουσιαστική απόφαση μιας επείγουσας αλλαγής, όπου η ζωή δεν κρίνεται από το τι έχεις αλλά από το τι είσαι.

Δεν θα μας απασχολήσουν εδώ μελέτες για το πένθος ή κοινωνιολογικές αναλύσεις σχετικά με τον θάνατο και τις σύγχρονες κοινωνίες. Θα περιοριστούμε μόνο στο καταστάλαγμα μιας διαχρονικής σοφίας, που μας λέει ότι σημασία έχει να μη στερείς από τη λύπη σου τη χαρά που της αναλογεί κι απ’ τη χαρά σου το μερίδιο της λύπης.

Αυτός λοιπόν ο πολιτισμός που ανέδειξε το «ό, τι φάμε, ό, τι πιούμε…», που ζει στις μέρες μας την πιο βαθιά του κρίση, δεν θα λυτρωθεί παρά μόνον αν αντιληφθεί ότι η απεραντοσύνη της ζωής κερδίζεται μέσα από το απύθμενο βάθος του θανάτου.

Οταν η ζωή αποσιωπά τον θάνατο ή τον μετατοπίζει σε μιαν άλλη διάσταση όπου συνεχίζει ο αγαπημένος μας να υπάρχει σαν τάχα να μη συνέβη τίποτα, τότε, ακυρώνοντας το θάνατο, ματαιώνουμε τη δυνατότητα μιας δικής μας ουσιαστικής ζωής.

Μιας ουσιαστικής ζωής μέχρι τον θάνατό μας. Ωστε και ο θάνατός μας να γίνει πηγή μιας καλής αλλοιώσεως για τη ζωή των άλλων.

* Ο κ. Άγγελος Καλογερόπουλος είναι ποιητής.

4 Σχόλια

  1. Δεν θα συμφωνήσω μαζί σας. Ο θάνατος είναι κάτι ανεύ οποιασδήποτε ουσίας στον νεκρο. Βιώνεται μόνον από τους ζωντανούς, ποτέ για τον εαυτό τους, “ζει” λόγω των ζωντανών και εκφράζεται μέσω των ζωντανών και των ενθάδε μέσων τους. Γιατί τα κτερίσματα είναι κάτι το αποδεκτό ενώ τα χριστουγεννιάτικα στολίδια φαιδρύνουν “την πενθυμη σοβαρότητα του τάφου”; Τα τσιγάρα δεν είναι απόλαυση των ζωντανών; Ποιά η διαφορά τους με τα στολίδια;

    “Δεν θα μας απασχολήσουν εδώ μελέτες για το πένθος ή κοινωνιολογικές αναλύσεις σχετικά με τον θάνατο και τις σύγχρονες κοινωνίες.” Γιατί; Αν δεν μας απασχολήσουν αυτά τότε τι θα μας απασχολήσει; Δεν θα μας απασχολήσει η πηγή που δημιούργησε και νοηματοδότησε το πένθος;

    “Θα περιοριστούμε μόνο στο καταστάλαγμα μιας διαχρονικής σοφίας, που μας λέει ότι σημασία έχει να μη στερείς από τη λύπη σου τη χαρά που της αναλογεί κι απ’ τη χαρά σου το μερίδιο της λύπης.” Θα περιοριστούμε στο κατα πόσων η πιο πάνω διαχρονική σοφία δεν πραγματώνεται, κατά την γνώμη σας, όταν δεν πληρούνται τα αισθητικά κριτήρια τα οποία θέτετε ως βάση για να κρίνετε τον τρόπο με τον οποίο ο κάθε άνθρωπος πενθεί τους νεκρούς του;

    Προσωπικά θεωρώ πιο φαιδρή από την “φαιδρότερη” μέθοδο πένθους την κριτική της τελευταίας.

    Εννοείται πάντα φιλικά,
    Χ.Σ

  2. Συμφωνώ με την άποψη του συγγραφέα ότι ο πολιτισμός μιας κοινωνίας φαίνεται και στα ταφικά της έθιμα. Ζώντας εδώ και 20 έτη από νεαρής ηλικίας την κατάσταση του νεκροταφείου Ν. Σμύρνης που είναι τυπικό δείγμα του κάθε νεκροταφείου έχω να παρατηρήσω ότι έστω κι αν η αγορά τάφου αποτέλεσε ένα τεράστιο έξοδο στην οικογένεια όπως και τα μηνιαία τέλη η λειτουργία του νεκροταφείου είναι άκρως προβληματική και ακαλαίσθητη. Ένα κύκλωμα λυμαίνεται το χώρο και απαιτεί χρήματα για να διατηρεί το χώρο καθαρό ενώ τη δημοτική αυτή υπηρεσία την έχουμε ήδη πληρώσει με τα τέλη. Ο καθείς διακοσμεί τον τάφο με ότι θέλει έτσι ξεχωρίζουν τα μνήματα σε εκείνα με υπερκατασκευές των αγαπητών και τα άλλα. Νερά τρέχουν παντού και το περιβάλλον δεν αποπνέει κανέναν σεβασμό και δεν επιτρέπει την αναγκαία αυτοσυγκέντρωση. Στο εξωτερικό τα μνημεία είναι ομοιόμορφα και έτσι όλοι πλέον είναι ίσοι απέναντι στην αιωνιότητα και ο χώρος καθαρίζεται από τη δημοτική αρχή για να μην έχει το βάρος αυτό η οικογένεια που μπορεί να μην υπάρχει καν.

  3. Αν συνειδητοποιούσαμε ότι είμαστε θνητοί και την επόμενη μπορεί να συμβεί να μη ζούμε, τότε θα φροντίζαμε να ζούμε το παρόν συνειδητά. Τη χαρά του παιχνιδιού το παιδί τη βιώνει όταν παίζει, τη στιγμή που παίζει,ούτε όταν σκέπτεται να παίξει, ούτε όταν αναπολεί το παιχνίδι, τη βιώνει στο παρόν. Αυτή είναι απλώς μια παρατήρηση για να σκεφτούμε τί κάνουμε συνήθως οι περισσότεροι άνθρωποι, είτε ανατρέχουμε στο παρελθόν είτε προσδοκούμε κάτι στο μέλλον, έτσι όμως χάνουμε το παρόν, άρα χάνουμε τη ζωή.
    Αν ο θάνατος με κάνει να αναρωτηθώ γιατί ζω, ποιό το νόημα της ζωής μου, τότε αυτό είναι κάτι που με ωθεί στην αυτογνωσία μου. Αυτοί που στολίζουν τα μνημεία των νεκρών τους, κάποια ανάγκη έχουν για να το κάνουν. Αλλά η μεγαλύτερη ανάγκη μένει ακάλυπτη είναι μια εσώτερη ανάγκη για τη γνώση της αλήθειας, αυτή η ανάγκη υπάρχει μέσα μας. Κάποιοι την νιώθουν έντονη κάποιοι άλλοι όχι, ίσως είναι σε ύπνωση αλλά ενδόμυχα υπάρχει.
    Η υλιστική αντίληψη ζωής, το γεγονός ότι κυριαρχούμεθα από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης μας κάνει φοβισμένα άτομα. Ο φόβος του θανάτου είναι ισχυρός όσο πιο πολύ είναι κανείς δεμένος με την ύλη, με την ιδιοκτησία του τα αποκτήματά του και τελικά σχετικός με το φόβο της αληθινής ζωής, στην οποία μυεί ο Λόγος.

  4. Αναπόφευκτα κάθε συζήτηση γύρω από το θάνατο, αυτό το καταλυτικό γεγονός της ζώσας ύπαρξης, οδηγεί σε διερώτηση γύρω από τα θεμελιώδη ζητήματα, για τα οποία ο στοχαζόμενος εκστατικός άνθρωπος έχει περιορισμένη αν και εκτατή αντίληψη. Η αντίληψή του αυτή διευρύνεται με την τεχνική και τη φαντασία, προϊόντα του νού, κατά τον ίδιο τρόπο που όντας ριγμένος σε αυτή τη μικρή γωνιά του σύμπαντος, είναι σε θέση να θεάται απ’ευθείας τα άστρα μέρους του γαλαξία και με την βοήθεια των οργάνων και της συνείδησης να εκτείνει αυτή την θέαση σε περιοχές ασύληπτες. Χάρη στο ασίγαστο ερευνητικό του πάθος, ο άνθρωπος ωθείται να διερευνά αενάως τη Φύση, η οποία ως αμοιβή στην υπερχειλίζουσα προσπάθεια μερικώς και με φειδώ του αποκαλύπτει τα μυστικά της. Η μη ευθύγραμμη, βασανιστική, συχνά κοντοστεκούμενη και με σκαμπανεβάσματα, στην πραγματικότητα όμως αδιάκοπη κι επιτυχής αυτή αναζήτηση, τον οδηγεί – όχι αφ’ εαυτής αλλά από το δρόμο της ανυπόμονης φαντασίας – σε προβολές, νοητικές υπερβάσεις κι αποφάνσεις περί της ουσίας, του νοήματος κ.τ.λ.
    Η ίδια η Φύση, που ως φιλάρεσκη γυναίκα αρέσκεται στο να σημαίνει, διόλου δεν σκοτίζεται γι’αυτά, ούτε διερωτάται η ίδια για το αν έχει η όχι συνείδηση. Αφήνει στον άνθρωπο το σπλάχνο της, την κοπιώδη, αλλά για κάποιους άκρως γοητευτική αυτή ενασχόληση.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ