Tο έθνος μου

0
517

Φωτεινή Παπαχριστόδουλου

Βλέπω το έθνος μου να ταξιδεύει στο χρόνο ακυβέρνητο. Ιστορικές μνήμες πλημμυρίζουν και πονούν τη ψυχή μου. Οι αγωνίες των προγόνων σβήνουν σα γράμματα στην άμμο από το κύμα του μοντερνισμού.
Αναζητώ μες την ψυχή μου τις εικόνες από το χθες. Αναδιπλώνω τις μνήμες από τις γυάλινες προθήκες, κτερίσματα ενός έθνους σε τάφους ξεχασμένους από τα παιδιά του.

Το αίμα της καρδιάς μου κινεί τον λογισμό μου και με άρμα το όνειρο ταξιδεύει στον πολιτισμό του έθνους μου. Τα μνημεία αρχίζουν να ζωντανεύουν ψάχνοντας να βρω τη συνέχεια και τον δικό μου λόγο ύπαρξης.
Άνθρωποι σαν και μένα παίρνουν την θέση τους πίσω από την ασπίδα και καβαλώντας το άλογο τους τρέχουν στη μάχη. Φωνές ακούγονται και διαπεραστικοί ήχοι από κοντάρια και σπαθιά που διεκδικούν έναν καλύτερο τρόπο ζωής.
Ο χρόνος μετριέται με μάχες για την προστασία του έθνους - φυλής. Οι άνθρωποι μια συνεχής ροή αίματος στο φτερό της ιστορίας. Τόση λεβεντιά να την καταπίνει ο αχόρταγος Άδης και να τελειώνει η ανθρώπινη ζωή χωρίς καμιά ελπίδα.
Μίλα παππού, πες μας ιστορίες για τη λεβεντιά, για το μεγαλείο του πνεύματος που η αγωνία σμίλευσε τον ήλιο μέσα στο μάρμαρο. Τον βαθύ πόνο της μοναξιάς που δεν μπορούσε να φιλιώσει με τους θεούς. Την αναζήτηση που έγινε φίλη με την σοφία ψηλαφώντας την υποψία ενός άγνωστου θεού...
Και η αγωνία συναντήθηκε με τον άγνωστο θεό, ήρθε κι έγινε φίλος μας κι αδερφός μας. Μας αγάπησε μέχρι θανάτου και μας έφερε ένα νέο τρόπο ζωής. Ήρθε για να μας οδηγήσει σε άλλα πεδία μαχών πιο προσωπικά, πιο αληθινά. Κι άρχισε η ζωή να έχει νόημα.
Όλοι οι διψασμένοι της γης ήπιαν από το νερό της Ζωής και άνθισαν. Έγιναν το προζύμι που έφερε την αλλαγή. Μια νέα ελευθερία άνοιξε τα φτερά της σαν στοργική μάνα και μετέφερε τα παιδιά της σε μια νέα γη.
Το αίμα συνέχισε να ποτίζει την γη. Αυτοί που ποθούσαν το φως έκαναν ύμνο τον πόνο τους και άνοιγαν μονοπάτια για να διαβούν οι ανήμποροι κι οι απροστάτευτοι.
Σαν κάποτε σταμάτησαν οι πόλεμοι ξεμείναμε σα φοβισμένα παιδιά. Αρνηθήκαμε σαν από ανασφάλεια, σαν από ντροπή τους γονείς μας και μιμηθήκαμε τους προστάτες μας που έσπευσαν να μας διδάξουν τους τρόπους τους και τις φορεσιές τους. Πιθηκίσαμε αυτό που δεν είμαστε.
Απομακρυνθήκαμε από την σοφία παύοντας να ελπίζουμε, να συγχωρούμε, να αγαπάμε, να ζούμε. Δίχως ταυτότητα αρχίσαμε να τρέχουμε προς άγνωστη κατεύθυνση.

Μίλα πατέρα για την πραγματική αξία του ανθρώπου, για την Αλήθεια και την όντως Ζωή. Για την ομορφιά της απλότητας των ανθρώπων που αγαπούσαν τη σοφία και η ταπείνωση τους ευωδίαζε αγιοσύνη. Πες μας για το μεράκι, το φιλότιμο που δημιουργούσε πολιτισμό και την μεγάλη αγκαλιά που χώραγε όλους τους λαούς χωρίς να φοβάται. Που μπορούσε να δώσει και να πάρει χωρίς να κινδυνεύει να χαθεί...
Ο δρόμος της ιστορίας του έθνους μου, ένα δύσβατο μονοπάτι μνήμης, απάτητο. Ο ήλιος έριξε τις αχτίδες του στα χέρια μου και τα υλικά της ιστορίας  άρχισαν να ζωντανεύουν. Ο πόνος πήρε σχήμα και δημιούργησε αντικείμενα μνήμης που φωτίζουν το παρελθόν και ανοίγουν με το ξεχορτάριασμα στη δημοσιά του έθνους μου, το δρόμο για το μέλλον .

πηγή: Αντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ