Στη μνήμη του κορυφαίου του περσοναλισμού
Εμμανυέλ Μουνιέ,
για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του.
Γραφή αναφορική, ύπαρξη εν εγέρσει για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Πέραν του ορθολογισμού και του ανορθολογισμού μονάχα μια υποψία πίστης συγκρατεί πια τον κόσμο. Μακριά από τη βεβαιότητα των συστημάτων, από τα ανάκτορα της ισότητας και τα αρχαιολογικά μουσεία. Πίσω στα μεσαιωνικά πανεπιστήμια και στο δάσκαλο της κλασικής πολυφωνίας Ζοσκέν Ντεπρέ. Πίσω στα βλέμματα της σιωπής, στον υπαινιγμό και στις λίγες φράσεις, τις ελάχιστες μα αρκετές να πορευθούμε στο απρόσιτο πεδίο του αληθούς, από μία σύμπτωση, ίσως και από μία έλλειψη τυπικού αντικρίσματος όταν ανοίγει η πόρτα του κόσμου.
Η βροχή αδειάζει τα στερνά κύματα ζωής. Ακούγονται βήματα ελαφρά. Είναι η νύχτα που έρχεται και φέρνει σιωπή και αναμνήσεις. Τα χαμένα οριστικά παιδικά Χριστούγεννα. Μια φάτνη από χαρτόνι χρωματιστό και ο δίσκος βινυλίου με την Τραβιάτα. Το ορατόριο του Μπαχ και ο βυζαντινός Βαλληνδράς. Η λαχτάρα του ταξιδιού δεν ήταν τότε φυγή.
Τα συστήματα μαζικής ευτυχίας μοίραζαν τραπεζογραμμάτια σε μια χώρα διχασμένη ανάμεσα σε δυό εκδοχές φανατισμού. Η υπονόμευση ωστόσο έριχνε ρίζες, ετοίμαζε καρπούς. Υπήρξε αποτελεσματικότατη και ο ονειρικός μας κόσμος χάθηκε σαν παραμύθι που δε θυμόμαστε πια για να το διηγηθούμε εμείς, οι τελευταίοι εκδιωχθέντες της ελληνικής Εδέμ, στα παιδιά που δεν έζησαν τότε.
Τα χρόνια πέρασαν και το χαμένο παιδικό παράδεισο του προσώπου μας τον αναζητήσαμε στην πραγματικότητα του πνεύματος. Μα πως να υψωθείς αλήθεια μέχρις εκεί; Και πως να μη συμβιβαστείς η να μην καταρρεύσεις όταν αντιληφθείς ότι δεν αντέχεις αυτό το άλμα; Ήταν τότε που ήλθαν η αγωνία και η ένταση, η αναζήτηση του ιερού στα ερείπια, τα δύσβατα μονοπάτια, μακριά από την αγορά για πάντα, μακριά από κάθε σύστημα που μαρτυρεί έλλειψη ηθικής και πνευματικής ακεραιότητας. Μα το πρόσωπο, πάντα το πρόσωπο κεντρική αξία, η μία και αναντικατάστατη ανθρώπινη ύπαρξη ως προϋπόθεση και θεμέλιο κάθε γνώσης. Όχι βεβαίως μια κοσμική η φιλοσοφική θρησκεία με αντικείμενο τη λύση του προβλήματος του κακού. Ούτε μία ορθολογική διδαχή για την ανακάλυψη της αλήθειας. Αλλά η βασανιστική αγάπη ενάντια στον επιστημονικό υλισμό και τον καθημερινό θετικισμό και συγχρόνως η εναντίωση στη μικροαστική καταξίωση της σταδιοδρομίας.
Αγωνία για ένα πολιτισμό που θα προβάλλει το Ένα ανθρώπινο πρόσωπο ως υπέρτερη αξία έναντι οιασδήποτε υλικής αναγκαιότητας, έναντι οιουδήποτε συλλογικού μηχανισμού οργανώνεται για να προωθήσει αυτή την αναγκαιότητα. Συγχρόνως, η αντίθεση στον ατομικισμό που θέτει το άτομο, αυτή την άρνηση της γνήσιας ετερότητας του προσώπου, στο κέντρο του κόσμου και δε νοιώθει την ανάγκη να αποκεντρωθεί για να τοποθετηθεί στην ανοιχτή προοπτική του προσώπου, στο βλέμμα του. Ας θυμίσω κοινούς τόπους: Πρόσωπο δηλώνει κατ’ αρχάς την όψη προς τι, προς το θεατό μέρος του όντος, που είναι θεατό επειδή μοιράζεται το κοινό φως. Στο πρόσωπο γίνεται διάφανη η ύλη του κόσμου. Και το πρόσωπο γίνεται διάφανο στο βλέμμα, σ’ αυτό τον εσωτερικό ωκεανό όπου καλείται ο άνθρωπος να ενώσει όλο του το είναι. «Ο εξαγιασμένος άνθρωπος γίνεται όλος βλέμμα», έλεγε ο άγιος Μακάριος ο Μέγας.
Ένα πρόσωπο δεν είναι μόνο οι ιδέες και οι λειτουργίες του. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο. Είναι ένας προορισμός, μια αξία απόλυτη όπως θέλησε η δημιουργική βούληση του Θεού να είναι κάθε άνθρωπος. Μια τελειότητα που η ζωή της χάριτος αναβιβάζει στο άπειρο. Κι αυτή η κλήση στην τελειότητα δεν είναι άλλη από την ερωτική αυθυπέρβαση, τη μόνη αλήθεια που απαντά στον φυσικό προκαθορισμό και τη νομική δουλεία. Την αλήθεια αυτή τη λησμονήσαμε την ίδια ώρα που νομίζαμε πως επαναστατούσαμε στο όνομα της αυτονομίας. Η αυτονομία ήταν το πρόσχημα. Με βάση αυτή, μια κυρίαρχη αντίληψη δεν έπαψε να επιτάσσει ότι υπάρχει στη ζωή ένα σύνολο ιδεών και γεγονότων στο οποίο πρέπει να υποτασσόμαστε. Αλλά αν κατόρθωσαν κάτι υψηλό στη ζωή οι άνθρωποι, αυτό δεν ήταν από τη νοητική ανακάλυψη των αξιών αλλά από την ενορατική βίωσή τους.
Η νεώτερη α-θεϊκή σκέψη επιχείρησε να εξηγήσει ολοκληρωτικά τον άνθρωπο με τη Φύση και την Ιστορία. Καρπός εξέλιξης υποταγμένης στην τύχη ή την ανάγκη, κοινωνικό άτομο που είναι αντιμέτωπο με τη φύση μόνο μέσω της εργασίας, ο άνθρωπος ως δημιουργός του εαυτού του και του σύμπαντος, θεωρήθηκε προορισμένος να πραγματώσει επί της γης αν όχι την τέλεια κοινωνία, πάντως την καλλίτερη δυνατή. Η καθολικότητα του προσώπου προσδιορίστηκε όχι από τον εκστατικό του χαρακτήρα αλλά με βάση τα νοητικά χαρακτηριστικά. Έτσι όμως το πρόσωπο μεταπίπτει σε άτομο. Η δυνατότητα της σχέσης και της έκστασης, αυτή που συνιστά το πρόσωπο, αντικαθίσταται από τον ανταγωνισμό και η ετερότητα γίνεται μία αντίδραση ή μία φυλακή, μια κόλαση. Αλλά η καθολικότητα δεν είναι νοητική αναγωγή στο Όλον. Το πρόσωπο δεν είναι απλώς τμήμα της ανθρώπινης φύσεως. Είναι η ύπαρξή της, ο μόνος τρόπος υπάρξεώς της. «Η ουσία ουχ υφίσταται καθ’ εαυτήναλλ’ εν τοις υποστάσεσιν θεωρείται» έγραφε ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Γι’ αυτό και κάθε πρόσωπο συγκεφαλαιώνει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αν η νοητική του σύλληψη το μεταβάλλει σε άτομο, δηλαδή σε φθειρόμενο τμήμα της φύσεως, η εκστατική του φανέρωση, είναι η μόνη δυνατή υπέρβαση της φυσικής ατομικότητας, η μόνη ελευθερία μας από τους φυσικούς και ηθικούς προκαθορισμούς.
Η ελευθερία της βούλησης, η επιλογή της έκφρασης, η αισθητική της αξιολόγησης, με μια λέξη η Εκλογή, είναι η συνείδηση της ελεύθερης και δημιουργικής υπάρξεως, είναι ο μόνος πραγματικός κόσμος. Ο κόσμος του προσώπου. Το πρόσωπο που ασφαλώς είναι τοποθετημένο οντολογικά και ιστορικά σε ορισμένη κατάσταση, που είναι μέρος τόσο του ίδιου του τού ορισμού όσο και των εσχάτων δυνατοτήτων του, προηγείται κάθε θεωρίας για την κοινωνία και το κράτος. Τ ο π ρ ό σ ω π ο δ ε ν ε ί ν α ι ποτέ μ έ σ ο ν. Ε ί ν α ι πάντα ο σ κ ο π ό ς. Η πηγή του, η βούληση ενός προσωπικού Θεού δε διαχέεται στη φύση, στο παν που είναι εν τέλει το τίποτε, οσο και αν η φύση είναι η μοναδική δυνατότητα φανέρωσης. Η προτεραιότητά του αυτή, προτεραιότητα της ύπαρξης έναντι της φύσεως, δεν είναι μία αυτοπροσδιοριζόμενη συνείδηση αλλά είναι δώρο της έκστασης, της χρονικής φανέρωσης μιας μη χρονικής αλήθειας. Μόνο ο άνθρωπος εξ-ίσταται. Και γι’ αυτό, μόνο ο άνθρωπος γνωρίζει το είναι και ως χρονικότητα και ως ενθαδικότητα.
Η αποκάλυψη του χρόνου ως χώρου συνύπαρξης του είναι και του μηδενός, οδηγεί το πρόσωπο στη συναίσθηση πως δεν υπάρχει τίποτε πιο παρόν από το παρελθόν και τίποτα πιο παρελθόν από το μέλλον. Στην ερώτηση «ποια θέση έχετε για την πρόοδο;», η μόνη σοβαρή απάντηση είναι μία άλλη ερώτηση: «Ποια θέση έχετε για το χρόνο;». Μια τέτοια αναζήτηση του προσώπου δεν περιφρονεί την κοινωνική εξέλιξη, δεν είναι μία ανατολική αποχή από τη ζωή ή φόβος μπροστά στην τεχνοκρατική μαγεία. Έχει αφετηρία το καταλυτικό αίσθημα πως μας αφορά περισσότερο η πάλη κατά του χρόνου. Η εντός μας ζωτική ορμή που παίρνει υλική μορφή.
Χωρίς πάθος η ζωή γίνεται μακρά και αβάσταχτη, ατέλειωτη, μας συνθλίβει καθημερινά. Αυτό κόβει μονοκόμματα τον καιρό, τον αποσβολώνει, εξουδετερώνει κάθε φθορά. Μόνο όταν έχεις σκοπό, δεν υπάρχει χρόνος.
... Ωραίες ιδέες... Μα ιδέες, θα πουν κάποιοι. Το βιολετί απόβραδο όμως δεν είναι ιδέα. Είναι μία πραγματικότητα. Ναι, κάποτε θα χαθεί κι αυτό και τότε θα κλείνεις τα παράθυρα για να αντέξεις αυτή την πόλη. Μετά θα βγαίνεις στην εξοχή και παρατηρώντας ώρα πολλή τα χαλάσματα, κατάματα κοιτάζοντας το χάος, νέοι ορίζοντες θα σου αποκαλύπτονται. Μια μεταμόρφωση της μετριότητάς μας σε γενναιότητα. Έλληνες και γι’ αυτό οικουμενικοί. Απελπισμένοι μα ουδέποτε «από το χρέος μη κινούντες». Σμιλεμένοι στην αυτοεγκατάλειψη που γίνεται αναγέννηση.
Στον κόσμο της ανευθυνότητας αλλά και στις δήθεν φυγές των συλλογικών ψευδαισθήσεων, η αποπροσωποποίηση έχει πλήθος όπλων: τον Τύπο, τα κόμματα, τις ιδεολογίες, τους θεσμούς, τους διανοούμενους, τους κονφορμισμούς, τα συνθήματα. Η κοινή γνώμη και τα κοινωνικά ήθη γίνονται ο δρόμος προς την ανωνυμία και την ανευθυνότητα, τις δυό μεγάλες αμαρτίες που διαπράττουμε σε βάρος του προσώπου.
Το παράλογο εντός μας καιροφυλακτεί, ανατρέπει με όπλο την υπερευαισθησία ό,τι με κόπο αυτή έχτισε. Όχι πια ομοιόμορφες μέρες και φαρμακερά λόγια. Αυτοκαταστροφή θα πουν την ανακάλυψη του προσώπου. Αλλά πάντα μονάχος σπουδάζεις τα μυστικά του ήλιου, του ουρανού και της θάλασσας. Γνωρίζοντας πως χ ρ ό ν ο ς δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι, γ ε γ ο ν ό τ α δ ε ν υ π ά ρ χ ο υ ν, παρά μονάχα κ υ μ α τ ι σ μ ο ί τ η ς α ι ω ν ι ό τ η τ α ς. Οι διάφανες πόρτες της δεν έχουν ανάγκη τρυφερές εκμυστηρεύσεις και τολμηρά ονειροπολήματα. Χαρακτήρας, μια ροπή μυστικότητας και βούληση αρκούν. Κάθε αισθητηριακή γνώση είναι μάταιη. Η αλήθεια έχει δική της έκφραση, δικό της αίσθημα, είναι άμορφη και δεν απαιτεί προσπάθεια. Μεταδίδεται, δεν αποσπάται. Την υποθέτουμε, δεν την βλέπουμε. Αιτία της είναι ο εαυτός της πριν από κάθε αιτία. Ξανακούς τότε ένα αναγεννησιακό μοτέτο και ανακαλύπτεις τι δώρο είναι οι αισθήσεις.
Σ’ αύτη την αρχαία ήπειρο, οι ηττημένοι ευγενείς, αρνούμενοι να δεχθούν πως όλα είναι τύχη και αιτιότητα, πιστοί του προσώπου και της βουλήσεως, περιμένουν να ιδούν πώς θα ενεργήσει εντός τους τής αλήθειας η θέληση. Οι θύμησες που τους κατακλύζουν, πειθαρχούν σε αυτή την προσδοκία. Η σκέψη μαθαίνει να βλέπει κάτω από τα μελανά στίγματα, τα άδεια περικαλύμματα και τις ακαθόριστες λέξεις. Ωχρές και ξεθωριασμένες γενικότητες φαίνεται με λόγια η αλήθεια. Με τις λέξεις και τις ιδέες δεν μπορούμε να φθάσουμε στο αρχέγονο βάθος των πραγμάτων. Σαβανωμένοι σ’ ένα πύργο λογικών ορισμών, που είναι πύργος ψεύτικος από ιστούς αράχνης καμωμένος, με τη λογική-αράχνη να ζητεί το αίμα μας, οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι αναιμικοί άνθρωποι, παραδομένοι στην πτωματική ειρήνη του όντος που απαιτεί μία σκέψη χωρίς αίμα, χωρίς σχήμα και άρωμα, χωρίς χρώμα και ψυχή, βουλιάζουμε στο τέλμα ενός ψυχρού και ανέκφραστου κόσμου.
Κι όμως. Το Πρόσωπο θα βρίσκει πάντα τον τρόπο να ανασηκωθεί από τη λάσπη της γήινης καθημερινότητας, ακόμη και σε εποχές θριάμβου των ολοκληρωτισμών (έκδηλων η κρυπτομένων). Μπορεί να είναι χειμώνας όταν θα έρθει, με τη βροχή, «ως άνθος ανθέων, πηγή των κήπων, βασίλισσα των ουρανών». Μπορεί να είναι καλοκαίρι, απόγιομα κάτω από τον ίσκιο μιας αμυγδαλιάς. Με μουσικές του δεκάτου πέμπτου αιώνα ή του μεσοπολέμου. Ακούγοντας ήχους κάποιας παλιάς, λησμονημένης ψαλμωδίας, ίσως ενός μέλους γρηγοριανού, μυρίζοντας τα κίτρινα βιβλία του πατέρα, αντικρίζοντας ξανά τ’ αστραφτερά γαλάζια μάτια της μητέρας, θωρώντας λάμψεις κάποιου μυστικού βωμού, πέτρες σκαλισμένες ναών μεροβιγγιανών που θάφτηκαν για πάντα κι ερώτων που αρνήθηκαν το όλον με καρτερία πεθαίνοντας κάθε ημέρα. Έχοντας καλά κρυμμένο πάντα στην καρδιά το αστέρι του Προφητάνακτος, η απόκριση που πρέπει να δώσει κάθε άνθρωπος στους μυριάδες που πέρασαν και που τον περιμένουν τώρα στην Άλλη Όχθη, δεν μπορεί παρά να είναι η ανακάλυψη του Προσώπου.
Το αίτημα του Προσώπου (δηλαδή: το αίτημα της Αγάπης) δεν είναι ένας ακόμη θεωρητικός ζήλος. Δεν είναι μία αναζήτηση αυτογνωσίας. Η αυθεντική, η αρχέγονη εμπειρία του προσώπου δεν είναι το Εγώ. Είναι η παρουσία του δευτέρου προσώπου, είναι το Εσύ που προηγείται και δίνει νόημα στο Εγώ. Δεν υπάρχω παρά στο μέτρο που υπάρχω για τον Άλλο. Γιατί το Να Είσαι σημαίνει Ν’ Αγαπάς. Και γι’ αυτό η μεγαλύτερη σκληρότητα του σύγχρονου κόσμου είναι που πριν πεθάνουμε, έχουμε πάψει να υπάρχουμε. Έχουμε πάψει ν’ αγαπούμε.
Πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο, Από τη συλλογή δοκιμίων «Εναντίον του χρόνου», εκδ. Ευθύνη, Αθήνα 2008.
Νομίζω πως αξίζει να παραθέσω τους στίχους της Ζωής Καρέλλη από το ποίημά της “Το Πανδοχείο”.
Ύστερα απ’ την όλη Πορεία
και οι χρόνοι, οι τρόποι επανερχόμενοι φανταστικά,
το Σταυροδρόμι, θέση όπου η εκλογή
της κατεύθυνσης θα φανεί αμετάκλητη:
δώθε μόνο ή το εκεί;
Απλά: Έξοχο!
Νομίζω πως κάθε απόπειρα περαιτέρω σχολιασμού αυτού του κειμένου του Κώστα Χατζηαντωνίου, διατρέχει το φόβο να αποσπάσει την προσοχή από τη συναρπαγή του.