- Εἰσαγωγικές παρατηρήσεις
Ἡ ἀρχαία τραγωδία ἀποτελεῖ τήν κορυφαία ἐκδήλωση τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς στίς εὐτυχέστερες στιγμές της. Συμπίπτει μέ τήν ἀκμή τοῦ κλασσικοῦ ἑλληνισμοῦ, τήν βαθύτερη οὐσία τοῦ ὁποίου ἐκφράζει μέ ποιητικό-μουσικό τρόπο καί μέ τό ἔνδυμα τοῦ μύθου. Ἡ διαδρομή της μάλιστα συμπίπτει σχεδόν ἐπακριβῶς μέ τήν πορεία τῆς δημοκρατίας, τούς ἀγῶνες, τούς προβληματισμούς, τήν ἀγωνία τῆς ὁποίας μετουσιώνει σέ δραματική πράξη καί ἀποτυπώνει σέ ἄφθαστου κάλλους ποιητικό λόγο. Εὶναι γεγονός πανθομολογούμενο καί ἀναντίρρητο ὅτι «τό δράμα ἦταν ἀπό τή φύση του ἕνα μέσο ἔκφρασης πολιτικῶν ἀπόψεων»[1]. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ὁ ποιητής ἐνοφθαλμίζει στόν ὑπό δραματοποίηση μύθο σύγχρονους προβληματισμούς, καθιστώντας ἔτσι ἐπίκαιρο τό ἔργο του καί ἐνεργό τήν παρουσία του στό ἱστορικό καί κοινωνικό γίγνεσθαι τῆς ἐποχῆς του»[2]. Δεδομένου ὅτι στήν Ἀθηναϊκή κοινωνία τοῦ Ε΄ αἰώνα δέσποζε κυριαρχικά ἡ πολιτική, ἡ λειτουργία τοῦ δραματικοῦ θεάτρου ἦταν κυρίως – ὄχι βέβαια ἀποκλειστικά - πολιτική. Ἀποτελοῦσε χῶρο πολιτικῶν ζυμώσεων καί πολιτικοῦ προβληματισμοῦ. Ὁ Ἀριστοτέλης στό δεύτερο ἥμισυ τοῦ Δ΄ αἰῶνος, ὅταν πλέον ἡ τραγική μοῦσα εἶχει σιγήσει ὁριστικά, στήν Ποιητική λέγει ὅτι «οἱ μέν γάρ ἀρχαῖοι πολιτικῶς ἐποίουν λέγοντας, οἱ δέ νῦν ρητορικῶς»[3] (Μετάφραση: «Διότι οἱ μέν ἀρχαῖοι ποιηταί παρίσταναν ἥρωας ὁμιλοῦντας πολιτικῶς, οἱ δέ σημερινοί ρητορικῶς»).[4] Τό τραγικό θέατρο στήν ἀθηναϊκή δημοκρατία ἦταν βαθιά ριζωμένο στούς πολιτικούς θεσμούς της. Δέν ἀποτελοῦσε μία ἀμιγή μορφή τέχνης, ὅπως συμβαίνει μέ τό σύγχρονο θέατρο, ἀλλά ἕνα, κυριολεκτικῶς εἰπεῖν, κοινωνικό-πολιτικό θεσμό,[5] ἀφοῦ πέρα ἀπό ἐργαστήριο παραγωγῆς πολιτικῆς σκέψεως καί προβληματισμοῦ τόσο ἡ σύνθεσή του (οἱ ἠθοποιοί καί ὁ τραγικός χορός ἦσαν πολίτες), ὅσο καί ἡ ἀξιολόγησή του (οἱ κριτές ἦσαν πολίτες καί, ἐπειδή ἡ ἐπιλογή γινόταν μέ κλήρωση, κάθε πολίτης ἦταν, δυνάμει τοὐλάχιστον, κριτής) ἐλάμβαναν χώρα ἀπό ἐνεργούς πολίτες. Ἡ ἀθηναϊκή πολιτεία ἦταν μία θεατροποιημένη κοινωνία, μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια τοῦ ὅρου.[6] Μάλιστα οἱ θεατρικές παραστάσεις στήν Ἀθήνα, ὅπως ἄλλωστε καί στίς ἄλλες ἑλληνικές πόλεις, διεξάγονταν κατά τίς θρησκευτικές ἑορτές (κυρίως τοῦ Διονύσου) καί ἡ Ἀθήνα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ξενοφῶν στήν Ἀθηναίων πολιτεία, εἶχε τίς περισσότερες ἑορτές ἀπό κάθε ἄλλη ἑλληνική πόλη.[7] Ὁ Πλάτων στά μισά τοῦ τετάρτου αἰῶνος, ὅταν πιά ἡ ποιητική φλέβα εἶχε στερέψει ὁριστικά,ὅπως μόλις παραπάνω εἴπαμε, χαρακτηρίζει τήν Ἀθηναϊκή πολιτεία τοῦ πέμπτου αἰῶνος οὔτε ὡς δημοκρατία οὔτε ὡς ἀριστοκρατία, ἀλλ᾿ ὡς θεατροκρατία[8]. Τόσο κυρίαρχος ρόλο καί μεγίστη λειτουργία στήν πολιτική ζωή καί - ὄχι μόνο - τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἔπαιζε τό τραγικό (καί τό κωμικό φυσικά) θέατρο.
Ἡ ἀττική τραγωδία ἔχει τίς ρίζες της στήν ἀρχαϊκή ἐποχή, στό δεύτερο ἥμισυ τοῦ ΣΤ΄ αἰώνα, ἀλλά ἀνδρώνεται, ἀναπτύσσεται καί κυριαρχεῖ καθ᾿ ὅλην σχεδόν τήν διάρκεια τοῦ Ε΄ αἰώνα. Συγκεκριμένα ἡ δραματική τέχνη τοῦ Αἰσχύλου λαμβάνει χώρα σέ μία μεταβατική ἐποχή, στήν καμπή τοῦ ἀρχαϊκοῦ Ἑλληνισμοῦ καί στήν αὐγή τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς. Ὁ Αἰσχύλος ἐμφανίζεται στή θεατρική κονίστρα ὅταν ἦταν ζωντανή ἀκόμα ἡ ἀρχαϊκή αἰσθηση τῆς ἑνότητας τῆς φύσης, τῶν θεῶν καί τοῦ ἀνθρώπου[9] καί στήν μεταβατική ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος αὐτονομεῖται καί ὁ πολίτης γίνεται κύριος τοῦ πεπρωμένου του.Τήν ἐποχή αὐτή συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στήν Ἑλλάδα: οἱ Μηδικοί πόλεμοι καί ἡ ἐμφάνιση καί ἑδραίωση τῆς δημοκρατίας στήν πολιτική ζωή τῆς Ἀθήνας − γεγονότα ἀλληλένδετα καί ἀλληλοεπηρεαζόμενα. Ἡ Ἀθήνα ἡγεῖται τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων-κρατῶν στόν ἀγώνα τους κατά τῶν Περσῶν καί ταυτόχρονα στό μέν ἐσωτερικό της ἑδραιώνει, στερεώνει καί ἐπεκτείνει τή νεαρή δημοκρατία της, στό δέ ἐξωτερικό της ἀναπτύσσει, μετά τή λήξη τῶν Μηδικῶν πολέμων, στή νικηφόρο ἔκβαση τῶν ὁποίων ἡ συμβολή της ἦταν καθοριστική, τήν ἡγεμονία της ἐπί τῶν ἄλλων Ἑλληνικῶν πόλεων. Ἡ Ἀθήνα ἀπό μία ἁπλῆ, ἀγροτική-γεωργική πόλη μετατρέπεται σέ ναυτική ὑπερδύναμη καί ταυτόχρονα στερεώνει, βαθαίνει καί πλαταίνει τή δημοκρατία της, περνώντας ὅλες τίς ἐξουσίες στό δῆμο.
Ἡ Αἰσχύλεια δραματουργία λαμβάνει χώρα σ᾿ αὐτήν τήν κοσμοϊστορική περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, τούς προβληματισμούς, τίς ἀνησυχίες, τήν ἔνταση καί τήν πρωτόγνωρη πνευματική κυοφορία τῆς ὁποίας ὄχι μόνο παθητικά ἀντανακλᾶ, ἀλλά καί ἐνεργητικά διαμορφώνει. Γενικά τά σωζόμενα ἔργα τοῦ Αἰσχύλου χωρίζονται σέ δύο περιόδους: τά πρώϊμα ἔργα (Πέρσαι, Ἑπτά ἐπί Θήβας) ὅπου κυριαρχεῖ ἕνας ἑνοποιημένος κόσμος καί τά ὕστερα ἔργα (Ἱκέτιδες, Ὀρέστεια, Προμηθεύς Δεσμώτης), ὅπου κυριαρχεῖ ἕνα διχασμένο σύμπαν πού ἀντικαθρεπτίζει τό βίαιο ἀγώνα γιά ἀντικατάσταση τοῦ παλαιοῦ πολιτεύματος τῆς μετριοπαθοῦς δημοκρατίας ἀπό μία ριζοσπαστική δημοκρατία.[10] Ὁ Αἰσχύλος ὡς ποιητής ψυχαγωγεῖ (ὁδηγεῖ, παιδεύει) τούς συμπολῖτες του, προβληματίζοντάς τους καί συμβάλλοντας καί αὐτός ἀπό τή μεριά του στόν πνευματικό-διανοητικό-ἠθικό ὁρίζοντά τους μέσα στά πλαίσια τῆς νέας ἐποχῆς πού ἀνατέλλει στό πολιτικό στερέωμα τῆς πόλεώς των.
- Ἡ δραματουργία τοῦ Αἰσχύλου καί ὁ ρόλος της στούς δημοκρατικούς θεσμούς τῆς Ἀθήνας.
Τό ἀρχαῖο θέατρο εἶναι θεσμός παράλληλος μέ τούς πολιτικούς θεσμούς τῆς Ἀθηναϊκῆς κοινωνίας τοῦ Ε΄ αἰώνα, δηλαδή τήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου, τήν Βουλή τῶν πεντακοσίων καί τόν Ἄρειο Πάγο, καί διαδραματίζει ρόλο παραπληρωματικό πρός αὐτούς.[11] Ὁ Ἀθηναϊκός Δῆμος συμμετέχει στή λειτουργία τῆς πόλεως- κράτους ὄχι μόνο σάν “ἐκλογικό σῶμα”, ἀλλά καί σάν θεατής τοῦ τραγικοῦ θεάτρου, μέσα στό ὁποῖο ὄχι ἁπλῶς ἀντανακλῶνται, ἀλλά καί τίθενται σέ στοχασμό καί συζήτηση οἱ μεγάλες πολιτικές, θεσμικές καί νομολογικές μεταλλαγές πού ὑπέστη ἡ Ἀθηναϊκή κοινωνία στό σταδιακό πέρασμα ὅλης τῆς ἐξουσίας στό Δῆμο. Ἐρωτήματα τοῦ τύπου: ποιός πρέπει νά ἄρχει, οἱ εὐγενεῖς ἤ ὁ Δῆμος; ἡ ἐξουσία τοῦ Δήμου εἶναι σύμφωνη μέ τήν κοσμική τάξη; ἡ κοσμική δικαιοσύνη ἐπιτρέπει νά κυβερνᾶ ὁ λαός στό σύνολό του καί ὄχι οἱ ἄριστοι ἤ τοῦτο ἀποτελεῖ διασάλευση τῆς παραδεδομένης ἀντιλήψεως γιά τήν κοσμική τάξη; τελικά τί εἶναι δικαοσύνη καί σέ τί συνίσταται ἡ κοσμική τάξη; ποιά εἶναι τά ὅρια τῆς ἔλλογης πολιτικῆς δράσεως, ἡ ὑπέρβαση τῶν ὁποίων συνιστᾶ “ὕβριν”, ἡ ὁποία ἀναποδράστως θά ἐπιφέρει τήν τιμωρία (ἄτη); τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ὡς ποιό σημεῖο εἶναι ὑπεύθυνος γιά τή μοῖρα του; εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος πηγή τῶν πράξεών του ἤ αὐτές τοῦ ἐπιβάλλονται ἔξωθεν (βίᾳ) ἀπό τούς θεούς; τίθενται στήν ἀρχαία τραγωδία[12] καί συζητοῦνται μεταξύ τῶν πολιτῶν-θεατῶν πάντα σέ συνάρτηση μέ τούς τραγικούς Μύθους, διαπαιδαγωγώντας τους καί διαμορφώνοντας τόν πνευματικό ὁρίζοντά τους, μέσα στόν ὁποῖο ἐκινεῖτο καί ἐνεσαρκοῦτο αὐτό πού ὀνομάζει ὁ Μax Weber “νομολογική γνώση”,[13] δηλαδή ἡ γενικώτατη γνώση-σύλληψη τοῦ κόσμου ἐν τῇ ὁλότητί του, πού καθορίζει σέ κάθε ἐπί μέρους ἄτομο τήν ἀντίληψη γιά τό καλό καί τό κακό, γιά τό δίκαιο καί τό ἄδικο γιά τό ἐπιτρεπτό καί τό μή ἐπιτρεπτό.
Τῆς σπουδαιοτάτης αὐτῆς λειτουργίας τοῦ θεάτρου στήν πολιτική διαπαιδαγώγηση τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν εἶχαν βαθιά συνείδηση οἱ δραματικοί ποιητές. Ὁ Ἀριστοφάνης αἴφνης στήν κωμωδία του Βάτραχοι ἐξετάζει τό ρόλο πού μπορεῖ νά διαδραματίσει ἡ τραγική ποίηση στήν πόλη, στή λύση τῶν προβλημάτων της καί στή διαπαιδαγώγηση τῶν πολιτῶν. Ἔτσι στούς στίχους 1008 ἕως 1010 βάζει τόν Εὐριπίδη νά ἀπαντᾶ στήν καίρια ἐρώτηση τοῦ Αἰσχύλου «τίνος ἕνεκα χρή θαυμάζειν ἄνδρα ποιητήν;» ὡς ἑξῆς: «(ἕνεκα) δεξιότητος καί νουθεσίας, ὅτι βελτίους ποιοῦμεν τούς ἀνθρώπους ἐν ταῖς πόλεσι»[14]. Ἐνῶ λίγο πιό κάτω στόν στίχο 1055 ὁ Αἰσχύλος ἀποκαλεῖ τόν ποιητή ὡς δάσκαλο τοῦ λαοῦ.
Ἄς δοῦμε λοιπόν ὁρισμένες ἐφαρμογές τῶν ἀνωτέρω ἀναπτυχθέντων σέ συγκεκριμένες τραγωδίες.
Ἡ τραγωδία Πέρσαι εἶναι ἡ ἀρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία καί ἡ μοναδική ἱστορικοῦ περιεχομένου. Παρεστάθη τό ἔτος 472, ὀκτώ χρόνια μετά τή ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας, ὅταν ἦσαν ἀκόμη νωπές οἱ δάφνες ἀπό τό θρίαμβο τῶν Ἑλλήνων, πρωτοστάτες τῶν ὁποίων ἦσαν οἱ Ἀθηναῖοι, ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ὁ Αἰσχύλος τονίζει μέ τό δρᾶμα του ὅτι ἀβυσσαλέα διαφορά χωρίζει τούς Ἕλληνες ἀπό τούς Πέρσες. Στήν Σαλαμίνα συγκρούσθηκαν δύο ἐντελῶς διαφορετικοί κόσμοι, δύο ἐντελῶς διαφορετικές νοοτροπίες καί κοσμοθεάσεις, δύο διαφορετικοί τρόποι σκέψεως, ὀργανώσεως τῆς πολιτικῆς ζωῆς, ἀντιλήψεως, ἑρμηνείας καί νοηματοδοτήσεως τῆς πραγματικότητας: ὁ τρόπος ζωῆς τῶν Ἑλλήνων πού βασίζεται στήν ἐλευθερία καί στό σεβασμό τοῦ νόμου καί ἡ ἐθελούσια ὑποταγή τῶν Περσῶν στή βούληση ἑνός ἀπόλυτου μονάρχη. Ἔτσι ἡ βασιλομήτωρ Ἄτοσσα διηγεῖται τό ἑξῆς χαρακτηριστικό ὄνειρο:
Μέ ὄνειρα ζῶ τίς νύχτες Συνέχεια.
Ἀπό τότε πού ὁ γυιό μου πῆρε στρατό
καί στή χώρα τῶν Ἰώνων πορθητής
στρατηλάτησε
Τόσο Σημάδι ὅσο αὐτό – τή νύχτα πού πέρασε –
δέν εἶδα ἄλλο
Θά τό πῶ.
Εἶδα δύο γυναῖκες μπροστά μου Ὁλοστόλιστες
Ἡ μία μέ πέπλους Περσικούς, ἡ ἄλλη Δωρικούς
καί στό περπάτημα καί στή μορφή
ἀπ᾿ τίς σημερινές ξεχώριζαν.
Τοῦ ἴδιου γένους Ἀδερφές.
Στή μία ἡ τύχη κλήρωσε πατρίδα τήν Ἑλλάδα
στήν ἄλλη τήν Ἀσία τήν παμμέγιστη-
μά κάτι μεταξύ τους εἶχαν, ἔβλεπα πού μάλωναν,
καί τότε ὁ γυιός μου, πού εἶδε, τίς ἔπιασε
τις ἔβαζε στό ζυγό
Καί τις χαλίνωνε νά ἡμερέψουν.
Τότε ἡ μιά τά δέχτηκε τά χαλινάρια καί καμάρωνε
Ἡ ἄλλη χτυπιόταν ἅρπαξε τοῦ δίφρου τά ξαρτήματα
κι ἀχαλίνωτο τόν ἔσυρε Τόν ἔσπασε στά δύο
Ἔπεσε ὁ γυιός μου.[15]
Πάλι ἡ Ἄτοσσα ἐκφράζει ὡς ἑξῆς τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Πέρση μονάρχη πού δέν λογοδοτεῖ σέ κανένα:
...γιατί τό ξέρετε, πού ὁ γυιός μου,
ἄν θά πετύχη, δόξα ἀσύγκριτη θά πάρη,
μά κι ἄν τοῦ ἐρθοῦν ἐνάντια, δέν ἔχει νά δώση
λόγο στή χώρα του καί, φτάνει νἄρθη πίσω,
τό ἴδιο πάντα ρήγας της κι ἀφέντης θἆναι.[16]
Τοὐναντίον στήν ἐρώτηση τῆς Ἄτοσσας γιά τούς Ἀθηναίους:
Καί μπροστάρης των ποιός στέκει κ᾿ ἐξουσιάζει τό στρατό;
Ὁ χορός ἀπαντᾶ:
Δοῦλοι δέ λογιοῦνται ἀνθρώπου, οὐδ᾿ ὑπήκοοι κανενός.[17]
Στή συνέχεια τῆς τραγωδίας ὁ Αἰσχύλος ἀποδίδει τήν ἥττα τῶν Περσῶν στήν διπλῆ ὕβριν τους νά προσβάλλουν τόν Ποσειδώνα προσπαθώντας νά ζεύξουν στό στενό τοῦ Ἑλλησπόντου καί τούς λοιπούς θεούς καταστρέφοντας τά ἱερά τεμένη καί ναούς τῆς ἐγκαταλελλειμένης Ἀθήνας. Ἔτσι ἡ καταστροφή τους παρουσιάζεται ὡς θεόσταλτο κακό καί ἐντελῶς σύμφωνη μέ τή παγκόσμια καί θεία τάξη πού παρεβίασαν μέ τήν διπλῆ ὕβριν τους.
Τό πρόβλημα τοῦ ποῖος πρέπει νά ἄρχει, ὁ τύραννος, οἱ εὐγενεῖς ἤ ὁ λαός στό σύνολό του τίθεται στήν τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου Ἱκέτιδες.[18] Ἐπί πλέον τίθεται τό ζήτημα: “ποιός εἶναι ἡ πόλη”, ὁ μονάρχης, οἱ εὐγενεῖς ἤ τό σύνολο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν. Σύμφωνα μέ τό μῦθο τῶν Δαναΐδων, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ βασικός μῦθος τῆς τραγωδίας Ἱκέτιδες, ἡ ὁποία ἄλλωστε εἶναι τό πρῶτο ἔργο μιᾶς τριλογίας, τῆς ὁποίας τά δύο ἄλλα ἔργα, πού ἐχάθησαν, εἶναι οἱ Αἰγύπτιοι καί οἱ Δαναΐδες. Ὁ Αἴγυπτος καί ὁ Δαναός ἦσαν ἀδελφοί καί εἶχαν πενῆντα γυιούς ὁ πρῶτος καί πενῆντα κόρες ὁ δεύτερος. Οἱ γυοί τοῦ Αἰγύπτου θέλουν νά νυμφευθοῦν μέ βία τίς ἐξαδέλφες τους, ἀφοῦ αὐτές ἀρνοῦνται τόν ἀνίερο καί ἀνόσιο, ὅπως τόν χαρακτηρίζουν οἱ ἴδιες, γάμο μ᾿ αὐτούς. Οἱ κόρες τοῦ Δαναοῦ καταφεύγουν, κυνηγημένες ἀπό τούς ἐξαδέλφους των, μαζί μέ τόν πατέρα τους Δαναό στό Ἄργος ὡς ἱκέτιδες τοῦ βασιλέως τοῦ Ἄργους Πελασγοῦ. Ὡς ἱκέτισσες οἱ κόρες τοῦ Δαναοῦ ἐπικαλοῦνται τόν ἱκέσιο Δία, τόν προστάτη τῶν ἱκετῶν καί ζητοῦν ἀπό τόν Πελασγό νά μή τίς παραδώσει στούς γυιούς τοῦ Αἰγύπτου, ἀλλά νά τίς πάρει ὑπό τήν προστασία του. Σέ τυχόν ἄρνηση τοῦ Πελασγοῦ νά πράξει τοῦτο ἀπειλοῦν ὅτι θά κρεμασθοῦν ἀπό τούς βωμούς καί ὁ θάνατός τους θά μιάνει τό Ἄργος. Ὁ Πελασγός μπροστά στό τρομερό δίλημμα, ἀφ᾿ ἑνός μέν τοῦ ἄγους πού θά προκαλέσει ὁ ἐπαπειλούμενος θάνατος τῶν Δαναΐδων καί ἀφ᾿ ἑτέρου τοῦ πολέμου πού θά προκαλέσει ἡ ἄρνηση παραδόσεως τῶν πενῆντα θυγατέρων στούς ἐξαδέλφους των ἀδυνατεῖ νά λάβει τήν τελική καί κρίσιμη ἀπόφαση μόνος καί παραπέμπει τό θέμα στήν κρίση τοῦ δήμου τοῦ Ἄργους, ὁ ὁποῖος διά ψηφοφορίας ἀποφασίζει τήν παροχή βοηθείας καί προστασίας στίς ἱκέτισσες, ἔστω καί ἄν τό τίμημα τῆς ἀποφάσεώς του αὐτῆς εἶναι ὁ πόλεμος μέ τούς γυούς τοῦ Αἰγύπτου. Τό μεῖζον θέμα πού διαπραγματεύεται ὁ Αἰσχύλος μέ τό μῦθο τῶν Δαναΐδων εἶναι ποῖος πολιτεικός θεσμός τῆς πολιτικῆς κοινωνίας (ὁ βασιλικός, δηλαδή ὁ πρῶτος πολίτης, ἕνα μέρος τῶν πολιτῶν, οἱ ἀριστοκράτες ἤ τό σύνολο τῶν πολιτῶν) ἔχει τήν εὐθύνη καί πρέπει νά λαμβάνει τίς τελικές καί κρίσιμες ἀποφάσεις, ὅταν μάλιστα οἱ ἐπιπτώσεις τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν (ἐν προκειμένῳ εἴτε ὁ πόλεμος εἴτε τό μίασμα τοῦ ἄγους) θά ἐπιβαρύνουν τήν πόλη στό σύνολό της. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Αἰσχύλου διά στόματος τοῦ Πελασγοῦ εἶναι ὅτι κύρια πηγή τῆς λήψεως τῶν ἀποφάσεων πού ἀφοροῦν τίς τύχες τῆς πολιτικῆς κοινωνίας εἶναι ὁ λαός στό σύνολό του.
Δέν εἶστε βέβαια ἱκέτες στίς ἑστίες
τῶν δικῶν μου δωμάτων καθισμένες.
Μά ἄν πρόκειται νά μολυνθῆ ὅλη ἡ πόλη,
μαζί ὅλος ὁ λαός ἄς τό φροντίση
γιά νἄβρη στό κακό μιά θεραπεία.
Μά ἐγώ δέν θ᾿ ἀποφάσιζα νά δώσω
ὑπόσχεση προτοῦ ν᾿ ἀνακοινώσω
τό τί συμβαίνει σ᾿ ὅλο τό λαό μου.[19]
Τό μίασμα ἀπό τήν ἄρνηση βοήθειας στίς ἱκέτιδες πέφτει πάνω σ᾿ ὅλο τό λαό καί ὄχι μονάχα στόν Πελασγό, ἄρα τήν κρίσιμη ἀπόφαση θά πάρει ὅλος ὁ λαός στό σύνολό του καί ὄχι μονάχα ὁ βασιλεύς.
Οἱ ἐπήλυδες Δαναΐδες, καίτοι ἑλληνικῆς καταγωγῆς, εἶναι ὅμως ἐπηρεασμένες ἀπό τήν νοοτροπία τῆς Αἰγύπτου, ὅπου μονάχα ἕνας εἶναι ἐλεύθερος καί ἀσκεῖ ἀπόλυτη ἐξουσία καί τό πλῆθος μονάχα ὑπακούει:
Ἐσύ ᾿σαι τό κράτος, ἐσύ κι᾿ ὁ λαός·
ἀρχηγός, πού κανείς δέ μπορεῖ νά σέ κρίνη,
τό βωμό διαφεντεύεις, ἑστία τῆς γῆς,
μ᾿ ἕνα νεῦμα σου ἀπόφαση μόνος σου παίρνεις
κι᾿ ἀπ᾿ τό θρόνο πού μόνος ἐσύ ἐξουσιάζεις
στό τέλος τους φέρνεις τά πράγματα ὅλα·
φυλάξου ἀπ᾿ τό μίασμα, πρόσεχε.[20]
Ὁ Πελασγός βρίσκεται μπροστά σέ τραγικό δίλημμα: πόλεμος ἤ ἄγος. Τό βάρος τῆς εὐθύνης τῆς τελικῆς ἀπόφασης τόν ὁδηγεῖ σέ ἀδιέξοδο:
Τό μίασμα νά τὄχουν οἱ ἐχθροί μου,
μά δέ μπορῶ βοήθεια νά σᾶς δώσω
χωρίς ζημιά νά πάθω· κι οὔτε πάλι
φρόνιμο εἶναι αὐτές τίς παρακλήσεις
πού κάνατε νά μή τίς λογαριάσω.
Δέν ξέρω τί νά κάνω, κι᾿ ἕνας φόβος
μοῦ πιάνει τήν καρδιά, νά προχωρήσω
νά κάνω κάτι; νά μή προχωρήσω
κι᾿ ὅ,τι μοῦ φέρει ἡ τύχη νά τό πάρω;[21]
Μπροστά στό ἀδιέξοδο καί τήν ἀμφιθυμία τοῦ Πελασγοῦ μόνη λύση εἶναι ἡ ἐτυμηγορία συνόλου τοῦ λαοῦ:
Ἡ κρίση δέν εἶν᾿ εὔκολο νά γίνη·
μή μέ διαλέγης γιά κριτή, στό εἶπα
καί πρίν, χωρίς τή γνώμη τοῦ λαοῦ μου
δέ θά μποροῦσα ἐτοῦτα νά τά κάνω
ὅση κι᾿ ἄν εἶναι ἡ δύναμή μου, μήπως
καί κάποτε μοῦ πῆ ὁ λαός μου,
ἄν τύχη κάτι τό κακό καί γίνη,
“τούς ξένους θέλοντας νά τούς τιμήσης
ὁδήγησες στόν ὄλεθρο τήν πόλη”.[22]
Ὁ Αἰσχύλος μ᾿ αὐτό τόν προβληματισμό του πάνω στό βάρος μιᾶς κρίσιμης ἀποφάσεως, ἀλλά καί πάνω στό κέντρο λήψεως τῆς τελικῆς, κρίσιμης ἀποφάσεως, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό λαό στό σύνολό του, ἀπ᾿ ὅλο τό σῶμα τῶς ἐλευθέρων πολιτῶν, εἶναι στερεά ἐρριζωμένος στό ἔδαφος τῆς πολιτικῆς νοοτροπίας τῶν Ἑλλήνων καί ἐκφράζει μέ τό ἔνδυμα τοῦ τραγικοῦ μύθου τήν κεφαλαιώδη θέση τῆς ἑλληνοδυτικῆς παραδόσεως, πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιο λίθο καί τήν προγραμματική ἀρχή τῆς δημοκρατίας, τήν ὁποία ἄλλωστε ἐξέφρασε φιλοσοφικά ὁ Ἀριστοτέλης στό 11ο κεφάλαιο τοῦ VΙΙ βιβλίου τῶν Πολιτικῶν: ὅτι οἱ πολλοί, ἑνούμενοι σ᾿ ἕνα σύνθετο, βουλευόμενο σῶμα καί συσκεπτόμενοι, μποροῦν ὅλοι μαζί νά λάβουν ὀρθότερες ἀποφάσεις πάνω σέ ἕνα θέμα πού ἀφορᾶ τήν πολιτική κοινωνία ἀπό ἕνα, ὅσο εἰδικός καί σοφός καί ἄν εἶναι αὐτός στό ἐν λόγῳ θέμα.[23]
Ἕνα ἄλλο ἐπίκαιρο ὅσο καί καυτό θέμα τῆς Ἀθηναϊκῆς κοινωνίας πού θέτει ὑπό προβληματισμό καί συζήτηση μέ τή τραγωδία Ἱκέτιδες ὁ Αἰσχύλος εἶναι τό θέμα τῆς ἐπικλήρου κόρης. Σέ περίπτωση πού κάποιος πέθαινε καί δέν ἀφήσει γνήσιους γυιούς ὡς ἀπογόνους, ἦταν δυνατόν ὡστόσο νά εἶχε ἀφήσει κόρη, ἡ ὁποία κληρονομοῦσε τήν περιουσία τοῦ πατέρα της. Ὅταν λέμε τήν κληρονομοῦσε πρέπει νά διασαφηνισθεῖ ὅτι ἡ ἐπίκληρος κόρη, δηλαδή ἡ κόρη πού κληρονομοῦσε τήν περιουσία τοῦ πατέρα της, δέν κατεῖχε ἡ ἴδια τήν περιουσία στήν πραγματικότητα, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν μποροῦσε νά τήν διαθέσει ὅπως ἤθελε, ἀλλά ἁπλῶς ἡ περιουσία παρέμενε στήν κατοχή της μέχρις ὅτου εἶναι ἕτοιμος νά τήν κληρονομήσει καί νά τήν διαχειρισθεῖ ὅπως θέλει ὁ γνήσιος γιός της. Σύμφωνα μέ τό Ἀττικό δίκαιο τοῦ πέμτου αἰώνα προκειμένου νά παραμείνει ἡ περιουσία στόν “οἶκο” (στό γένος, στό σόϊ) τοῦ ἀποθανόντος πατέρα μποροῦσε ὁ πλησιέστερος ἐν ζωῇ ἄρρενας συγγενής τοῦ νεκροῦ πατέρα (κατά κανόνα ὁ θεῖος ἤ ἐξάδελφος) νά νυμφευθεῖ τήν ἐπίκληρο κόρη. Ἄν αὐτός δέν ἤθελε μποροῦσε νά διεκδικήσει τήν ἐπίκληρο κόρη ὁ ἑπόμενος πλησιέστερος συγγενής κ.ο.κ.[24]
Ὁ Αἰσχύλος δέν θέτει καθ᾿ ὁλοκληρίαν ὑπό ἀμφισβήτηση τόν ἰσχύοντα αὐτό νόμο τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας, τό πνεῦμα τοῦ ὁποίου ἦταν, ὅπως εἴπαμε, νά παραμείνει ἡ περιουσία τοῦ νεκροῦ πατέρα στόν αὐτό “οἶκο” (γένος, σόϊ) καί νά μή περιέλθει σέ ἀλλότριο. Ὁ Αἰσχύλος θεωρεῖ ἀπαράδεκτο τόν θεσμό αὐτό, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἐπίκληρος κόρη ἐξαναγκαζόταν παρά τή θέλησή της νά πανδρευθεῖ τόν πλησιέστερο συγγενῆ της, δηλαδή τόν ἐξάδελφό της. Κατά τόν Αἰσχύλο ἡ ἄσκηση βίας στήν ἐπίκληρο κόρη νά τελέσει γάμο παρά τήν ἐλεύθερη συγκαταθεσή της προκειμένου νά ἱκανοποιηθοῦν οἰκονομικές σκοπιμότητες στηλιτεύεται δριμύτατα καί χαρακτηρίζεται ὡς ἀνόσιος καί ἀνίερος.[25] Ὁ Αἰσχύλος λέγει μέ τό στόμα τοῦ Δαναοῦ:
Νά σεβαστῆτε τήν κοινοβωμία
ὅλων ἐτούτων τῶν θεῶν· στόν ἅγιο
μείνετε ἐτοῦτο τόπο καθισμένες
σάν σμάρι περιστέρια, πού φοβοῦνται
τά ὁμόφτερα γεράκια, ποὖν᾿ ἐχθροί τους
ἀπό τό ἴδιο αἷμα καί ζητᾶνε
τό γένος νά μολύνουν. Πῶς στ᾿ ἀλήθεια
μπορεῖ πουλί ἀμόλευτο νά μείνη
πού γεύτηκε τή σάρκα πουλιοῦ ἄλλου;
Καί πῶς ἁγνός μπορεῖ νά μείνη ἄντρας
πού παίρνει μιά γυναῖκα ἄθελά της
καί δέν τόν θέλει κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ πατέρας; (Πῶς ἄν γαμῶν ἄκουσαν ἄκοντος πάρα ἁγνός γένοιτο ἄν;)
Καί πῶς νεκρός στόν Ἅδη θά ξεφύγη
ἀπό τό κρῖμα τῆς ἀκολασίας
ἄν κάνη αὐτό.[26]
Βαρῦνον κριτήριο γιά τόν Αἰσχύλο τελέσεως ἑνός γάμου ἐντός τοῦ ἰδίου γένους δέν εἶναι ἡ οἰκονομική σκοπιμότητα, ἀλλά ἡ ἐλεύθερη ἀποδοχή τοῦ γάμου αὐτοῦ ἀπό τήν νύμφη. Τό ὅλο θέμα δηλαδή ἀνάγεται «στή σφαῖρα τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας καί αὐτοδιάθεσης»[27], καί μέ τόν τραγικό μῦθο ὁ Αἰσχύλος ἐξαγγέλλει καί διακηρύσσει οἱ γυναῖκες νά ἔχουν τό δικαίωμα νά ἀρνοῦνται ἕνα γάμο μ᾿ ἕνα συγγενῆ τους, ἄν γιά ὁποιονδήποτε λόγο δέν θέλουν τό γάμο αὐτό. Βλέπουμε λοιπόν πῶς ὁ Αἰσχύλος μέ τό ἔνδυμα τοῦ μύθου προβληματίζει τήν Ἀθηναϊκή κοινωνία σ᾿ ἕνα ἀμφιλεγόμενο θεσμό της καί προτείνει τήν ἰσχύ μιᾶς sine qua non ἠθικῆς προϋποθέσεώς του.
Ἄς ἐξετάσουμε τώρα τό πολιτικό, κοινωνικό καί ἰδεολογικό περιεχόμενο τῆς τριλογίας τοῦ Αἰσχύλου Ὀρέστεια. Ἡ τριλογία αὐτή ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς, ὡς εἰκός, τραγωδίες: τόν Ἀγαμέμνονα, τίς Χοηφόρους (=αὐτές πού φέρουν, προσφέρουν τίς χοές) καί τίς Εὐμενίδες. Στήν πρώτη τραγωδία ὁ Ἀγαμέμνων ἐπιστρέφει στό Ἄργος νικητής ἀπό τήν Τροία φέρνοντας μαζί του ὡς παλλακίδα τήν προφῆτι Κασσάνδρα, τήν κόρη τοῦ Πριάμου. Ἐκεῖ ὅμως καραδοκεῖ ἡ φρικτή του μοῖρα: ἡ γυναῖκα του Κλυταιμνήστρα καί ὁ ἐραστής της Αἴγισθος τόν σφαγιάζουν μαζί μέ τήν Κασσάνδρα. Στή δεύτερη τραγωδία ὁ Ὁρέστης, ὁ γυιός τοῦ Ἀγαμέμνονα ἐπιστρέφει στό Ἅργος μαζί μέ τόν φίλο του Πυλάδη ἀπό τήν Φωκίδα, ὅπου τόν εἶχε στείλει ἀπό μικρό ἡ μητέρα του Κλυταιμνήστρα, ἀφοῦ ὅμως ἔχει ἤδη λάβει ἐντολή ἀπό τόν Ἀπόλλωνα νά ἐκδικηθεῖ τή σφαγή τοῦ πατέρα του Ἀγαμέμνονα. Στό Ἄργος ὁ Ὀρέστης ἀφοῦ ἀναγνωρισθεῖ μέ τήν ἀδελφή του Ἠλέκτρα σκοτώνει τή μητέρα του Κλυταιμνήστρα καί τόν ἐραστή της Αἴγισθο. Ταυτόχρονα ὅμως ἀρχίζει νά καταδιώκεται ἀπό τίς Ἐρινύες γιά τό διπλό φόνο πού διέπραξε καί κυρίως γιά τή στυγερή μητροκτονία. Στήν τελευταία τραγωδία τό σκηνικό ἀνοίγει μέ τόν μητραλία Ὀρέστη, καταδιωκόμενο ἀπό τίς Ἐρινύες, νά ζητᾶ τήν προστασία τοῦ Ἀπόλλωνα στό ἱερό του στούς Δελφούς. Ὁ Ἀπόλλων συστήνει στόν Ὀρέστη νά καταφύγει στήν Ἀθήνα, ὅπου θά βρεῖ λύση στό δρᾶμα του. Ὄντως στήν Ἀθήνα παίζεται ἡ τελική φάση τοῦ δράματος καί δίδεται ἡ λύση του. Ἡ Ἀθηνᾶ στόν Ἄρειο Πάγο συστήνει δικαστήριο, ἀποτελούμενο ἀπό ἕνδεκα ἐλευθέρους Ἀθηναίους πολίτες, ὅπου διεξάγεται κανονική δίκη μέ κατηγόρους τοῦ Ὀρέστη τίς παλαιές θεότητες, τίς Ἐρινύες καί ὑπερασπιστές του τίς νέες θεότητες, τόν Ἀπόλλωνα καί τήν Ἀθηνᾶ, καί τελικά ἀθωώνεται κατόπιν ψηφοφορίας τῶν δικαστῶν. Τέλος οἱ παλαιές θεότητες, οἱ φρικτές Ἐρινύες, κατόπιν προτροπῆς τῆς Ἀθηνᾶς μεταβάλλονται σέ χαρωπές θεότητες καί γίνονται προστάτες τῆς Ἀθήνας (ἑξ οὗ καί ὁ τίτλος τῆς τραγωδίας Εὐμενίδες).
Ἡ Ὀρέστεια παρεστάθη τό 458, ἐποχή ὅπου ἐλάμβαναν χώρα κοσμογονικές ἀλλαγές στό πολιτικό σκηνικό τοῦ κλεινοῦ ἄστεως, στόν τρόπο σκέψεως καί δράσεως καί τῆς ἐν γένει νοοτροπίας τοῦ Ἀθηναίου πολίτη, καθώς καί στίς κυρίαρχες ἀξίες, νόρμες, πρότυπα (γενικά σ᾿ αὐτό πού ὀνομάζει ὁ Κορν. Καστοριάδης κοινωνικό φαντασιακό, θεσμίζουσες κοινωνικές σημασίες) τῆς Ἀθήνας καί τίς ὁποῖες ἡ Ὀρέστεια μέ τό ἔνδυμα τοῦ τραγικοῦ μύθου, σχολιάζει, συζητᾶ, ὑποβάλλει σέ κριτική καί ἀκόμη, ὅλως προφητικῶς, ὑποδεικνύει τά ὅρια μέσα στά ὁποῖα πρέπει νά κινηθοῦν, γιά νά εἶναι εὐεργετικές γιά τό ἄστυ καί νά ἀποφευχθεῖ ἡ διολίσθηση στίς ἐπικίνδυνες ἀτραπούς πού ἀνοίγονται ἀπό τυχόν ὑπέρβαση τῶν ἀναγκαίων ὁρίων.
Τρία μέ τέσσερα χρόνια πρό τῆς παραστάσεως τῆς Ὀρέστειας, δηλαδή τό 462/1, ὁ Ἐφιάλτης, ἀρχηγός τῶν δημοκρατικῶν, ἀφαίρεσε ὅλες τίς πολιτικές ἁρμοδιότητες καί ἐξουσίες τοῦ Ἀρείου Πάγου καί τίς ὑπήγαγε στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου καί στή βουλή τῶν πεντακοσίων. Ὁ θεσμός τοῦ Ἀρείου Πάγου ἦταν καθαρά ἀριστοκρατικός καί ἀποτελοῦσε τόν ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, δηλαδή τόν θεσμό πού ἐπισκοποῦσε καί ἐπιτηροῦσε τήν τάξη καί τήν ὁμαλή λειτουργία τοῦ Ἀθηναϊκοῦ πολιτεύματος. Ὁ Ἀριστοτέλης στήν Ἀθηναίων Πολιτεία γράφει γιά τόν θεσμό τοῦ Ἀρείου Πάγου: «Ἡ δέ τῶν Ἀρεοπαγιτῶν βουλή τήν μέν τάξιν εἶχε τοῦ διατηρεῖν τούς νόμους, διώκει δέ τά πλεῖστα καί τά μέγιστα τῶν ἐν τῇ πόλει, καί κολάζουσα καί ζημιοῦσα πάντας τούς ἀκοσμοῦντας κυρίως. Ἡ αἵρεσις τῶν ἀρχόντων ἀριστίνδην καί πλουτίνδην ἦν, ἐξ ὧν οἱ Ἀρεοπαγῖται καθίσταντο· διό καί μόνη τῶν ἀρχῶν αὕτη μεμένηκε διά βίου καί νῦν»[28]. (Μετάφραση: «Ἡ βουλή τῶν Ἀρεοπαγιτῶν εἶχε ὡς ἔργον της τήν διαφύλαξιν τῶν νόμων, ἔπαιζε ὅμως τόν σπουδαιότατον ρόλον εἰς τήν διακυβέρνησιν τῆς πόλεως, ἐπιβάλλουσα ἀνεξελέγτως σωματικάς ὅσον καί χρηματικάς τιμωρίας εἰς ὅλους τούς ἐνόχους. Ἡ ἐκλογή τῶν ἀρχόντων ἐγίνετο μεταξύ τῶν εὐγενῶν καί τῶν πλουσίων, ἀπό τούς διατελέσαντας δέ ἄρχοντας προήρχοντο καί οἱ Ἀρεοπαγῖται· διά τοῦτο εἶναι τό μόνον ἀξίωμα πού παρέμεινε καί διατηρεῖται ἀκόμη ἰσόβιον»).[29] Ὁ Ἄρειος Πάγος λοιπόν ἦταν τό τελευταῖο προπύργιο τῶν ἀριστοκρατῶν, ἡ δέ μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη μετεβίβαζε ὅλες τίς πολιτικές ἐξουσίες του στούς δημοκρατικούς θεσμούς, δηλαδή τήν ἐκκλησία τοῦ δήμου καί τήν βουλή τῶν πεντακοσίων. Ὁ λαός ἦταν πλέον ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τοῦ πολιτεύματος μέ σχεδόν ἀπεριόριστη ἐξουσία. Τοῦτο ἦταν τελείως πρωτόγνωρο καί πρωτόφαντο στήν πολιτική ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν. (Φυσικά καί στήν πολιτική ἱστορία αὐτοῦ τοῦ πλανήτη καί ἐγώ θά προσέθετα ἡ μοναδική φορά στήν πολιτική ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος). Ἡ ἀπεριόριστη ἐξουσία τοῦ δήμου δημιουργεῖ ἕνα καινούριο πνευματικό ὁρίζοντα, μία καινοφανῆ “νομολογική γνώση” καί ἐπί πλέον μία ἀσυνήθη ἕως τότε “ἐνθυμία”[30] στόν Ἀθηναῖο πολίτη. Πρῶτον τόν γεμίζει μέ μία πρωτόγνωρη αἰσιοδοξία καί αὐτοπεποίθηση, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός τῆς μοίρας καί τῆς ἱστορίας του, αὐτός εἶναι ὁ κύριος γενεσιουργός παράγων τῆς εὐδαιμονίας του, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια του τοὐλάχιστον τίς τῦχες τῆς πόλεως, δηλαδή ὅλους ἐκείνους τούς παράγοντες καί τίς προϋποθέσεις πού προσδιορίζουν ὄχι βεβαίως καθ᾿ ὁλοκληρίαν τήν εὐδαιμονία (γιατί αὐτή ἐξαρτᾶται καί ἀπό ἄλλους ἄδηλους, ἀστάθμητους καί τέλος πάντων μή ὑποκειμένους στήν ἀνθρώπινη ἐξουσία καί ἔλεγχο παράγοντες), ἀλλά τοὐλάχιστον τό εὖ ζῇν. Ταυτόχρονα τόν γεμίζει καί μέ μία τρομακτική εὐθύνη. Θά μπορέσει νά ἀνταποκριθεῖ ἐπαρκῶς στίς πολύπλοκες, ἀμφίρροπες καί λεπτές ἀπαιτήσεις καί τό τρομακτικό βάρος τῆς καινούριας του ἀποστολῆς; Μή λησμονοῦμε ὅτι στήν Ἀθηναϊκή πολιτεία δέν ὑπῆρχαν ἐπαγγελματίες πολιτικοί πού νά γνωρίζουν μέ ἐπάρκεια καί σέ βάθος τά προβλήματα τῆς δημόσιας ζωῆς (τέτοιοι κατά κάποιο τρόπο ἦσαν οἱ ἰσόβιοι Ἀρεοπαγῖτες, ἀλλά αὐτοί ἀκυρώθησαν καί καταργήθηκαν ἀπό τίς μεταρρυθμίσεις τῶν δημοκρατικῶν τοῦ Ἐφιάλτη), δέν ὑπῆρχε ἀποκλειστική δημόσια διοίκηση μέ τήν ἔννοια πού ὑπάρχει σήμερα, δέν ὑπῆρχε ἐξειδικευμένο διπλωματικό σῶμα νά διεκπεραιώνει τίς ἐξωτερικές ὑποθέσεις τῆς πολιτείας. Ἡ Δημοκρατία στηριζόταν περισσότερο στίς πνευματικές προϋποθέσεις, ἤγουν στίς διανοητικές καί ἠθικές ἀρετές τῶν πολιτῶν της καί πολύ λιγώτερο σέ ἐξειδικευμένες θεσμικές προϋποθέσεις.[31] Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ παραλληλισμός πού ἔχει γίνει τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς νεώτερης δημοκρατίας μέ πλοῖο: τό πλοῖο τοῦ κράτους στή σύγχρονη ἐποχή ἔχει μικρό πλήρωμα καί μεταφέρει ἀμέτρητους ἐπιβᾶτες, ἐνῶ τό πλοῖο τῆς ἑλληνικῆς πόλεως-κράτους εἶχει μόνο ναῦτες, τούς πολίτες.[32] Ταυτόχρονα ὅμως κάθε πολίτης, ἰδίως μέ τόν τρόπο τῆς διά κληρώσεως ἀναδείξεως σέ ὁρισμένους πολιτειακούς θεσμούς, ὅπως ἐπί παραδείγματι στή βουλή τῶν πεντακοσίων ἀλλά καί σέ ἄλλους, συμμετεῖχε ἐνεργῶς καί χωρίς καμμία ἐξαίρεση σέ ὁρισμένα τοὐλάχιστον ἀξιώματα τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας. Ἑπομένως κάθε Ἀθηναῖος πολίτης, ἀκόμη καί τῶν πλέον χαμηλῶν κοινωνικῶν καί οἰκονομικῶν στρωμάτων, ἐκαλεῖτο νά συμμετέχει ἐνεργῶς στή διακυβέρνηση τῆς πόλεώς του, ἄρα ἀπῃτεῖτο ἀπό αὐτόν μιά ὑψηλή καί βαθιά γνώση τῶν πολιτικῶν ζητημάτων τῆς πόλεώς του. Ἔτσι ὁ Περικλῆς τριάντα χρόνια ἀργότερα ἔλεγε στόν Ἐπιτάφιό του: «Ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καί πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καί ἑτέροις ἕτερα πρός ἔργα τετραμμένοις τά πολιτικά μή ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γάρ τόν τε μηδέντῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾿ ἀχρεῖον νομίζομεν».[33] (Μετάφραση: «Καί εἶναι δυνατόν σ᾿ ἐμᾶς τούς ἴδιους νά φροντίζουμε καί γιά τίς δικές μας ὑποθέσεις καί συνάμα γιά τίς δημόσιες, καί μολονότι ὁ καθένας μας εἶναι ἀπασχολημένος μέ τίς δουλειές του – ἄλλος μέ τούτη κι ἄλλος μέ τήν ἄλλη – δέν εἴμαστε ἐλλιπῶς κατατοπισμένοι στά πολιτικά γιατί μόνοι ἐμεῖς αὐτόν πού δέν παίρνει καθόλου μέρος σ᾿ αὐτά τόν θεωροῦμε ὄχι φιλήσυχο ἀλλά ἄχρηστο»)[34].
Αὐτή ἦταν ἡ νέα τάξη πολιτικῶν πραγμάτων πού διαμορφωνόταν στήν ἐποχή τοῦ Αἰσχύλου, ὅταν ἡ Ἀθηναϊκή δημοκρατία ἦταν μία νεαρή καί ἐν ἐξελίξει δημοκρατία, καί ἀντικαθιστοῦσε τήν παλαιά τάξη πολιτικῶν πραγμάτων. Καί τήν ὅλη προβληματική αὐτῆς τῆς μεταβάσεως ἀπό τό παλαιό πού ἔφευγε στό καινούργιο πού ἐρχόταν καί ἀνέτειλε στόν Ἀθηναϊκό ὁρίζοντα διαπραγματεύεται ἡ Ὀρέστεια μέ τό περίβλημα τοῦ τραγικοῦ μύθου. Στήν Ὀρέστεια (ἰδιαίτερα στίς Εὐμενίδες) δέν ἔχουμε οὐσιαστικά τήν σύγκρουση μεταξύ τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀλλά τή σύγκρουση δύο δικαίων, τοῦ παλαιοῦ δικαίου, τῆς παλαιᾶς δίκης, πολιτικῆς καί κοσμικῆς, πού ἐκπροσωποῦν οἱ Ἐρινύες καί τοῦ νέου δικαίου, τῆς νέας δίκης, πολιτικῆς καί κοσμικῆς, πού ἐκπροσωποῦν οἱ νέες θεότητες, ὁ Ἀπόλλων, ἡ Ἀθηνᾶ καί ὁ Δίας. Καί τό ὅλο πρόβλημα λύνεται μέ τή σύσταση ἑνός δικαστηρίου, μέ τή διεξαγωγή μιᾶς κανονικῆς δίκης, στήν ὁποία μάλιστα οἱ ἐναγόμενες πλευρές, δηλαδή οἱ Ἐρινύες καί ὁ Ἀπόλλων, ὑποβάλλονται στήν κρίση ἀνθρώπων, δηλαδή τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπεῖχαν θέση δικαστοῦ στήν ὅλη διαδικασία, ἄν καί ὅπως ὁμολογεῖ ἡ Ἀθηνᾶ: «τό πρᾶγμα μεῖζον, εἴ τις οἴεται τόδε βροτός δικάζειν»[35] (ὑπόθεση πολύ βαριά γιά νά τήν ἐκδικάσει ἄνθρωπος). Καί μάλιστα ἡ τελική ἀπόφαση λαμβάνεται διά ψηφοφορίας, δηλαδή ἑνός κατ᾿ ἐξοχήν δημοκρατικοῦ, δηλαδή νεωτεριστικοῦ γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, θεσμοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ λέξη δίκη μέ τή διττή σημασία της, τήν σημερινή καί αὐτήν τῆς δικαιοσύνης, ἀπαντᾶται περί τίς 70 φορές στήν Ὀρέστεια.[36] Ὁ Αἰσχύλος μέ τό μῦθο δραματοποιεῖ τίς κοσμογονικές ἀλλαγές πού συνέβαιναν τήν ἐποχή του, διαπαιδαγωγώντας καί συνάμα προβληματίζοντας τούς συμπολῖτες του πάνω στή νέα ἐποχή πού ἀνέτειλε. Τό ὅτι οἱ θεοί δικάζονται ἀπό τούς ἀνθρώπους εἶναι ἐμφαντικό ποῦ βρίσκεται ἡ πηγή ἰσχύος τῆς νέας τάξεως τῶν πολιτικῶν καί πραγμάτων: στόν πολίτη. Ἡ παλαιά τάξη πραγμάτων παρῆλθε ἀνεπιστρεπτί (ἥ μᾶλλον ὀρθότερα, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω ἐνσωματώθηκε στή νέα). Οἱ Ἐρινύες, οἱ θεματοφύλακες τῆς παλαιᾶς τάξεως πραγμάτων θρηνοῦν ἀπελπισμένα:
Νῦν καταστροφαί νέων
θεσμίων, εἰ κρατήσει δίκα τε καί βλάβα
τοῦδε μητροκτόνου·[37]
Μετάφραση:
Μέ τούς νέους τώρα θεσμούς
θά ᾿ ρθοῦν τά πάνω κάτω
ἄν βασιλέψει τό δίκιο τ᾿ ἀνόσιο τοῦ μητροκτόνου·[38]
Καί ἀκόμη δεικνύει ὅτι ἡ νέα αὐτή τάξη πολιτικῶν πραγμάτων βρίσκεται σέ ἀπόλυτη συστοίχιση καί συμφωνία μέ τήν καινούρια κοσμική καί θεία τάξη, πού ἐκπροσωποῦν οἱ νέες θεότητες. Τό ἐγχείρημα τῶν Ἀθηναίων νά περάσουν ὅλη τήν ἐξουσία στόν δῆμο δέν συνιστᾶ ὕβριν, δηλαδή διασάλευση τῆς παγκόσμιας καί θείας τάξης, ἀλλά βρίσκεται σέ ἀπόλυτη συμφωνία μ᾿ αὐτήν, ἀρκεῖ ὁ δῆμος νά μή ὑπερβεῖ τά ἐπιτρεπτά ὅρια στήν ἄσκηση τῆς ἀπόλυτης ἐξουσίας του. Καί ἐδῶ εἶναι πού ὁ προβληματισμός τοῦ Αἰσχύλου εἶναι ἔντονος καί ἀγωνιώδης. Ὁ Αἰσχύλος ἔχει βαθιά ἐπίγνωση ὅτι ἀπαραίτητος ὅρος εὔρυθμης λειτουργίας τῆς δημοκρατίας εἶναι ἡ αὐτοσυγκράτηση, ὁ αὐτοπεριορισμός τοῦ δήμου.[39] Ὅταν τό κακό ὑπερβεῖ ὁρισμένα ὅρια, τιθεμένα ἀπό τήν κοσμική καί θεία τάξη, τότε γίνεται ἀθεράπευτο[40] (καί αὐτό εἶναι ἴσως τό βαθύτερο μήνυμα τῆς ἀττικῆς τραγωδίας).[41] Ὑπάρχει ἕνα ἀμετακίνητο ὅριο στήν ἀνθρώπινη δράση, εἴτε στήν πολιτική εἴτε στή γενικώτερη διάστασή της, ἡ ὑπέρβαση τοῦ ὁποίου ὁδηγεῖ ἀφεύκτως στόν ὄλεθρο καί τήν καταστροφή.[42] Γι᾿ αὐτό καί βάζει στό στόμα τῆς Ἀθηνᾶς τίς ἑξῆς βαρυσήμαντες προτροπές στούς συμπολίτες του:
Λαέ τῆς Ἀττικῆς, πρώτη φορά δικάζοντας
γιά φόνο, ἀκοῦστε τό θεσμό πού ἐγκαινιάζω.
Ἀπό τώρα καί γιά πάντα μές τή χώρα τοῦ Αἰγέα
ἱδρύεται τῶν δικαστῶν τοῦτο τό Βουλευτήριο,
Σ᾿ αὐτόν τόν βράχο τοῦ Ἄρη...
ἀπ᾿ ὅπου πῆρε τό ὄνομα ὁ βράχος, Ἄρειος Πάγος-
σ᾿ αὐτόν ὁ σεβασμός τῶν πολιτῶν
καί ὁ ἀδελφός του φόβος μέρα καί νύχτα
τήν ἀδικία θά συγκρατοῦν· φτάνει
νά μή νοθεύουν τή ροή τῶν νόμων οἱ πολίτες.
Ποῦ θά ᾿βρεις καθαρό νερό νά ξεδιψάσεις
ὅταν μέ λάσπες καί βρωμιές τό μαγαρίζεις;
Τούς φρόνιμους πολίτες συμβουλεύω
νά μήν ἀνέχονται τήν ἀναρχία καί τό δεσποτισμό
καί τό δέος πέρα γιά πέρα νά μή διώξουν ἀπ᾿ τήν πόλη.
( Τό μήτ᾿ ἄναρχον μήτε δεσποτούμενον
ἀστοῖς περστέλλουσι βουλεύω σέβειν
καί μή τό δεινόν πᾶν πόλεως ἔξω βαλεῖν)
Ποιός εἶναι δίκαιος ἄνθρωπος καί δέ φοβᾶται τίποτα;
Τιμώντας τό θεσμό μέ σεβασμό καί φόβο,
θά ᾿χεις τῆς σωτηρίας φρούριο στή χώρα καί στή πόλη,
τέτοιο πού δέν ἀπόκτησε κανείς λαός
οὔτε στούς Σκύθες οὔτε στοῦ Πέλοπος τόν τόπο.
Ἀδέκαστο στήνω τό Βουλευτήριο τοῦτο,
ἀγέλαστο καί σοβαρό, φρουρό πού ξαγρυπνᾶ
στῆς κοιμισμένης πόλης τό προσκέφαλο.
Αὐτή τήν ἀνοιχτή παραίνεση χαρίζω στούς πολίτες
γιά τό μέλλον.[43]
Διέβλεπε τάχα ὁ Αἰσχύλος τίς μελλοντικές ὑπερβολές τῆς ἄκρατης δημοκρατίας; Προέβλεπε ἆραγε τήν ἀχαλίνωτη φιλοδοξία καί τόν ἀκόρεστο ἵμερο γιά τό συμφέρον τοῦ Ἀθηναϊκοῦ δήμου, πού τόν ὁδήγησε στήν αὐτοκαταστροφή του, καί ἤθελε νά προφυλάξει τούς συμπολίτες του ἀπό τήν ὀλέθρια ἀμετρία; Τό βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι ἐπιθυμοῦσε μία μετριοπαθῆ δημοκρατία, ὅπου «τήν ἄνω βουλήν, ἐπίσκοπον πάντων καί φύλακα τῶν νόμων οὖσαν, οἰόμενος ἐπί δυσί βουλαῖς ὥσπερ ἀγκύραις ὁρμοῦσαν ἧττον ἐν σάλῳ τήν πόλιν ἔσεσθαι καί μᾶλλον ἀτρεμοῦντα τόν δῆμον παρέξειν».[44] (Μετάφραση: «Ὅσο γιά τόν Ἄρειο Πάγο, τόν ὥρισε ἐπιτηρητή σἐ ὅλα καί φρουρό τῆς δικαιοσύνης, γιατί νόμιζε πώς ἡ πολιτεία ἔχοντας δυό βουλές κι ἔτσι μοιάζοντας σά νἆχε ἀράξει μέ δύο ἄγκυρες, πολύ λιγώτερο θά ἀναταραζόταν κι ὁ λαός θά ἠρεμοῦσε»).[45] Ὁ Αἰσχύλος ἦταν πιό κοντά στό πνεῦμα τῆς μετριοπαθοῦς Σολώνειας[46] καί Κλεισθένειας δημοκρατίας παρά στό πνεῦμα τῆς ριζοσπαστικῆς Περίκλειας δημοκρατίας, πού ἐμπεριεῖχε μέσα της ἐν δυνάμει τό σπέρμα τῆς καταστροφῆς, τῆς ὁποίας ὁ τραγικός ἐπίλογος ἐγράφη στόν Ἀσσίναρο ποταμό τῆς Σικελίας μέσα στήν καυτερή δίψα καί τό λασπωμένο αἷμα τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν. Τίς ὑπερβολές τῆς ἄκρατης δημοκρατίας διεγίγνωσκε καί ἀπό αὐτές ἀκριβῶς ἤθελε νά περιφρουρήσει τόν Ἀθηναϊκό δῆμο.
Οἱ συντηρητικοί δέν ἐδέχθησαν παθητικά τή νέα τάξη πραγμάτων πού προέκυψε ἀπό τήν πολιτική ἐπανάσταση τοῦ Ἐφιάλτη, ἀλλά προσπάθησαν νά τήν ἀνατρέψουν ὑποκινώντας τούς Λακεδαιμονίους νά εἰσβάλουν στήν Ἀθήνα προτοῦ ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀνέγερση τῶν Μακρῶν Τειχῶν. Οἱ δημοκρατικοί Ἀθηναῖοι ἀντελήφθησαν τόν ἀντιπερισπασμό καί τή δολιοφθορά τῶν ἀριστοκρατικῶν καί ἀντιμετώπισαν τούς Σπαρτιᾶτες στήν Τανάγρα τῆς Βοιωτίας τό 457 καί μολονότι ἡττήθησαν ἐξανάγκασαν τούς Λακεδαιμονίους νά ἀποσυρθοῦν, ἐπειδή τούς προξένησαν βαρύτατες ἀπώλειες. Ταυτόχρονα ὁ ἀρχηγός τῶν δημοκρατικῶν, ὁ Ἐφιάλτης, δολοφονεῖται ὑπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες καί τό γεγονός αὐτό προεκάλεσε τίς βάσιμες ὑποψίες τῶν δημοκρατικῶν ὅτι οἱ ἀριστοκράτες ἐπεχείρησαν τήν ἀνατροπή τοῦ νέου καθεστῶτος. Ἡ Ἀθήνα βρισκόταν σέ διχασμό καί κυριολεκτικά στό χεῖλος τῆς ἀβύσσου ἐμφυλίου σπαραγμοῦ. Ὁ Α, Η. Sommerstein γράφει χαρακτηριστικά: «Ὅμως κανείς δέν θά μποροῦσε νά πεῖ πώς ἡ ἀθηναϊκή “Δεξιά” δέν εἶχε κάνει ὅ,τι μποροῦσε γιά νά ἐπιφέρει τήν ἧττα καί τήν ταπείνωση τῆς ἴδιας της τῆς πόλης. Ἐπίσης στήν “Ἀριστερά” ἀσφαλῶς θά ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι πού μίλησαν γιά σκληρά καί ἄνευ διακρίσεως ἀντίποινα κατά τῶν δολοφόνων τοῦ Ἐφιάλτη. Στό διάστημα ἀπό τό 508/7 (δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις τοῦ Κλεισθένη) μέχρι τό 411(προσωρινή κατάλυση τῆς δημοκρατίας ἀπό τούς ὀλιγαρχικούς) ποτέ ἄλλοτε ἡ Ἀθήνα δέν βρέθηκε σέ μεγαλύτερο κίνδυνο νά βυθισθεῖ σέ μίαν αἱματηρή ἐμφύλια διαμάχη (στάσιν) παρά τότε· τήν ἄνοιξη τοῦ 458 βρισκόταν στό σταυροδρόμι τῆς ἱστορίας της, ἀπό τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά συνεχίσει πρός τό μεγαλεῖο ἤ τήν κατάρρευση».[47] Ὁ Αἰσχύλος δέν μένει ἀπαθής στή διαμορφωθεῖσα κρίσιμη κατάσταση. Ὁ ποιητής μέ τό στόμα τῆς Ἀθηνᾶς, ἀλλά καί τῶν μεταμορφωμένων σέ Εὐμενίδες Ἐρινύων ξορκίζει ἀπό τήν πόλη του τό κακό τῆς ἐμφύλιας διαμάχης καί ὑπερθεματίζει τήν ἑνότητα καί σύμπνοια τῶν συμπολιτῶν του. Συγκεκριμένα λέγει ἡ Ἀθηνᾶ:
Μή σπείρεις στόν τόπο μου αἱματηρή διχόνοια
πού τῶν παλικαριῶν τά σωθικά ταράζει
καί μανιακοί κι ἀμέθυστοι βουρλίζονται.
Μήτε τόν Ἄρη νά θρονιάσεις τόν ἐμφύλιο
καί τήν ἀποκοτιά τ᾿ ἀλληλοσπαραγμοῦ
μές στίς καρδιές πού ὁρμᾶνε σάν κοκόρια.
Ἄς εἶναι ὁ πόλεμος μακριά κι ὅταν πλακώσει, {θυραῖος = (ἔξω ἀπό τίς θῦρες) ἔστω πόλεμος}
τότε ἄς φουντώνει στίς ψυχές ὁ ἔρωτας τῆς δόξας.
Ξορκίζω τίς ἀμάχες στόν ὀρνιθώνα τοῦ σπιτιοῦ.[48]
Καί ὁ χορός τῶν Εὐμενίδων, δηλαδή τῶν μεταμορφωμένων πλέον Ἐρινύων, εὔχεται γιά τήν Ἀθήνα:
Εὔχομαι νά μή σηκώσει φωνή
βροντερή μές στήν πόλη
ἀχόρταγη Διχόνοια·
μηδέ τό αἷμα πολιτῶν ἡ μαύρη γῆ νά πιεῖ,
στάζοντας μέσα στή χώρα
τό χρέος τῆς ὀργῆς
καί τ᾿ ἀντίδωρο τοῦ φόνου ζητάει.
Ν᾿ ἀνταποδίδουν τίς χαρές
καί νά μοιράζουν μεταξύ τους τήν ἀγάπη·
καί ὅταν μισοῦν, νά μισοῦν μέ συναίνεση. (καί στυγεῖν μιᾷ φρενί)
Αὐτό τό γιατρικό γιατρεύει τούς ἀνθρώπους.[49]
Ἀλλά ὁ Αἰσχύλος δέν περιορίζεται μόνο στό ξόρκισμα τοῦ ἐμφυλίου πολέμου· προχωρεῖ ἀκόμη ἕνα ἀποφασιστικῆς σημασίας βῆμα.Εἴδαμε πῶς ἡ σύγκρουση τῆς νέας τάξεως πραγμάτων μέ τήν παλαιά τάξη πραγμάτων ἀντικαθρεπτίζεται καί πολύ περισσότερο δραματοποιεῖται στήν Ὀρέστεια τοῦ Αἰσχύλου. Ὅμως, καί αὐτό εἶναι πολύ ἔντονο χαρακτηριστικό τῆς τριλογίας, ἰδιαίτερα τῶν Εὐμενίδων, τό παλαιό δέν ἀναιρεῖται ὁλοσχερῶς, δέν καταργεῖται ὁλοκληρωτικά, ἀλλά, μεταμορφωμένο, ἐντάσσεται ὀργανικά στό καινούργιο, μέσα στά πλαίσια τοῦ ὁποίου ἀναλαμβάνει ἕνα νέο, μεταμορφωμένο ρόλο. Τοῦτο ὑπαινίσσεται ἡ προτροπή τῆς νικήτριας Ἀθηνᾶς στίς ἡττημένες Ἐρινύες νά μή ἐπιμείνουν στήν παλαιά ἐκδικητική, καταστρεπτική καί φθοροποιό δράση τους, ἀλλά μεταμορφωμένες σέ Εὐμενίδες νά ἀναλάβουν νέο, εὐεργετικό καί ἀγαθοποιό ρόλο στή νέα κατάσταση πού ἤδη διεμορφώθη καί συνεχῶς διαμορφώνεται, πρᾶγμα καί τό ὁποῖο στό τέλος τῆς τραγωδίας γίνεται.
Μετά τήν καταδικαστική γιά τίς Ἐρινύες ἀπόφαση τοῦ δικαστηρίου αὐτές ξεσποῦν σέ θρῆνο καί κατάρες γιά τούς νέους θεούς πού ἀκυρώνουν τούς παλαιούς καί ἀκόμη σέ τρομερές ἀπειλές γιά τήν πόλη πού ἀποτόλμησε νά ἐπιδικάσει τέτοια καινοφανῆ κατάσταση:
Οὐαί, νεώτεροι θεοί,
τούς νόμους τούς ἀρχαίους τούς ρημάξατε
καί μέσα ἀπό τά χέρια τούς ἁρπάξατε.
Ἀτιμασμένη, ἡ μαύρη, γεμάτη χολή
φαρμάκι, φαρμάκι πικρό, χαμό
θά σπείρω σέ τούτη τή γῆ,
τή βαριά ν᾿ ἀλαφρώσω καρδιά μου.
Στό χῶμαθά ρίξω τή στάλα τήν ἄγονη
τή φιλοξήρα, τόν σπόρο τόν ἄκαρπο,
ὦ Δίκη, πού κάτω θά πέσει
καί στίγμα θανάτου στή χώρα θά βάλει.
Στενάζω· τί ἄλλο νά κάνω;
Θά γίνω τῆς πόλης ἡ συμφορά·
ἔπαθαν μεγάλα δεινά, ὠλελέ μου,
οἱ κόρες τῆς νύχτας
καί πενθοῦν τή βαριά τους ντροπή.[50]
Ὅμως ἐπεμβαίνει συμφιωλιτικά ἡ Ἀθηνᾶ ἀποκαθιστώντας τίς παλαιές θεές, μέ τόν ἀπαραίτητο βέβαια ὅρο νά μεταβληθοῦν σέ εὐεργετικές γιά τήν πόλη:
Ἀκοῦστε καί μήν τό παίρνετε βαριά.
Δέ νικηθήκατε οὐδέ ταπεινωθήκατε
Μέ τήν ἀνόθευτην ἰσοψηφία τῆς ἀπόφασης.
ὑπῆρξε ἐδῶ φανερή τοῦ Διός μαρτυρία...
Ἐσεῖς ξερνᾶτε στή γῆ μου τή βαριά σας ὀργή.
Σκεφθεῖτε, μή μανίζετε, μή στάζετε
φαρμάκι πού ξεραίνει τούς καρπούς τοῦ κάμπου
οὔτε κι ἀχόρταγους ἀχνούς πού τή σπορά μαραίνουν.
Νιώθω τό δίκιο σας καί σᾶς ὑπόσχομαι
πώς θά ᾿χετε ναούς καί κρύπτες ἱερές στή γῆ,
θρόνους λαμπρούς, βωμούς, στασίδια
κι ἀπ᾿ τούς πολίτες μου τίς ἀφειδώλευτες τιμές.[51]
Ἐν τέλει μετά ἀπό διάλογο οἱ Ἐρινύες πείθονται ἀπό τήν Ἀθηνᾶ καί μεταμορφούμενες πλέον σέ Εὐμενίδες (ἐξ οὗ καί ἡ ὀνομασία τῆς τελευταίας τραγωδίας τῆς τριλογίας) ἐνσωματώνονται στή νέα τάξη πού προέκυψε ἀπό τήν ἐπαναστατική ἀπόφαση τῆς δίκης τοῦ Ἀρειου Πάγου καί ἀναλαμβάνουν νέο ἀναμορφωμένο ρόλο στά πλαίσια αὐτῆς.
Ὁ Αἰσχύλος δέν θέλει νικητές καί ἡττημένους. Ὅλοι ἁρμονικά πρέπει νά τοποθετηθοῦν, νά σχετισθοῦν καί νά λειτουργήσουν στά πλαίσια τῆς νέας τάξης γιά τό καλό καί τήν προκοπή τῆς πόλεως. Ἡ παλαιά κατάσταση δέν πρέπει νά ἀποκλεισθεῖ, ἀλλά νά ἐνσωματωθεῖ στή καινούργια κατάσταση καί νά συνεισφέρει καί αὐτή τίς ὑπηρεσίες, ὑπό τούς νέους ὅρους βέβαια καί προϋποθέσεις στήν πόλη. Τό μήνυμα τοῦ Αἰσχύλου εἶναι συμφιλιωτικό καί ἑνοποιητικό τῶν διεστώτων πολιτικῶν μερῶν.
Στό ἴδιο θέμα ἐπανέρχεται ὁ Αἰσχύλος στήν τελευταία τριλογία του, τήν Προμήθεια, τῆς ὁποίας διεσώθη μόνο μία τραγωδία, ἡ πρώτη στή σειρά, ὁ Προμηθεύς Δεσμώτης, καί ἡ ὁποία παρεστάθη τό 458, δύο χρόνια πρό τοῦ θανάτου του στή Γέλα τῆς Σικελίας.
Στόν Προμηθέα Δεσμώτη ὁ Ζεύς εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος θεῶν καί ἀνθρώπων καί ἡ ἐξουσία του ἐμφανίζεται ἀπόλυτη, τυραννική καί αὐθαίρετη. Δίκαιο εἶναι ὅ,τι ἐπιθυμεῖ ὁ Ζεύς καί ὅ,τι τόν συμφέρει. Φέρεται ἄσπλαχνα καί ἀγνωμόνως στόν εὐεργέτη του Προμηθέα, ὁ ὁποῖος τόν ἐβοήθησε νά νικήσει τούς Τιτάνες καί νά στερεώσει τήν κυριαρχία του. Τόν δένει στά πέρατα τοῦ κόσμου, στόν Καύκασο, ἐπειδή ὁ Προμηθεύς θέλησε νά βοηθήσει τό δύσμοιρο ἀνθρώπινο γένος καί τοῦ ἐδίδαξε τίς τέχνες καί τά γράμματα. Ὅμως ὁ ὑπερήφανος καί ἀλύγιστος Προμηθεύς, καίτοι δεμένος καί ἀκίνητος ἀπό τήν Βία καί τό Κράτος, προσωποποιημένα ὄργανα τῆς ἀπόλυτης ἐξουσίας τοῦ Δία, δέν ὑποκύπτει στόν τύραννο: γνωρίζει ἕνα μυστικό πού θά καταβαραθρώσει τήν ἐξουσία τοῦ Δία καί δέν τοῦ τό γνωστοποιεῖ, μολονότι ὁ ἀπόλυτος ἄρχων, ὁ Ζεύς, στέλλει πρός τοῦτο τόν “λακέ” του, τόν Ἑρμῆ. Ἡ ἐξουσία τοῦ Δία γιά νά στερεωθεῖ καί νά μή κατακρημνισθεῖ, ὅπως τοῦ Οὐρανοῦ καί τοῦ Κρόνου, πρέπει νά γίνει δίκαιη, μετριοπαθής καί φιλάνθρωπη· πρᾶγμα πού φαίνεται νά συμβαίνει στήν ἑπόμενη, χαμένη τραγωδία τῆς τριλογίας, τόν Προμηθέα Λυόμενο.
Τί ἤθελε τἄχατες νά διδάξει ὁ Αἰσχύλος μέ τήν “περίεργη” αὐτή τριλογία; Ἔχει ὑποστηριχθεῖ ἀπό τή σύγχρομη ἔρευνα ὅτι ὁ Προμηθεύς Δεσμώτης ἀποτελεῖ μία ἔντονη καταγγελία τῆς ἀθέμιτης, κατά τόν Αἰσχύλο, συγκέντρωσης ὅλων τῶν ἐξουσιῶν στόν δῆμο μετά τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ Ἐφιάλτη.[52] Τό 458 ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς πολιτικῆς σκηνῆς στήν Ἀθήνα ἦταν πλέον ὁ δῆμος: κανένα δέν εἶχε πάνω ἀπό τό κεφάλι καί τίποτε δέν περιόριζε τήν σχεδόν ἀπόλυτη ἐξουσία του. Ὅμως ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ δήμου γιά νά παγιωθεῖ, νά στερεωθεῖ καί νά μή καταρρεύσει ἔπρεπε νά εἶναι δίκαιη καί μετριοπαθής. Ἔπρεπε νά περιορίζεται καί ἀκόμη νά ρυθμίζεται ἀπό τό Δίκαιο, τό ὁποῖο σέ καμμία περίπτωση δέν ταυτίζεται μέ τήν οἱανδήποτε αὐθαιρεσία τοῦ κατέχοντος καί ἀσκοῦντος τήν ἐξουσία, ὅπως εἶναι τώρα ὁ δῆμος. Ἀκόμη τό Μέτρο ἔπρεπε νά ὁριοθετεῖ τήν ἀπόλυτη ἄσκηση τῆς ἐξουσίας του γιά τόν λόγο ἀκριβῶς ὅτι, κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο καί κανένα ἄλλο, ὑπερβαίνοντα τά ἐπιτρεπτά ὅρια, ἐγγυᾶται τήν ὑγεία, στερέωση, σταθερότητα καί διάρκεια αὐτῆς τῆς ἀπόλυτης ἐξουσίας του.[53] Ἀκόμη ἡ ἐξουσία τοῦ δήμου δέν πρέπει νά εἶναι μονομερής καί μονοκόμματη, ἀλλά πρέπει νά ἀγκαλιάσει καί τήν ἡττημένη μερίδα, τήν ἀριστοκρατική, καί νά βρεῖ καί γι᾿ αὐτήν χῶρο στή νέα τάξη πραγμάτων. Τό παλαιό δέν πρέπει νά καταργηθεῖ, ἀλλά νά ἐνσωματωθεῖ στό καινούργιο καί ὅλα μαζί πρέπει νά λειτουργήσουν ἁρμονικά στήν καινούργια συμφιλιωμένη πόλη, ὅπως λειτουργοῦν ἁρμονικά στόν καινούργιο συμφιλιωμένο σύμπαν τῆς Ὀρέστειας καί τῆς Προμήθειας.
- Συμπεράσματα
Τό ἀρχαῖο θέατρο ἔπαιζε ἕνα καίριο πολιτικό ρόλο στά πλαίσια τοῦ ἀρχαίου ἄστεως. Ἐπιτελοῦσε μία ὑψίστης σημασίας πολιτική λειτουργία, ἀφοῦ μέ τόν τρόπο τοῦ μύθου ἐσχολίαζε, ἀσκοῦσε κριτική, στοχαζόταν πάνω στά πολιτικά δρώμενα τῆς πόλεως, διαπαιδαγωγώντας, κατευθύνοντας, προβληματίζοντας, νουθετώντας τούς πολίτες. Ἡ πολιτική λειτουργία του οὐδόλως ἦταν μικρότερης σημασίας καί σπουδαιότητος μέ τούς λοιπούς δημοκρατικούς θεσμούς, τήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου καί τή Βουλή τῶν Πεντακοσίων. Μάλιστα ἡ ἐμβέλειά του καί ἡ ἐπιρροή του στούς Ἀθηναίους πολίτες ἦταν κοθολικώτερη ἐκείνων, ἀφοῦ ἀναντιρρήτως ἡ τέχνη ἐμπεριέχει καί τό ἀπολαυστικό στοιχεῖο καί γι᾿ αὐτή ἡ ψυχαγωγική της λειτουργία (μέ τήν κυριολεκτική-ἐτυμολογική της ἔννοια, ὡς ἀγωγή ψυχῆς) εἶναι ἀποτελεσματικώτερη. Τόσο στενή καί ἀξεδιάλυτη ἦταν ἡ συνάφεια καί ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ θεάτρου μέ τήν δημοκρατία, ὥστε δέν εἶναι τυχαῖο οὔτε ἁπλῆ χρονική σύμπτωση ὅτι ὅταν παρακμάζει ὁριστικά ἡ δημοκρατία στερεύει ὁριστικά καί ἡ τραγική φλέβα. Εὔλογα λοιπόν μποροῦμε νά χαρακτηρίσουμε τήν ἀρχαία τραγωδία καί γενικώτερα τό ἀττικό θέατρο ὡς σχολεῖο δημοκρατίας.
Οἱ Ἀθηναῖοι ἔχοντας τό τραγικό θέατρο σάν ὄχημα πολιτικοῦ προβληματισμοῦ καί δημοκρατικῆς ἐγρήγορσης ἀσκοῦσαν ἀντίσταση σέ κάθε εἴδους ἐκτροπές τῆς πολιτείας τους σέ ἄμετρες ἀκρότητες εἴτε πρός τήν μία (δηλαδή πρός τή μεριά τῆς ἄκρατης δημοκρατίας) εἴτε πρός τήν ἄλλη κατεύθυνση (δηλαδή πρός τήν μεριά τοῦ δεσποτισμοῦ). Ὅταν ἔχασαν τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου καί ὑπέπεσαν σέ ἄλογες ἀμετρίες αὐτοκατεστράφησαν συμπαρασύροντας τή δημοκρατία πρός τόν ἐκφυλισμό καί τήν τραγωδία σέ ὁριστική σιωπή.
Εἰδικώτερα τό αἰσχύλειο θέατρο διακατέχεται ἀπό ἕνα διαρκῆ φόβο καί ἀγωνία ὅσον ἀφορᾶ τήν ὕβριν, δηλαδή τήν ἀμετρία, τήν ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς θείας καί κοσμικῆς τάξεως, τά ἐγκλήματα καί τήν τιμωρία τῶν τραγικῶν ἡρώων του.[54] Στόν Αἰσχύλο, παρ᾿ ὅλη τήν αἰσιοδοξία του, διαφαίνεται καί ἡ ἔντονη ἀγωνία του γιά τό μέλλον τῆς πόλεως του. Ὁ Jean-Pierre Vernant γράφει σχετικά: «Ἀκόμη καί γιά τόν πιό αἰσιόδοξο ἀπό τούς τραγικούς, τόν Αἰσχύλο, ἡ ἐξύμνηση τοῦ ἰδεώδους τῆς πόλης, ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς νίκης της ἐναντίον ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ παρελθόντος, δέν ἔχουν τόσο τόν χαρακτήρα μιᾶς διαπίστωσης, μιᾶς ἤρεμης βεβαιότητας, ὅσο μιᾶς ἐλπίδας καί μιᾶς ἔκκλησης, ὅπου ἡ ἀγωνία δέν λείπει ποτέ, ἀκόμη καί μέσα στή χαρά τῶν τελικῶν ἀποθεώσεων».[55]
Ἡ Διονυσιακή θρησκεία, ἀπό τήν ὁποία ἔλκει τήν καταγωγή της ἡ τραγωδία, στήν ἀπαρχή της ἦταν μία θρησκευτική λατρεία πού ἀπευθυνόταν κυρίως σέ ἐκείνους πού δέν ἦσαν ὁλοσχερῶς ἐντεταγμένοι στήν θεσμική ὀργάνωση καί διακυβέρνηση τῆς πόλεως.[56] Ὅταν τό Ἀθηναϊκό κράτος τήν προσέλαβε καί τήν ἐνσωμάτωσε στήν ὑπόσταση καί λειτουργία του ἡ τραγωδία ἀποτέλεσε, ὅπως ἤδη ἔχουμε ἀναλύσει, τόν κύριο μοχλό δημοκρατικῆς αὐτοσυνειδησίας καί ἔκφρασης τοῦ Ἀθηναϊκοῦ δήμου. Ὁ Κώστας Παπαϊωάννου γράφει χαρακτηριστικά ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ὁ Ἄρειος Πάγος παραδίνει τίς ἐξουσίες του στήν Βουλή καί στό Δῆμο μόλις τό 462/1, δηλαδή λίγα χρόνια πρίν τόν Περικλῆ: ὡς τότε, τό κύριο μέσο μέ τό ὁποῖο συμμετεῖχε ὁ Δῆμος στήν ἱστορική ζωή τῆς ὀργανωμένης κοινωνίας δέν ἦταν τόσο ἡ ἄσκηση τῶν σημαντικά περιορισμένων πολιτικῶν του δικαιωμάτων ὅσο ἦταν ἡ μέσα στό θέατρο θρησκευτική του κατάνυξη, ἡ Διονυσιακή ἔκσταση πού τόν κυρίευε μέ τούς Μύθους πού αὐτός ὁ ἴδιος εἶχε βγάλει στό φῶς καί ἡ ἐνθουσιαστική του ἐπικοινωνία μέ τίς ἀξίες πού ἐξέφραζε ἡ τραγωδία – αὐτές τίς ἀξίες πού ἡ ἴδια του ἡ ἐπαναστατική δράση εἶχε ἐπιβάλει στήν κοινωνία. Στήν περίοδο αὐτή, ὁ Ἀθηναϊκός Δῆμος συμμετεῖχε στήν ἱστορική ζωή ὄχι τόσο σάν “ἐκλογικό σῶμα” (ἡ ἔννοια αὐτή, κατ᾿ ἀρχήν ἀσύλληπτη στήν ἐποχή τῶν Μαραθωνομάχων, ἐμφανίζεται κυρίως τήν ἐποχή τῆς παντοδυναμίας τῶν “ψηψισμάτων τοῦ Δήμου” δηλαδή τήν ἐποχή τῆς παρακμῆς) ἀλλά σάν Διονυσιακός Χορός πού ἐκστασιάζεται ὄχι πιά μέ τό Διόνυσο (δηλαδή ὅπως θά δοῦμε, μέ τήν παρουσία μιᾶς ἀντι-κρατικῆς καί ἀντι-ιστορικῆς θεότητας) ἀλλά μέ τή Δίκη δηλαδή μέ τό ἱερό σύμβολο τῆς νέας κρατικῆς τάξης καί τῆς νέας θέσης τοῦ ἀνθρώπου μέσα στήν Ἱστορία».[57]
Κλείνοντας τήν μελέτη μας θέλουμε νά θέσουμε, χωρίς τή φιλοδοξία νά τό ἀπαντήσουμε, τό ἑξῆς ἐρώτημα πού φυσιολογικά ἀνακύπτει ἀπό τόν ὅλο προβληματισμό μας: γιατί ἡ τραγωδία γεννήθηκε, ἄνθισε καί πέθανε γιά πρώτη φορά στήν Ἑλλάδα τόν Ε΄ αἰώνα; Ἡ δεύτερη ἐμφάνισή της γίνεται τήν ἐποχή τῆς ὄψιμης Ἀναγεννήσεως στή Δυτική Εὐρώπη μετά βαριά σιωπή εἴκοσι περίπου αἰώνων. Τό ἐρώτημα εἶναι καίριο καί δέν ἔχουμε τή φιλοδοξία νά τό ἀπαντήσουμε ὁριστικά. Ὑποψιαζόμεθα ὅμως, ὅπως ἐπεσήμανε ἤδη καί ὁ Ἀλμπέρ Καμύ, ὅτι ἡ τραγωδία γεννιέται καί ἀνθίζει σέ μεταβατικές ἐποχές, κατά τίς ὁποίες ἡ ἀνθρωπότητα περνᾶ ἀπό πατροπαράδοτες μορφές σκέψεως καί πρότυπα ζωῆς σέ καινούργιες, πρωτοφανεῖς, ἀνατρεπτικές καί ριζοσπαστικές.[58] Γιά νά χρησιμοποιήσουμε καστοριαδικές ἐκφράσεις ὅταν ἡ ἀνθρωπότητα περνᾶ ἀπό τή νηπιακή ἑτερονομία στήν ὥριμη-ἀνδρική αὐτονομία. Καί αὐτό συνέβη δύο φορές στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος: στήν κλασσική Ἑλλάδα καί στήν αὐγή τῆς νεώτερης Εὐρωπαϊκῆς νεωτερικότητας.
Δημοσιεύθηκε στό K. Bουδούρη και E. Mαραγγιανοῦ (ed.) Φιλοσοφία, ἀνταγωνιστικότητα καί ἀγαθός βίος, Ἀθήνα 2005
Σημειώσεις
[1] Cristian Maier, Ἡ πολιτική τέχνη τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Τραγωδίας, μετάφραση Φλώρα Μανακίδου, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1997, σελ. 187
[2] Δανιήλ I. Ἰακώβ, Ἡ ποιητική τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 2001, σελ. 55-56
[3] Ἀριστοτέλους, Περί Ποιητικῆς 1450b 17
[4] Ἀριστοτέλους, Περί Ποιητικῆς, μετάφρασις ὑπό Σίμου Μενάρδου, εἰσαγωγή, κείμενον καί ἑρμηνεία ὑπό Ἰωάννου Συκουτρῆ, Ἐστία, Ἀθῆναι χ.χ. σελ. 64
[5] «Ἡ τραγωδία δέν εἶναι μονάχα μιά μορφή τέχνης, εἶναι ἕνας κοινωνικός θεσμός, πού εἰσάγει ἡ πόλη μέ τήν ἵδρυση τῶν τραγικῶν ἀγώνων, πλάι στά πολιτικά καί δικαστικά της ὄργανα» (Βλ.Jean-Pierre Vernant, Μῦθος καί σκέψη στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μετάφραση Στέλλα Γεωργούδη, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 27)
[6]Jean Charles Morreti, Θέτρο καί κοινωνία στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μετάφραση Ἑλένη Δημητρακοπούλου, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2002, σελ. 240
[7] Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων Πολιτεία ΙΙΙ, 2: «Πῶς γάρ ἄν οἷοί τε εἶεν, οὕστινας πρῶτον μέν δεῖ ἑορτάσαι ἑορτάς ὅσας οὐδεμία τῶν Ἑλληνίδων πόλεων».
[8]Πλάτωνος, Νόμοι 710 a
[9] John Herington, Αἰσχύλος, μετάφραση Μαρία Γιούνη, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 184-185
[10] John Herington, ἔν. ἀν., σελ. 71
[11] Γιά τή στενή σχέση τραγωδίας καί πολιτικῆς βλ. τό μόλις ἀνωτέρω μνημονευθέν βιβλίο τοῦ Cristian Meier, εἰδικώτερα τό πρῶτο κεφάλαιο στίς σελ. 19 ἕως 25. Ἐπίσης βλ. τήν ἐνδιαφέρουσα μελέτη τοῦ Πιέρ Βιντάλ- Νακέ, Ὁ θρυμματισμένος καθρέπτης. Ἀθηναϊκή τραγωδία καί πολιτική, μετάφραση Χρῆστος Δ. Μεράντζας, ἐκδ. Ὀλκός, Ἀθήνα 2003
[12] Cristian Meier, ἔν. ἀν., σελ. 12
[13] Cristian Meier, ἔν. ἀν., σελ. 56-57
[14] Ἀριστοφάνους, Βάτραχοι στιχ. 1008-1010
[15] Αἰσχύλου, Πέρσαι, στιχ. 176-196, μετάφραση Κώστας Τοπούζης, ἐκδ. Ἐπικαιρότητα, Ἀθήνα 1991, σελ. 49
[16] Αἰσχύλου, Πέρσαι, στιχ. 211-214, μετάφραση Ἰωάννης Γρυπάρης, ἐκδ. Ἐστία, Ἀθήνα 2001, σελ.56
[17] Αἰσχύλου, Πέρσαι, στιχ. 236 μετάφραση Ἰωάννης Γρυπάρης, ἐκδ. Ἐστία, Ἀθήνα 2001, σελ. 57
[18] Cristian Meier, ἔν. ἀν., σελ. 119 κ. ἐξ.
[19] Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες, στιχ. 365-369, μετάφραση Ἐρρίκος Χατζηανέστης, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 123
[20] Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες, στιχ. 370-375, μετάφραση Ἐρρίκος Χατζηανέστης, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 123
[21] Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες, στιχ. 376-380, μετάφραση Ἐρρίκος Χατζηανέστης, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 123
[22] Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες, στιχ. 396-400, μετάφραση Ἐρρίκος Χατζηανέστης, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 125
[23] Βλ. ἐπίσης Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη, ἐκδ. Ἐπικαιρότητα, Ἀθήνα 1981, σελ.16
[24] Βλ.D.M.MacDowell, Τό δίκαιο στήν Ἀθήνα τῶν κλασσικῶν χρόνων, ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 2003, σελ. 150-151
[25]Βλ.Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ἐρρίκος Χατζηανέστης, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 43 κ. ἕξ.
[26] Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες, στιχ. 223-229, μετάφραση Ἐρρίκος Χατζηανέστης, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 109
[27]Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ἐρρίκος Χατζηανέστης, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 44
[28] Ἀριστοτέλους, Ἀθηναίων Πολιτεία, ΙΙΙ, 6. Βέβαια ὅσα γράφει ἐδῶ ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφέρονται στήν ἀπωτάτη, ἀρχαϊκή ἐποχή. Ὅμως καί στήν ἐποχή τοῦ Αἰσχύλου διατηροῦσε πολλά παλαιά προνόμια, ὅπως νά εἶναι ὁ “ἐπίσκοπος”, δηλαδή ὁ ἐπιτηρητής τῆς ὁμαλῆς λειτουργίας τοῦ πολιτεύματος, ἀκόμη δέ τόν ἀριστοκρατικό καί ἰσόβιο χαρακτήρα του.
[29]Αριστοτέλους, Ἀθηναίων Πολιτεία, ΙΙΙ, 6, προλεγόμενα Γ. Κορδᾶτος, μετάφραση Γ. Κοτζιούλας, ἐκδ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 59-61
[30] Ἔτσι μεταφράζει ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης τή γερμανική λέξη stimmung. Ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργούλης τήν ἀποδίδει στά Ἑλληνικά ὡς «τήν πρωταρχική θυμική κατάσταση». Κατά τόν Κ. Γεωργούλη ἡ stimmung σημαίνει «τήν βασική ἐκείνη διάθεση, δυνάμει τῆς ὁποίας κατανοεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν ἐξωτερική πραγματικότητα στό σύνολό της». (Βλ. Κ. Δ. Γεωργούλη, Αἰσθητικά καί φιλοσοφικά μελετήματα, ἐκδ. Ἰ. Σιδέρη, Ἀθῆναι 1964, σελ. 70).
[31] Cristian Meier, ἔν. ἀν., σελ. 57-58
[32] Cristian Meier, ἔν. ἀν., σελ. 58
[33]Θουκυδίδου, Ἱστορίαι, ΙΙ, 40, 2
[34] Γεράσιμου Μαρκαντωνάτου, Περικλέους Ἐπιτάφιος. Ὁ διθύραμβος τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας, ἑρμηνευτική ἔκδοση, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1984, σελ. 87-89
[35] Αἰσχύλου, Εὐμενίδες, στχ. 470
[36] Jacqeline de Rommilly, Ὁ φόβος καί ἡ ἀγωνία στό θέατρο τοῦ Αἰσχύλου, μετάφραση Σοφία Λουμάνη καί Χρῆστος Μαρσέλλος, ἐκδ. Ἄστυ, Ἀθήνα 2002, σελ. 59, σημ 1
Ὁ Jean-Pierre Vernant ἔχει ἐπισημάνει τήν ἐπίμονη χρήση ἀπό τούς τραγικούς ἑνός νομικοῦ λεξιλογίου καί γενικώτερα τή στενή συγγένεια τῆς τραγωδίας μέ τήν ἐξέλιξη τοῦ συγκαιρινοῦ της δικαίου. (Βλ. Jean-Pierre Vermant Μῦθος καί σκέψη στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μετάφραση Στέλλα Γεωργούδη, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 26 καί 35)
[37] Αἰσχύλου, Εὐμενίδες, στχ. 489-491
Ὁ Α.Η.Sommerstein ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς τόν στίχο «καταστροφαί νόμων θεσμίων»: «Ἡ ἀνατροπή (κατάλυση) τῶν θεσπισμένων νόμων» (Α.Η. Sommerstein, Αἰσχύλου Εὐμενίδες, κριτική καί ἑρμηνευτική ἔκδοση, μετάφραση Νικόλαος Γεωργαντζόγλου, ἐκδ. Καρδαμίτας, Ἀθήνα 2000, σελ. 255
[38] Αἰσχύλου, Ὀρέστεια, μετάφραση Κ, Χ. Μύρης, Ἐστία, Ἀθήνα 2002, σελ. 183
[39] Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, ἔν ἀν., σελ. 39-40
Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης ἐπί τοῦ προκειμένου γράφει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Ἡ αὐτονομία δέν εἶναι δυνατή παρά ἄν ἡ κοινωνία ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι ἡ πηγή τῶν νορμῶν της. Κατά συνέπεια, ἡ κοινωνία δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει αὐτό τό ἐρώτημα: Γιατί αὐτή ἡ νόρμα κι ὄχι ἐκείνη ἡ ἄλλη...Δέν μπορεῖ ἐπίσης νά ἀποφύγει τό ἐρώτημα τῶν ὁρίων τῶν πράξεών της. Σέ μιά δημοκρατία ὁ λαός μπορεῖ νά κάνει ὁτιδήποτε – καί ὀφείλει νά ξέρει ὅτι δέν πρέπει νά κάνει ὁτιδήποτε. Ἡ δημοκρατία εἶναι τό καθεστώς τοῦ αὐτοπεριορισμοῦ· εἶναι συνεπῶς ἐπίσης τό καθεστώς τοῦ ἱστορικοῦ ρίσκου – ἄλλος τρόπος νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό καθεστώς τῆς ἐλευθερίας – καί ἕνα καθεστώς τραγικό. Ἡ μοίρα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας δείχνει αὐτό τό πράγμα. Ἡ πτώση τῆς Ἀθήνας - ἡ ἥττα της στόν Πελοποννησιακό πόλεμο – ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ὕβρεως τῶν Ἀθηναίων. Τώρα ἡ ὕβρις δέν ὑποθέτει ἁπλῶς τήν ἐλευθερία· ὑποθέτει ἐπίσης τήν ἀπουσία πάγιων νορμῶν, τήν θεμελιώδη ἀβεβαιότητα τῶν ἔσχατων σημασιῶν γιά τίς πράξεις μας. (Ἡ χριστιανική ἁμαρτία εἶναι, φυσικά μιά ἔννοια ἑτερονομίας). Ἡ παραβίαση τοῦ νόμου δέν εἶναι ὕβρις, εἶναι ἕνα ὁρισμένο καί περιορισμένο παράπτωμα. Ἡ ὕβρις ὑπάρχει ὅταν ὁ αὐτοπεριορισμός εἶναι ἡ μόνη νόρμα, ὅταν παραβιάζονται ὅρια πού δέν ἦταν πουθενά ὁρισμένα». (Κορνηλίου Καστοριάδη, Χῶροι τοῦ ἀνθρώπου, μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 1995, σελ. 198-199).
[40] Ἄγγελου Τερζάκη, Ἀφιέρωμα στήν τρaγική μοῦσα, Οἱ ἐκδόσεις τῶν φίλων, Ἀθήνα 1989, σελ. 28
[41] «Γι᾿ αὐτό καί ὁ χορός τῶν ἀρχαίων τραγωδιῶν δίνει κυρίως συμβουλές σύνεσης. Γιατί γνωρίζει πώς σ᾿ ἕνα κάποιο ὅριο ὅλοι ἔχουν δίκιο καί ὅτι ὅποιος, ἀπό τύφλωση ἤ πάθος, ἀγνοεῖ τό ὅριο αὐτό βαδίζει πρός τόν ὄλεθρο ἐπιδιώκοντας τό θρίαμβο τοῦ δικαίου πού νομίζει ὅτι αὐτός μόνος κατέχει. Τό σταθερό θέμα τῆς ἀρχαίας τραγωδίας εἶναι λοιπόν τό ὅριο πού δέν πρέπει νά παραβιαθεῖ». (Α. Camus, “Τό μέλλον τῆς τραγωδίας” στήν Ἐποπτεία, τεῦχ. 88, Ἀθήνα 1984, σελ. 213).
[42] Α. Camus, “Τό μέλλον τῆς τραγωδίας” στήν Ἐποπτεία, τεῦχ. 88, Ἀθήνα 1984, σσ. 211-216
[43] Αἰσχύλου, Ὀρέστεια, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, Ἐστία, Ἀθήνα 2002, σελ. 193-194 (Εὐμενίδες, στιχ. 681-709)
[44] Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, Σόλων, ΧΙΧ
[45] Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, Σόλων, ΧΙΧ, μετάφραση Α. Λαζάρου, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 41
Βεβαίως οἱ ἀνωτέρω κρίσεις τοῦ Πλουτάρχου ἀναφέρονται στόν Σόλωνα, βάσιμα ὅμως μποροῦμε νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι δέν ἀφίστανται ἀπό τίς πολιτικές ἀντιλήψεις τοῦ Αἰσχύλου.
[46]Δέν μποροῦμε νά ἀναφερθοῦμε ἐν ἐκτάσει στό πολίτευμα πού ἐγκαθίδρυσε ὁ Σόλων στήν Ἀθήνα, διότι διαφεύγει τῶν ὁρίων καί τοῦ θέματος τῆς παρούσης ἐργασίας, θά παραθέσουμε ὅμως ἕνα ποίημα τοῦ Σόλωνα, ὅπου καταδεικνύεται πλήρως ἡ μετριοπάθεια καί ἡ ἀποφυγή τῶν ἀκροτήτων στήν πολιτική που ἤσκησε:
«δήμῳ μέν γάρ ἔδωκα τόσον γέρας ὅσσον ἐπαρκεῖν,
τιμῆς οὔτ᾿ ἀφελών οὔτ᾿ ἐπορεξάμενος·
οἵ δι᾿ εἶχον δύναμιν καί χρήμασιν ἦσαν ἀγητοί,
καί τοῖς ἐφρασάμην μηδέν ἀεικές ἔχειν·
νικᾶν δ᾿ οὐκ εἴασ᾿ οὐδετέρως ἀδίκως.
Δῆμος δ᾿ ὧδ᾿ ἄριστα σύν ἡγεμόνεσσιν ἕποιτο,
μήτε λίην ἀνεθείς μήτε βιαζόμενος·
τίκτει γάρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολύς ὄλβος ἕπηται
ἄνθρώποις ὁπόσοις μή νόος ἄρτιος ᾖ.»
(Σόλωνος, Ἀπόλογος)
Μετάφραση: «Στόν λαό ἔδωσα τόσα δικαιώματα, ὥστε νά ἀρκοῦν, / χωρίς οὔτε νά ἀφαιρέσω οὔτε νά προσθέσω τίποτε ἀπό τήν ἐξουσία, / ἀλλά καί γιά ὅσους εἶχαν δύναμη καί ἦσαν θαυμαστοί γιά τά χρήματά τους / καί γι᾿ αὐτούς προνόησα νά μήν ἔχουν τίποτε ἄδικο· / τοποθετήθηκα ἀνάμεσά τους, ἀφοῦ παρενέβαλα ἰσχυρή ἀσπίδα καί γιά τούς δύο, / καί δέν ἐπέτρεψα νά ὑπερισχύσει μέ ἄδικα μέσα οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος. / Ὁ λαός ἔτσι θά μποροῦσε ν᾿ ἀκολουθήσει ἄριστα τούς ἄρχοντες,/ χωρίς οὔτε νά χαλαρώσει πολύ οὔτε νά καταναγκασθεῖ· / γιατί ἡ πλεονεξία γεννᾶ τήν ἔπαρση, ὅταν ἀκολουθεῖ πολύς πλοῦτος, / σ᾿ ὅσους ἀνθρώπους δέν ὑπάρχει σωστός νοῦς». (Ἰωάννη Ἀχ. Μπάρμπα, Λυρική ποίηση, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη χ.χ., σελ. 246).
Σχετικά μέ τό γενικώτερο πνεῦμα τῆς Σολώνειας καί Περίκλειας δημοκρατίας καί τήν ὑπεροχή, (κατά τή γνώμη τοῦ συγγραφέως Δ. Λιαντίνη), τῆς πρώτης ἔναντι τῆς δεύτερης βλέπε τό κεφάλαιο “Σολώνεια καί Περίκλεια δημοκρατία” στίς σελίδες 159 ἕως 172 τοῦ βιβλίου τοῦ Δ. Λιαντίνη, Ἑλληνικά, ἐκδ. Βιβλιογωνία, Ἀθήνα 1999.
[47] Α.Η. Sommerstein, ἔν. ἀν., σελ. 60-61
[48] Αἰσχύλου, Ὀρέστεια, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, Ἐστία, Ἀθήνα 2002, σελ. 203 (Εὐμενίδες, στιχ.858-866)
[49] Αἰσχύλου, Ὀρέστεια, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, Ἐστία, Ἀθήνα 2002, σελ. 209 (Εὐμενίδες, στιχ.976-987)
[50] Αἰσχύλου, Ὀρέστεια, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, Ἐστία, Ἀθήνα 2002, σελ. 197-199 (Εὐμενίδες, στιχ.778-792)
[51] Αἰσχύλου, Ὀρέστεια, μετάφραση Κ. Χ. Μύρης, Ἐστία, Ἀθήνα 2002, σελ. 199 (Εὐμενίδες, στιχ. 793-802)
[52] Ἀλέξη Διαμαντόπουλου, Προμηθέας Δεσμώτης καί Λυόμενος τοῦ Αἰσχύλου, ἐκδ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1992, σελ. 127 κ. ἑξ.
[53] Cristian Meier, ἔν. ἀν., σελ. 191
[54] Bλ. Τό ἀνωτέρω μνημονευθέν βιβλίο τῆς Jacqeline de Rommilly
[55] Jean-Pierre Vernant, Μῦθος καί σκέψη στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μετάφραση Στέλλα Γεωργούδη, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 28
[56] Jean-Pierre Vernant, ἔν. ἀν., σελ. 133
[57] Κώστα Παπαϊωάννου, Μᾶζα καί ἱστορία, Ἐναλλακτικές ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2003, σελ. 9
[58] Α. Camus, “Τό μέλλον τῆς τραγωδίας” στήν Ἐποπτεία, τεῦχ. 88, Ἀθήνα 1984, σσ. 211-216
Στην εικαστική συμπλήρωση της σελίδας, σχέδια του Γιάννη Τσαρούχη για θεατρικά κοστούμια.