Εντός των συνόρων της, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αριθμεί περί του ενάμισι δισεκατομμυρίου κατοίκων γεγονός που την κατατάσσει στις πολυπληθέστερες χώρες του κόσμου. Εντός του τεράστιου αριθμού του πληθυσμού της διαβιεί πληθώρα μειονοτικών ομάδων, 56 από τους οποίες έχουν αναγνωριστεί από το ίδιο το κινέζικο κράτος. Ανάμεσα σε αυτές, βρίσκονται και οι Ουιγούροι.
Ποιοι είναι οι Ουιγούροι;
Πρόκειται για μια μουσουλμανική σουνιτική μειονότητα ανθρώπων με τουρκικές ρίζες με τις κοινότητές της να εντοπίζονται τόσο στην ασιατική όσο και στην ευρωπαϊκή και αμερικανική ήπειρο. Η γλώσσα «Ουιγούρ» είναι μέρος της τουρκικής ομάδας Αλταϊκών γλωσσών και οι Ουιγούροι συγκαταλέγονται μεταξύ των παλαιότερων τουρκικών ομιλητών της Κεντρικής Ασίας.
Οι ίδιοι αποκαλούν την πατρίδα τους ως «Ανατολικό Τουρκιστάν». Σε αυτή την περιοχή ο πληθυσμός των Ουιγούρων ανέρχεται περίπου στα 11.300.000 ενώ εκτιμάται ότι άλλοι 500.000 Ουιγούροι κατοικούν παγκοσμίως, με μεγάλες πληθυσμιακά ομάδες να συναντάμε στο Καζαχστάν, στο Κιργιστάν και την Τουρκία. Πρωτεύουσά τους είναι η Urumqi, ενώ σημαντικές πόλεις είναι η Kasghar και η Hotan. Πολιτισμικά, γλωσσικά και ιστορικά μοιράζονται περισσότερα με τους πληθυσμούς της πρώην Σοβιετικής Κεντρικής Ασίας παρά με τους «Χαν» την μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα της Κίνας και η γλώσσα τους προσιδιάζει με αυτή των Ουζμπέκων με τους οποίους είναι αμοιβαίως κατανοητοί.
Όσον αφορά το θρησκευτικό κομμάτι, το Ισλάμ έχει να επιδείξει μεγάλη ιστορία στους κόλπους των Ουιγούρων, με ιερά προσκυνήματα των πιστών (Haj) στη πόλη της Μέκκας. Μεγάλο μέρος των Ουιγούρων σήμερα, αυτοπροσδιορίζεται θρησκευτικά ως Μουσουλμάνικό. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και σε εκείνα τα στρώματα των Ουιγούρων που δεν είναι θρησκευόμενα, κυρίαρχες είναι οι μουσουλμανικές παραδόσεις ως στοιχείο του πολιτισμού τους, γεγονός σημαντικό καθώς τους διαφοροποιεί από την εθνοτική ομάδα των Χαν που κυριαρχεί στην Κίνα.
Ενώ οι σύγχρονοι Ουιγούροι, αντλούν την καταγωγή τους από έναν Ουιγούρο αυτοκράτορα, ο οποίος κυβέρνησε μεγάλο μέρος της πατρίδας του στα μέσα του 8ου μ.χ. αιώνα, οι περισσότερες σύγχρονες εθνοτικές ομάδες είναι στην πραγματικότητα μια συγχώνευση διαφορετικών λαών που έχουν κατοικήσει αυτή την περιοχή σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ιστορικά. Στα κινεζικά αρχεία τους συναντάμε για πρώτη φορά περίπου τον 3ο αιώνα. Κατά τον 8ο αιώνα, ίδρυσαν το βασίλειό τους κατά μήκος του ποταμού Orhon, που σήμερα ανήκει εδαφικά στη Βόρεια Μογγολία. Ωστόσο, το 840 δέχτηκαν επιθέσεις από τους Κιργιζούς, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να μετακινηθούν νοτιοδυτικά στην περιοχή γύρω από την οροσειρά των TienShan στην Κεντρική Ασία. Εκεί, στην περιοχή Turfan σχημάτισαν ένα νέο ανεξάρτητο βασίλειο το οποίο όμως ανατράπηκε τον 13ο αιώνα από τους Μογγόλους.
Ειδικότερα, οι επιστήμονες καταλήγουν ότι οι Ουιγούροι αναπτύχθηκαν από έναν συνδυασμό διαφορετικών τουρκικών λαών, που εισέβαλαν στην περιοχή κατά τον έκτο αιώνα, καθώς και διαφόρων ινδοευρωπαϊκών λαών, που θεωρούνται οι πρώτοι κάτοικοι της πατρίδας τους. Αυτή λοιπόν η γενετική τους ιδιαιτερότητα στέκεται εμπόδιο στην κοινωνική τους αφομοίωση από την εθνοτική ομάδα των Χαν. Ενώ η έννοια του ενοποιημένου έθνους των Ουιγούρων δεν αναπτύχθηκε μέχρι τον 20ο αιώνα, ο σταδιακός εξισλαμισμός και εκτουρκισμός του πληθυσμού που πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 10ου και του 13ου αιώνα αποτέλεσε τη θρυαλλίδα προκειμένου να αναπτυχθεί μία ενιαία κουλτούρα η οποία έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη ταυτότητα των Ουιγούρων. Με την κυριαρχία της δυναστείας των Qing, γνωστή και ως δυναστεία Manchu, στα μέσα το 18ου αι. δημιουργήθηκε το μεγαλύτερο κράτος στην ιστορία της Κίνας με έκταση 14,7 εκατομμύρια χιλιόμετρα, καλύπτοντας περίπου το 11% της επιφάνειας της Γης και σχεδόν διπλασιάζοντας την παραδοσιακή κινεζική επικράτεια. Ανάμεσα στις περιοχές που κατακτήθηκαν ήταν μεταξύ άλλων και η επαρχία της Xinjiang, -ονομασία που δόθηκε το 1880 από το καθεστώς των Qing- γεγονός που δεν εμπόδισε στην επιβίωση της ενιαίας κουλτούρας των Ουιγούρων η οποία ήταν εμφανής στο τοπικό πληθυσμό. Ενώ δεν είχαν ακόμη υιοθετήσει το εθνώνυμο των Ουιγούρων, αυτός ο πληθυσμός ενωνόταν από μια κοινή αίσθηση του χώρου, των εθίμων, της γλώσσας, της θρησκείας αλλά και της προφορικής αναπαραγωγής των κειμένων. Η εθνότητα είχε αποκτήσει ένα «αρχέγονο δικαίωμα κυριαρχίας» στην περιοχή, το οποίο το 1933, εν μέσω της αναταραχής των εμφυλίων πολέμων της Κίνας και με τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης μετουσιώθηκε σε ανεξαρτησία της περιοχής, όταν οι ηγέτες των Ουιγούρων στην αρχαία πόλη Kashgar του “Δρόμου του Μεταξιού” ανακήρυξαν μια βραχύβια ανεξάρτητη «Δημοκρατία του Ανατολικού Τουρκεστάν». Ως στενά πολιτιστικά και εθνικά ξαδέρφια των Ουιγούρων, οι Τούρκοι βοήθησαν στη διοικητική και πολιτιστική διαμόρφωση του νέου πολιτειακού καθεστώτος . Πέντε χρόνια όμως αργότερα, η η Ε.Σ.Σ.Δ. στράφηκε προς τον Πρόεδρο Μάο και οι Ρώσοι βοήθησαν τον Κομμουνιστικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό να ανακαταλάβει το νεοϊδρυθέν κράτος που βρίσκονταν στα σπάργανά του. Τον Οκτώβριο του 1949, το Ανατολικό Τουρκεστάν απορροφήθηκε από την κομμουνιστική Κίνα.
Έκτοτε, η επαρχία της Xinjiang περιήλθε στον έλεγχο της Κίνας, ενώ το 1955 δόθηκε η δυνατότητα για τη δημιουργία της αυτόνομης περιοχής Xinjiang, χωρίς όμως καμία ουσιαστική ελευθερία από το καθεστώς της Κίνας. Γενικότερα, η κυβερνητική πολιτική είχε διττό σκοπό: αποσκοπούσε αφενός στη μετακίνηση των Κινέζων Χαν σε περιοχές όπου κατοικούσαν οι Ουιγούροι, και αφετέρου στον περιορισμό άσκησης της θρησκείας και του πολιτισμού τους, σε συνδυασμό με απώλεια εδαφών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σε πρόσφατη απογραφή του πληθυσμού της Xinjiang τα νούμερα να δείξουν ότι το 45 % ήταν Ουιγούροι, ενώ το 40% ήταν Κινέζοι Χαν, με τους πρώτους να βρίσκονται κυρίως στην επαρχία.
Ανεξάρτητα του γεγονότος ότι οι Ουιγούροι παραμένουν πλειοψηφία στην περιοχή, ο ρόλος τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι έχει περιοριστεί, ενώ οι ευκαιρίες εργασίας μειώνονται, λόγω γλωσσικών διακρίσεων ενάντια σε αυτούς. Ειδικότερα, οι Κινέζοι Χαν έχουν μεγαλύτερη επαγγελματική ασφάλεια σε σύγκριση με τους Ουιγούρους οι οποίοι είτε αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση εργασίας είτε οι απολαβές τους είναι χαμηλότερες ακόμα και αν είναι κάτοχοι πτυχίου.
Η Πολιτική της Κίνας
Η Κίνα εφαρμόζει μία πρακτική απέναντι στη συγκεκριμένη εθνότητα που καταστρατηγεί τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Συγκεκριμένα, υπάρχουν αναφορές για 28 κέντρα κράτησης, στα οποία κρατούνται περίπου ένα εκατομμύριο Ουιγούροι στην ευρύτερη περιοχή της Xinjiang. Εκμεταλλευόμενοι την επικρατούσα «ισλαμοφοβία» και τα διάφορα περιστατικά τρομοκρατίας παγκοσμίως αλλά και στην Κίνα, το Πεκίνο θεωρεί ότι από τη μουσουλμανική εθνότητα των Ουιγούρων προέρχονται δυνάμει τρομοκράτες και στόχος του καθίσταται η εξάλειψη των «ακραίων πεποιθήσεων» τους. Έτσι η Κίνα προσπαθεί με κάθε τεχνολογικό μέσο να επιτείνει την παρακολούθηση την εθνότητας, ώστε να αποτραπούν οποιεσδήποτε τρομοκρατικές ενέργειες. Για τους ανθρώπους που κρατούνται δεν υπάρχουν πληροφορίες, ενώ οι συγγενείς ανησυχούν ακόμα και για τη σωματική τους ακεραιότητα, καθώς υπάρχουν αναφορές από το 2018 για διεξαγωγή βασανιστηρίων και θανάτων.
Παρ’ όλα αυτά, το αφήγημα που χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση είναι ότι τα κέντρα κράτησης στοχεύουν στην επαγγελματική κατάρτιση των Ουιγούρων. Στην πραγματικότητα, τίθενται στο στόχαστρο ο πολιτισμός, η θρησκεία και ο τρόπος ζωής της εθνότητας, ενώ «προάγεται» ο δυτικός τρόπος ζωής, όπως είναι η κατανάλωση αλκοόλ, χοιρινού και το κάπνισμα. Με τα κέντρα κράτησης η κυβέρνηση στοχεύει να μετακυλήσει τις αξίες της μουσουλμανικής κοινότητας στην αφοσίωση τους προς το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας και εν γένει την αφομοίωσή τους από το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα της Κίνας.
Η Διεθνής Κατακραυγή
Το Φεβρουάριο του 2018, τα μέλη του Καναδικού Κοινοβουλίου υιοθέτησαν ψήφισμα που παρομοιάζει με γενοκτονία τη μεταχείριση που επιφυλάσσει η Κίνα στη μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων. Για να στηρίξουν την κατηγορία τους, οι Καναδοί κοινοβουλευτικοί έκαναν λόγο περί «πολιτικής και αντιθρησκευτικής κατήχησης, καταναγκαστικής εργασίας και καταστροφής πολιτιστικών μνημείων στη Xinjiang.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι γειτονικές Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Πριν από περίπου δύο χρόνια, ο Αμερικανός πρόεδρος Joe Biden προχώρησε στην υπογραφή νόμου, ο οποίος και απαγόρευσε την εισαγωγή πολλών προϊόντων από την κινεζική επαρχία της Xinjiang. Η κίνηση αυτή αποτέλεσε μία ένδειξη διαμαρτυρίας, με τον αμερικανό υπουργό εξωτερικών Antony Blinken να καλεί την Κινεζική κυβέρνηση να σταματήσει τα εγκλήματα κατά της μειονότητας των Ουιγούρων.
Σύμφωνα με απόρρητη έκθεση του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών στις 22 Δεκεμβρίου 2019, έχει φυλακιστεί τουλάχιστον ένα εκατομμύριο σε σύνολο δέκα εκατομμυρίων Ουιγούρων. Το Γερμανικό Υπουργείο κάνει μάλιστα λόγο για «στρατόπεδα εκπαίδευσης» και «μαθήματα ιδεολογίας που γίνονται κάτω από δρακόντειες συνθήκες». Το 2020, σύμφωνα με έκθεση του Γερμανού ανθρωπολόγου - ερευνητή, Adrian Nikolaus Zenz , οι Κινεζικές Αρχές εφήρμοσαν διάφορες ιατρικές πρακτικές εντός των δομών, όπως αμβλώσεις και υποχρεωτικές στειρώσεις, στοχεύοντας σε έτσι στην πληθυσμιακή μείωση των μουσουλμανικών μειονοτήτων. Προσπαθώντας να αντικρούσει τις συγκεκριμένες κατηγορίες, η κινεζική ηγεσία ανέφερε πως από το 1978 έως και το 2018, ο πληθυσμός των Ουιγούρων στην συγκεκριμένη περιοχή είχε σχεδόν διπλασιαστεί. Παρόλα αυτά, η έκθεση του Γερμανού ερευνητή ενισχύεται και με μαρτυρίες από τα στρατόπεδα κράτησης βορειοδυτικής Κίνας, οι οποίες πέρα από βασανισμούς και σεξουαλικές κακοποίησης αναφέρονται και στη χορήγηση φαρμάκων και ενέσεων με στόχο την αντισύλληψη.
Σύμφωνα με έρευνα του Australian Policy Institute, τα στρατόπεδα επαγγελματικής «επανεκπαίδευσης», όπως ονομάζονται από το Πεκίνο, συνδέονται με το εργασιακό εξαναγκασμό των κρατουμένων στις τοπικές βιομηχανικές ζώνες. Αξιοπερίεργο είναι, βέβαια, το γεγονός πως η κινεζική ηγεσία δεν έχει επιτρέψει την ανεξάρτητη και ελεύθερη είσοδο σε διπλωματικές αποστολές, δημοσιογράφους και ανθρωπιστικές οργανώσεις εντός των δομών, με την είσοδο στην περιοχή να γίνεται μόνο υπό αυστηρή επιτήρηση και συνοδεία.
Η Ε.Ε. με ψήφισμά της το Δεκέμβριο του 2020 καταδίκασε απερίφραστα το κυβερνητικό σύστημα αναγκαστικής εργασίας, ιδίως την εκμετάλλευση Ουιγούρων, εθνοτήτων Κοζάκων και Κιργιζίων και άλλων μουσουλμανικών μειονοτικών ομάδων, σε εργοστάσια τόσο εντός όσο και εκτός των στρατοπέδων κράτησης στο Xinjiang, καθώς και τη μεταφορά ατόμων για αναγκαστική εργασία σε άλλους κινεζικούς διοικητικούς κλάδους και ζήτησε την άμεση αποφυλάκιση του Ουιγούρου επιστήμονα και βραβευθέντα με το Βραβείο Ζαχάρωφ 2019 Ilham Tohti.
Από την πλευρά των μουσουλμανικών χωρών, η Τουρκία έχει ασκήσει περισσότερη πίεση στη διεθνή κοινότητα για το ζήτημα των Ουιγούρων, ως χώρα - δέκτης προσφύγων της μουσουλμανικής εθνότητας.Για τη συγκεκριμένη κοινότητα Τουρκία και Κίνα έχουν έρθει πολλές φορές σε αντιπαράθεση. με πιο πρόσφατη αυτή του Σεπτεμβρίου του 2020 όταν ο Πρόεδρος της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan αναφέρθηκε σε «γενοκτονία», ενώ και ο υπουργός εξωτερικών Mevlüt Çavuşoğlu με δηλώσεις του κινήθηκε σε ίδια μήκη κύματος.
Αντί Επιλόγου
Η Κίνα ανέκαθεν στηρίζονταν στην κοινωνική εθνοτική ταυτότητα που ενίσχυε τον έλεγχό της μέσα από ένα εξαιρετικά αναπτυγμένο αίσθημα πολιτισμικής ανωτερότητας. Ο μεγάλος και κυρίαρχος εθνοτικός της πυρήνας της επέτρεπε να πετυχαίνει περιοδικά την αυτοκρατορική παλινόρθωση. Στην περίπτωση της Xinjiang, το Πεκίνο θεωρεί την τεράστια και αραιοκατοικημένη αυτή επαρχία ως εθνικό έδαφός της, ως εκ τούτου έχει προσφύγει στην παραδοσιακή αυτοκρατορική πρακτική της ενθάρρυνσης κινέζων Χαν να μεταναστεύουν εκεί, ώστε σταδιακά να κυριαρχήσουν δημογραφικά με αποτέλεσμα το ποσοστό του πληθυσμού που είναι Χαν να ανέβη από 5% το 1940 σε πάνω από 40% σήμερα.
Στο θρησκευτικό κομμάτι, η Κίνα έχει μια μακρά ιστορία θρησκευτικής διπλωματίας, η οποία μπορεί να πάει πίσω 2.000 χρόνια από την πρώτη φορά που ο Βουδισμός εισήχθη στην Κίνα. Σήμερα, καθώς η Κίνα γίνεται μια μεγάλη δύναμη στον κόσμο, έχει στρατολογήσει τη θρησκεία ως πηγή τόσο για την παραδοσιακή όσο και για τη δημόσια διπλωματία. Το 1953 ιδρύθηκε η Κινεζική Βουδιστική Ένωση με σκοπό να εδραιώσει την πολιτική του κόμματός της και να προασπίζει τα συμφέροντά του στα βουδιστικά τάγματα πετυχαίνοντας να ασκεί όλο και πιο αυστηρό έλεγχο σε οτιδήποτε συμβαίνει εντός των βουδιστικών μοναστηριών.
Το 2013 η Κίνα παρουσίασε την Πρωτοβουλία ‘Belt and Road’ μια παγκόσμιας στρατηγική ανάπτυξης και επενδύσεων. Στα πλαίσια των επενδυτικών δραστηριοτήτων η περιοχή της Xinjang αποτελεί κομβικό σημείο για την ολοκλήρωση του μεγαλόπνοου αυτού σχεδίου λόγω, αφενός της γεωστρατηγικής θέσης, καθώς συνορεύει με κράτη τα οποία θα αποτελέσουν δίοδο για την επένδυση και αφετέρου λόγω των κοιτασμάτων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Το 2019, 37 χώρες μεταξύ των οποίων η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αίγυπτος, υπέγραψαν επιστολή που εστάλη στον Ο.Η.Ε. επαινώντας την Κίνα για την προσφορά της στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αποκατάσταση της ασφάλειας στην περιοχή, αφού κατάφερε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την τρομοκρατία, τον αυτονομισμό και τον εξτρεμισμό στην επαρχία της Xinjiang. Ακόμη και το Ιράν, η Τουρκία και το Κατάρ δεν τόλμησαν να επικρίνουν την Κίνα για τις διώξεις των Ουιγούρων. Τέλος, τον Οκτώβριο του 2022, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε. απέρριψε πρόταση της Δύσης για τη διεξαγωγή συζήτησης σχετικά με την πολιτική της Κίνας στη Xinjiang ενέργεια που πανηγυρίστηκε ως νίκη στο Πεκίνο σε βάρος των Η.Π.Α. Και πάλι αξίζει να αναφερθεί ότι χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία, όπως το Ουζμπεκιστάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Σουδάν, η Σενεγάλη, το Κατάρ, το Πακιστάν, το Καζακστάν και η Ινδονησία, καταψήφισαν την πρόταση.
Η οικονομία λοιπόν, φαίνεται να αποτελεί κοινό παρονομαστή, καθώς η Κίνα ως οικονομικός γίγαντας επηρεάζει τη στάση των άλλων μουσουλμανικών και μη, χωρών, οι οποίες φοβούνται πως, εάν αντιδράσουν, θα χάσουν τα οφέλη της μεταξύ τους οικονομικής συνεργασίας. Οι Ουιγούροι στο βωμό των συμφερόντων εγκαταλείφθηκαν από τους «αδερφούς μουσουλμάνους» και αφέθηκαν στη μοίρα τους ή καλύτερα στο έλεος της Κίνας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Roberts S. (2020), The War on the Uyghurs: China's campaign against Xinjiang's Muslims, New Jersey:
Princeton University Press
Juyan, Z. (2023), China's Religious Diplomacy for its Belt and Road Initiative: A Review and Assessment,
Washington DC: Berkley Center For Religion, Peace & World Affairs
*Ο Ιωάννης Κουρσιούμης είναι Ιστορικός - Γεωστρατηγικός Αναλυτής