Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ: Οι αμφιθυμίες της Αριστεράς ενώπιον των επίκαιρων διλημμάτων

1
1504

Στις εκλογές του 2023 διαπιστώσαμε μια κατάρρευση της Αριστεράς, η οποία είχε βασιστεί προηγουμένως στο δίπολο μνημόνιο- αντιμνημόνιο. Πέρα από τη γενικότερη κρίση της Αριστεράς κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η συγκεκριμένη κατάρρευση οφείλεται και στο ότι έχουν μετατοπιστεί τα βασικά διακυβεύματα για τον λαό και ενώπιον των νέων διλημμάτων η κλασική Αριστερά είχε να πει περισσότερο μία σειρά από «ναι μεν αλλά», παρά ένα σαφές μήνυμα (χωρίς να υπαινισσόμαστε ότι η σαφήνεια ενός μηνύματος το καθιστά αυτομάτως και ορθό).

Κατ’ αρχήν, η πανδημία του κορονοϊού οδήγησε σε μία κεντρικώς σχεδιαζόμενη οικονομία, η οποία κατέστησε παρωχημένα τα διλήμματα που είχαν τεθεί το 2015 σε δημοψήφισμα. Οι συγκεκριμένες συμφωνίες με τους δανειστές ανεστάλησαν και οδηγηθήκαμε σε δημοσιονομική χαλάρωση, γεγονός που σήμανε ότι απέναντι στην αξιούμενη καθαρότητα της αριστεράς, η συγκεκριμένη κυβερνητική εκδοχή της δεξιάς επέδειξε μια πρωτεϊκότητα στην πρακτική της, διεκδικώντας καλύτερη διαχείριση τόσο της χαλάρωσης όσο και της λιτότητας. Σημασία για την κυβερνητική πολιτική δεν έχουν πια οι αρχές, αλλά ο χρονισμός (timing), είδαμε ούτως ή άλλως κατά τη διάρκεια της πανδημίας μια σειρά από μέτρα που θεωρούνταν αρχικά ως ιερή πανάκεια να εγκαταλείπονται στη συνέχεια και αντιστρόφως πολιτικές που είχαν στην αρχή λοιδορηθεί να εφαρμόζονται σε μεταγενέστερο στάδιο. Η κυβερνητική πολιτική οικοδομήθηκε επί της προσαρμοστικότητας στις ντιρεκτίβες επιστημονικών ή οικονομολογικών ιερατείων. Η Αριστερά έχασε και στο επίπεδο της κυβερνησιμότητας, καθώς η συντριπτική μιντιακή υπεροπλία και η νέα ιδεολογική ηγεμονία της κυβερνητικής δεξιάς επέβαλαν το ότι οι δεξιές αντιφάσεις είναι συγγνωστές και δείγμα κυβερνητικής τέχνης, ενώ οι αριστερές είναι ασυγχώρητες και δείγμα έλλειψης συνοχής. Έχασε, όμως, η Αριστερά και στο επίπεδο της αντιστασιακότητας του ελληνικού λαού έναντι του κράτους και των άνωθεν εφαρμοζόμενων επιταγών. Όταν το δίλημμα ήταν μνημόνιο ή αντιμνημόνιο, η Αριστερά καρπώθηκε ένα μεγάλο μέρος της αντίστασης λαίλαπα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Με την πανδημία το νέο δίλημμα ήταν αντίσταση ή όχι στην κρατική βιοπολιτική και εδώ η Αριστερά δεν ήταν καθόλου ενιαία. Το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς υποστήριξε τα βιοπολιτικά μέτρα με αποτέλεσμα την αντιστασιακότητα μέρους του λαού να την καρπωθεί περισσότερο η μη κυβερνητική δεξιά, η οποία φάνηκε περισσότερο επίκαιρη ενώπιον των νέων διλημμάτων. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι η Αριστερά πρέπει να δημαγωγεί, ακυρώνοντας τα δικά της προτάγματα μόνο και μόνο για να εκμεταλλεύεται τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ωστόσο, είναι αναγκαία η Αριστερά να έχει ως προτεραιότητα τον συντονισμό της με τις ανησυχίες του λαού, πράγμα που είναι άλλωστε το παραδοσιακό χαρακτηριστικό της, αντί για μια πεφωτισμένη υπεροψία βασισμένη σε αφηρημένες αρχές. Εν προκειμένω, έπρεπε τα κόμματα της Αριστεράς να μην γίνουν ουραγός της νέας μορφής επιτελικού κράτους που συνυπάρχει με τη νεοφιλελεύθερη ιδιώτευση ως στήριγμά της, αλλά να τονίσουν ευθύς αμέσως τη σημασία της αντίστασης στη νέα βιοπολιτική, χρησιμοποιώντας τις ψηφιακές τεχνολογίες όχι για την παρακολούθηση και καταστολή του λαού, αλλά για την προστασία του από το Πανοπτικόν του κράτους και των επιχειρήσεων. Πλάι στο σωστό αίτημα για την φροντίδα των ευαλώτων, χρειαζόταν να τεθεί αυτό της προστασίας των συλλογικών και προσωπικών ελευθεριών. Η Αριστερά έδωσε μάχη οπισθοφυλακής αντί για μάχη πρωτοπορίας και το εκλογικό σώμα προτίμησε το πρωτότυπο.

Παρομοίως για τα ζητήματα που προκύπτουν από το προσφυγικό και μεταναστευτικό. Πρόκειται για ζητήματα καθ’ εαυτά άλυτα. Οπωσδήποτε ένας αριστερός και ακόμη περισσότερο ένας χριστιανός δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος στο άκουσμα του πνιγμού χιλιάδων ανθρώπων στα ελληνικά παράλια. Παραμένει, όμως, το γεγονός ότι οποιαδήποτε πολιτική και να ακολουθηθεί είναι από αλυσιτελής έως εγκληματική. Η κυβερνητική Αριστερά είχε επιλέξει την πολιτική του να μετατρέπονται τα νησιά και οι ακριτικές περιοχές σε «αποθήκες ψυχών», ώστε να ελαχιστοποιούνται οι νεκροί. Οι αντοχές της κοινωνίας δοκιμάστηκαν και τελικά επιβραβεύτηκε εκλογικώς η πολιτική της κυβερνητικής δεξιάς να γίνονται βίαιες επαναπροωθήσεις, οσοδήποτε και αν είναι το κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Μερίδα της μη κυβερνητικής Αριστεράς είχε επιμείνει σε μια συνολική ευρωπαϊκή επαναδιαπραγμάτευση του προσφυγικού-μεταναστευτικού, δεν έπεισε όμως για τον ρεαλισμό της. Και εδώ πάντως υπάρχει το ίδιο ζήτημα ότι το μεν μέρος του εκλογικού σώματος που επιθυμεί αποτελεσματική διαχείριση ακόμη και με χιλιάδες νεκρούς το καρπώνεται η κυβερνητική δεξιά, ενώ από την άλλη το μέρος του ελληνικού λαού με διάθεση αντίστασης έναντι του νεοφιλελευθερισμού το καρπώνεται η μη κυβερνητική δεξιά λόγω της αντίληψης ότι οι πρόσφυγες και μετανάστες εργαλειοποιούνται από τις δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης για να αποσαρθρώσουν τις εθνικές κοινωνίες και να τις καταστήσουν περισσότερο εξαρτώμενες. Η Αριστερά εν προκειμένω χρειάζεται να συνταιριάξει το διεθνικό όραμά της για ανθρώπινη καθολικότητα (που είναι άλλωστε και το κοινό χαρακτηριστικό της με τον Χριστιανισμό) με μια ευαισθησία για την επιβίωση των τοπικών εθνικών κοινωνιών, χωρίς αφ’ υψηλού περιφρόνηση των λαϊκών ανησυχιών. Το εγχείρημα είναι πάντως δύσκολο, καθώς διάγουμε πλέον μια ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού που έχει επιβάλει εμπράκτως ότι το δίλημμα είναι μεταξύ αφενός τεχνοκρατικού/ διαχειριστικού ακραίου κέντρου και αφετέρου ταυτοτικής δεξιάς με την αριστερά να καλείται σε δύσκολες ακροβασίες, που εκ των πραγμάτων στερούνται ευληψίας, όταν μάλιστα το μιντιακό περιβάλλον είναι ιδιαιτέρως εχθρικό.

Υπάρχει, τέλος, κυρίως μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, το δίλημμα ανάμεσα στον νατοϊκό συνασπισμό της Δύσης και τις αναδυόμενες δυνάμεις των BRICS που έχουν ως όραμά τους την πολυπολικότητα. Η κυβερνητική δεξιά προτάσσει με επιθετικό τρόπο το διακύβευμα «ή είσαι με τη σωστή πλευρά της Ιστορίας ή εναντίον της». Η κυβερνητική αριστερά, όντας εξίσου αμερικανοκίνητη, φάνηκε ότι υστερεί έναντι του πρωτοτύπου, ενώ οι φωνές της μη κυβερνητικής αριστεράς έδωσαν την εντύπωση ότι στερούνται σαφήνειας. Και εδώ χρειάζεται μια σύγχρονη Αριστερά αντί να δίνει την αίσθηση ότι δίνει μάχη οπισθοφυλακής να αγκαλιάσει την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας μέσα σε έναν σύγχρονο πολυπολικό κόσμο, χωρίς να κρύβεται πίσω από αφηρημένους διεθνισμούς.

Οι κρίσεις που αναφέραμε είναι στην ουσία αλληλένδετες, καθώς η χωρίς όρια νεοφιλελεύθερη επέκταση του καπιταλισμού καταστρέφει οικοσυστήματα, δημιουργώντας τις συνθήκες για να αναπτυχθούν οι πανδημίες, αλλά οδηγεί και σε συστημική κρίση τη σύνολη Δύση, αφήνοντας τις αναδυόμενες δυνάμεις της Ευρασίας να καταλάβουν τον κενό χώρο και προκαλώντας πολέμους και κοινωνικές ανισότητες που οξύνουν το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα λόγω μάλιστα και της κλιματικής κρίσης. Σε αυτό το περιβάλλον, η Αριστερά έχει καταστεί συντηρητική προσπαθώντας να υπερασπιστεί τα κεκτημένα της προηγούμενης εποχής δυτικής ανάπτυξης, όπως τα τελευταία λείψανα του κράτους προνοίας. Τον τόπο της πρωτοπορίας και της αιχμής τον έχει λάβει ο δεξιοφιλελεύθερος συνασπισμός του ακραίου κέντρου που ακολουθεί επιθετικές πολιτικές απορρύθμισης και φυγής προς τα εμπρός. Ενώ τα υπολείμματα αντιστασιακότητας ενός κουρασμένου λαού στρέφονται περισσότερο προς τη μη κυβερνητική δεξιά, όπως τη λαϊκή δεξιά και την πατριωτική δεξιά (αλλά, δυστυχώς, και προς ορισμένες επικίνδυνες μορφές άκρας δεξιάς), καθώς τα μηνύματα της μη κυβερνητικής δεξιάς είναι πιο σαφή και έχουν μεγαλύτερη συνοχή από αυτά της Αριστεράς, λ.χ. άρνηση της κρατικής βιοπολιτικής, της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, των νεοφιλελεύθερων πολεμικών περιπετειών κ.ο.κ.

Σε αυτή τη συνάφεια η θέση της Αριστεράς είναι καταστατικά δύσκολη, καθώς δεν μπορεί να αποφύγει καταγωγικές σε αυτήν αμφιθυμίες έναντι των νέων διλημμάτων. Δεν μπορεί λ.χ. η Αριστερά να πει ένα απόλυτο όχι στην κρατική βιοπολιτική τη στιγμή που διακυβεύονται ζωές ευάλωτων συμπολιτών. Δεν μπορεί να αδιαφορήσει για τη μαζική απώλεια χιλιάδων ζωών μεταναστών και προσφύγων. Δεν μπορεί να συμπαραταχθεί με ένα συγκεκριμένο γεωπολιτικό μπλοκ μεταξύ των αντιμαχομένων. Μπορεί, όμως, εκ των ένδον αυτών των αποριών, να εγκαταλείψει την υψηλοφροσύνη της, τις αφηρημένες γενικές αρχές, αλλά και το προσφιλές σε αυτή «δυσαγγέλιο», δηλαδή τον «αρνητικό ευαγγελισμό» των δεινών που θα έρθουν, αν ο λαός δεν την ακολουθήσει. Μπορεί να επιμείνει στη γείωσή της: Στην κινηματική αφετηρία της, αλλά και στον ενοπτρισμό των συγκεκριμένων προβλημάτων της ιδιαίτερης ελληνικής κοινότητας, τα οποία χρειάζεται να συναρμόζονται με τις απαιτήσεις των καθολικών οραμάτων για  τη διεθνική ανθρωπότητα.

 

Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, χαρακτικό έργο του Τάσσου.

1 σχόλιο

  1. Προφανώς υπάρχουν ακόμα ψευδαισθήσεις ότι η αριστερά διαφοροποιείται από την παγκοσμιοποίηση δίνοντας μάχες εναντίον της.
    Συγχέονται πονηρά οι χριστιανικές αξίες με την πολιτική υποστήριξης των ανοιχτών συνόρων. Δημιουργία αισθήματος ενοχής των Ελλήνων για παράνομους μετανάστες που εργαλείοποιούνται από εχθρικές προς εμάς χώρες οι οποίες και στηρίζουν κυκλώματα λαθροδιακινητων.
    Ας μη συγχέεται η πολιτική ενός κράτους με τη φιλανθρωπία.
    Από τα γραφόμενα φαίνεται πως οι διαφορές μεταξύ φιλελευθέρων και αριστερών είναι αρκετά μικρές, κυρίως σε επίπεδο τακτικισμων και αποτελεσματικής διαχείρισης, με τους τελευταίους απλά να ξεχωρίζουν για τις …αγαθές προθέσεις τους και την “ένδοξη” ιστορία τους, σε αντίθεση με τους υποτιθέμενους “αντιπάλους” τους.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ