Στην εποχή που ζούμε σχεδόν όλος ο χριστιανικός κόσμος έχει προ πολλού καθιερώσει τον διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους, με φιλική αρχικά στάση του κράτους προς τον Χριστιανισμό, για να καταλήξει τελικά στην ουδετερότητα (αν όχι και εχθρότητα, με τη μορφή του αντικληρικαλισμού). Οι Εκκλησίες στη Δυτική Ευρώπη διατηρούνται κατά κύριο λόγο σαν οργανισμοί κοινής ωφελείας, χωρίς να παράγουν καινούργιους θεσμούς και να τροφοδοτούν σημαντικά την ανθρώπινη σκέψη[1]. Σύγχρονες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. οι Σκανδιναβικές) έχουν τα πιο μεγάλα ποσοστά αποχριστιανισμού, σε αντίθεση με άλλες, οικονομικά υποβαθμισμένες (π.χ. Λατινική Αμερική), όπου ο Χριστιανισμός είναι ακόμη κοινωνικά ισχυρός. Πολλοί προβληματίζονται για το τι θα συμβεί όταν η χριστιανική πίστη θα έχει πια εκλείψει ολότελα, ελπίζοντας σε μια μορφή «χριστιανικής» αγάπης, έστω και στην εκκοσμικευμένη της μορφή. Τι έχει να πει η Ορθοδοξία για όλα αυτά; Πώς αντιμετωπίζει τις σύγχρονες προκλήσεις που εγείρονται από τις επιστημονικές, τεχνολογικές και κοινωνικές καινοτομίες; Σε προηγούμενό μας κείμενο, επιχειρήθηκε η ανάδειξη των περί Ορθόδοξης βιοηθικής απόψεων του αείμνηστου Αμερικανού φιλοσόφου Herman Tristram Engelhard Jr. (1941-2018). Στο παρόν κείμενο, την «τιμητική» του θα έχει ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, π. Νικόλαος Χατζηνικολάου. Το επιστημονικό παρελθόν του Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής είναι γνωστό, όπως επίσης γνωστή είναι και η επιβλητική του παρουσία στον δημόσιο διάλογο. Λιγότερο γνωστές στο ευρύ κοινό είναι ίσως οι θέσεις του ως επί κεφαλής της Ορθόδοξης Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Όπως οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες έκαναν διάλογο με την αρχαιοελληνική σκέψη του καιρού τους, πιστεύει ο Μεσογαίας, έτσι και σήμερα η Εκκλησία καλείται να συνομιλήσει με τη σύγχρονη επιστημονική σκέψη. Στην εποχή μας, η επιστήμη κινείται τάχιστα και τάχιστα την ακολουθούν οι τεχνολογικές εφαρμογές. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε αποφασίσει εκ των προτέρων ως προς τις θεμελιώδεις ηθικές επιλογές που θα κληθούμε ν’ αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Σύμφωνα με τον π. Νικόλαο, η Ορθόδοξη Εκκλησία πάντα καμαρώνει για τις επιστημονικές ανακαλύψεις του ανθρώπου. Ακόμη και όταν αυτές μπορεί να δώσουν στο κακό νέες ευκαιρίες και δυνατότητες, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, η Εκκλησία δεν κρύβει τον θαυμασμό της γι’ αυτές. Η Εκκλησία, λέει ο π. Νικόλαος, δεν είναι ανάγκη να εκφράζει άποψη επί παντός επιστητού, ούτε πρέπει να βιάζεται να τοποθετηθεί πάνω σε κάθε καινούργια βιοηθική πρόκληση. Η υπομονή και η αυτοσυγκράτηση είναι σύμμαχοι με τον χρόνο και εξασφαλίζουν σοβαρότητα και σύνεση. Η Ορθόδοξη βιοηθική, λέει ο π. Νικόλαος, δεν έγκειται σε λεπτομερείς καταλόγους ηθικολογικού χαρακτήρα. Πρωτίστως ενδιαφέρεται για το κατάλληλο φρόνημα. Πάντως, η βιοηθική, αν θέλει να είναι Ορθόδοξη, πρέπει να διαφυλάσσει το πρόσωπο του ανθρώπου. Το πρόσωπο του ανθρώπου έγκειται στην ανάγκη για τον Θεό, στην ελευθερία-αυτεξούσιο και στην αρμονική ενότητα ψυχής και σώματος. Οτιδήποτε διαταράσσει αυτά, είναι αντίθετο με την Ορθοδοξία και η Ορθόδοξη βιοηθική το αποκλείει. Ο Θεός έχει φτιάξει τον κόσμο ωραίο και καλό, έχει επιτρέψει όμως την ύπαρξη ατελειών, με σκοπό να ενεργοποιηθεί η δημιουργική ικανότητα του έλλογου πλάσματος που ονομάζεται άνθρωπος, και να τις διορθώσει με τις παρεμβάσεις του:
«Σκοπός μας δεν είναι να διορθώσουμε τη φύση αντικαθιστώντας τους νόμους της. Σκοπός μας είναι να την αποκαταστήσουμε θεραπεύοντας τις παραφθορές της».
Αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία θεωρεί την αναχαίτιση του πόνου φιλάνθρωπη ενέργεια και μια μικρή μα πανηγυρική «νίκη» έναντι της φθοράς, η οποία οφείλεται στην πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία:
«Η ιατρική, στη θεραπευτική της αποστολή, όταν κάτι λειτουργεί παθολογικά, προσπαθεί να το κάνει να συμπεριφέρεται φυσιολογικά. Δεν διαταράσσει τη φυσιολογία· τη σέβεται. Κάτι τέτοιο μπορεί να κάνει και η τεχνολογία. Δεν αλλάζουμε τη φύση, αλλά αναχαιτίζουμε τη φορά της φύσης προς τη φθορά. Όταν όμως με τη βοήθεια της τεχνολογίας αλλάζουμε κάτι φυσιολογικό (το αντισυλληπτικό “χάπι”, επί παραδείγματι, δεν θεραπεύει κάτι παθολογικό· στην ουσία μεταβάλλει τη φυσιολογία, τους ορμονικούς μηχανισμούς του σώματος), τότε παρεμβαίνουμε διορθωτικά στο έργο του Θεού. Η φύση και άρρωστη να είναι, είναι αληθινή γιατί είναι του Θεού. Τη θέλησή Του φανερώνει έστω και αν την εμόλυνε η πτώση του ανθρώπου. Η τεχνολογία τη θέληση του ανθρώπου προβάλλει και μάλιστα τις περισσότερες φορές ως θέλημα. Και τούτο διότι αλλοιώνοντας ή και καταστρέφοντας τη θεϊκή δημιουργία προκρίνει την ανθρώπινη»
Ο κόσμος μας, η θεϊκή δημιουργία, έχει ορισμένα όρια. Όσο και αν μαθαίνουμε περισσότερα για τη φύση, η τελευταία ανθίσταται με ζήλο και προστατεύει τα βαθύτερα μυστικά της. Κάθε φορά που ανακαλύπτουμε κάτι, γρήγορα ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ευρύτερη άγνοιά μας, την επίγνωση δηλαδή ότι υπάρχουν ακόμη περισσότερα πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Ο π. Νικόλαος μιλάει περί του «αποφατισμού» στην κοσμολογία και στην βιολογική ανθρωπολογία. Ο αποφατισμός αυτός, πιστεύει, επιβεβαιώνει πανηγυρικά την Ορθόδοξη θεολογία: όπως αυτή υποδεικνύει ότι το θείο είναι κάτι για το οποίο η γνώση είναι απειροελάχιστα μικρή συγκριτικά με την άγνοιά μας, έτσι και η σύγχρονη επιστήμη δείχνει ότι υπάρχουν λιγότερα πράγματα που γνωρίζουμε και πολύ περισσότερα που ακόμη αγνοούμε. Κάθε γνωστική πρόοδος θυμίζει τα «κεφάλια» του μυθολογικού τέρατος της Λερναίας Ύδρας: ένα κόβουμε και ακόμη περισσότερα εμφανίζονται στη θέση του. Παράλληλα, εκτός των συνεχώς μετατοπιζόμενων ορίων στη γνώση μας, εμφανίζονται όρια και περιορισμοί στις τεχνολογικές της εφαρμογές. Μπορούμε, φερ’ ειπείν, να διευρύνουμε το προσδόκιμο ζωής και τις σωματικές μας δυνατότητες, πάντα όμως υπάρχει ένα τίμημα. Η αύξηση των ορίων συνοδεύεται συχνά από πόνους και μεγαλύτερη ταλαιπωρία, ενώ νέα διλήμματα ανακύπτουν. Μοιάζει σαν η βιολογική ζωή να είναι ρυθμισμένη με τρόπο που να φθίνει και να χάνεται, όταν μας εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της ψυχής. Το θεϊκό δημιούργημα που ονομάζουμε φυσικό κόσμο, ανθίσταται στην παραβίαση των μυστικών του, διαρκώς απομακρυνόμενο από την κατανόησή μας (αποφατισμός) και «εκδικούμενο», τρόπον τινά, τα υπερήφανα επιτεύγματά μας. Κάτι παρόμοιο ισχύει για τον πνευματικό κόσμο. Συγκεκριμένα, μέσα στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, ο Θεός δεν μας αποκάλυψε παρά μονάχα όσα είναι απαραίτητα για τη σωτηρία μας. Πότε και πώς ακριβώς, λόγου χάρη, πραγματοποιείται η εμψύχωση του ανθρώπου; Αυτό είναι ένα ερώτημα «σχολαστικό». Η απάντηση δεν έχει πνευματική σημασία και είναι καλύτερο να σταθούμε ταπεινά ενώπιον αυτού του «μυστηρίου», ομολογώντας την αδυναμία των γνωστικών μας δυνατοτήτων. Την ίδια στιγμή, λέει ο Σεβασμιότατος, η Ορθοδοξία δεν είναι κατά κανέναν τρόπο μανιχαϊστική και δεν συλλαμβάνει τον κόσμο ασπρόμαυρα. Η βιοηθική της δεν διακρίνει μόνο ανάμεσα στο «σωστό» και στο «λάθος». Αναγνωρίζει ότι σε πολλά διλήμματα υπάρχει η ευλογημένη επιλογή, η δίκαιη, η επιτρεπτή, αλλά και η ανεπίτρεπτη επιλογή. Αυτό ισχύει, λόγου χάρη, στο ζήτημα των μεταμοσχεύσεων, στο οποίο ο Μητροπολίτης Νικόλαος αφιέρωσε και τη διδακτορική του διατριβή, στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2003. Αν πρέπει να συμπυκνώσουμε τη στάση του π. Νικολάου και της Ορθόδοξης Επιτροπής Βιοηθικής της Ελλαδικής Εκκλησίας, στο ζήτημα των μεταμοσχεύσεων, θα λέγαμε πως είναι υπέρ των μεταμοσχεύσεων, αρκεί να πληρούνται ορισμένες σαφείς προϋποθέσεις. Κρίνεται αναγκαίο να ξεπερασθούν τα εμπόδια που συνιστούν δύο βασικά προβλήματα: το «αυτεξούσιο» (δηλ. η ελευθερία επιλογών) του ανθρώπου και ο εγκεφαλικός «θάνατος». Ας τα δούμε αμφότερα, ξεκινώντας από το τελευταίο. Ο εγκεφαλικός θάνατος είναι μια «ιατρογενής» κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχε και δεν μπορούσε να προκύψει, παρά μονάχα μετά την εφεύρεση και τη χρήση του αναπνευστήρα (1962). Ηθικά, η δωρεά οργάνων επιτρέπεται μόνο υπό την προϋπόθεση να έχουμε την εκπεφρασμένη επιθυμία του δότη, ή έστω της οικογένειάς του. Η λεγόμενη «εικαζόμενη συναίνεση» απορρίπτεται, διότι στερεί τη δυνατότητα της ελεύθερης αγαπητικής προσφοράς και επειδή προσβάλλει την ιερότητα του ανθρώπινου σώματος. Λόγω της στενής σύνδεσής του με την ψυχή, που είναι ανώτερή του, το σώμα είναι ένα «ιερό», διαδραματίζει καίριο ρόλο στη σωτηρία του ανθρώπου (ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα) και του αρμόζει τιμή. Όσο για τον εγκεφαλικό θάνατο, η παγκόσμια ιατρική κοινότητα έχει θεσπίσει ειδικές εξετάσεις για την πιστοποίησή του, καταλήγοντας λίγο-πολύ ομόφωνα στο ότι όταν έχει διαγνωσθεί σωστά, ισοδυναμεί με πραγματικό θάνατο, τουλάχιστον όχι λιγότερο σε σχέση με την παύση των καρδιακών χτύπων. Με τον εγκεφαλικό θάνατο, φτάνει φυσικά να έχει προηγηθεί η έγκυρη διάγνωσή του, όλες οι ζωτικές λειτουργίες του ανθρώπου έχουν χαθεί ανεπίστρεπτα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι φανερώνει τη στάση του Μεσογαίας στην επιστήμη. Ο π. Νικόλαος λέει πως δεν είναι η Εκκλησία αρμόδια να λάβει απόφαση όταν ανακύπτει κάποιο αμιγώς επιστημονικό ζήτημα. Μπορεί απλώς να δεχθεί ταπεινά το παραπάνω ιατρικό συμπέρασμα, υπενθυμίζοντας ότι με τον θάνατο συντελείται ο χωρισμός της ψυχής και του σώματος, με τον οποίο οδηγείται ο άνθρωπος στην αιωνιότητα για να κριθεί για την επίγεια ζωή του. Η Εκκλησία σέβεται, όμως, και όσους έχουν επιφυλάξεις για τον εγκεφαλικό θάνατο και που, από φόβο ή σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα, δεν προχωρούν στη μεταμόσχευση. Η μεταμόσχευση αποτελεί μία έντονα επεμβατική διαδικασία και, αξίζει να επισημανθεί, δεν θα ήταν δύσκολο να ευτελισθεί μελλοντικά σε μια πράξη εωσφορικής αυτοθεοποίησης του ανθρώπου ή ακόμη και ένα απάνθρωπο οικονομικό αλισβερίσι. Επ’ ουδενί λοιπόν δεν πρέπει να έχει προηγηθεί εξαναγκασμός του ασθενούς, ούτε να σχεδιάζεται μια μη θεραπευτική ιατρική παρέμβαση στο ανθρώπινο σώμα ή, ακόμη χειρότερα, αυτοκτονία ή ευθανασία του δότη. Αυτά ανήκουν στην κατηγορία του ηθικώς ανεπίτρεπτου, ενώ η μεταμόσχευση που τηρεί τους ηθικούς κανόνες είναι μια όχι απλώς καλή αλλά και ευλογημένη σύνδεση πνεύματος ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, μια σύνδεση που φέρει τη σφραγίδα της θεϊκής αγάπης και της αιωνιότητας στη Βασιλεία των Ουρανών. Το Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, φωτίζει με τη αλήθεια τον άνθρωπο και του δίνει τη σοφία. Όπου δεν έχουμε μια σαφή αγιοπνευματική αποκάλυψη, υπάρχουν περιθώρια για πλουραλισμό και διαφωνίες, χωρίς να διακόπτεται ο δεσμός της αγάπης. Για παράδειγμα, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης και ο Όσιος Μακάριος διαφώνησαν, αλλά δεν έγινε διακοπή της εκκλησιαστικής σχέσης ανάμεσα στα δύο πρόσωπα. Η Εκκλησία εμπιστεύεται τους επιστήμονες, αλλά εμπιστεύεται και μια ακόμη ομάδα ανθρώπων, τους Αγίους. Ο Άγιος, έχει πει ο π. Νικόλαος, είναι ένα πρόσωπο μπροστά στο οποίο το ερώτημα για την ύπαρξη του Θεού καταργείται. Σύμφωνα με τον Μεσογαίας, η Ορθοδοξία αποφεύγει τον «σχολαστικισμό», χωρίς να τρέμει την πιθανότητα του λάθους και τον κίνδυνο της πτώσης στην αμαρτία. Ο πιστός Χριστιανός κάποτε «πέφτει» και, αφού πέσει, μετά ξανασηκώνεται για να μετανοήσει για το λάθος του, και ν’ αρχίσει και πάλι τον αγώνα. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Εκκλησία δεν θα προτρέπει ή αποτρέπει τους πιστούς τους να δεχθούν τη μεταμόσχευση ως δότες ή ως λήπτες, κατ’ οικονομίαν όμως θα την επιτρέπει, όταν αυτή πληροί τα κριτήρια της αγνής χριστιανικής αγάπης και αυταπάρνησης, όπως σκιαγραφούνται στη διαχρονική παραβολή του Χριστού για τον καλό Σαμαρείτη. Συχνή στον λόγο του Μεσογαίας είναι η αναφορά στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Νικόλαο, οι παλαιότερες κοινωνίες επεδείκνυαν πολύ μεγαλύτερη ανθρωπιά και σεβασμό απέναντι στο ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό φαίνεται, λόγου χάρη, στις ταφικές τελετές:
«[…] γυναίκες με καθαρές λεκάνες, άνδρες με κασμάδες και φτυάρια- που άφησαν για τη μέρα τη δουλειά τους- ο παπάς και οι συγγενείς πηγαίνουν για την εκταφή. Απλώνουν πρώτα ένα πεντακάθαρο σεντόνι ή μια αχρησιμοποίητη πετσέτα, όλα άσπρα, και μέσα σε υποβλητική ησυχία, με συγκίνηση και αγωνία, στον απόμερο χώρο του κοιμητηρίου, δίχως θορύβους επιτελείται η ιεροτελεστία της ταφής. Αντί για γάντια η αμεσότητα του δέρματος. Αντί για αδικαιολόγητου; Φόβους, ο πόθος της καινούργιας συνάντησης. Αντί για ψυχρή, επαγγελματική βιασύνη, η τρυφερότητα των αισθημάτων κι η υπομονή του σεβασμού. Ο χρόνος τραβάει, διαρκεί. Όλα πλένονται όχι σε φορμόλη ή άλλα χημικά, αλλά σε αγνό κρασάκι από το αμπέλι και με πεντακάθαρο νερό. Έτσι ξανασυναντά κανείς το τελευταίο υπόλειμμα του θησαυρού του προσώπου».
Η Ορθόδοξη άρνηση της καύσης των νεκρών στην ουσία υπογραμμίζει την ανάγκη των ζωντανών να δείξουν την αγάπη στον εκλιπόντα άνθρωπό τους, αλλά και την ευλαβή υπόμνηση πως όλοι μας κάποτε θα επιστρέψουμε σωματικά στη γη, περιμένοντας την καθολική Ανάσταση. Η καύση των νεκρών, συμπληρώνει ο Μεσογαίας, είναι αίρεση γιατί αμφισβητεί εμπράκτως το χριστολογικό δόγμα. Γι’ αυτό η Εκκλησία δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια πράξη για τα μέλη της.
Τα παραπάνω εμπνέουν και προκαλούν τον θαυμασμό και τον γόνιμο προβληματισμό. Καθώς τα σκέφτεται ο αναγνώστης, μπορεί να του γεννηθούν και ορισμένες αντιρρήσεις. Μία απ’ αυτές είναι η εξής: άραγε ο Μητροπολίτης αποδέχεται ότι το Ορθόδοξο δόγμα πρέπει να είναι κρατικά νομοθετημένο και επιβεβλημένο, δεσμεύοντας και τους μη πιστούς; Μπορεί η Εκκλησία να δεσμεύει και τους πολίτες που δεν είναι μέλη της; Είναι απολύτως κατανοητή, για παράδειγμα, η Ορθόδοξη αποστροφή προς την καύση των νεκρών, αλλά με ποιον τρόπο αυτό πρέπει να ισοδυναμεί με κρατική απαγόρευσή της στη χώρα μας[2]; Το ίδιο αυτό παράδειγμα αποκαλύπτει και άλλα αμφιλεγόμενα σημεία των θέσεων του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Μεσογαίας. Αν και ο ίδιος σαφώς δηλώνει ότι θέλει ν’ αποφύγει τη νοσταλγική αναπόληση, στην παραπάνω ποιητική περιγραφή του για το πώς θάπτονταν οι νεκροί άλλοτε, είναι δύσκολο να μη διακρίνει κανείς εξωραϊσμό και εξιδανίκευση. Στην πραγματικότητα, η «απλότητα» που εξαίρει ο Σεβασμιότατος ήταν εν μέρει καρπός της άγνοιας άλλων εποχών για τα παθογόνα μικρόβια, όταν ακόμη οι συνθήκες υγιεινής ήταν κατά πολύ κατώτερες των σημερινών. Για τον ίδιο λόγο, η καθαριότητα ήταν πιθανόν ανεπαρκής. Όσο για την επιμελή φροντίδα, με την οποία γίνονταν οι ταφές, αυτή δεν οφειλόταν αποκλειστικά σε αγάπη και αγνή λαϊκή ευσέβεια, αλλά και στον (επίσης λαϊκό) φόβο μήπως ο πρόσφατα αποθανών επιστρέψει πίσω με τη μορφή του «βρικόλακα» και «στοιχειώσει» τους δικούς του. Οι λεπτομέρειες των σχετικών αφηγήσεων ποικίλουν από τόπο σε τόπο, ο φόβος όμως είναι έντονος και συχνά συνυφασμένος με αντιλήψεις ευρύτατα διαδεδομένες και αντίθετες στην Ορθόδοξη Εκκλησία (π.χ. την πίστη σε νεράιδες και ξωτικά). Αν και πολυσυζητημένη, δεν είναι ορθή η άποψη ότι στις παραδοσιακές και κλειστές κοινωνίες ο φόβος του θανάτου απουσιάζει. Απεναντίας, ο θάνατος ως προοπτική συνδέεται στη λαϊκή συνείδηση με ισχυρούς φόβους, με τον ισχυρότερο όλων να είναι ίσως η αδυναμία του νεκρού να βρει τη γαλήνη. Αφθονούν οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες για την αποφυγή των κινδύνων. Δεν είναι σπάνιο να αναπαριστάται λαογραφικά ο θάνατος σαν μια προσωποποιημένη μοχθηρή φιγούρα, που κυνηγάει τους ανθρώπους για να τους πάρει μακριά. Επίσης χαρακτηριστική είναι η βλάσφημη πρόληψη να «ξορκίζει» κανείς το κακό, όταν ανταμώνει έναν ιερέα στον δρόμο, διότι ο ιερέας αντιπροσωπεύει συνειρμικά τον θάνατο στον λαϊκό νου. Επομένως, η διαφορά των παραδοσιακών αγροτικών κοινωνιών με τις σύγχρονες βιομηχανικές δεν είναι ότι οι μεν έχουν τάχα εξοικειωθεί με τον θάνατο, ενώ οι δε τον τρέμουν αλλά ότι, αν και αμφότερες νιώθουν αρνητικά συναισθήματα, χρησιμοποιούν διαφορετικά μέσα για να τον απομακρύνουν από κοντά τους. Στις παραδοσιακές κοινωνίες ευδοκιμούν οι μαγγανείες και τα ξόρκια, ενώ στις μοντέρνες αυτό που «ξορκίζει» τον θάνατο είναι η επιστημονική και τεχνική του διαχείριση, η οποία τον αποκρύπτει όλο και περισσότερο από τα μάτια των ανθρώπων, κάτι που άλλοτε θα ήταν ανέφικτο, μιας και ο μέσος όρος ζωής ήταν πολύ μικρότερος και οι περισσότεροι άνθρωποι κάποιας ηλικίας είχαν παραστεί στο τελευταίο ψυχορράγημα ενός ετοιμοθάνατου. Τέλος, με το δεδομένο ότι ο νόμος της φθοράς είναι παντού, πού τελειώνει η (ευλογημένη) «θεραπευτική» παρέμβαση και πού αρχίζει η (απορριπτέα) «διόρθωση»; Ποιο είναι το ηθικό σύνορο ανάμεσα στη σπλαχνική προσφορά της ανακούφισης και στην εωσφορική φιλοδοξία της αυτοθεοποίησης; Ίσως πρέπει να διευκρινισθούν περαιτέρω οι βιοηθικές προτάσεις που προσφέρει ο π. Νικόλαος. Διότι είναι βέβαιο πως ο εν λόγω ιερέας αποτελεί μια απ’ τις πιο ευφυείς, τολμηρές και εμπνευσμένες φωνές σήμερα. Δυστυχώς, για την πλειοψηφία των Ελλήνων, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, η χρησιμότητα της Εκκλησίας σήμερα έγκειται όχι τόσο στη διδασκαλία και στα Μυστήρια, όσο στο κοινωφελές της έργο. Σκοπός της, όμως, ήταν και παραμένει να μας υπενθυμίζει με την παρουσία της ότι «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού» (Μτθ. δ’4). Έχουμε λοιπόν ανάγκη πνευματικές προσωπικότητες σαν τον π. Νικόλαο.
Σημειώσεις
[1] Σύμφωνα με έρευνα της εφημερίδας Το Βήμα (23/04/2011), στο ερώτημα ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες της Εκκλησίας σήμερα, το 54,6% των Ελλήνων απάντησε «αλληλεγγύη απέναντι στους φτωχούς», το 40,9% «προστασία των αδυνάτων», το 32,3% «πνευματικό έργο (υποστήριξη του ανθρώπου στις πιο καθοριστικές στιγμές της ζωής του)», το 18,2% είπε «στήριξη της οικογένειας», το 13,9% «διάδοση του μηνύματος του Χριστού», το 10,8% «διάλογος μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών», το 7,3% «ενίσχυση της κοινωνικής ειρήνης», το 5,0% «μεταρρύθμιση της ελληνικής κοινωνίας» και το 4,1% «εξανθρωπισμός του καπιταλισμού».
[2] Αντίστοιχα ερωτήματα προκύπτουν και για τους νόμους περί «βλασφημίας». Το 2012 πραγματοποιήθηκε η σύλληψη ενός νεαρού και του επιβλήθηκε δέκα μήνες φυλάκιση με αναστολή, για εξύβριση θρησκεύματος κατ’ εξακολούθηση. Το γεγονός ενόχλησε πολλούς στην Ευρώπη και η Ελλάδα κατηγορήθηκε επειδή διατηρούσε ακόμη νόμο για την εξύβριση θρησκεύματος. Την ίδια περίοδο, στις ταραγμένες πολιτικές συνθήκες της κρίσης, ένα καταφανώς βίαιο ναζιστικό κόμμα αυτοπροβαλλόταν σαν χριστιανικό και λίγοι μόνο ιεράρχες διαμαρτυρήθηκαν και το καταδίκασαν απερίφραστα.


