Όταν τελείωσα την ανάγνωση των έργων του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή που εμπεριέχονται στη Φιλοκαλία, νόμισα ότι δεν έχουν καμιά σχέση με τη ζωή των λαϊκών και πρόκειται για κείμενα που απευθύνονται αποκλειστικά σε μοναχούς ασκητές. Δεν μπορούσα επίσης καν να καταλάβω και πόσο οι σύγχρονοι μεγάλοι ασκητές και ανακηρυγμένοι πια Άγιοι σχετίζονται με αυτή την πατερική θεολογία, γιατί πουθενά δεν είχα διαβάσει π.χ. ότι ο Άγιος Πορφύριος ή ο Άγιος Παϊσιος είδε τους «λόγους των όντων» κ.λπ. Η απορία μου λύθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την ανάγνωση του βιβλίου «Θεός Λόγος και Ανθρώπινος Λόγος» του π. Χρυσοστόμου Διονυσιάτου (Ι.Μ.Α. Διονυσίου, Άγιον Όρος, 1998), βιβλίο το όποιο και θεωρώ σταθμό στα θεολογικά πράγματα.
Ο π. Χρυσόστομος θεωρεί ότι «η θεομητορική ευσπλαχνία τίκτει αέναα την τελειότητα των αγίων», η οποία και ορθώνεται ως «πρότυπο ζωής και δημιουργίας» (βλ. σ. 449 κ.ε.). Είναι προφανές λοιπόν ότι η Παναγία είναι Αυτή, μαζί με το Άγιο Πνεύμα, που γεννά σε ορισμένους πιστούς τον πόθο για μια ανώτερη πνευματική ζωή και την ένωση με τον Θεό. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με το θέμα του πώς και γιατί η Παναγία είναι που κάνει αυτό το έργο εντός της Εκκλησίας, γιατί είναι ένα πελώριο θεολογικό θέμα, που εξετάζει πιο μπροστά το βιβλίο- προτείνω την ανάγνωσή του από κάθε πιστό.
«Το Άγιον Όρος, γράφει ο π. Χρυσόστομος, έχει καλλιεργήσει ως Θεομητορικός Λειμώνας, πρότυπα τόσο αγιοπνευματικού λόγου, όσο και υπέρ φύσιν λειτουργειών τελειωμένης αισθήσεως και πνευματικού σώματος. Από την εποχή του Γρηγορίου του Παλαμά, έως και τους τελευταίους Πατέρες Σιλουανό και Σωφρόνιο, ο αγιορείτικος θεολογικός λόγος μαρτυρεί για την αδιάκοπη μετοχή στις ‘ενυπόστατες Ενέργειες’ και στους ‘καθολικούς λόγους’ της Αγάπης, της Ταπεινώσεως και της οδύνης. Εκτός όμως από αυτές τις μορφές τελειότητος, η ζωή των τελευταίων αγίων έχει να παρουσιάσει και άλλους ‘τρόπους’ εν Πνεύματι τελειώσεως, όπως κατ’ εξοχήν αυτοί φανερώθηκαν στα πρόσωπα δύο αγίων στη συνείδηση της Εκκλησίας, του πατρός Πορφυρίιου και του Γέροντος Παϊσιου» (σ.449).
Το βιβλίο, που γράφτηκε πριν τις αγιοκατατάξεις τους, μιλά αρχικά για τον πατέρα Πορφύριο, στον οποίο και λόγω έλλειψης χώρου θα σταθούμε. Λοιπόν, ο π. Πορφύριος ήταν «εκ γενεάς της Παρθένου». Όπως η Θεοτόκος σε ηλικία μόλις τριών ετών εισήλθε στα Άγια των Αγίων όπου και τελειώθηκε πνευματικά τόσο στην ψυχή όσο και στο σώμα -αυτό της τελειώσεως του σώματος είναι ένα άλλο νηπτικό θέμα, που εξετάζεται επίσης στο βιβλίο-, έτσι και ο Άγιος Πορφύριος εισέρχεται μόλις δωδεκαετής στο Άγιο Όρος, «όπου, μέσα σε λίγα χρόνια, δέχεται τις τελειωτικές Δωρεές του Αγίου Πνεύματος». Συνέβη όμως το εξής: στους επιφορτισμένους με την διακονία του λόγου Πατέρες, η διόραση δεν αποτελεί την πρώτιστη δυνατότητα του νοός. Σε όσους όμως δεν δωρήθηκε το χάρισμα της Θεολογίας, η προ-όραση του νοερού της ψυχής και η εν αισθήσει κοινωνία των ενεργειών του Πνεύματος αποτελούν τα κατ’ εξοχήν χαρίσματα των ψυχικών δυνάμεων. Ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ είχε το χάρισμα της Θεολογίας, και γι’ αυτό δεν θα τον ωφελούσε το χάρισμα της διόρασης. Ασφαλώς, ήταν αρκετές οι φορές που ενεργούσε, τη βοηθεία του Αγίου Πνεύματος, διορατικά, αλλά δεν ήταν αυτό το κύριο χάρισμά του. Αντιθέτως, ο Άγιος Πορφύριος, που δεν είχε τα ίδια χαρίσματα με τον π. Σωφρόνιο - πρέπει να ξέρουμε ότι δεν δίνονται τα ίδια χαρίσματα σε όλους τους αγίους, όπως όλοι οι άγιοι δεν έχουν τον ίδιο χαρακτήρα- στερούνταν μεν το χάρισμα της Θεολογίας, αλλά κοσμούνταν με «την προ-όραση του νοερού της ψυχής και την εν αισθήσει κοινωνία των Ενεργειών του Πνεύματος» (449-50). Τι σημαίνουν «προ-όραση του νοερού της ψυχής» και «εν αισθήσει Κοινωνία των Ενεργειών του Πνεύματος;». Το βιβλίο έχει κάνει λόγο και για αυτά, αλλά εδώ ας αναφέρουμε απλά το ότι ο πατήρ Πορφύριος «κατείχε νου δυνάμενο να υπερίπταται πάνω από τους ουρανούς και να κατέρχεται έως τις αβύσσους, νου παντοδύναμο με την θεία Δύναμη, παντεπόπτη μέσα στο θείο Φως, παντογνώστη μέσα στην ένθεη Γνώση… (και αυτό γιατί) εντός της τελειωτικής Ενέργειας, οι υπέρ φύσιν δωρεές γίνονται κατά φύσιν δυνάμεις του ανθρώπου, τα μέλλοντα ορώνται ως παρόντα και ο άνθρωπος, ως μικροθεός γίνεται, κατά χαριν ‘πανταχού παρών’» (αυτόθι). Δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει αυτό το χάρισμα εξωτερικά, διότι στην πραγματικότητα αυτό ήταν μια έκφραση της εσωτερικής του κατάστασης. «Με νου πανεπιστήμονα, άμοιρο της έξω σοφίας αλλά κοινωνό της ένθεης γνώσεως, μπορούσε να εισέρθει με ευκολία τόσο στα απόκρυφα των ανθρωπίνων καρδιών, όσο και σε απροσπέλαστες περιοχές της δημιουργίας. Το βιβλίο της Φύσεως λειτουργούσε ως αληθινή μυσταγωγία, καθώς, με καθαρό το νοερό της ψυχής, μπορούσε να διορά τους λόγους των κτισμάτων που μετέφεραν θεία μηνύματα στην άγια ψυχή του. Κάθε δημιούργημα αποτελούσε έναν ‘λόγο Θεού’, ο οποίος τον οδηγούσε σε διά-λογο με τον Δημιουργό» (σ. 450).
*************
Μπορούμε εδώ να σχολιάσουμε κάποια πράγματα. Ο Άγιος Πορφύριος εθεάτο τους «λόγους των όντων», για τους οποίους κάνει τόσο λόγο ο Άγιος Μάξιμος. Τι είναι αυτοί οι «λόγοι των όντων»; Λοιπόν, σύμφωνα με τους θεολόγους, ο «λόγος» κάθε όντος είναι η οντολογική αιτία υπάρξεως αυτού, καθώς παρέχει την ίδια την ουσία του. Ως άκτιστη ιδέα του θείου Νοός, ο λόγος κάθε όντος δεν είναι στατική έννοια, αλλά σημαίνει το οντολογικό γίγνεσθαι από την αρχική αιτία έως και τον τελικό σκοπό του. (σ.93). Σύμφωνα με τον Καθηγητή Ν. Ματσούκα, στο βιβλίο του «Κόσμος, Άνθρωπος, Κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή» (Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1979) «η εσωτερική δομή και συγκρότηση κάθε όντος είναι σύστοιχη προς το περιεχόμενο του προαιώνιου θελήματος του τριαδικού Θεού για τη δημιουργία της κτιστής πραγματικότητας. Έτσι το συστατικό στοιχείο κάθε όντος και ολόκληρης της δημιουργίας ανταποκρίνεται προς το θείο θέλημα. Είναι αυτό που αιώνια θέλει ο Θεός και υπάρχει, αναπτύσσεται, ολοκληρώνεται και τελειώνεται κατά το λόγο του θείου θελήματος. Ο δεσμός αυτός από τη μια μεριά κάνει άρρηκτη και οργανική τη σχέση κτίσεως και κτίστη και από την άλλη προσδιορίζει με τέτοιο τρόπο όλα τα συστατικά της κτίσεως, ώστε να έχουν ‘θεϊκή δομή’ που ποικίλει και διαφοροποιείται κατά τη δεκτικότητα κάθε όντος. Γι’ αυτό η γνώση των λόγων, που έχουν τα όντα, οδηγεί στη γνώση του θείου θελήματος. Με άλλα λόγια το θείο θέλημα, ως λογική αιτία και συγκρότηση της κτιστής πραγματικότητας, βρίσκεται ενυλωμένο στο λόγο κάθε όντος. Έτσι οι λόγοι των όντων γίνονται πηγή γνώσεως του θείου θελήματος. Κατά συνέπεια υπάρχει σχετική και κατά χάρη (όχι κατά την ουσία) συγγένεια ανάμεσα στη δημιουργία και τον τριαδικό Θεό» (σ.83). Όταν λοιπόν διαβάζουμε ότι μετά τη συνάντηση με τον γερο-Δημά και την επίσκεψη της χάρης ο π. Πορφύριος ένιωθε να του μιλά η φύση και η θέα της προξενούσε στη ψυχή του μια «μυσταγωγία», αυτό σημαίνει στην γλώσσα της νηπτικής θεολογίας ότι εθεάτο τους «λόγους των όντων». Έβλεπε τα άκτιστα θεία θελήματα πίσω από τα δημιουργήματα και συνεπώς δι’ αυτών ο νους του αναγόταν στον Θεό και τον δοξολογούσε για την ομορφιά και την σοφία που εγκρύπτει η φύση. «Ο κόσμος είναι το αντικείμενο ή το μέσο του διαλόγου ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Ο κόσμος υπάρχει ως ένα νοητό σύμπλεγμα, ως σκέψη του Θεού που εξωτερικεύτηκε σε πραγματοποιημένους λόγους», γράφει ο Άγιος Δημήτριος Στανιλοάε (Εισαγωγή στον τόμο ‘Φιλοσοφικά και Θεολογικά ερωτήματα αγίου Μαξίμου του Ομολογητου’, ΕΤΠ-4, Αθήνα 1978, σ. 32). Με άλλα λόγια ο πατήρ Πορφύριος μπορούσε ατενίζοντας τη φύση να δια-λέγεται με τον Θεό, για αυτό και τα κτίσματα του μετέφεραν τα θεία μηνύματα. «Οι λόγοι, αναφορικώς προς την εν γένει ύπαρξη των πραγμάτων, ασκούν πάνω τους έναν πολυ-προσδιορισμό εφ’ όλων των υπαρξιακών τάξεων, βαθμίδων και φάσεών τους, της μεταξύ τους συνάφειας, όσο και της εσωτερικής τους δομήσεως», λέγει ο Άγιος Μάξιμος (Περί αποριών, 76). Οι άκτιστοι λόγοι των όντων έχουν δηλαδή μεταξύ τους «συνάφεια» και αλληλοσχετίζονται, υπάρχουν μερικότεροι και καθολικότεροι λόγοι, και η γνώση γενικά των «λόγων των όντων» πραγματώνει στον άνθρωπο τη «φυσική αποκάλυψη» του Θεού, που θα πληρωθεί με την «υπερφυσική αποκάλυψη», την προσωπική παρουσία Του στον κόσμο, την οποία διαιωνίζουν οι λόγοι της Γραφής. Περαιτέρω, οι λόγοι της κτίσεως, ως εκφάνσεις της θείας Αγάπης, ελκύουν τον λογικό άνθρωπο προς την κοινωνία των Ενεργειών του Θεού, στην κοινωνία της αγάπης. «Όντας ‘βουλητικές προσωπικές προτάσεις του Θεού προς τα όντα’ (έκφραση του π. Νικολάου Λουδοβίκου, «Η ευχαριστιακή οντολογία», Δόμος, Αθήνα 1992, σ. 143), πραγματώνουν αυτήν την αγαπητική κλήση του Θεού, που προάγει τον κόσμο προς την τελειότητα του Δημιουργία του» (π. Χρυσόστομος…, σ. 95). Θεώμενος λοιπόν τους «λόγους των όντων», που είναι εκφάνσεις της θείας αγάπης και κλήση του Θεού προς τον άνθρωπο, ο πατήρ Πορφύριος κατακλυζόταν από την αγάπη του Θεού, υμνούσε και δοξολογούσε το Θεό. Είναι γνωστό εκείνο το περιστατικό με το λάλημα του αηδονιού μέσα στην ερημιά, που ο Άγιος Πορφύριος ορθώς το ερμήνευσε ως ύμνο του πτηνού στον δημιουργό του, και κατά συνέπειαν ο νους του εξέστη και δόξασε τον Θεό.
«Με την ίδια ευκολία επίσης γνώριζε τους απόκρυφους λογισμούς των ανθρώπων. Επί πλέον, ήταν άριστος γνώστης της φυσιολογίας του σώματος και των λειτουργιών της ψυχής. Ξεκινώντας πάντοτε ιεραρχημένα, ‘από την ψυχή προς το σώμα’, μπορούσε να διαγνώσει σε κάθε σωματική νόσο τα ψυχικά μέρη που συνέπασχαν και τους συνοδούς παθολογικούς λογισμούς. Χωρίς να αναιρεί τις δυνατότητες της γήινης επιστήμης, εισερχόταν με την επιστήμη του Πνεύματος εκεί όπου η πρώτη αδυνατούσε, ιατρεύοντας κάθε νοσηρή εστία. Γνώστης της θείας Δικαιοσύνης, πρόσφερε το θαύμα όταν ολοκληρωνόταν η ψυχική θεραπεία, μέσα από την Παιδεία του Θεού, ύστερα δηλαδή από την αποδοχή του πνευματικού πόνου, αλλά και την πάλη προς τα ‘πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις’(Εφ. 6, 12)» (π. Χρυσόστομος…, σ. 450).
Σύμφωνα με την νηπτική θεολογία, η επενέργεια της «τελειωτικής Ενεργείας», η κατάκτηση δηλαδή της Αγάπης εκ μέρους της ψυχής (όχι πια της ψυχικής, αλλά της αγιοπνευματικης Αγάπης) «τελειώνει τις δυνάμεις της ψυχής από τον νου προς τον λόγο και από την αίσθηση προς το σώμα. Καθολικότερο γνώρισμα του τελειωμένου νοός είναι η εμπειρική γνώση της Αγάπης του Θεού» (π. Χρυσόστομος…, 474). Αυτό σημαίνει ότι ο πατήρ Πορφύριος αγαπούσε τον κάθε ασθενή, και μάλιστα όχι με ψυχική αλλά με θεία αγάπη, και οδυνόταν για την ασθένειά του. Όντας ενωμένος με τον Θεό, αγαπούσε τα πλάσματά Του με την ίδια την αγάπη του Χριστού, που είναι το μέγα Μυστήριο και η Ανώτατη Πραγματικότητα. Έχοντας προχωρήσει στην θεϊκή γνώση, ήξερε πια ότι η νόσος ξεκινά από την ψυχή και προχωρεί προς το σώμα, γι’ αυτό και μπορούσε «να διαγνώσει σε κάθε σωματική νόσο τα ψυχικά μέρη που συνέπασχαν με τους συνοδούς παθολογικούς λογισμούς.» (π. Χρυσόστομος…, σ. 450). Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, η ιατρική είναι δώρο Θεού. «Μολονότι όμως προσφέρεται μέσω της ιατρικής τέχνης, η θεραπεία καθ’ εαυτή είναι ενέργημα της Δυνάμεως του Θεού, σύμφωνα με το γραφικό: ‘παρά γαρ υψίστου η ίασις’ (Σοφ. Σειρ. 38,2). Απόρροια της οντολογία των Πατέρων, η οποία θεμελιώνεται στις άκτιστες Ενέργειες και λόγους του Θεού, είναι η διαπίστωση ότι η κάθε είδους ασθένεια, ως διασάλευση της φυσικής τάξεως, εξαλείφεται με την επενέργεια της προνοητικής θείας Δυνάμεως∙ αυτή συντηρεί τόσο την ευ-ταξία των υλικών στοιχείων, όσο και την ισορροπία των ψυχοσωματικών δυνάμεων των λογικών όντων» (π. Χρυσόστομος…, σ.288). Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας η παρά φύσιν αταξία και δυσαρμονία των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων είναι αποτέλεσμα της απώλειας της θείας Χάριτος κατά την πτώση των ανθρώπων και της μετέπειτα ενδύσεως των ‘δερματίνων χιτώνων’. Οι τελευταίοι, ως σημαντικοί του μετα-πτωτικού τρόπου ζωής και αναπτύξεως του ανθρώπου, τον καταναγκάζουν στην ψυχοβιολογική φθορά και ανισορροπία. «Είναι φανερό ότι, η πατερική σκέψη εξετάζει πάντοτε την ψυχή σε άρρηκτη σχέση με την κατά φύσιν φορά της προς τις άκτιστες Ενέργειες. Έχει λεχθεί άλλωστε πως οι άκτιστοι λόγοι των αρετών συνιστούν τις κατ’ εξοχήν δυνάμεις της ψυχής. Αντίθετα, η νομοτέλεια της Ψυχολογίας, όπως βέβαια και κάθε σύγχρονης επιστήμης, είναι διαφορετική. Δεν λαμβάνεται καθόλου υπ’ όψιν η εσωτερική εμπειρία, ή η βιωματική ενόραση του νου, καθώς αυτό δεν μπορεί να επαληθευτεί με το πείραμα, ή να πιστοποιηθεί στη μεγάλη μάζα των ανθρώπων. Η γνώση της σύγχρονης Ψυχολογίας, είναι κατά βάση σωματοκεντρική∙ όπως θα ειπωθεί παρακάτω, η φροϋδική ψυχαναλυτική θεώρηση ξεκίνησε κυρίως από βιολογικές παρατηρήσεις» (π. Χρυσόστομος…, σ.291). Αντίθετα, ο Χριστός φρόντιζε για όλο το άρρωστο πλάσμα ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα. Για παράδειγμα ο Χριστός λέγει στον παράλυτο: «σοι λέγω έγειρε, άρον τον κράββατόν σου και ύπαγε εις τον οίκον σου» (Μαρκ. 2, 11). Αλλά προσθέτει και την πνευματική θεραπεία: «αφέωνταί σοι αι αμαρτία» (Μαρκ. 2,5). Ο πατήρ Πορφύριος γνώριζε λοιπόν ότι η αρρώστια είναι συχνά συνδεδεμένη με την πνευματική παθογένεια και ότι πάσχει η ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη. Βλέποντας κάθε άνθρωπο, μπορούσε να εισχωρήσει στα ενδότερα της ύπαρξής του, καθώς, όπως είπαμε, το Άγιο Πνεύμα τον είχε καταστήσει κατά χάρη «παντογνώστη» και μπορούσε να διαβάσει τους λογισμούς του, την κατάσταση της ψυχής του, και φυσικά να δει την σωματική παθογένεια και τις αιτίες της, καθώς η νόσος είναι διασάλευση της φυσικής τάξης. Από την μακρόχρονη πάλη με τους λογισμούς γνώριζε πώς αυτοί ενεργούν, συμπλέκονται μεταξύ τους και, ισχυροποιούμενοι, αρρωσταίνουν τον άνθρωπο, οπότε μπορούσε να προσφέρει και την θεραπεία. Όπως λέγει ο π. Χρυσόστομος ξεκινούσε ιεραρχημένα την διάγνωση της ασθενείας, από την ψυχή προς το σώμα, γιατί πράγματι, η ψυχή είναι αυτή που κατά βάση αρρωσταίνει και πέφτει στην αμαρτία, ενώ το σώμα δεν είναι κακό, καθώς η ρίζα του κακού, η υπερηφάνεια, είναι βέβαια γέννημα της ψυχής και όχι του σώματος. Σε κάθε αρρώστια λοιπόν εντόπιζε και τα ψυχικά μέρη που συνέπασχαν και είτε προξενούσαν είτε επιδείνωναν την νόσο. Γνώριζε επίσης και «τους συνοδούς λογισμούς». Η γνώση των λογισμών είναι μια ολόκληρη επιστήμη, καθώς ο άνθρωπος δένεται τόσο πολύ με τους λογισμούς του, ώστε δεν καταλαβαίνει ότι δεν έχει να κάνει με απλές σκέψεις που περνούν από τον νου του, αλλά ακριβώς με λογισμούς. Οι λογισμοί, σύμφωνα με την πατερική πείρα, ασκούν μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη της αρρώστιας. Έτσι λοιπόν, ο πατήρ Πορφύριος προχωρούσε πρώτα στην ψυχική θεραπεία του ανθρώπου, «μέσα από την Παιδεία του Θεού», την αποδοχή δηλαδή του πνευματικού πόνου από την πλευρά του ασθενούς (πονάει κανείς όταν εξέρχεται από το σκοτάδι προς το φως, γιατί οι οφθαλμοί του έχουν αδυνατίσει) και κατόπιν, όταν ολοκληρωνόταν η ψυχική θεραπεία, πρόσφερε και το «θαύμα». Ο πατήρ Πορφύριος είχε έντονο το χάρισμα της θαυματουργίας και πάρα πολλοί άνθρωποι θεραπεύτηκαν από το πετραχήλι του.
Περαιτέρω, «την τελειότητα του νοός του αγίου πατρός ακολουθούσε η πνευματική αίσθησή του, η οποία, ως ‘αίσθηση νοός’ (βλ. Διαδόχου Φωτικής, Γνωστικά Κεφάλαια 30), μετείχε με την ενορατική της δύναμη σε κάθε μορφή πνευματικού πόνου. Κάθε φορά που ο νους εισδύει στον ‘κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον’ (Α Πετρ. 3,4), συμπάσχει με την πνευματική θλίψη. Το ίδιο το χάρισμα της διοράσεως είναι γεννητικό θλίψεων, καθώς προγνωρίζονται δεινά τα οποία δεν μπορούν να ανατραπούν. Ωστόσο, η τελειωτική Χάρη ελκύεται στους αγίους μέσα από αυτήν την αγαπητική οδύνη. Προκαλεί δε την κοινή λογική το γεγονός ότι, σε νεαρή ηλικία ο Άγιος πατήρ προσευχόταν να του έλθει ανίατη ασθένεια, προκειμένου να πάσχει με αυτήν. Η αγνή ψυχή του είχε διαισθανθεί πολύ νωρίς την οδύνη, ως αφανή διάσταση της Αγάπης. Ο δε Χριστός δώρισε στο πνεύμα της αισθήσεώς του διπλή οδύνη: ήταν πάντοτε ζέων από πάσχουσα αγάπη προς όλους, αλλά και συνεχώς υπέφερε από το πλήθος των σωματικών ασθενειών. Σε αυτήν την άκρα ευαισθησία ψυχής και σώματος, σε αυτήν την ακρότητα της ανθρώπινης αδυναμίας και οδύνης, το Πνεύμα εμεγάλυνε το λόγο ‘η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται’ (Β Κορ. 2,19)’ (π. Χρυσόστομος…, σ. 451). Ήταν χαρακτηριστικό ότι αγαπούσε όλους τους ανθρώπους, σύμφωνα με τον λόγο του αγίου Μαξίμου ότι «αν μερικούς τους αγαπάς πολύ, μερικούς λίγο και μερικούς καθόλου, γνώριζε ότι είσαι μακριά από την αγάπη που παραγγέλλει ο Χριστός». Η αγάπη του πατρός Πορφυρίου ήταν καθολική. Αγαπούσε τους πάντες με ζέουσα αγάπη. Όσον αφορά την οδύνη, πρέπει να πούμε ότι ένας σύγχρονος νηπτικός, ο ολίγον προγενέστερος Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, γνώρισε τον ζώντα Χριστό με το γνωστό όραμά του στο Παλαιό Ρωσικό, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Έτσι γίνεται πάντοτε. Το Πνεύμα οδηγεί στον Χριστό και αποκαλύπτει την Θεότητά Του. Το Πνεύμα βιώνεται ως άρρηκτη γλυκύτητα και Αγάπη. Αλλά και η Ταπείνωση επίσης χαρακτηρίζει την θεωρία Του, διότι ‘η Ταπείνωση είναι φως, μέσα στο οποίο μπορούμε να δούμε τον Θεό ως Φως∙ και όταν η ψυχή δει με το Άγιο Πνεύμα τον Κύριο πόσο πράος και ταπεινός είναι, τότε ταπεινώνεται και η ίδια πλήρως’ (Αρχιμ. Σωφρονίου, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σ. 496). Αυτοί οι βαθύτατα βιωματικοί λόγοι του αγίου αποκαλύπτουν με μοναδική σαφήνεια την Ταπείνωση, ως έναν από τους καθολικούς θείους λόγους» (π. Χρυσόστομος…. σ. 440). Ο Άγιος Σιλουανός πραγματεύεται με ακρίβεια την εσωτερική ποιότητα της ίδιας της Αγάπης του Θεού, η οποία κρύπτει μέσα της την Ταπείνωση, αλλά και την αναίτια Οδύνη. «Όσο μεγαλύτερη η Αγάπη, έλεγε ο Άγιος Σιλουανός, τόσο μεγαλύτερη η οδύνη της ψυχής». «Δεν πρόκειται βέβαια για την δίκαια οδύνη ως απόρροια της μεταπτωτικής ηδονής, αλλά για την αναίτια Οδύνη, η οποία χαρακτηρίζει την εν Πνεύματι Αγάπη προς πάντας∙ οδύνη που σφράγισε την προσευχή της Θεοτόκου στον Σταυρό, την οποία ο Άγιος ονομάζει ‘ακατάληπτα μεγάλη’. Έτσι λοιπόν, στον πτωχό κατά κόσμον, αλλά πλούσιο εν Πνεύματι, άγιο Σιλουανό, ο οποίος αγάπησε καθ’ υπερβολήν τον Θεό και τους ανθρώπους, αποκαλύπτεται το μυστήριο των καθολικών λόγων της Τριάδος, της Αγάπης, της ταπεινώσεως και της αναίτιας οδύνης της Αγάπης» (π. Χρυσόστομος…, σ.440-1). Κατά συνέπεια ο πατήρ Πορφύριος ζούσε και το μυστήριο της αναίτιας οδύνης. Συμπονούσε κάθε ασθενή, γιατί αγαπούσε με την αγάπη του Χριστού όλους τους ανθρώπους. Είχε εννοήσει ότι αφανής διάσταση της Αγάπης είναι η Οδύνη, για αυτό και ζητούσε από τον Θεό να του δώσει ανίατη ασθένεια.
***************
Σταματώ την παρουσίαση εδώ. Ζητώ συγγνώμη από τον αναγνώστη, γιατί, στην πραγματικότητα, για να παρουσιάσεις τέτοιες μορφές, πρέπει να έχεις και την ανάλογη πείρα. Γι’ αυτό και άφησα το βιβλίο του π. Χρυσοστόμου να μιλήσει κυρίως, τελειώνοντας με την θερμή σύσταση στον αναγνώστη να βρει και να μελετήσει αυτόν τον άδικα παραγνωρισμένο θησαυρό.


