Η αγιοκατάταξη του πατρός Δημητρίου Στανιλοάε ήταν ένα από τα πιο χαρμόσυνα νέα των τελευταίων ετών. Ο πολυαγαπημένος μας θεολόγος, με την σπουδαία ακαδημαϊκή καριέρα, τώρα πια δεν θεωρείται απλά ένας κορυφαίος διανοούμενος, αλλά και ένας Πατέρας της Εκκλησίας. Τα γραπτά του, όπως το καταλάβαινε κανείς διαβάζοντάς τον, είναι προϊόν αγιοπνευματικής εμπειρίας και όχι απλά επιστημονικά κείμενα- είναι βέβαια και τέτοια. Η ερμηνεία του για το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, με τίτλο «Η λειτουργία της κοινότητας και η εσωτερική θυσία υπό το φως της Φιλοκαλίας» («Η πορεία με τον Σωτήρα Χριστό», Εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσ/κη 1984), είναι ό,τι καλύτερο έχει τύχει να διαβάσω για αυτό το θέμα. Αυτήν θα ήθελα να παρουσιάσω, απλουστεύοντάς την όσο περισσότερο μπορώ, βοηθούμενος από την Φαινομενολογία – ας μην αυταπατόμαστε ότι η φιλοσοφία θα βοηθήσει σε κάτι την υψηλή Θεολογία, αλλά επιθυμούμε να απευθυνθούμε σε ένα ευρύτερο κοινό, το οποίο δυστυχώς και θεωρεί την σχετική εκκλησιαστική διδασκαλία ένα μύθευμα. Φυσικά και θα υπάρξουν ελλείψεις, για τις οποίες ζητώ εκ των πρότερων συγγνώμη από τον αναγνώστη.
**********************
Το θέμα της μελέτης του αγίου Δημητρίου, όπως είδαμε και από τον τίτλο, αναφέρεται στην Φιλοκαλία αλλά, παραδόξως, δίνει μεγάλη σημασία όσον αφορά την «πνευματική προσωπική ανάβαση» στην Θεία Λειτουργία- κάτι που μερικούς θα παραξένευε, αφού, κατά την ατυχή άποψη κάποιων, η Φιλοκαλία είναι μια ατομικιστική πνευματική συλλογή, που δεν λαμβάνει υπόψη της την εκκλησιαστική κοινότητα. Γι’ αυτό το λόγο ο άγιος Δημήτριος στρέφεται στα «100 Κεφάλαια» των αγίων Καλλίστου και Ιγνατίου των Ξανθοπούλων, που αναφέρονται σαφώς στην εκκλησιαστική κοινότητα. Οι Άγιοι αυτοί θεωρούν την εκκλησιαστική κοινότητα ως «μέσο πνευματικής προόδου του προσώπου». Αυτό είναι το σημείο που θα πρέπει να σχολιάσουμε πρώτο.
Λοιπον, θα θέλαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που ταλανίζει την θεολογία εδώ και καιρό. Μερικοί θεωρούν ότι δεν υπάρχει «ατομική», ή μάλλον «προσωπική» αγιότητα και δεν δίνουν σημασία στην κατ’ ιδίαν άσκηση και αγώνα των πιστών, παρά μόνο στην μετοχή στην Ευχαριστία. Άλλοι, χωρίς να το λένε ρητά, θεωρούν την Θεία Κοινωνία ως ένα ακόμη μέσον που έχει ο πιστός για να προοδεύσει «ατομικά».
Λοιπόν, οι Άγιοι Ιγνάτιος και Κάλλιστος στην Φιλοκαλία θεωρούν πρώτα από όλα την συχνή θεία Κοινωνία, και προφανώς την μετοχή στην κοινή Ευχαριστιακή σύναξη, ως το πλέον σημαντικό στοιχείο για την πνευματική ζωή όλων, ακόμη και των μοναχών και των αναχωρητών. Γράφει ο Άγιος Δημήτριος: «Η πνευματική ζωή γενικώς δεν αναπτύσσεται μέσα σε μια απομόνωση από την ευχαριστιακή κοινότητα, ενώ η ευχαριστιακή κοινότητα δεν παραμένει ανεπηρέαστη από την ανάπτυξη της πνευματικής ζωής του προσώπου» (σ. 84). Δεν έχουμε δυο χωριστές τάξεις. Εδώ έχουμε μια εκπληκτική παρατήρηση: αυτό που λέμε «πνευματική» (και δεν σημαίνει ασφαλώς «ψυχική» ή «αντισωματική») ζωή χρειάζεται απολύτως την κοινότητα, αλλά και η ευχαριστιακή σύναξη –κάτι που δεν το έχουν επισημάνει γενικά οι θεολόγοι- δεν μένει «ανεπηρέαστη» από την ανάπτυξη της πνευματικής ζωής των πιστών. Άρα, η εκκλησιαστική σύναξη δεν είναι μια κολεκτίβα, αλλά ένα αληθές ζωντανό κοινοτικό σώμα –τα παραδείγματα από την καθημερινή ανθρώπινη ζωή, συνάξεις κλπ. ωχριούν για να αποτελέσουν παράδειγμα ως προς αυτό-, που η ποιότητά του, ας το πούμε έτσι, εξαρτάται από την πνευματική πρόοδο των πιστών. Είπαμε ότι θα αναφερθούμε στην Φαινομενολογία- ακόμη και σε αυτήν όμως αυτό το φαινόμενο της αληθούς αλληλεξάρτησης κοινότητος και προσώπου, όσο και αν έχει μελετηθεί, δεν μπορεί ούτε να προϊδεάσει για αυτό που συμβαίνει στην Εκκλησιαστική ζωή.
«Ο Θεός αγάπη εστί», είναι ένας τίτλος ενός βιβλίου του αγίου Δημητρίου. Γι΄ αυτό μπορεί και γράφει ότι όλο αυτό μπορεί και συμβαίνει γιατί «τελευταίος στόχος του πνευματικού ανεβάσματος του προσώπου είναι η αγάπη του Θεού και των άλλων ανθρώπων και η πλήρης ένταξη στη βασιλεία του Θεού». Αλλά και «με τη σειρά της η κοινότητα όσον αφορά στον χαρακτήρα της ως κοινοτικής ζωής, προοδεύει όλο και περισσότερο με την όλο και πιο πνευματική ζωή κατά Θεόν και εν Χριστώ των μελών της (ή τουλάχιστον μερικών από αυτά), στην πηγή της αγάπης και της κοινωνίας μεταξύ όλων» (σ. 84). Κατά τον άγιο Δημήτριο λοιπόν μια κοινή ευχαριστιακή σύναξη, αν όλα τα μέλη της είναι πνευματικά νεκρά, θα είναι νεκρή και αυτή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άρτος και ο οίνος δεν θα μεταβληθούν πράγματι σε σώμα και αίμα Χριστού, αλλά αλίμονο στην κοινότητα εκείνη που π.χ. στην Θεία Ευχαριστία δεν κοινωνεί κανένας.
Και τώρα περνάμε σε ένα πολύ λεπτό πνευματικό σημείο, που ταλανίζει επίσης την σύγχρονη Θεολογία. Μιλούν μερικοί για την Ευχαριστία ως την κοινή σύναξη κλπ, ωστόσο δεν δίνουν και τόση σημασία στον σκοπό της Θειας Ευχαριστίας, που είναι ότι μας αγιάζει το σώμα και το αίμα του Χριστού. Και εδώ γίνεται λόγος για το ίδιο το ανθρώπινο σώμα, εν προκειμένω του Χριστού, που είναι βέβαια θεωμένο: «Το σώμα του Χριστού μας πνευματοποιεί και μας κάνει να προοδεύουμε στην κοινωνία όχι μόνο με τον Χριστό, αλλά και με τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας. Και τούτο γίνεται επειδή είναι ένα σώμα θυσιασμένο και αγιασμένο, όχι μόνο καθαρό από κάθε εγωιστική κίνηση, αλλά γεμάτο με θυσιαστική ορμή για μας, γεμάτο με ορμή να μας δωρηθεί για να αποκτήσουμε και μεις αυτήν την ορμή της δωρεάς μας στο Θεό και στους άλλους ανθρώπους» (σ. 85). Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς εδώ; Ότι μας «πνευματοποιεί» ένα σώμα; Ένας νεοπλατωνικός, παλαιάς ή νέας κοπής, δεν θα μπορούσε να καταλάβει τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Ένας αναλυτικός φιλόσοφος δεν θα καταλάβαινε τίποτε.
Το σώμα του Χριστού λοιπόν είναι ένα σώμα γεμάτο «ορμή». Η φαινομενολογία έχει πει πολλά για το ανθρώπινο σώμα, με καλύτερη προσπάθεια το περίφημο βιβλίο του M.Merleau-Ponty «Η Φαινομενολογία της Αντίληψης». Μπορούμε να σκεφθούμε -και δίνει και το παράδειγμα αυτό ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, με τον λόγο του «Ει σώμα σώματι προσψαύων αλλοιούται τη ενεργεία, πώς ουκ αλλοιωθήσεται ο Θεού σώματι προσψαύων αθώοις χερσί;-, ότι, αν ένα κοινό ανθρώπινο σώμα, αγγίζοντας ένα άλλο σώμα, αλλοιώνεται «τη ενεργεία», πώς δεν θα αλλοιωθεί αυτός που αγγίζει το σώμα του Θεού με καθαρά χέρια; Η μητέρα αγγίζει με το σώμα της το παιδί και αυτό ζωογονείται. Οι ειδικοί λένε ότι, αν σε ένα βρέφος παρέχεται κανονικά τροφή, αλλά δεν το αγγίζει κανείς, τελικά αυτό αρνείται να φάει και πεθαίνει. Για το ανθρώπινο σώμα θα μπορούσε να πει κανείς τόσα πολλά.
Το σημαντικό είναι ότι ο Άγιος Δημήτριος μάς λέγει πως αυτό που έχει ορμή να ενωθεί μαζί μας δεν είναι αρχικά η «ψυχή» του Χριστού, αλλά το σώμα Του. Ακόμη και το κοινό ανθρώπινο σώμα λοιπόν, σύμφωνα με την Φαινομενολογία, έχει «ορμή». Πόσο μάλλον το σώμα του Χριστού, που είναι γεμάτο «θυσιαστική» ορμή, γεμάτο με «ορμή» να μας δωρηθεί. Όπως ξέρουμε, στους μεγάλους αγίους η χάρη περνά από την ψυχή και στο σώμα. Ο άγιος Σιλουανός του Άθω έλεγε ότι δέχθηκε τόσο μεγάλη χάρη στο σώμα, που πίστευε ότι θα μαρτυρήσει, αλλά τελικά ετελειώθη ειρηνικά. Όσοι έχουν την χάρη αισθητά και στο σώμα, το σώμα τους μετά θάνατον ευωδιάζει και μυροβλύζει- το ίδιο το σώμα του Χριστού, όμως, κατά τους Αγίους, δεν είναι απλά φορέας της χάρης, αλλά πηγή της Χάρης! Οι θεόπτες άγιοι το γνωρίζουν αυτό από άμεση εμπειρία. Αυτό υποστηρίζει και ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης στην «Εμπειρική Δογματική» του.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το σώμα του Κυρίου μας έχει αυτή την «ορμή» να δωρηθεί σε μας, να βγει από τον ίδιο Του τον εαυτό και να μας γεμίσει και μας με ορμή, γιατί είναι γεμάτο με το Άγιο Πνεύμα, που είναι Πνεύμα Κοινωνίας, Πνεύμα που δεν μπορεί να παραμείνει σε κανένα είδος συνόρων (σ. 86). Είναι το Πνεύμα που με το Σώμα του Κυρίου ακτινοβολεί στους ανθρώπους. «Από έναν άνθρωπο καθαρό στην ψυχή και το σώμα του, -αφού μόνο η καθαρότητα ολοκλήρου του ανθρώπου είναι πραγματική καθαρότητα-, ακτινοβολείται προς εμάς ένα κύμα καθαρτικής δυνάμεως. Οι λειτουργίες του σώματος του Κυρίου (εντελώς καθαρές και γι’ αυτό γεμάτες με την ορμή της δωρεάς), που έρχονται σε μας μαζί με το σώμα Του, αποτυπώνουν μια καθαρτική δύναμη στις λειτουργίες του σώματός μας, δηλαδή μια ορμή καθαρής δωρεάς προς όλες τις κατευθύνσεις», λέγει ο άγιος Δημήτριος (σ.86). Κοινωνώντας, η καθαρότητα αυτή μας κάνει ανίκητους από οποιουσδήποτε πειρασμούς προς το κακό και δυνατούς σε κάθε κίνηση προς το καλό.
Και ακολουθεί ένα φοβερό μυστήριο, που το περιγράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Κοινωνώντας, τα έργα του Χριστού εντυπώνονται στα έργα του σώματός μου. Αυτός ο ίδιος ο Χριστός γίνεται το υποκείμενο των έργων μου και εγώ το υποκείμενο των έργων Του!!! (σ.87). Φιλοσοφικά, είναι αδύνατο το υποκείμενο των δικών μου έργων να είναι ένα άλλο πρόσωπο και εγώ να είμαι το υποκείμενο των έργων εκείνου. Λέμε βέβαια π.χ. ότι μια καλή μητέρα, που δίνει εξαίρετη αγωγή στο παιδί της, όταν εκείνο μεγαλώνοντας κάνει καλά έργα, είναι σαν να τα έκανε η μητέρα του, ή ότι το παράδειγμά μου, αν είναι καλό, μπορεί να «επηρεάσει» ένα άλλο πρόσωπο, αλλά αυτά είναι μόνο ταπεινές αλληγορίες που δεν συγκρίνονται με αυτή την τρομερή πραγματικότητα: ο Χριστός γίνεται υποκείμενο των έργων μου! Η ένωση Θεού και ανθρώπου είναι ένα αδιανόητο μυστήριο. Οι άγιοι, π.χ. ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, που ζουν αισθητά αυτό το μυστήριο, ότι υποκείμενο των έργων τους είναι ο ίδιος ο Χριστός, ξεσπούν σε τέτοιο θείο έρωτα και άφατη έκσταση, που στα αυτιά ημών των πολλών φαίνονται πρωτάκουστοι- αν και οι Πατέρες λένε ότι, κοινωνώντας, όλοι πρέπει να το νιώθουμε αυτό.
Περαιτέρω, πάλι σύμφωνα με έναν λόγο του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, κοινωνώντας, «Καθένας από μας εισερχόμαστε σε μια συμφωνία αισθήσεων και πράξεων του ενός προς τον άλλον, γινόμαστε ένα σώμα αισθήσεων και προθέσεων σε διαφορετικά υλικά σώματα, γεμάτα με τον ίδιο τον Χριστό» (σ.88). Αυτό δείχνει ότι αγιαζόμενοι από το Σώμα του Κυρίου γινόμαστε «εν σώμα» οι πολλοί, ενότητα, λέγει ο άγιος, «αισθήσεων και πράξεων του ενός προς τον άλλον». Αρχίζει να υπάρχει μια βαθύτερη εσωτερική ενότητα όλων των πιστών μεταξύ τους- το εκκλησιαστικό σώμα δεν είναι δηλαδή απλά μια «συνάθροιση», αλλά βαθύτατα ενωμένο στο εσώτερο «είναι» του, για να μιλήσουμε έτσι, που είναι βέβαια ο Χριστός. Και βέβαια, επισημαίνει ο άγιος Δημήτριος, ότι σε καμία περίπτωση, παρά αυτή την βαθύτατη ένωση, δεν πρέπει να μιλάμε για σύγχυση υποστάσεων.
Ωστόσο ο άνθρωπος, όσο βαθύτατα και αν είναι αγιασμένος, ποτέ δεν μπορεί να χωρέσει μέσα του ολόκληρη την Άπειρη Αγάπη του Χριστού. Και κάτι ακόμη πιο παράξενο, ότι ακόμη και η αγάπη με την οποία απαντώ στην αγάπη του Χριστού, είναι τροφοδοτημένη από την δική Του αγάπη! (σ. 98). Βεβαία, εδώ θα ρωτήσει κανείς, «και τι βάζει ο άνθρωπος;». Θα ξεφύγουμε λίγο από το θέμα μας εδώ, για να αναφερθούμε σε έναν μεγάλο άγιο της εποχής μας, τον άγιο Πορφύριο, ο οποίος υποστήριζε ότι ακόμη και την ταπείνωση την βάζει ο Χριστός και όχι ο άνθρωπος. Κατόπιν δέχθηκε αποκάλυψη ότι την ταπείνωση την βάζει ο άνθρωπος (πατερικός όρος «συνέργεια»)- βέβαια, όπως λέγει και ο άγιος Σιλουανός, άλλη είναι η αρχική ταπείνωση του ανθρώπου, και άλλη αυτή που θα του δώσει το Άγιο Πνεύμα.
Είναι τρομερό πραγματικά να μιλάς για μια τέτοια συγκλονιστική, άφατη ένωση, δίχως σύγχυση υποστάσεων, για την οποία η Φαινομενολογία δεν μπορεί να δώσει παρά ταπεινές αλληγορίες- σαν αυτές που προείπαμε. Περαιτέρω, διά μέσου όλων μ’ αγαπά ο Χριστός, αλλά και ο Χριστός τους αγαπά διά μέσου εμού. Υπάρχει αληθής κοινωνία μεταξύ όλων. Όλοι, λοιπόν, ενεργούν σε μένα εν Χριστώ και εγώ ενεργώ σ’ όλους εν Χριστώ.
Είναι ωστόσο αληθές ότι το ανθρώπινο πρόσωπο δέχεται το σώμα του Χριστού όχι μόνο στο σώμα του, αλλά και στην ψυχή του, διότι δέχεται το σώμα του Χριστού μαζί με την ψυχή και την Θεότητά Του. Σώμα και ψυχή είναι κατά τους Πατέρες αξεδιάλυτα. Γράφει ο π. Δημήτριος, συμπυκνώνοντας σκέψεις του ιερού Δαμασκηνού: «Έτσι όπως η ψυχή μας είναι στο σώμα μας, κάπως έτσι είναι και το σώμα μας, με τις ρίζες του λόγου και των αισθήσεων, στην ψυχή μας. Αλλά τότε ακόμη περισσότερο ο αναστημένος Χριστός, δηλαδή με το σώμα άπειρα θεωμένο και εκλεπτυσμένο και επομένως αδιαχώριστο από την πληρότητα του Πνεύματος, είναι με οποιοδήποτε τρόπο και στην ψυχή μας πνευματοποιώντας την» (σ.91).
Έτσι, έχοντας τραφεί με το σώμα και το αίμα του Χριστού, πνευματοποιημένα και θεωμένα, θρέψαμε συγχρόνως και την ψυχή μας∙ έτσι ενδυναμώθηκαν με την πνευματοποίησή της και οι ρίζες του λόγου και των αισθήσεων του σώματός μας, που έχει τα τελευταία του θεμέλια μπηγμένα στο βάθος της ψυχής και δι’ αυτής στον Θεό. Ο δυαλισμός μεταξύ ψυχής και σώματος είναι ξεπερασμένος στην ενότητα του οντολογικού λόγου του ανθρωπίνου προσώπου , ο οποίος και βρίσκεται στον Θεό. Είναι λοιπόν μέγα μυστήριο η σχέση του σώματος και του αίματος του Χριστού με το δικό μας σώμα και την ψυχή. «Η ίδια η ψυχή Του θεωμένη παίρνει μαζί με την ψυχή μας τις λογικές ρίζες του σώματός μας, που βρίσκονται στην ψυχή μας. Ο αποχωρισμός της ψυχής από το σώμα δεν γίνεται ούτε στον θάνατο τόσο απόλυτα όσο τον φανταζόμαστε (σ. 92-3). Με την θεία Κοινωνία η ψυχή μας γίνεται πνευματική, δυναμώνεται σ’ αυτό που έχει ανώτερο από τη φύση κι ακόμη ανυψώνεται πάνω από τη δημιουργημένη πνευματική βαθμίδα και μπορεί να πνευματοποιήσει, όπως είπαμε, το σώμα και τις ρίζες των λόγων και των αισθήσεων που έχει αυτό στην ψυχή. Η ψυχή αποκτά έτσι μια ασύγκριτα πιο μεγάλη δύναμη πνευματοποιήσεως, εκλεπτύνσεως –και όχι εξαΰλωσης- του σώματος. Και όλα αυτά γίνονται, όπως είπαμε, διά του Αγίου Πνεύματος.
Ο άγιος Δημήτριος αναφέρει: «Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή αυτού που κοινωνεί με το σώμα του Κυρίου, είναι τόσο οικεία διαπερασμένη από το Άγιο Πνεύμα, από την θεότητα του Χριστού, ώστε τρέφοντας το ανθρώπινο σώμα δεν είναι δυνατόν να λεχτεί ότι δεν τρέφει αυτό το σώμα και με το Άγιο Πνεύμα. Μ’ αλλά λόγια το Άγιο Πνεύμα, σαν προσωπική φωτιά της Τριαδικής αγάπης, δημιουργεί από το σώμα του Κυρίου ένα οργανικό συγκρότημα από ενέργειες, με τις οποίες εκδηλώνεται αυτή η θερμότητα της αγάπης στο ανθρώπινο πεδίο, δηλαδή στις σχέσεις του ανθρώπου με τον Θεό και στις σχέσεις του ανθρώπου με τους άλλους ανθρώπους, δημιουργώντας από τα ίδια τα πρόσωπα μερικούς πομπούς της φωτιάς της αγάπης» (σ. 95).
Ο Χριστός σε κάθε πρόσωπο της εκκλησιαστικής κοινότητας, με την ευχαριστιακή μετάληψη ενοικεί στο πιο οικείο εσωτερικό του προσώπου, ως ένας αρχιερέας στο εσωτερικό ενός θυσιαστηρίου, δεχόμενες εκεί τις θυσίες του συγκεκριμένου προσώπου και προσφέροντάς τες μαζί με την δική Του στον Θεό Πατέρα.
Όλα αυτά πάντως εξυπονοούν ότι ο πιστός, όπως είπαμε στην αρχή, έχει κάνει την προσπάθεια να καθαρθεί ήδη από τα πάθη, περνώντας τον δρόμο των εντολών, δηλαδή να αυξηθεί στην αγάπη του Χριστού. Τότε μπορούμε να προσφέρουμε ως θυσία στον αρχιερέα Χριστό τους λογισμούς μας, με την πρώτη κιόλας εμφάνιση τους. Θα προσπεράσουμε αυτό το θέμα που αφορά εξειδικευμένα την νηπτική θεολογία. Και το αποκορύφωμα όλων, αφού καθαρίσει τον νου του και τους λογισμούς του ο πιστός, τότε ο Χριστός, πράγμα τρομερό και να το σκεφτεί κανείς, «εσθίει», δηλαδή κάνει δικό του το νου μας. Γινόμαστε, λέγει ο Άγιος Δημήτριος Στανιλοάε, ερμηνεύοντας τον άγιο Μάρκο τον Ασκητή, «τροφή ευχάριστη στον Χριστό» !!!
****************
Ο άγιος Δημήτριος είναι ένας ανυπέρβλητος θεολόγος. Η Φαινομενολογία γνωρίζει- μόνο αυτή από τις φιλοσοφίες-, ότι ο ένας αποτελεί την «τροφή» του άλλου σε υπαρξιακό επίπεδο. Αλλά αυτό είναι μια ταπεινή μόνο αλληγορία, του φρικτού μυστηρίου της Θείας Κοινωνίας. Και τελειώνοντας, πρέπει να επισημάνουμε ξανά ότι η Φιλοκαλία δεν νοείται χωρίς το ευχαριστιακό της πνεύμα.
Η Μετάληψη. Τμήμα από την Κοινωνία των Αποστόλων. Ψηφιδωτή παράσταση στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό. (Θεσσαλονίκη.) Μεταξύ 1310 -1320.


