Στη σύγχρονη πολιτική ζωή, ο «φασισμός» είναι ίσως η πλέον πολυχρησιμοποιημένη, κακομεταχειρισμένη και ασαφής έννοια που μεταχειρίζονται οι διάφορες πολιτικές παρατάξεις, προκειμένου να στιγματίσουν τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους. Ειδικά στη χώρα μας, το φαινόμενο έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Η εμπειρία του Hitler και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καθόρισε πραγματικά τον μεταπολεμικό κόσμο. Σήμερα, στον μεταπολεμικό κόσμο μας, ο φασισμός αποτελεί μια κατάρα του παρελθόντος, ένα πραγματικά αποκρουστικό στίγμα και μια σκληρή μομφή που σχεδόν κάθε πολιτική ιδεολογία και τάση επιχειρεί να εξαπολύσει στις υπόλοιπες. Καθότι ο φασισμός υπήρξε ο μεγάλος ηττημένος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κυρίως λόγω του εβραϊκού Ολοκαυτώματος από τον Hitler, μέχρι σήμερα διατηρεί τη δύναμή του ως λέξη που διεγείρει τους ισχυρότερους φόβους για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Είναι έτσι σαφές το πλεονέκτημα για όποιον καταφέρει να επιρρίψει αυτή τη μομφή στους πολιτικούς αντιπάλους του. Η συχνή διαπλοκή της επιστημονικής κατανόησης του φασισμού με την πολιτική δημαγωγία έχει τελικά ως συνέπεια κάθε απόπειρα επιστημονικής κατανόησης του φασισμού προσκρούει σε εδραιωμένες ιδεολογικές παραδοχές. Ωστόσο, ένα πετυχημένο προπαγανδιστικό τέχνασμα δε συνιστά αυτόματα και επιστήμη, ούτε φυσικά μια καλή επιστημονική έρευνα είναι πάντα χρήσιμη ως πολιτική προπαγάνδα. Μπορεί λοιπόν κανείς -και είναι σκόπιμο- να θέσει ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την αληθινή φύση του φασισμού, παραμερίζοντας τις διάφορες παρανοήσεις και πολιτικές σκοπιμότητες που τη συσκοτίζουν. Στην παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε να ανατρέψουμε τους πέντε πιο διαδεδομένους και δημοφιλείς μύθους σχετικά με το φασιστικό φαινόμενο.
Μύθος 1: Φασισμός είναι μόνο ο Hitler και ο Mussolini
Στην πραγματικότητα, κάθε ευρωπαϊκή χώρα κατά την εποχή του Μεσοπολέμου είχε ένα φασιστικό κίνημα: ακόμη και στη χώρα μας δραστηριοποιήθηκε για μια περίοδο το Ελληνικό Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γεωργίου Μερκούρη, θείου της Μελίνας Μερκούρη και πρώην Υπουργού. Ο φασισμός του Hitler και του Mussolini είναι απλώς τα μοναδικά κινήματα που κατόρθωσαν να μετατραπούν σε καθεστώτα. Σήμερα, η ευρωπαϊκή Άκρα Δεξιά αποτελείται από τρία κύματα: πρώτο κύμα εμφανίστηκε τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτελούνταν από υποστηρικτές των ολοκληρωτισμών που ηττήθηκαν σε αυτόν, το δεύτερο κύμα αναδύθηκε το 1970 στρεφόταν εναντίον του κράτους πρόνοιας και τασσόταν υπέρ της εθνικοπολιτισμικής κλειστότητας και τέλος, το τρίτο κύμα, που αναδύθηκε τις δεκαετίες 1990-2000, και προέτασσε έναν σοβινιστικό κρατισμό και μια λαϊκιστική (αντιμεταναστευτική ή και αντιισλαμική) κινητοποίηση. Στη χώρα μας, αυτό που θεωρείται κοινώς «Ακροδεξιά», διαιρείται επίσης σε τρία τμήματα: το φιλομοναρχικό, το οποίο βρίσκεται σε διαρκή φθίση, εκείνο που υποστηρίζει το πραξικοπηματικό καθεστώς της Επταετίας των Συνταγματαρχών, και τέλος, τη ναζιστική πτέρυγα, η μόνη γνήσια φασιστική, που είναι η πιο οργανωμένη και η δυναμικότερη όλων. Βέβαια, η εικόνα των ακροδεξιών κομμάτων στο ελληνικό κομματικό σύστημα είναι αρκετά συγκεχυμένη, καθώς υπάρχει δυσκολία διάκρισης των λαϊκιστών αντικαθεστωτικών από τους υπονομευτές του πολιτειακού συστήματος του κοινοβουλευτισμού. Το κόμμα Χρυσή Αυγή αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ναζιστικού μορφώματος.
Μύθος 2: Ο φασισμός είναι μια μορφή σοσιαλισμού
Πρόκειται για μια μομφή που χρησιμοποιείται συχνά από libertarians, νεοφιλελεύθερους και μερικές φορές, από συντηρητικούς. Ιδιαίτερα οι πρώτοι δύο τείνουν να είναι απόλυτα εχθρικοί απέναντι σε κάθε μορφή κρατικής παρέμβασης και περιορισμού του ατόμου, συνήθως χρησιμοποιούν τον όρο «σοσιαλισμός» ως συνώνυμο του κολεκτιβισμού. Αυτή τη ιδέα ουσιαστικά, απ’ όσο γνωρίζω, έγινε δημοφιλής μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του F.A. Hayek Ο δρόμος προς τη δουλεία. Σύμφωνα με τον Hayek, ο (ιταλικός) φασισμός και ο ναζισμός, οι σύγχρονες μορφές ολοκληρωτισμού που προκάλεσαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν αποτελούν απλώς φαινόμενα παρακμής συγκεκριμένων κοινωνιών, αλλά έχουν μια βαθύτερη πηγή: τον σοσιαλισμό. Ο φασισμός και ο ναζισμός συγκρούστηκαν με τον κομουνισμό όχι ως αντιτιθέμενες ιδεολογίες, αλλά ως αντίθετες σοσιαλιστικές φράξιες και η άνοδος αυτών των κινημάτων δεν επήλθε ως αντίδραση στο σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά ως αναγκαία συνέπειά του. Πιο συγκεκριμένα, τόσο ο φασισμός όσο και ο ναζισμός προκύπτουν όταν ο κομουνισμός αποδεικνύεται στη συνείδηση του λαού αυταπάτη. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο; Σε καμία περίπτωση. Ιστορικά, η αντίθεση ανάμεσα στη φασιστική ιδεολογία και στον μαρξισμό, αλλά και γενικότερα στον σοσιαλισμό, υπήρξε απόλυτη και η αντίθεση ανάμεσά τους ήταν και είναι αξεπέραστη. Ακόμη και οι σοσιαλιστικής προέλευσης οπαδοί του φασισμού, δεν ήταν γνήσιοι οπαδοί του παρά μονάχα εφόσον είχαν αποκηρύξει τις βασικές αρχές του σοσιαλισμού: την πάλη των τάξεων, την επαναστατική υπεροχή του προλεταριάτου, το όραμα για οικουμενική ελευθερία και ισότητα, την κατάργηση του κράτους και της ταξικής κοινωνίας και τέλος, τον διεθνισμό, μας λέει ο ειδικός μελετητής του φασισμού, Emilio Gentile.
Μύθος 3) Κάθε ακροδεξιά δικτατορία συνιστά «φασισμό»
Πρόκειται για έναν από τους πιο διαδεδομένους μύθους. Κάθε εθνικιστική δικτατορία χαρακτηρίζεται αδιακρίτως «φασιστική», ενώ μερικές φορές ο όρος αποδίδεται ως μομφή ακόμη και σε ηγέτες με αυταρχικές τάσεις (πχ Erdogan, Putin) Αυτό που πραγματικά ισχύει είναι ότι όλα τα φασιστικά κινήματα είναι μιλιταριστικά, δεν είναι όμως όλες οι στρατιωτικές δικτατορίες φασιστικές. Ενώ, όπως είπαμε, τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη απέκτησαν φασιστικά κινήματα στον Μεσοπόλεμο, τα μοναδικά φασιστικά κινήματα που έγιναν καθεστώτα, είναι ο ιταλικός φασισμός του Mussolini και ο ναζισμός του Hitler. Καθεστώτα όπως του Franco και του Salazar αποτελούν όχι φασιστικά αλλά αυταρχικά και ακροδεξιά καθεστώτα, τα οποία μάλιστα κατέπνιξαν τα πραγματικά φασιστικά κινήματα στις χώρες τους. Να σημειωθεί πως ο Stanley Payne θεωρεί τη δικτατορία του Μεταξά μάλλον ως μια εθνικιστική και αυταρχική διακυβέρνηση με έμφαση στη θρησκεία παρά ένα γνήσιο φασιστικό καθεστώς, καθώς δεν επεδίωξε τη ριζοσπαστικοποίηση και τον συντονισμό ολόκληρης της κοινωνίας που επιδιώκουν τα φασιστικά κινήματα.
Μύθος 4) Ο φασισμός ταυτίζεται με το «μεγάλο κεφάλαιο»
Μια επίσης διαδεδομένη ανακρίβεια, που χρησιμοποιείται πιο συχνά από την (Άκρα) Αριστερά, που εξυπηρετεί την ταύτιση του καπιταλισμού με μια ακραία και βίαιη μορφή πολιτικής συμπεριφοράς και επομένως τον στιγματισμό του. Όταν εμφανίστηκαν στην Ευρώπη τα φασιστικά κινήματα κατά τη δεκαετία του ‘20, η Τρίτη Διεθνής διατύπωσε τη θέση ότι αποτελούν την «τρομοκρατική δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου», το οποίο χρησιμοποιεί ένοπλες περιθωριακές ομάδες μικροαστών προκειμένου να αναχαιτίσει την επικείμενη άνοδο του προλεταριάτου. Φυσικά, αυτή η προσέγγιση συνδέεται με την αισιοδοξία περί της νομοτελειακά αναγκαίας επανάστασης του προλεταριάτου, που κατά τον Μεσοπόλεμο ήταν αρκετά δημοφιλής. Η Διεθνής απέτυχε να κατανοήσει την ολοκληρωτική φύση του φασισμού, τον οποίο ταύτιζε με την αστική τάξη. Επιπλέον, αυτή η ερμηνεία παραβλέπει τη λαϊκή βάση που είχε ο φασισμός, τον οποίο θεωρούσε απλά ως αναγκαίο επακόλουθο της καπιταλιστικής υπερπαραγωγής, μας λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Robert O. Paxton. Σύμφωνα με μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της ίδιας ερμηνείας (που δεν περιλαμβάνει την αισιόδοξη αιτιοκρατία της), ο φασισμός είναι μηχανισμός άμυνας που χρησιμοποιεί η αστική τάξη προκειμένου να επαναφέρει την ταξική ισορροπία σε περίοδο ισχυρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποια νομοτελειακή κατεύθυνση προς τον φασισμό, αλλά κάθε καπιταλιστικό έθνος φέρει μέσα του σπέρματα φασισμού κατά την ιμπεριαλιστική του περίοδο. Αυτό είναι μονάχα εν μέρει ορθό. Είναι φυσικά γεγονός ότι οι φασίστες δικτάτορες δεν είχαν εκδηλώσει καμία πρόθεση να καταργήσουν την καπιταλιστική ιδιοκτησία, ενώ η πολιτική τους ευνόησε από πολλές απόψεις τους καπιταλιστές βιομηχάνους, αλλά και ευνοήθηκε από αυτούς. Αν όμως ο φασισμός, όπως πρεσβεύει η μαρξιστική Άκρα Αριστερά, είναι απλώς το όργανο της αστικής τάξης, πώς εξηγείται η καταστροφική για την ελεύθερη αγορά δράση του; Και γιατί παρά τις συχνές προειδοποιήσεις της για τον κίνδυνο του φασισμού, μέχρι σήμερα, δεν έχει κατορθώσει να προβλέψει ούτε μια φορά την επικείμενη νίκη του; Σύμφωνα με έρευνες, οι πραγματικοί καπιταλιστές, ακόμη και όσοι ήταν αντιδημοκράτες, προτιμούσαν τη συνεργασία με μια απλώς απολυταρχική εξουσία παρά με τους φασίστες. Να σημειωθεί επίσης ότι ο Hitler είχε υποστηρικτές σε όλες τις τάξεις, ενώ οι περισσότερες ψήφοι υπέρ του στην ψηφοφορία του 1932 προήλθαν από τις μικρές πόλεις και την ύπαιθρο. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους υποστηρικτές του φασισμού ήταν διατεθειμένοι να αναγνωρίσουν στον σοσιαλισμό μια ορισμένη αξία. Επομένως, βασικός στόχος της φασιστικής οικονομίας δεν ήταν η απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς αλλά ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος τον οποίο οι φασίστες δικτάτορες επιθυμούσαν και προπαγάνδιζαν από την πρώτη στιγμή.
Η αισιοδοξία με την οποία η μαρξιστική ανάλυση αντιμετώπισε αρχικά τον φασισμό, ως το επιθανάτιο σκίρτημα του καπιταλισμού, ιστορικά λειτούργησε ως αυτοδιαψευδόμενη προφητεία. Συγκεκριμένα, στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του ’30, το κομουνιστικό κόμμα (KPD) αρνήθηκε την πρόταση των σοσιαλιστών (SPD) για κοινοβουλευτική συνεργασία απέναντι στον Hitler, θεωρώντας πως η νίκη των ναζί θα σηματοδοτούσε τελικά την ευκαιρία μεταστροφή της κοινής γνώμης υπέρ της Αριστεράς, επιταχύνοντας έτσι την κομουνιστική υπόθεση. Οι σχεδιαστές στρατηγικής του KPD, που είχαν επικεντρωθεί στην επερχόμενη επανάσταση, θεωρούσαν τις ενέργειες του SPD «αντικειμενικά αντεπαναστατικές», χαρακτήρισαν τους εκπροσώπους του ως «σοσιαλφασίστες» και αρνήθηκαν κάθε προοπτική συνεργασίας. Όλα αυτά δείχνουν ότι η σύνδεση του φασισμού με το μεγάλο κεφάλαιο είναι περιορισμένης αξίας και είναι γόνιμη μονάχα στον βαθμό που δεν έχει τη μορφή αιτιοκρατικής εξήγησης αλλά λαμβάνεται υπόψη από κοινού με άλλους παράγοντες.
Μύθος 5) Ο φασισμός δεν είναι μια μορφή ολοκληρωτισμού
Παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους, είναι γεγονός ότι τα φασιστικά καθεστώτα παρουσιάζουν στην πράξη αξιοσημείωτες ομοιότητες με τα κομουνιστικά. Δεν είναι λίγοι μάλιστα όσοι θα τοποθετήσουν τα αντιδημοκρατικά κινήματα του κομουνισμού και φασισμού κάτω από την κοινή έννοια του ολοκληρωτισμού. Σύμφωνα με τον περιεκτικό ορισμό του Gentile, ολοκληρωτισμός είναι:
«ένα πείραμα πολιτικής κυριαρχίας, που τέθηκε σε εφαρμογή από ένα επαναστατικό κίνημα, οργανωμένο ως κόμμα με στρατιωτική πειθαρχία, με μια καθολική αντίληψη της πολιτικής, που αποβλέπει στο μονοπώλιο της εξουσίας και που, αφού την κατακτήσει, με νόμιμα ή παράνομα μέσα, καταστρέφει ή μεταβάλλει το προηγούμενο καθεστώς και κατασκευάζει ένα καινούριο Κράτος. Αυτό το κράτος βασίζεται στο μονοκομματικό καθεστώς, με κύριο στόχο να πραγματώσει την κατάκτηση της κοινωνίας, δηλαδή την υποταγή, την ενσωμάτωση και την ομοιογενοποίηση των κυβερνωμένων, με βάση το αξίωμα του καθαρά πολιτικού χαρακτήρα της ζωής, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, ερμηνεύοντάς την σύμφωνα με τις κατηγορίες, τους μύθους και τις αξίες μιας ιδεολογίας παλιγγενεσίας, η οποία αγιοποιείται παίρνοντας τη μορφή πολιτικής θρησκείας. Έχει ως φιλοδοξία να ξαναπλάσει το άτομο και τις μάζες μέσω μιας ανθρωπολογικής επανάστασης, ώστε να αναμορφώσει το ανθρώπινο ον και να δημιουργήσει ένα νέο άνθρωπο, αφιερωμένο ψυχή τε και σώματι στην πραγματοποίηση των επαναστατικών και επεκτατικών σχεδίων του ολοκληρωτικού κόμματος, με σκοπό να δημιουργήσει ένα νέο πολιτισμό με υπερεθνικό χαρακτήρα»
Η τυπολογία του Friedrich διακρίνει έξι θεμελιώδη κοινά γνωρίσματα όλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων: μια ιδεολογία, ένα κόμμα, μυστική τρομοκρατική αστυνομία, μονοπώλιο πληροφοριών, μονοπώλιο όπλων και τέλος, κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ολοκληρωτική ιδεολογία αποτελεί ένα συνεκτικό στρώμα ιδεών, το οποίο ξεκινά από μια ολική κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας, την οποία έχει ως στόχο να ανοικοδομήσει ολοκληρωτικά, στα πρότυπα μιας ουτοπικής σύλληψης. Επιδιώκοντας την ολική μεταμόρφωση του ανθρώπου και της κοινωνίας, ο ολοκληρωτισμός έρχεται σε επαφή με αντίθετες φωνές και αποπειράται να τις φιμώσει προκειμένου να πραγματοποιήσει με θρησκευτική προσήλωση το ουτοπικό του σχέδιο (αταξική κοινωνία, εθνική αναβίωση, φυλετική καθαρότητα). Με αυτό συνδέεται μια σημαντική διάσταση κάθε ολοκληρωτικής ιδεολογίας: η χρήση συμβόλων. Τόσο το σφυροδρέπανο, όσο ο αγκυλωτός σταυρός και ο ρωμαϊκός πέλεκυς αποτελούν θετικά σύμβολα των ολοκληρωτισμών, τα οποία εκφράζουν μύθους (υπεροχή νόμων ιστορίας, εθνική ή φυλετική υπεροχή) συνοδεύονται πάντα και από αρνητικά σύμβολα: πρόκειται για τους εχθρούς του λαού (καπιταλιστές, Εβραίοι, κομουνιστές αναλόγως της μορφής του ολοκληρωτισμού), οι οποίοι οφείλουν να εξοντωθούν ή (στην καλύτερη περίπτωση) να σωφρονιστούν. Επίσης σημαντικό σύμβολο αποτελεί η φυσιογνωμία του ηγέτη. Μάλιστα, ακριβώς χάρη στα σύμβολα, τα συνθήματα («προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», «σήμερα η Γερμανία, αύριο ο κόσμος») οι μάζες σκέφτονται και αισθάνονται ανάλογα με τα ερεθίσματα που έχει επεξεργαστεί εκ των προτέρων η ολοκληρωτική ηγεσία. Μια επίσης σημαντική πτυχή των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι φυσικά το κόμμα. Συγκεκριμένα, προκειμένου να κατευθύνουν τη βούληση των μαζών, οι ολοκληρωτικοί ηγέτες σχηματίζουν ένα κόμμα, το οποίο αντιπροσωπεύει την ελίτ του κράτους και μεσολαβεί ανάμεσα στις μάζες και σ’ εκείνους. Αυτά τα κόμματα αποτελούνται από κατώτερους ηγέτες, οι οποίοι χαίρουν της εμπιστοσύνης των δικτατόρων.
Η ολοκληρωτική οργάνωση είναι ένας ιεραρχικά οργανωμένος μηχανισμός, με μικρότερα και περιορισμένα κέντρα εξουσίας κάτω από τον δικτάτορα, τα οποία έχουν στόχο να υπενθυμίζουν στη μάζα ότι ο στόχος της ιδεολογίας τους είναι η διαρκής επανάσταση. Εξαιτίας του ριζοσπαστισμού τους, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι αναγκασμένα να στηρίζονται σε τέτοιου είδους κόμματα, τα οποία διαρκώς εμφυσούν επαναστατική πνοή στη νεολαία, κάτι που γίνεται με όλο και μεγαλύτερη ορμή, όσο ισχυροποιούν τη θέση τους. Αυτό εξηγείται από τη φουτουριστική διάσταση των ολοκληρωτικών συστημάτων, που οφείλεται κυρίως στην ουτοπική τους σύλληψη για ολικό μετασχηματισμό της υπάρχουσας κοινωνίας. Μάλιστα, τα ολοκληρωτικά κόμματα υποβάλλουν ασκήσεις και δοκιμασίες για είσοδο νέων μελών, καθιστώντας έτσι ιδιαίτερη τιμή για τη νεολαία την ένταξη στο κόμμα. Η Ε.Σ.Σ.Δ. είχε ιδιαίτερη επιτυχία σε αυτό, αφού μόνο το 10% του συνολικού πληθυσμού πέτυχε την ένταξή του στο κόμμα περνώντας τις βαθμίδες («μικροί Οκτωβριστές», «Πρωτοπορία, «Κομσομόλ»). Αντίθετα, στο χιτλερικό καθεστώς, όπου οι νέοι οργανώθηκαν εξαρχής μαζικά στο κόμμα, τον αντίστοιχο ρόλο έπαιξαν αργότερα τα S.S. βασικό ρόλο για τη διατήρηση κάθε ολοκληρωτισμού, παίζει η τρομοκρατία που ενισχύει τον ψευδοθρησκευτικό ζήλο, εξοντώνοντας τους αντιφρονούντες και σκορπώντας τρόμο στον κόσμο. Αίτια για την ολοκληρωτική τρομοκρατία είναι τόσο η ολική και ουτοπική σύλληψη για τον μετασχηματισμό της υπάρχουσας κοινωνίας, όσο και οι πρακτικές ανάγκες των δικτατόρων για τη διατήρηση της εξουσίας. Ένα ακόμη στοιχείο που χαρακτηρίζει τέτοια καθεστώτα, είναι ότι η τρομοκρατία αυξάνεται όσο πιο πολύ εδραιώνεται η κυριαρχία τους: από την εξάλειψη των δημόσιων εχθρών καταλήγει στη μαζική τρομοκρατία. Αυτή η τρομοκρατία εφαρμόζεται παντού και ενισχύει τη μισαλλοδοξία και την καχυποψία, ενώ ταυτόχρονα παραλύει κάθε πιθανή αντίσταση. Ωστόσο, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν ικανοποιούνται σε μια παθητική συμμόρφωση, αλλά αντίθετα επιδιώκουν την ενθουσιώδη συμμετοχή των πολιτών τους στα τεκταινόμενα. Σε τέτοια καθεστώτα, ακόμη και η έλλειψη ενθουσιασμού προκαλεί την καχυποψία για εκείνον που την εκφράζει. Με βάση όλα τα παραπάνω, ο ιταλικός φασισμός, ο ναζισμός και ο κομουνισμός αποτελούν ολοκληρωτικές ιδεολογίες.
Συμπέρασμα
Ο φασισμός πολεμάει τον σοσιαλισμό και όμως μεταχειρίζεται τη ρητορική του, αντιπαθεί τον καπιταλισμό αλλά συμβιβάζεται πρόθυμα με την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, ενώ δε διστάζει να συνεργαστεί με συντηρητικά κινήματα παρόλο που επιθυμεί ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές. Όσες φορές κατόρθωσε να εδραιωθεί στην εξουσία, πάντα σε ένα πλαίσιο πολιτικής κρίσης και επομένως ιδεολογικής απλούστευσης και φανατισμού, ο φασισμός το πέτυχε αφενός εκμεταλλευόμενος τη διαίρεση των άλλων πολιτικών σχημάτων, αφετέρου κλείνοντας συμφέρουσες συμφωνίες με το συντηρητικό κατεστημένο, αποκαλύπτοντας τη βίαιη φύση του όταν είναι πλέον πολύ αργά. Αυτά μπόρεσε όμως να τα πετύχει μόνο όταν καθοδηγήθηκε από έναν ισχυρό και λαοπρόβλητο πολιτικό ηγέτη. Οι φασίστες ηγέτες αναδύθηκαν σε καιρούς κοινωνικοπολιτικής κρίσης και υπό το φόβο μιας κομουνιστικής επανάστασης, όταν οι άνθρωποι πίστευαν πως δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Το πνεύμα της νίκης” 1889) είναι έργο του Φραντς φον Στακ.