O τρελός μηδενισμός της εποχής μας ή μία (ακόμη) ανάγνωση του Μισέλ Ουελμπέκ

0
11285

Μία ακόμη πεζογραφική ανάγνωση του καλύτερου ίσως λογοτέχνη της γενιάς του. Η Εκμηδένιση (Αnéantir) κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα (εκδόσεις Εστίας, Αθήνα 2022). Πρόκειται για μία πολυσέλιδη οικογενειακή σάγκα (κατά το οπισθόφυλλο), που κατ’ αρχήν ξενίζει. Είναι περισσότερο προσωπικό έργο, με μία μικρότερη τάση για κοινωνικές παρεμβάσεις και σχολιασμούς, που για πολλές σελίδες θα κάνει τον αναγνώστη (που ξέρει τον Ουελμπέκ από τα άλλα έργα του) κάπως να «βαρεθεί». Η οικογενειακή ζωή ενός μικροαστού Γάλλου, δημόσιου υπαλλήλου (έστω και σε ψηλά κλιμάκια), με προβλήματα διαζυγίου και έναν πατέρα που μένει «φυτό», πόσο μπορεί να μας αφορά; 

Ο αναγνώστης πρέπει να κάνει υπομονή. Κανείς δεν ξέρει πότε θα σου ρίξει τη βόμβα ο Ουελμπέκ. Το φόντο είναι- περισσότερο από τα άλλα του έργα- η περιγραφή της κατάστασης των ηλικιωμένων πατεράδων που κλείνονται σε ιδρύματα ή αναζητούν τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους στη «θαλπωρή» της εξοχικής τους κατοικίας. Το άγχος του σύγχρονου ατόμου είναι τα γηρατειά ως κατάσταση αναστολής της καθημερινής ζωής, όχι τόσο ως προσέγγιση θανάτου. Ποιες αισθήσεις εξακολουθούν να ισχύουν στους ηλικιωμένους που παθαίνουν ανίατες ασθένειες; Ποια είναι τα δικαιώματα της αξιοπρέπειας τους σε έναν κόσμο ορθολογικά ιδρυματικό; Ο συγγραφέας ονομάζει ως μηδενισμό την απαξίωση του παρελθόντος και του παρόντος για χάρη του γίγνεσθαι, και αυτό αντανακλά στην εν τέλει απαξίωση των γηρατειών. Ο ντετερμινιστικός κόσμος των ιδρυμάτων και της κοινωνικής πρόνοιας είναι ένας κόσμος παράλογος. Οι αξιολύπητοι γέροι που πλήρωναν την κοινωνική τους ασφάλιση μία ολόκληρη ζωή, τώρα σε απόσυρση, εγκαταλειμμένοι σε ένα κράτος- πρόνοιας που δεν μπορεί να υποκαταστήσει την οικογένεια, τη φύση, τον έρωτα. Είναι μία αλληγορία του δυτικού κόσμου που είναι εξίσου γερασμένος και παρηκμασμένος, προσπαθώντας να κάνει τις αρρώστιες, και δη τις θανάσιμες αρρώστιες, επονείδιστες πληγές, που πρέπει να κρύβονται από την κοινή θέα. Στα ιδρύματα ή οπουδήποτε αλλού. Και στο τέλος το δικαίωμα στην ευθανασία ως επιστέγασμα του μακρόσυρτου μοναχικού θανάτου. 

Για να εκφράσει την αντίθεσή του σε αυτή την κατάσταση, ο συγγραφέας εμπλέκει (συντηρητικούς) ακτιβιστές κατά της τεχνητής αναπαραγωγής και της ιδρυματοποίησης. Ο ντετερμινιστικά ορθολογικός κόσμος δεν απειλείται μόνο από την εσωτερική του κατάρρευση, αλλά και από «περίεργες» τρομοκρατικές οργανώσεις που χτυπούν ψηφιακά και ενσπείρουν αγωνία στο πολιτικό σύστημα. Τρομοκρατικές επιθέσεις, εικονικές ή/και πραγματικές, στις μεταφορές από την Κίνα, σε πλοίο μεταναστών, σε κέντρα τεχνητής γονιμοποίησης, είναι βέβαιο ότι οι άγνωστοι τρομοκράτες ξέρουν κάτι περισσότερο από όλους τους άλλους.  Ο συγγραφέας μισεί την εποχή και τη γενιά του, αλλά γι’ αυτό τον λόγο την ανατέμνει με ακρίβεια χειρουργού. Είναι οι γενιές μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που στοιχειώνουν την παρούσα παράνοια: όπως αναφέρει από τον Μυσσέ (του 19ου αιώνα), «έφτασα πολύ αργά σε κόσμο γερασμένο/ από αιώνα απελπισιάς γεννιέται αιώνας δίχως φόβο». Η χαρά της γενιάς του baby boom, η λαϊκή μαζική λογοτεχνία, η χρεοκοπία της πνευματικής ελίτ, η ροκ μουσική ως πολιτιστικό προϊόν, δημιουργούν το υπόστρωμα της καθολικής εξαχρείωσης. 

Και μέσα σε όλα αυτά, οι καραβιές των μεταναστών που διακινδυνεύουν το όνειρο ζωής στην πλούσια παρακμή, η πολιτική ορθότητα του συστήματος και των μίντια, η παγκοσμιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και της πορνείας σε χώρες της Αφρικής. Η σοβαροφάνεια των ευρωπαϊστών που δεν έχουν να πούνε τίποτα. Το τέλος είναι τελείως εκρηκτικό. Η βόμβα έχει σκάσει. Ο ήρωας, διαγιγνώσκεται με καρκίνο, έχει λίγους μήνες ζωής και καλείται να αναμετρηθεί με τη ανατριχιαστική διαδικασία του θανάτου και με αυτό που έβλεπε μέχρι τότε στους γέροντες στις αναπηρικές τους καρέκλες. Αυτός θα αποχωρήσει από τον κόσμο, ενώ οι άλλοι άνθρωποι θα συνεχίσουν να ζουν και να ερωτεύονται. Μία ζωή δεν είναι ποτέ ωραία, όταν βλέπεις το τέλος της, όπως το έλεγε ο Πασκάλ. Οι μεταθανάτιες εμπειρίες του αρχέγονου φωτός θα μπορούσαν, ίσως, να τον παρηγορήσουν. Ο συγγραφέας «κλείνει το μάτι» στην Πίστη. Θαυμάζει τους Χριστιανούς που ζουν το παράλογο και δεν επιλέγουν την αυτοκτονία. Ακόμη και κάποιες new age δοξασίες με την αποθέωση της φύσης και τη μετενσάρκωση περνούν από την προσοχή του. Το σύγχρονο άτομο ασφυκτιά στον ορθολογισμό και την πολιτική ορθότητα. Επιλέγει, τραυματισμένο, τις χειρονομίες ή τη σεξουαλική συνεύρεση από την ομιλία και τα επιχειρήματα. Ο Ουελμπέκ ισορροπεί απεγνωσμένα ανάμεσα στην αναβίωση της συντηρητικής, μοναρχικής καθολικής παράδοσης και σε έναν ανθρωπισμό της συμπόνιας και της κατά βάση σεξουαλικής εναπόθεσης του ιδίου σώματος στη σύζυγο. Τα παιδιά δεν παίζουν κανένα ρόλο, διότι ο Ουελμπέκ δεν αφίσταται της εποχής του. Δεν μπορεί να ζήσει παραδοσιακά και οικογενειοκεντρικά. Είναι όπως και ο ήρωας του σε τραγικό αδιέξοδο. Μόνο ο ηρωισμός της τελευταίας φάσης πριν τον θάνατο φαίνεται να τον συγκινεί. 

Ο πραγματικός μηδενισμός και η κριτική του, ειδικά στην εποχή μας, είναι πολύτιμα «μαργαριτάρια» για πιστούς και απίστους, ίσως πολύ περισσότερο για τους πρώτους. 

«Δεν νομίζω πως ήταν στο χέρι μας ν’ αλλάξουμε τα πράγματα, της είπε τελικά. Φύσηξε ένας παγωμένος αέρας, την έσφιξε πιο δυνατά πάνω του. Όχι, γλυκέ μου. Τον κοιτούσε στα μάτια, μ’ ένα μισό χαμόγελο, αλλά μερικά δάκρυα γυάλιζαν στο πρόσωπό της, θα μας χρειάζονταν παραμυθένια ψέματα». 

Τα ψέματα μας τελείωσαν, στις εσχατιές αυτής της εποχής που ζούμε. Ο Χριστιανισμός ή θα είναι συνταρακτικός και τρομακτικός ή δεν έχει λόγους ύπαρξης.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του, γάλλου, Ζωρζ ντε λα Τουρ.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ