Ἄν μπορούσαμε νά δώσουμε τό φιλί τῆς ζωῆς στήν ἡσυχαστική πνοή τῆς ἀνάσας μας ἡ πραγματικότητα θά ἄλλαζε ὄψη.
Στροβιλιζόμαστε ἀπό θύελλες πού συμπαρασύρουν μαζί μέ τά ὑλικά τοῦ κόσμου καί τή ψυχή μας. Ξεγελιόμαστε πώς είμαστε ἕρμαια ἀναπόφευκτων ἀλλαγῶν τή στιγμή πού ὁ θάνατος παραμένει ὁ σταθερός κοινός διαιρέτης τοῦ βίου. Παγιδεύουμε τή ψυχή σέ μια θνησιγενή παραδοχή δίχως νά κατανοοῦμε πώς ἡ παρουσία ἀποτελεῖ άναστάσιμη ἀπόκριση καί θύρα καθολικότητας. Τή στιγμή πού ἡ ὕπαρξη ἀληθεύεται ὁ θάνατος θανατώνεται. Θαλασσοδερνόμαστε στά σκοτεινά βάθη ἔκπτωτης συνειδητότητας και αὐτοεξοριζόμαστε ἀπό τό φῶς τῆς κλήσεως. Κάποτε ὅμως, ἀρκεῖ μιά ρωγμή στό σκοτάδι ἀπό τό καρδιοχτύπι ἑνός μοναχικοῦ φάρου καί πρός στιγμήν δραπετεύουμε στή γραμμή ἑνός ἄλλου ὁρίζοντος. Μια ἔλξη μόλις ἀντιληπτή, κάτι σάν ἀνεπαίσθητο ὅριο πού διαχωρίζει καί ἐπισυνάπτει τήν πελαγοδρομία τοῦ βίου στό μυθικό βάθος μας. Μια ἀπρόσμενη εἰσπνοή θαύματος πού μαδᾶ τά λέπια τοῦ βλέμματος. Μια φλέβα διαισθητικῆς νήψης, σάν χέρι Θεοῦ σέ ὅραση καρδιακή. Ἐκεῖνο πού πραγματικά μᾶς συμβαίνει, εἶναι πώς ξεκλειδώνεται ὁ νόστος τοῦ ἀνθρώπου γιά αὐτό πού πραγματικά ἀφορᾶ καί ζωογονεῖ τήν ὕπαρξή του.
Ἀκροβατοῦμε πάνω σέ μιά τρίχα, τόν μίτο τοῦ μύθου μας, τό γεφύρι τῆς μοίρας μας ἐνῶ πάνωθέ του φτερουγίζουν ἄγγελοι πού ἀκατάπαυστα πασχίζουν νά ἑνώνουν τόν ἐνθάδε κόσμο μέ τόν ἐπέκεινα. Μύριες μεσιτεύουσες αὔρες δονοῦνται γιά νά μετουσιώνουν τό χοϊκό σκαρί σέ κιβωτό θαύματος. Ἀνάσες παλλόμενες μεσίστιες καί μεσίτριες ὁρατοῦ καί ἀοράτου, ρέοντος καί ζέοντος λόγου.
Ἔγκλειστη στόν ἱστορικό δίαυλο, ἀνεξάρτητα ἀπό ἁλώσεις, ἀλλοτριώσεις ἤ ἀνατάσεις καί ἀναπαύσεις πάντοτε ή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου παραμένει διψώσα. Μόλις πλησιάσει κάποιον ὁρίζοντα αὐτός μετατοπίζεται σάν τό «ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ». Σάν τή λέξη, τήν ὁποιαδήποτε λέξη πού ποτέ δέν ἐξαντλεῖ στό γράμμα τό πνεῦμα της. Ζέουσα ὅμως παραμένει στό ἀπύθμενο φρέαρ τοῦ νοῦ ἡ κλήση. «Οἱ ἥρωες προχωροῦν στά σκοτεινά». Καί ὅσο γιγαντώνεται ἡ τραγικότητα τόσο πιό δυνατά ἀναπνέει ὁ μέσα χρόνος, ὁ μύθος, τόσο πιό τεντωμένο τό τόξο τῆς ὕπαρξης. Μπορεῖ νά ἀλλάζει τό σκηνικό, ἄλλοτε κόλαση, ἄλλοτε παράδεισος, ἀλλά ὁ νόστος τοῦ ἀνθρώπου καί τό ρίγος γιά τό αἴνιγμα τῆς παρουσίας του δέν θά ξεπεραστεῖ ποτέ. Ἡ ἱστορικότητα εἶναι ἁπλῶς μιά ἀφορμή, ἕνα ἱερό ἔδαφος μαρτυρίας τῆς ὑψιδρόμου κλήσεως. Ὁ νόστος, αὐτή ἡ βαθύτερη εἰσπνοή ὡς μακρόθυμη γραμμή τοῦ ἔσω ὁρίζοντος, ὑπάρχει γιά νά φωταγωγοῦμε τήν τραγικότητα, νά ὑπερβαίνουμε τόν θάνατο, νά μετουσιωνόμαστε στήν ἀνάσταση πού ὁ Θεός ἐμπιστεύεται στό πέρασμά μας. Ὁ νόστος, ὁ πασχάλιος καρδιακός μας ὁρίζοντας, εἶναι βαθύτερος καί ἀπό τόν ἔρωτα. Γιατί εἶναι ὁ μαγνητικός πόλος τῆς χάριτος. Διαπερνᾶ τά πάντα, εἶναι ἡ φιλότητα ἡ μυστική. Διαποτίζει μέ τό καρδιοχτύπι του τή δίψα τοῦ βλέμματος. Ἑνοποιεῖ διαισθητικά τά διεστῶτα, μαρτυράει τόν ἀποφατισμό τοῦ προορισμοῦ μας. Καί καλά κρατεῖ ἔως ὅτου περάσουμε ἐκεῖ πού τά πάντα «πεπλήρωται φωτός», ἔως ὅτου κυριευμένοι ἀπό θεότητα ποῦμε «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Μέχρι τότε αὐτός ὁ ἐσωτερικός ὁρίζοντας θά’ναι ἀέναα μετατοπιζόμενος, «ἄφταστον» ἄνθος φωτός, σημεῖο ἐπαφῆς ἀλλά καί οὐρανομῆκες ὅριο, κάθε πού πιάνουμε τόν κάβο νά σύρουμε τόν χορό γιά νά ἐγγράψουμε καί νά ἐγγραφτοῦμε σέ ὁρίζοντα χάριτος.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Θανάση Μπακογιώργου.
Επιτέλους ένα κείμενο αληθινά υπαρξιακό κεντημένο σε καμβά πολύτιμο.