Αθήνα, Γενάρης του ’23, τριάντα χρόνια μετά την αναχώρηση του.
Τη λένε Ρέα Φραντζή, είναι τριάντα δύο χρόνων και μόλις έχει χωρίσει. Εγκαταλείπει ξαφνικά τα πάντα, μπαίνει σ’ ένα πλοίο και πάει στην Πάτμο. Κατά τον ίδιο τον Χρήστο Βακαλόπουλο, πρόκειται για την ιστορία μιας φυγής. Εκεί, στο ιερό νησί της Αποκάλυψης –επιλογή που προσλαμβάνει και τους ανάλογους συμβολισμούς– η ηρωίδα του μυθιστορήματος κάνει μια αναδρομή στη ζωή της. Η αναδρομή αυτή, διεισδυτική και γόνιμη, γοητεύει τόσο με την πρωτοτυπία όσο και με την ειρωνική αλήθεια της. Μπορούμε να πούμε, χωρίς υπερβολή, ότι έχουμε να κάνουμε με ένα αληθινό αριστούργημα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η Ρέα Φραντζή, βιώνει τον χωρισμό της υπαρξιακά, ως απώλεια, ως έναν μικρό θάνατο. Και αυτό την κάνει να αντικρίσει την αλήθεια της ζωής με βλέμμα καθαρό. Πηγαίνει στην Πάτμο ζητώντας να αναγνωρίσει την ιερότητα του κόσμου. «Ο Χρήστος Βακαλόπουλος με αφορμή έναν χωρισμό καταγράφει το διαζύγιο πού έχουμε πάρει από την πνευματική μας υπόσταση»[1]. Η κοπέλα αυτή ανήκει σε μια γενιά που συμμετείχε σε όλα. Είναι, όμως, μια γενιά υπεύθυνη και για μια καταστροφή. Μια γενιά αιχμάλωτη ενός τρόπου ζωής και ενός οράματος (υλιστικού πρωτίστως) από το οποίο επιβάλλεται μια ηρωική έξοδος. Αυτήν επιχειρεί η ηρωίδα. Παλεύει να μη συσχηματιστεί με τον αιώνα τούτο. «Θυμάται μια άλλη πραγματικότητα από την οποία προσπάθησε να αποσχισθεί βίαια και αυτή η πραγματικότητα παίρνει έναν άλλο χαρακτήρα μέσα της» θα πει ο Βακαλόπουλος. Νοσταλγός του αιώνιου, επιλέγει την Πάτμο, ως έναν τόπο εσωτερικής έντασης για να δράσει.
Είναι μια παράξενη γυναίκα η Ρέα. Χώρισε χωρίς να ξέρει γιατί και κατέφυγε σ’ ένα ελληνικό νησί «μπλεγμένη στα δίχτυα του αμείλικτου παρόντος, αιχμάλωτη του νικηφόρου ειρηνικού πολέμου που διεξάγει ο ξανθός κόσμος». Ο ξανθός κόσμος δεν είναι παρά το πνεύμα ενός μοντερνισμού – οδοστρωτήρα. Ο «ξανθός κόσμος» του ευρωπαϊκού βορρά και της ευρωατλαντικής Δύσης. Αυτός που επέβαλε τη δικτατορία του παρόντος υπονομεύοντας παρελθόν και μέλλον. Αυτός ο κόσμος διαρκώς υποδείκνυε στο παρόν ότι «έπρεπε να σπάσει τα δεσμά, να αγοράσει μηχανήματα, να μασουλάει κάτι όλη μέρα, να ντύνεται στα καλύτερα μαγαζιά, να διεκδικεί τα δικαιώματά του, να φωνάζει παντού το δίκιο του, να συνδικαλίζεται, να καταστρέφει ό,τι έβρισκε μπροστά του».
Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής της στην Πάτμο - έρημο του εαυτού μπροστά σε μια μικρή εκκλησία «που στέκει ξεκάρφωτη στην άκρη του γκρεμού», νιώθει την ανάγκη να κάνει τον σταυρό της. Όμως, «χιλιάδες φίλοι ψιθυρίζουν μέσα της ότι είναι μεγάλο ατόπημα να κάνεις το σταυρό σου, είναι υποκρισία... την προειδοποιούν ότι, αν ανάψει κερί, θα απομακρυνθεί από την πραγματική ζωή». Είναι αυτοί που δεν θα καταδεχτούν να ανάψουν ένα κερί ή να σταυροκοπηθούν, γιατί «τόσα ένσημα κολλημένα στο βιβλιάριο του μηδενισμού, πώς είναι δυνατό να πάνε στον βρόντο;» όπως εύστοχα έγραψε ο Κωστής Παπαγιώργης. Αυτή, όμως, κάνει τη λυτρωτική, συμβολική χειρονομία και «μπαίνει στη μικρή ξεκάρφωτη εκκλησία, ανάβει ένα κερί».
Άλλα στοιχεία, ακόμα, που αναδεικνύονται στη «Γραμμή του ορίζοντος» ως τεκμήρια μιας χαρισματικής διαίσθησης αφορούν τη μουσική που πέθανε, τον τόπο αλλά και τον ολοκληρωτισμό της εικόνας. Για τη μουσική, ο συγγραφέας αποφαίνεται μέσω της ηρωίδας του: ««έχει κουραστεί ν’ ακούει κομμάτια που τριγυρνάνε γύρω από το πτώμα της μουσικής». Γι αυτό, άλλωστε, κατέφυγε στην Πάτμο. Γιατί «είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου τα μεσάνυχτα σταματάει η μουσική». Κι αυτό, επειδή «Αυτό που λεγόταν μουσική δεν υπάρχει πια...». Ο ίδιος θα μας πει ότι στη Φωκίωνος Νέγρη υπήρχε κάποτε μουσική, ενώ σήμερα «το σύγχρονο ξανθό ηλεκτρικό τραγούδι» την έχει εκτοπίσει. Πολύσημη προσέγγιση για την τέχνη, για την ομορφιά, για το αληθινά ωραίο που με οργανωμένο τρόπο και τόση μεθοδικότητα εξολόθρευσε ο «ξανθός κόσμος».
Αλλά μάς μιλά και για τον τόπο, τη συνθηκολόγηση των πόλεων, που τώρα πια «χρειαζόντουσαν μια μουσική που να τις αποκοιμίζει διεγείροντάς τις, να τις ηρεμεί εκνευρίζοντάς τις... χρειαζόντουσαν ένα θόρυβο που θα έπαιρνε τη θέση της μουσικής και τα κατάφεραν». Η αντιδιαστολή Κυψέλης και Σαντορίνης, βέβαια, δίνει το στίγμα ότι δεν είναι ο τόπος, αλλά ο τρόπος το καθοριστικό κριτήριο για την ανίχνευση νοήματος. Το αστικό τοπίο της Κυψέλης του παρελθόντος, ως τόπος ελευθερίας, καταλαμβάνει αποφασιστικό χώρο στην ψυχή της ηρωίδας, ενώ το νησιωτικό της Σαντορίνης, παρότι ειδυλλιακό, τελεί υπό κατάληψη από τις δυνάμεις των τουριστών – κατακτητών. Άλλωστε, όπως γράφει με το γνωστό ειρωνικό του ύφος, «η ζωή συνεχίζεται, δεν υπάρχουν θερινοί κινηματογράφοι στην Ευρώπη. Στα βόρεια προάστια, εκεί συνεχίζεται ωραία η ζωή».
Τέλος, η προφητεία του Βακαλόπουλου ότι «όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες» και ότι «η ωραιότερη γυναίκα του παγκόσμιου χωριού δεν ήταν γυναίκα, αλλά φωτογραφία» οδηγεί σε μια διαπίστωση που, αν μη τι άλλο, εκπλήσσει. Φέρνοντας συνειρμικά στο νου μας τα σημερινά κοινωνικά δίκτυα και τα ναρκισσιστικά αυτοπορτρέτα, παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι «κοιτάζουν με όλο και μεγαλύτερη αδιαφορία ο ένας τις ακινητοποιημένες, βαλσαμωμένες στιγμές του άλλου». Διαβάζοντας τα παραπάνω νομίζει κανείς ότι το κείμενο είναι σημερινό και όχι γραμμένο στα 1991. Οι σύγχρονοι ειδωλολάτρες και νεολάτρες «δεν πρόκειται να σταματήσουν ποτέ να πυροβολούν με τις μηχανές τους και να σκοτώνουν όλες τις στιγμές, να τις κάνουν πόζες». Ξέρουμε, όμως, πολύ καλά πως «κανένα παχύρρευστο στρώμα εικόνων δεν πρόκειται να ξορκίσει την καταστροφή», γιατί ο καθένας δείχνει το ανάστημά του στη γειτονιά των μικρών, καθημερινών πραγμάτων. Εκεί που δεν μπορείς ούτε να κρυφτείς ούτε να κρύψεις. Στα αμακιγιάριστα τοπία της ανθρώπινης συνάφειας, της καθημερινής τριβής με το παροδικό και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό. Στον αληθινό κόσμο δηλαδή.
Στο βακαλοπουλικό σύμπαν της «Γραμμής του ορίζοντος» η Ρέα θα επιλέξει να μείνει «οριστικά απληροφόρητη και ανήμπορη στη σκιά, δίπλα στη θάλασσα», γιατί «όλες οι πληροφορίες είναι νερόβραστες... όλα τα νέα είναι οι νεκροθάφτες της πραγματικής ζωής». Σήμερα, αντί «...βυθισμένοι στην πισίνα του εαυτού μας να τριγυρνάμε μισομεθυσμένοι», παραδομένοι στις οθόνες που συρρικνώνουν το βλέμμα, μπορούμε να ατενίσουμε ένα μέλλον καλύτερο. Όπως στην εξαίσια εικόνα από το «Παραμύθι» που ο συγγραφέας αποτυπώνει τη γήινη αλλά και αιώνια αλήθεια του: «Πήγαιναν στην Aνάσταση, είχαν όλοι φωτογένεια, έβγαζαν κάτι λάμψεις, φίλαγαν σταυρωτά ο ένας τον άλλον μέσα στα πυροτεχνήματα».
Η Ρέα Φραντζή αναχωρεί....
"Ελληνίδα, αυτή τη στιγμή λείπει, κολυμπάει αργά προς τη γραμμή του ορίζοντος".
[1] Σχόλιο στην «ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΟΣ» του Χρήστου Βακαλόπουλου από την Κατερίνα Αθηνιώτη- Παπαδάκη.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Η νοσταλγός") είναι έργο του Εδουάρδου Σακαγιάν.