‘’ Συλλογίζομαι αυτόν τον άνθρωπο που για χρόνια καθότανε μπροστά στο άσπρο χαρτί, βουτούσε την πένα στο μελάνι και το μαύριζε με υπομονή, με επιμονή- το μαύριζε με τον εαυτό του. Τον συλλογίζομαι με άπειρη συμπόνια. Αποτρόπαιο’’.
Γιώργος Σεφέρης, Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη, Πρώτη Νύχτα.
Το βλέμμα στεριώνει στην αγρύπνια των κάθετων λιοπυριών, στην αμοιβαιότητα των πόθων και των σταυρώσεων. Χωρίς να ελπίζει σε τίποτα παρά μονάχα στην αντίδοση της ελπίδας, στη ξαστεριά του θαύματος. Μία κατάφαση και αυτή να ριζώσεις στα ξέφωτα του καημού σου. Καθώς στέκεται το θαύμα ολόρθο, τόσο που οι λέξεις αφανίζονται εμπρός του, γίνονται αυτό που είναι, η αγάπη πριν καν υπάρξει η λέξη αγάπη. Το βλέμμα γεννά τη λέξη, που’ναι αυτή το νόημά του κι ύστερα γίνεται γλώσσα για να μαρτυρήσει όλα εκείνα που χαράζουν έξω μου κι εντός μου, σα καύσωνας που’ρχεται να κουρνιάσει πάνω στα βλέφαρα πριν το ξεπόρτισμα του ήλιου.
Ποτίζω τη γλώσσα, όπως ποτίζω τις ελπίδες μου.
Αυτά που μέσα στο κορμί μου είμαι και με ορίζουν, που θεριεύουν με την ουσία τους τις ρίζες μου. Κι η γλώσσα, τα κλαριά που απλώνονται για να αγγίξω το διπλανό μου δεντρό, το μικρό αυτό θεριό που μου θροΐζει και τανύζεται ζητώντας με. Ψηλαφώντας το δικό μου θρόισμα, τη δική μου δίψα, τη δική μου ρίζα. Ο πλησίον μου. Που’χει πλέξει το διάβα του με το δικό μου διάβα κι ανάσα του ποτισμένη την ίδια προσμονή με τη δική μου.
Ταΐζω την αγριάδα της μονάδας μου. Τη μέρα και τη νύχτα μου, το αγρίμι το ανήμερο που είμαι ο εαυτός μου, σιωπηλά λέγοντας τα λόγια, σιωπηλά πάντα, διαβάζοντάς τα πριν τα ακουμπήσω στα χείλη μου, κάνοντας τον καημό αίμα στη φλέβα, λατρεύοντας τις σιωπηλές εικόνες καταμεσής στον θόρυβο του κόσμου, μη βαστώντας τα λόγια που δεν αγαπιόνται απ’άλλα λόγια. Σηκώνοντας μόνος κι έρημος το κορμί στα φιλιατρά της κούρασης.
Ξημερώνει ο καημός στη ματιά αντάμα με τον ήλιο, όσο το’χεις να ορίζεις τον εαυτό ως υποψία αγάπης κι όσο τολμάς- καημένε- να πιεις απ’το νερό, που σβήνει τις κατάρες εκείνες, που άλλοτε σου’μαθαν να δέχεσαι γελώντας.
Εντός μου υπάρχει ό,τι θα υπάρξει. Λέγω καημό, τις λέξεις που ακόμα δεν ειπώθηκαν. Που δε τις βρήκαμε κι όμως την απουσία τους τη νιώθουμε όταν πεθάνουμε κι όταν ερωτευτούμε. Ακόμα κι έτσι δε μου στερεί κανείς τον ήλιο. Τα φύλλα μου ζητούν τους ουρανούς πίσω απ΄τις πάχνες. Διαβάζω το φως μέσα στη νύχτα, ακούω να αντηχεί η ρίζα μου μες τα μελίγγια μου. Πονάω να μην είμαι, και πώς να μην είναι κανείς. ‘’Λίγο ακόμα και θα ανασάνεις’’: ακατάπαυστα λέω τον ίδιο σκοπό, ώσπου να μαζευτούν τριγύρω μου οι λέξεις λόφοι, να γίνουν οι προμαχώνες μου απέναντι στην απεραντοσύνη των ουρανών.
Είμαι ξαφνιασμένο δέντρο. Ξαφνιασμένο στη βολή του ανέμου, ψυχή απόμερη και φαντασμένη, μολύβι που δε κοιμάται και στα όνειρά του βλέπει εφιάλτες κόλλες ολόλευκες να του κουνούν αισχρά τη γλώσσα. Χαρτιά έτοιμα να γιομίσουν αίματα, που ξεχειλίζουν απ΄τα μάτια κι από τα δάχτυλά μου. Τη νύχτα λέει ο μύθος πως τα μολύβια δε κοιμόνται, μονάχα τρέχουν ολόγυρα στο τραπέζι σα τρελά, κάτω από τη πάντοτε αναμμένη λάμπα. Κάθε μολύβι γεννιέται μεγάλο και πεθαίνει μικρό. Κι έτσι όπως σβήνει τελειώνει κι η ιστορία του που’χουμε πάντα να τη διηγούμαστε, χωρίς να σώζουμε όμως μιλιά για τα κουράγια του. Το θάρρος του να στέκεται όρθιο μέσα στα ιδρωμένα δάχτυλά σου, που μουσκεύουν το ξυλένιο κορμί του, καθώς τραβά το δρομολόγιό του, χωρίς ανάσα, χωρίς ξεστράτισμα. Τα μολύβια που χάνονται πρέπει να τα πενθείς και να θυμάσαι πάντοτε τη συντροφιά τους, όταν κοιτάς τα λόγια σου. Και πάνω απ’όλα να θυμάσαι τους ανθρώπους που συνόδευσαν μέχρι τέλους στη μάχη αυτή με το μέσα τους και με τα πράγματα. Κι ύστερα να θάβονται στο χώμα, μαζί σου, καθώς ξαποσταίνεις τον εγωισμό σου στη ράχη τους.
Δέντρο ή ξυλοκόπος. Αγύρτης, αρνητής αδίστακτος της γλύκας της ψυχής μου, της ομορφιάς μου προδότης. Κρεμαστής ή κρεμασμένος. Θηλιά ή λαιμός. Το ναι και το όχι, μαζί και η άβυσσος που στηρίζεται ανάμεσώ τους κι αρμόζει κόσμο. Ο νηστευτής του πάθους, μαζί κι ο τρυγητής της σάρκινής μου δίψας. Η ψυχωμένη σάρκα, κι η σαρκωμένη ψυχή. Η έξοδος κι η πίστη. Η υπομονή κι η αγανάκτηση, που’ναι αγία αυτή, κι απ΄την υπομονή αγιοτέρα, καημός θεοφίλητος, σα τη χριστοποιό λόξα.
Όσο κι αν δεν αντέχω το ότι είμαι, τόσο γρυλίζω μέσα μου και ξεφαντώνω τον θάνατό μου. Καθώς στέκομαι ολόμπροστά μου και φοβούμαι ακούγοντας τη φωνή μου να’ρχεται ευθεία απ΄τα μέσα μου, καταπάνω μου. Μία αμφιβολία ριζωμένη στους κροτάφους. Μα ελπίζει η αμφιβολία μου και βλασταίνει κι ανοίγει ρίζες πάνω στα άπαρτα κάστρα του πόνου. Κουνιέται μέσα μου το φως και πλάθεται σκοτάδι, και το σκοτάδι ξερνά κάτι που ακόμα δε γνωρίζω. Πονώ για ό,τι δε γέννησε και δε πήρε πίσω το χώμα.
Γυρνώ στη μυρωδιά των δέντρων, στο τυφλωμένο χάδι της αγρύπνιας των κορμιών, που γίνονται ένα με τη μυρωδιά του ουρανού, ως το μαράζι που είναι η ζωή χωρίς τον θάνατο, σα το προτετελεσμένο μιας ζωής χωρίς το πένθος. Ακόμη και το γέλιο σου να το στεριώνεις με το υλικό του πένθους, σκορπώντας τις χαρές σου εδώ κι εκεί σα στάρι. Ζαχάρωσε τη γεύση του πόνου, κάνε τη σα τα γλυκά κόκκινα κοκοράκια των πανηγυριών, να τη δαγκώσω άγρια.
Το σπίρτο φωτίζει περισσότερο κι απ’ το φεγγάρι. Παραστάτης θερμός της ανυπομονησίας, ζηλωτής αγέρωχος κακών έργων. Προστάτης της αλκοολικής μου υποστατικότητας, της οινοπνευματικής μου ουσίας, του χαρακτήρα που ανοίγει το στόμα μου και σκάβει με λέξεις χαντάκια στον αέρα. Ένα όλον, αποσπασματικό.
Χαϊδεύουν τα χθεσινά πουλιά τα κλωνάρια μου. Τα ταΐζω με τα ψίχουλα απ΄το καρβέλι των ημερών, που πέρασαν χωρίς να αγαπηθούν. Κι εγώ τρώω το πρωί το μήλο της ανυπακοής και το βράδυ γυρεύω τον δρόμο που βγάζει στου ουρανού την όψη, ακολουθώντας το αντήχημα μες τα φαράγγια του εαυτού μου και τους αστερισμούς του τόπου μου. Εντός μαίνεται η νύχτα που μένει για να φοβίζει τις ημικρανίες μου και πάσα μέριμνα βιοτική που εξαντλεί και στερεύει τα λόγια στις άκρες των δαχτύλων μου.
Ο αέρας φυσά κι η θάλασσα στο μάτι μου κρατά έναν ανάγλυφο σφυγμό ακινησίας. Η ώρα που το μολύβι πέφτει βαριά στο γαλανό, στο ασημί του λιόδεντρου και στον καημό του πεύκου. Το καλοκαίρι ήταν άλλοτε μια- κάποια παρηγοριά. Τώρα μονάχα ετούτο το τετράδιο ίσα να φτιάξεις δύο προτάσεις της προκοπής, κι εσύ να το παρατάς για τούτον ή εκείνον τον ανάρμοστο λόγο. Πόσες χαμένες ώρες, θυσία στη κούραση της ψυχή σου, που σε κερνά μια- δυο ώρες ανύπαρκτο κι ιδρωμένο ύπνο, τα μεσημέρια. Η απόφαση ύστερα να σηκωθείς από το μουσκεμένο στρώμα, ώσπου να πιείς έναν καφέ, λαχταρώντας ένα τσιγαράκι, όσο διαβάζεις σκάρτα καμιά ώρα.
Να’ σαι μόνος για να μπορείς απροσχημάτιστα να βουτάς στη θάλασσά σου. Όπως κοιτάζεις προς το χθες και βλέπεις τη χαρά σου αμήχανα νευρόσπαστη να αναπαύεται σε λίγα άσπρα βότσαλα, σε λίγη θάλασσα, σε μια λουρίδα φως, σε ένα βιβλίο. Στο διαυγές απήχημα της ύπαρξής σου που γνωρίζει τη σιωπή μέσα στα λόγια και στη βουή της Συγγρού και του Αμαρουσίου.
Ή τον Μάρτη. Τον Μάρτη, που τα λεμόνια κρέμονται στα δέντρα σαν ήλιοι, στα περιβόλια στην άλλη άκρη της πολιτείας. Ένα κορίτσι τριγυρνά ανάμεσά τους, ανάμεσα στις λεμονιές και στα πεύκα, κρατώντας στα δυο του χέρια μια βάρκα βαμμένη γαλάζια. Το κορίτσι φορά ένα γαλάζιο φόρεμα, όμοιο το’ χει με της βάρκας, σα το χρώμα του ουρανού και της θαλάσσης. Αφήνει το γαλάζιο βαρκάκι στην ακρογιαλιά, κι ύστερα σηκώνει το φόρεμα πάνω απ’ τα γόνατα να μη το βρέξει, ίσα να σπρώξει το σκαρί στα ανοιχτά. Τώρα το καραβάκι ανοίχτηκε κι όλο μακραίνουν τα πεύκα στο γιαλό και τα νερά αγριεύουν. Το κορίτσι κοιτά ως τα πέρα, κι ύστερα ψάχνει τους αστερισμούς για να μαντέψει του καραβιού τη ρότα. Έχει δύο ήλιους καρφωμένους μες τα μάτια του, δύο κατακίτρινα λεμόνια. Το νερό που γλύφει τους πρόποδες της μεγάλης πολιτείας, πότισε τη καρίνα και τα σχοινιά, κι ίσως ξανάρθει, λέει. Ίσως ξανάρθει, όταν τα πεύκα τα αττικά τα μεσημέρια του Ιούλη πιάνουν σκοπό κάτω από του ήλιου την βασιλεία την ασάλευτο. Ίσως γυρίσει απ’ το ταξίδι του, όταν ο ουρανός γιομίσει χαρταετούς, με τρελαμένα στα αφτιά τους σκουλαρίκια. Ίσως πάλι να βρει τον δρόμο του και να κινήσει για τις δικές μας θάλασσες, όταν ο άνεμος ποτίσει κοκκινόχωμα και γιασεμί. Τότε θα τρέξουν τα παιδιά κατά τη θάλασσα φωνάζοντας, γελώντας και θα ρωτήσουν το κορίτσι αν βλέπει στον ορίζοντα να’ ρχεται εκείνο το ολοπάλαβο βαρκάκι. Κι εκείνο βότσαλο απ’ της θαλάσσης τον βυθό θα πάρει και φέρνοντάς το στα δυο του χείλια, θα γλείψει από πάνω του όλη την ποντική αρμύρα, ώσπου να μείνει στα χείλη του απάνω, όλη η ψυχή του βότσαλου. Τότε σιωπή θα ανατείλει, και τα παιδιά θα κάτσουνε ολόγυρα να ακούσουνε τη λέξη. Το κορίτσι λέξη δε θα πει, μόνο θα μείνει να κοιτά τη θάλασσά μας, που γυρνά ανάμεσα στα δέντρα ψιθυρίζοντας, με μάτια σα δυο ήλιους, σα δυο ξανθά λεμόνια, όμοια με τα λεμόνια που σκαρφαλώνουν στα δέντρα μας, στην άλλη άκρη της Πολιτείας, του Μάρτη τις μέρες. Φωνή θα βγάλει το βότσαλο τότε και θα κράξει: - Ψυχή δε μου’ μεινε. Όλη η ψυχή μου εκάθισε στου κοριτσιού τα χείλη. Εγώ ήμουν το βότσαλο ‘κείνο, που το βαρκάκι έριξε πίσω του καθώς σαλπάριζε. Κι ο ήλιος με κατεδίκασε σκληρά σα δίκαιος που’ ναι, σα παντεπόπτης ρήγας, να’ χω για μέρα γιορτινή μου τούτη τη μέρα τη σημερινή, μέρα της άγιας Πίκρας. Με κατεδίκασε σκληρά, να παραδέρνω στον ποντικό τον πάτο, εγώ, που θα’ μουν πέτρα, θα’ μουν λιθάρι κραταιό και ακρογωνιαίο, να αφήνουν πάνω μου τα ίχνη τους, των κοριτσιών τα γυμνά πόδια, καθώς γυρνούν μέσα στα λεμονοπερίβολα τις μέρες του Μάρτη, που οι καρδιές ορθώνονται στον ουρανό- έτσι να κάνουνε- να αρπάξουνε απ΄τα μαλλιά τον ήλιο.
Καθώς έφευγες- δέξου το- σου’ φταναν μονάχαν τα βιβλία σου, ένα τετράδιο, δύο- τρία γραφικά σου. Στα περιθώρια να διορθώνεις με μολύβι κι αλλού να συμπληρώνεις, κάνοντας υπακοή στο τυπικό του λόγου, μετρώντας λέξεις στο κομποσκοίνι σου σα την ευχή των καλογήρων στην ασβεστωμένη πεζούλα του μοναστηριού.
Τέτοιο καιρό το Κάιρο είναι άθλιο κι ο άνεμος με δαιμονίζει. Γι’ αλλού δεν έχει μέχρι νεωτέρας. Θα μάθουμε εδώ να λέμε τα πράγματα και να τα κάνουμε με άλλες λέξεις. Δεν είναι μάταιο το πράμα αυτό της ακραίας σου αγάπης, να αφήσεις κάτι που να ακούει στο όνομά σου. Μια εγωιστικά ακραία αγάπη, που το’ χει να φτάνει στο θάνατο.
Κι εσείς, θα γράφετε πάντα, όπως ανοίγει κανείς τις φλέβες του.
πρωτοδημοσιύτηκε στο περιοδικό Manifesto
πηγή: Aντίφωνο