Ένα πρωί του 1978, σε μια από τις πρώτες τους «κοπάνες», τέσσερις μαθητές της Δευτέρας Γυμνασίου βρέθηκαν στο σπίτι ενός απ' αυτούς (του Ιορδάνη Τρ.), όπου μέχρι το μεσημέρι άκουγαν παλιούς δίσκους του Στέλιου Καζαντζίδη. Λίγες ημέρες μετά, ένα από τα παιδιά εκείνης της παρέας, αυτός που γράφει τούτες τις γραμμές, αγόραζε έναν από τους πρώτους του δίσκους βινυλίου. Το περίφημο 33 στροφών lp «Υπάρχω» έπαιζε για μέρες σ' ένα σπίτι που ως τότε ακούγονταν Θεοδωράκης, Χατζιδάκις και Αττίκ.
Ουδέποτε υπήρξα οπαδός μιας άκαμπτης αντικειμενικής αισθητικής αλλά ούτε με έπεισαν ποτέ οι φυγόπονες θεωρίες της πλαδαρής υποκειμενικότητας. Στην περίπτωση του Στέλιου Καζαντζίδη, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά ότι μιλούμε για ένα αδιανόητο μέγεθος φωνής, όμοιο του οποίου δεν γνώρισε ο ελληνικός εικοστός αιώνας. Στον περί ου ο λόγος δίσκο, σε ένα τραγούδι με τίτλο «Τι θέλεις από μένανε» (στο οποίο ο Καζαντζίδης, σχεδόν «αναιρώντας» την κεντρική... διακήρυξή του, τραγουδά «για σένα δεν υπάρχω πια»), μπορεί κανείς να ακούσει πώς αλλάζει διαρκώς μουσικές κλίμακες χωρίς να παίρνει ανάσα ενώ η φωνή του εκτινάσσεται με απίστευτο τρόπο από τον βυζαντινό πλάγιο ήχο σε οκτάβες βαρύτονου όπερας. Πέρα από την φωνή όμως. Στον Καζαντζίδη έχουμε τη ρητή αποτύπωση της ιωνικής μας ψυχής που ο κόμπος του λυγμού της πνιγόταν και ποτέ δεν έγινε κλάψα (όπως εύκολα και άκριτα κάποιοι νόμισαν) αλλά ένα σιωπηλό, σχεδόν ανέκφραστο δάκρυ. Γνωρίζω πως κάποιοι χαμογελούν και μόνο με το άκουσμα της λέξης «ψυχή». Προτιμούν πιο εγκεφαλικούς όρους, ακόμη και αυτοί που εμπιστεύονται τη ζωή τους σε ψυχ-αναλυτές και ψυχ-ιάτρους. Ας το πούμε λοιπόν και με πιο θετικούς όρους. Στον κόσμο του Καζαντζίδη, τον κόσμο εντός του τετραγώνου που ορίζουν η προσφυγιά, η αντίσταση, η εργασία και η μετανάστευση, οι απόκληροι, είτε τις «Άπονες εξουσίες» τραγουδούν είτε τις «Φάμπρικες της Γερμανίας» αναλογίζονται, ούτε θρηνούν, ούτε γονατίζουν. Διαμαρτύρονται και αγωνίζονται. Και δεν αγωνίζονται με τον κουτοπόνηρο τρόπο της μεταπολίτευσης, για να αρπάξουν κανένα κοψίδι από το τραπέζι της δανεικής ευωχίας αλλά τιμώντας τα λόγια τους με πράξεις και πληρώνοντας στο ακέραιο τις επιλογές τους και τον πόθο τους για μια «καινούργια κοινωνία άλληνε».
Δεν ξέρω πώς προσλαμβάνουν αυτόν τον κόσμο οι νεώτεροι. Αναδυόμενος ωστόσο στο σήμερα (χάρη στην αξιοπρεπή ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου και την εξαιρετική παρουσία του Βορειοηπειρώτη -και αυτό δεν είναι χωρίς σημασία- Χρ. Μάστορα) ο Καζαντζίδης, μέσα από τις «ρωγμές» της παρακμάζουσας οριστικά μεταπολιτευτικής ευημερίας, φέρνει ξανά στη συζήτηση λαϊκές αξίες που μένουν πεισματικά ισχυρές στον τόπο της ελληνικής μνήμης, όσο κι αν συκοφαντούνται ως «μακρυγιαννικές» ή «τοξικές». Σε εκείνο τον απωθημένο και (για πολλούς που θεωρούν ότι ξέφυγαν από αυτόν) απωθητικό κόσμο, τον άλλοτε ονειρικό και άλλοτε εφιαλτικό, όπου οι γειτονιές, ακόμη κι όταν σχηματίζονταν από παράγκες, μοσχοβολούσαν βασιλικό κι ασβέστη και όχι ούρα, κάρι και πλαστικό. Η Ελλάδα στο μεταξύ έχει και πάλι μετανάστες μα δεν έχει πια καημό της ξενιτιάς. Έχει φτώχεια μα δεν έχει πια τραγούδι για αυτήν. Πόσοι δημιουργοί έχουν σήμερα τη γενναιότητα εκείνου να πούνε «άει σιχτίρ» στην εταιρεία και να πάνε για ψάρεμα; Όσο για τον λυγμό της ερωτικής ματαίωσης, πόσοι δεν παρασύρθηκαν από τη χυδαιότητα του σκυλάδικου, την ελαφρότητα της τηλεόρασης και, εσχάτως, την παράνοια του διαδικτύου;
Είναι πολύς καιρός πια που είμαστε ένας τόπος που δεν θέλει να θυμάται από πού έρχεται και δεν ξέρει πού να πάει. Οι λυγμικές αποστροφές της φωνής του Καζαντζίδη μάς το θύμισαν. Να βρίσκεις τη δύναμη να ξεκινάς και πάλι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία για έναν άνθρωπο, για έναν λαό. Το παιδί εκείνο που μεγάλωσε στους λασπόδρομους της Νέας Ιωνίας και είδε πώς αντιφεγγίζονταν σ' αυτούς οι καθαρές ψυχές της προσφυγιάς και της εργασίας, δεν έγινε τυχαία η φωνή και η καρδιά ενός ολόκληρου λαού. Ο ορθός λόγος θα ηττάται πάντα από την φύση.
Εξαιρετικό κείμενο. Πολύ βαθύ και στοχαστικό!