Δύο συζητήσεις αφιερωμένες σε μια πολύ ιδιόμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα θεολογική παρέα. Πρόκειται για τους Βασίλη Αδραχτά, Δημήτρη Αρκάδα, Δημήτρη Μπεκριδάκη και Δημήτρη Ουλή, που συζητούν με τον Βασίλη Ξυδιά για την κοινή πνευματική περιπέτειά τους, για τη «δική τους» θεολογική ματιά, όπως τη διαμόρφωσαν – ή μάλλον, όπως αυτή τους διαμόρφωσε – σαν παρέα με έναν κοινό θεολογικό προβληματισμό.
Είναι μια ιστορία που αρχίζει κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν οι τέσσερεις είχαν ήδη ολοκληρώσει τις αρχικές θεολογικές τους σπουδές, και ολοκληρώνει έναν πρώτο κύκλο στις αρχές του νέου αιώνα, με τα πρώτα προσωπικά τους βιβλία. Από κει και πέρα ο καθένας έχει τη δική του πορεία, κρατώντας πάντα την επαφή και τον διάλογο με τους υπόλοιπους.
Αυτό που τους ένωσε εξ αρχής και συνεχίζει να τους ενώνει είναι η σπουδή της χριστιανικής θεολογίας σε στενή συνάφεια με τις σύγχρονες ανθρωπιστικές επιστήμες και με τις προκλήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας.
Στο Α΄ μέρος η συζήτηση ξεκινά από το κοινό βιβλίο των Δ. Αρκάδα και Δ. Μπεκριδάκη «Λόγος Σκληρός: Κεφάλαια τοξικής θεολογίας» (Εξάντας, 2002), εστιάζοντας σε αυτό που οι ίδιοι μάς περιγράφουν ως κρίση της εκκλησίας, της ενορίας και της θεολογίας στα χρόνια της αρχιερατείας Χριστόδουλου. Υπ’ αυτό το πρίσμα θέτουν υπό το φως της κριτικής πολλά από τα σύγχρονα θεολογικά μας «αυτονόητα». Σιγά Σιγά η συζήτηση επεκτείνεται με τη συνδρομή και των υπόλοιπων της παρέας. Γίνεται λόγος για τον εθνοκεντρισμό και τον αναχρονιστικό φονταμενταλισμό των «συντηρητικών», αλλά και για την πρόσδεση της «προοδευτικής» θεολογίας στον φιλελευθερισμό και στους νεοφιλελεύθερους μύθους του ατομισμού, του δικαιωματισμού και της «νέας πνευματικότητας». Πολλά μάλιστα από τα φαινόμενα της δήθεν hardcore-ορθόδοξης θεολογίας, όπως ο «γεροντισμός», η «θεραπευτική θεολογία» και πολλά άλλα, δεν τα αποδίδουν τόσο σε μια εμμονή στην πραγματική παράδοση, όσο σε μια ιδιότυπη αιχμαλωσία των «παραδοσιακών» από το εκσυγχρονιστικό πνεύμα του new age και από τη λογική του θεάματος. Κεντρικό ερώτημα σε όλη τη συζήτηση είναι το «υποκείμενο της ιερότητας».
Στο Β΄ μέρος η συζήτηση ξεκινά από το βιβλίο του Δ. Ουλή, «Ο έρωτας και η νεοπλατωνίνη: Μια θεολογία της σωματικής επαφής» (Εξάντας, 2001). Το θέμα του είναι η σεξουαλικότητα και ειδικότερα οι προγαμιαίες σχέσεις και ο τρόπος που η εκκλησία τις αντιμετωπίζει. Με τη συμμετοχή και των υπολοίπων η συζήτηση επεκτείνεται στην κριτική θεώρηση βασικών θεολογικών ζητημάτων, όπως η θεολογία του Προσώπου και η σχέση ιστορικότητας και εσχατολογίας, στη σχέση πατερικής και βιβλικής θεολογίας, με ειδικότερες αναφορές στους Χρ. Γιανναρά, Ν. Νησιώτη, Σ. Αγουρίδη κ.ά. Τίθεται τέλος το ερώτημα για τον τρόπο που οι τέσσερεις θα προσέγγιζαν τα πράγματα με τη δική τους θεολογική ματιά. Γίνεται λόγος για «μηδενιστική εσχατολογία», για τη συναίρεση της ανθρώπινης πράξης με τη «θεία αυθαιρεσία», για το μήνυμα του ευαγγελίου και το «θέλημα του Πατρός» που μένει να ανακαλυφθεί σε κάθε εποχή, είτε από τον καθένα χωριστά, είτε στο πλαίσιο μιας κοινής πορείας. Δεν καταλήξαμε. Είναι μια συζήτηση που μένει να συνεχιστεί.
ΣΗΜ. Επειδή στη συζήτηση, ιδίως στο Β΄ μέρος, υπάρχουν αρκετές κριτικές αναφορές στο έργο του Χρήστου Γιανναρά, ας σημειωθεί ότι τα δύο αυτά βίντεο γυρίστηκαν στις αρχές του καλοκαιρού του 2024, πριν την εκδημία του μεγάλου αυτού θεολόγου.
Κι όμως, η μεγαλύτερη απόκλιση (πραγματική απειλή) από την εκκλησιαστική γνησιότητα, καθ’ όλη την μεταπολιτευτική πενηνταετία, δεν ήταν η, καταγγελλόμενη εδώ, επιφανειακότητα της εκκλησιολογίας Χριστοδούλου.
Ριζική απειλή, ήταν η απόπειρα κατάποσής της από την υπερμοντέρνα (παρα)πνευματικότητα – της οποίας γνωστότερη, εν Ελλάδι, εκπροσώπηση υπήρξε το περιοδικό “God and Religion”. Μια… μικροϊστορία που περιέργως ἐχει, έκτοτε, εξαφανιστεί από όλες τις αφηγήσεις!
Να έρχονται λοιπόν, σήμερα, μερικά από τα επιφανέστερα στελέχη εκείνου του εγχειρήματος για να ασκήσουν μηδενιστική κριτική (ή μήπως δεν είναι μηδενιστικό να ισοπεδώνουν – ιδού – ακόμα και τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο ; ) εναντίον δικαίων και αδίκων, αποτελεί ένα διάβημα απελπισμένο ήδη ακόμα κι από τον ίδιο του τον εαυτό.
Η μεγαλύτερη απόκλιση από την Εκκλησιαστική γνησιότητα ήταν και είναι τα οικουμενιστικα ανοίγματα της διοικούσας εκκλησίας, οι συμπροσευχες με αιρετικούς και η ανοχή -αποδοχή της Ουνίας από το φανάρι. Όχι;
Αυτή την ανοχή-αποδοχή της Ουνίας από το Φανάρι πού την είδατε;
Έτσι, για να ΄χουμε ένα καλό ερώτημα…
Μήπως θα έπρεπε να αναθεωρήσουμε κάπως την κριτική στον μακαριστό. Καθώς στην Ελλάδα, εχθρός του κακού είναι το χειρότερο, και ύστερα από δεκαετίες- μεγαλώνοντας πια-, έχοντας δε πίσω μας τις γιουγκοσλαβικές σφαγές και τα ουκρανικά πραξικοπήματα, νομίζω ότι αξίζει μία αποκατάσταση του μακαριστού, πολιτικού τύπου. Ίσως θεολογικά όχι, αλλά- εντάξει- δεν είμαστε και ως Χριστιανοί στην εποχή των πρώτων αιώνων, ούτως ή άλλως!
Πολύ ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Πολύτιμη βοήθεια για να να ξαναδούμε, να ξανασκεφτούμε και να επανεπεξεργαστούμε τι είναι όλα αυτά που έχουμε ζήσει τόσα χρόνια στον χώρο αυτό…
Περιμένω με ενδιαφέρον και το δεύτερο μέρος.
Προς theo: 1) προλογηση του οικουμενικού Πατριάρχη σε βιβλίο του “αρχιεπισκόπου” ουνιτων προσφάτως, 2) συνάντηση τους τέλος Αυγούστου όπου ο εν λόγω αρχιεπίσκοπος δήλωσε: ” ο Ουνίτης Αρχιεπίσκοπος σχολιάζοντας την κίνηση του Πατριάρχη τόνισε: “Για μένα προσωπικά, είναι ένα σημάδι ότι η Μητέρα Εκκλησία αντιμετωπίζει την κόρη της με προσοχή, και εμείς ως αντιμετωπίζουμε την Μητέρα Εκκλησία με σεβασμό. Αλλά και το να λάβεις ενα εγκόλπιο από τα χέρια του Πατριάρχη είναι ένα σημάδι αναγνώρισης της επισκοπικής αξιοπρέπειας όχι μόνο για μένα, αλλά για την Εκκλησία μας”. 3) Χλιαρή θέση του ζητήματος στις συνομιλίες Φαναρίου -Βατικανου. Εάν σας ενδιαφέρει θα βρω και άλλα.
Ευχαριστώ για την ενημέρωση.