Σκοπός της χριστιανικής ζωής, όπως τόσο ωραία έχει παρουσιασθεί από τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, είναι να επιτρέψουμε στο Άγιο Πνεύμα να μάς ενώσει με τον Θεό, μεταξύ μας και με όλα. Αυτό συμβαίνει κατεξοχήν μέσα στην Εκκλησία που ως Κυριακό Σώμα είναι, κατά τον Απόστολο Παύλο, ο Άγιος Ναός του Θεού. Το Πανάγιο Πνεύμα, που αναπαύεται να κατοικεί στην Εκκλησία, χορηγεί σε Αυτήν τα πάντα και μάς κάνει όλους εντός της Εκκλησίας ένα με τον Χριστό, όπως Αυτός είναι ένα με τον Πατέρα (Α΄Κορ., γ΄, 22-23). Η Εκκλησία, ιδιαιτέρως κατά την Ευχαριστιακή Σύναξη, συνιστά χώρο και τρόπο ελεύθερης κυκλοφορίας του Παναγίου Πνεύματος που μάς ανοίγει τον ένα στον άλλο και μάς ενώνει με όλους και όλα.
Το Πανάγιο Πνεύμα διαφοροποιεί τα μέλη του Εκκλησιαστικού Σώματος διανέμοντας στο καθένα και άλλο χάρισμα (Α΄Κορ. ιβ΄, 7) με σκοπό την αλληλοσυμπληρωματικότητα των μελών της Εκκλησίας και την ενότητά τους προς δόξαν Θεού (Α΄Κορ. ιβ΄, 18-27). Το κάθε μέλος της Εκκλησίας μεριμνά τότε για το άλλο όπως ακριβώς για τον ίδιο του τον εαυτό, λυπάται στις θλίψεις του και χαίρεται στη χαρά του, αφού ως μέλος του αυτού Σώματος η θλίψη του άλλου είναι αναγκαστικά και δικιά μου θλίψη κι η χαρά του άλλου είναι και δικιά μου χαρά. Το άνοιγμα της αγάπης του ενός προς τον άλλο αυξάνει, έτσι, την εκκλησιαστική μας ενότητα και συνιστά την κατεξοχήν οδό προς την τελειότητα για την οποία πλαστήκαμε οι άνθρωποι (Α΄Κορ. ιβ΄, 31).
Η αλληλοσυμπληρωματικότητα των μελών του Εκκλησιαστικού Σώματος μάς επιτρέπει να ξεπερνούμε ακόμα και τον θάνατο. Χάρις στην Ανάσταση του Χριστού, συναγμένοι στην Ευχαριστία, βρισκόμαστε σε ανοιχτή επικοινωνία ζώντες και κεκοιμημένοι (Α΄Κορ. ιε΄, 29), επικοινωνία που μέλλεται να αυξηθεί κι άλλο με τον θάνατό μας και ιδίως με την τελική ανάστασή μας εφόσον βέβαια παραμείνουμε ενωμένοι με τον Χριστό μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής μας (Α΄Κορ. ιε΄, 50-54). Ο Θεός έχει ετοιμάσει Αιώνια Βασιλεία για όσους τον αγαπήσουν, που ξεπερνάει τις δυνάμεις του ανθρώπου να την γνωρίσει από τώρα, εντούτοις το Πανάγιο Πνεύμα, υπενθυμίζει ο Απόστολος, επιτρέπει στα μέλη του Σώματος του Χριστού πρόγευση της Βασιλείας κατά το μέτρο του ανοίγματός μας ο ένας προς τον άλλο και του καθενός μας προς τον Θεό (Α΄Κορ., β΄, 9-10).
Όμως ενώ το Πανάγιο Πνεύμα ενεργεί ώστε να μάς ανοίξει τον ένα στον άλλο και να μάς ενώσει με τον Χριστό και μεταξύ μας, τα πάθη μας λειτουργούν ως εμπόδια στην ενοποιητική δύναμη του Παναγίου Πνεύματος και αυξάνουν την κλειστότητα του καθενός μας με αποτέλεσμα να μάς χωρίζουν (Α΄Κορ. γ΄., 3 και 21). Συγκεκριμένα, η ειδωλολατρία, η πορνεία, το να εκπειράζουμε τον Θεό όπως επίσης και ο γογγυσμός μας στις θλίψεις διασπούν, κατά τον Απόστολο (Α΄Κορ. ι΄., 7-10), την ενότητα του καθενός μας και την μεταξύ μας ενότητα και εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία του Αγίου Πνεύματος μέσα μας και ανάμεσά μας.
Η μέριμνα του Παύλου να μην σκανδαλίζουμε τους αδελφούς οφείλεται στην πεποίθησή του ότι επειδή είμαστε ένα Σώμα [= ένας άρτος] και τρεφόμαστε από τον ίδιο άρτο [= το Σώμα του Χριστού, (Α΄Κορ., ι΄ 17)], ο σκανδαλισμός του αδελφού εμποδίζει να δοξάζεται ο Θεός μέσω της ενότητας που οφείλουμε να έχουμε μεταξύ μας. Αντίθετα η έγνοια της αγάπης μας για τον άλλο περισσότερο από όσο για τον ίδιο μας τον εαυτό (Α΄Κορ., ι΄, 24) επιτρέπει την ανεμπόδιστη κυκλοφορία του Αγίου Πνεύματος μέσα μας και μεταξύ μας. Για παράδειγμα, επισημαίνει ο Απόστολος, ο δυνατός στην πίστη που προστατεύει τους ακόμα αδύνατους στην πίστη τους (Α΄Κορ. η΄., 12-13), όπως επίσης ο σεβασμός του άνδρα προς την γυναίκα του και της γυναίκας προς τον άνδρα της (Α΄Κορ. ια΄., 5-12), συμβάλλουν στην απρόσκοπτη κυκλοφορία του Παναγίου Πνεύματος κατά την λατρευτική σύναξη.
Ο Παύλος, με κίνδυνο να κατηγορηθεί ως ανόητος, προβάλλει τον εαυτό του ως παράδειγμα ανοίγματος προς τον Χριστό και προς τους αδελφούς του (Α΄ Κορ. ιά, 1). Είναι εύκολο να παρεξηγήσουμε τον Παύλο αν δεν αντιληφθούμε την οπτική γωνία από την οποία μιλάει για τον εαυτό του. Συγκεκριμένα, ο Παύλος συνήθως μιλάει στις Επιστολές του για τον πνευματικό του εαυτό σαν αυτός να είναι κάποιου άλλου. Αυτός ο Άλλος είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός που, καθώς είμαστε μέλη Του εν Αγίω Πνεύματι, είναι περισσότερο δικός μας κι από τον ίδιο μας τον εαυτό κι ως τέτοιος είναι, κατά τον Απόστολο, ο μόνος που έχει το δικαίωμα να μάς κρίνει (Α΄ Κορ., δ΄, 4-5).
Για τον Απόστολο είναι συνεπώς δεδομένο αυτό που σχεδόν για όλους εμάς είναι ακόμα ζητούμενο. Από ανάγκη να προσφέρει στους πιστούς ένα κατορθωμένο πρότυπο χριστιανικού ανοίγματος προς τον Θεό και τους αδελφούς, ο Παύλος προβάλλει τον εν Χριστώ πνευματικό εαυτό του ως παράδειγμα προς μίμηση υπογραμμίζοντας όμως πάντα μετ’ επιτάσεως πως ό,τι καλό υπήρξε ο ίδιος και έκανε δεν είναι δικό του αλλά έργο της Θείας Χάριτος (Α΄Κορ. ιέ, 10).
Ο Απόστολος γνωρίζει ότι προβάλλοντας τον εαυτό του ως πρότυπο ενώσεως με τον Χριστό θέτει σε κίνδυνο τους πνευματικούς θησαυρούς που η παρουσία του Κυρίου μέσα του εν Αγίω Πνεύματι τού εμπιστεύθηκε, το κάνει όμως αυτό με αυτοθυσία ώστε να μάς κερδίσει για τον Κύριο. Κι ο Κύριος, που βλέπει την αυτοθυσία του να τα χάσει όλα ώστε Εκείνος να κερδίσει έστω κι έναν ακόμα πιστό, τού προστατεύει τους πνευματικούς του θησαυρούς και τους πολλαπλασιάζει. Ο Παύλος μοιάζει να έζησε μέσα σε αυτό το θαύμα: Κάθε στιγμή ήταν έτοιμος να τα θυσιάσει όλα, καταδικάζοντας ακόμα και τον εαυτό του στην Κόλαση, αρκεί ο Χριστός να κερδίσει κι άλλους αν όχι όλους μας.
Κύρια μέριμνα του Παύλου είναι, έτσι, όχι μόνο να μην φέρει πρόσκομμα στο Ευαγγέλιο του Χριστού αλλά πώς θα ενώσει όσο το δυνατόν περισσότερους με τον Κύριο. (Α΄Κορ., θ΄, 18-23). Στην πραγματικότητα ο Παύλος κρύβεται πίσω από τον Χριστό ώστε να μην προβάλλεται ο ίδιος αλλά ο Χριστός και ο Χριστός που είδε την ταπείνωση του Παύλου τον δόξασε όσο ελάχιστους από τους Αποστόλους Του.
Ο Χριστός ανέδειξε τον Παύλο σε υπόδειγμα πνευματικής πατρότητας. Ο Χριστός δίδαξε στον Παύλο να μειώνεται ο ίδιος ώστε να μπορεί να αυξάνεται ο Χριστός στα πνευματικά τέκνα του Παύλου (Α΄Κορ., δ΄, 10-15). Η ποιμαντική εμπειρία του Αποστόλου Παύλου επιβεβαιώθηκε στο διάβα των αιώνων από την ποιμαντική εμπειρία των Αγίων μας: Η πνευματική αύξηση του πνευματικού τέκνου εν Χριστώ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την καθαρτική μείωση του πνευματικού πατέρα του με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο Χριστός και στους δύο. Υπ’ αυτή την άποψη η σχέση του πνευματικού πατέρα με το πνευματικό του τέκνο οφείλει να αποτελεί προνομιακό τόπο ανεμπόδιστης κυκλοφορίας του Παναγίου Πνεύματος με σημαντικά πνευματικά οφέλη, όπου αυτό κατορθώνεται, για ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας.
Ο Παύλος μιλά με τη δύναμη που του δίνει το Πνεύμα του Θεού ώστε να πείθεται όποιος τον ακούει όχι από την κατ’ άνθρωπο σοφία αυτών που λέει αλλά από τη θεία δύναμη που μεταδίδουν όλα όσα λέει. Γιατί αν, αλίμονο, τα λόγια μας είναι απλώς φορέας ανθρώπινης σοφίας, κινδυνεύουν να οδηγήσουν όποιον μας ακούει έως τον θαυμασμό για όσα λέμε κι ακόμα χειρότερα σε ειδωλολατρία με αντικείμενο λατρείας το πρόσωπό μας, ενώ εάν τα λόγια μας είναι φορέας θείας δυνάμεως, αυτή μόνο μπορεί να κινητοποιήσει το πνεύμα αυτού που μάς ακούει και να το στρέψει σε λατρεία του Παναγίου Θεού που τότε σώζει μαζί και μονομιάς κι αυτόν που λέει κι όσους τον ακούνε (Α΄ Κορ., β΄, 4-5).
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Βελγίου.
Εικόνα αγιογραφημένη από τον Δημήτρη Σαριδάκη: Ο Απόστολος_Παύλος στην Κρήτη.