Η πορώδης Νάπολη και η σχολή της Φρανκφούρτης 

0
36

Μια από τις πιο γόνιμες συναντήσεις στην ιστορία της φιλοσοφίας σημειώθηκε όταν ορισμένοι Γερμανοί στοχαστές ήρθαν σε επαφή με τον πορώδη, όπως τον αποκάλεσαν, τρόπο ζωής στην ιταλική πόλη Νάπολη, στα μέσα με τέλη της δεκαετίας του 1920.Οι Γερμανοί αυτοί στοχαστές ακολουθήσαν μια μακρόχρονη παράδοση ανάλογων επισκέψεων στον ιταλικό Νότο από άλλους συμπατριώτες τους, με χαρακτηριστικότερους τον Γκαίτε, τον Χάινε και τον Νίτσε. 

Ο Walter Benjamin,ο Ernst Bloch,ο Theodor Adorno και άλλοι που επισκέφθηκαν την Νάπολη την δεκαετία του 1920 συγκροτούν, ως γνωστόν, μια ομάδα που αποκλήθηκε σχολή της Φρανκφούρτης. Ήταν νέοι, Γερμανοεβραίοι και μαρξιστές και ήθελαν να επισκεφθούν την πόλη του ιταλικού Νότου, όχι μόνον για το κλίμα της και τους πολιτισμικούς της θησαυρούς, αλλά και γιατί η ζωή εκεί ήταν φθηνότερη από την ζωή στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης, με τον υπερπληθωρισμό της. 

Το ιταλικό περιβάλλον επέδρασε καταλυτικά στην πνευματική ζωή των μελών της σχολής της Φρανκφούρτης. Οι στοχαστές αυτοί προέρχονταν από την Γερμανία, μια από τις πιο αναπτυγμένες χώρες της εποχής. Στην Νάπολη συνάντησαν μια κοινωνία που αντιστέκονταν πεισματικά στον εκσυγχρονισμό της και την νεωτερικότητα. Η μεταμορφωτική εμπειρία των ταξιδιών στην Νάπολη έγινε η βάση σημαντικών κατοπινών φιλοσοφικών έργων που είχαν ως προκείμενη την ανοιχτότητα της πορώδους ναπολιτάνικης ζωής. *** 

Οι πρώτοι που έκαναν λόγο για τον πορώδη χαρακτήρα της ζωής στην Νάπολη ήταν ο Walter Benjamin και η Asja Lacis, μια Λετονή σκηνοθέτης Θεάτρου. Οι δυο τους γνωρίσθηκαν και ερωτεύθηκαν στην πόλη του ιταλικού Νότου. Το 1925 συνέγραψαν από κοινού μια μελέτη για τις εμπειρίες τους στην Νάπολη. Δυστυχώς το έργο αυτό υπάρχει μόνον στα γαλλικά και τα γερμανικά, γλώσσες που δεν κατέχω, και γι’ αυτό τις πληροφορίες τις σχετικές με την μελέτη του Benjamin και της Lacis τις αντλώ  από δυο πηγές που αναφέρονται στο τέλος του παρόντος άρθρου. 

Η απουσία σταθερών και παγιωμένων περιγραμμάτων, τόσο στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία της Νάπολης όσο και στην δομή της κοινωνίας της, συνιστούν την πορώδη φύση της. Εδώ οι αυστηρές διακρίσεις μεταξύ ιερού και βέβηλου και δημόσιου και ιδιωτικού δεν υφίστανται. Επ’ αυτού είναι χαρακτηριστικό ένα στιγμιότυπο που περιγράφουν ο  Benjamin και η Lacis. Πρόκειται για έναν ιερέα που ήταν ένοχος για ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά και χλευάζονταν από το πλήθος  σε έναν δρόμο της Νάπολης. Όταν, όμως, μια γαμήλια πομπή άρχισε να διασχίζει τον ίδιο δρόμο και ο ιερέας ευλόγησε το  ζευγάρι των νεονύμφων οι χλευάζοντες έπεσαν στα γόνατα τους και έκαναν τον σταυρό τους. Ο βέβηλος λόγος μεταμορφώνεται ξαφνικά σε αναγνώριση του ιερού σχήματος του κληρικού και αναδύεται μια ευλάβεια προς την μέχρι τότε χλευαζόμενη θρησκευτική αυθεντία. 

Κατά τον Benjamin και την Lacis η αλληλοδιείσδυση ιερού και βέβηλου διαπερνά εκτός των άλλων και την οργάνωση του χρόνου στην πόλη. Δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ εορταστικών και μη ημερών και μεταξύ Κυριακών και καθημερινών, καθώς όλες οι ημέρες χαρακτηρίζονται από το ίδιο περίπου μείγμα ραθυμίας και δραστηριοποίησης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η υλική επιτυχία δεν είναι προϊόν της ατομικής προσπάθειας και συνέπειας αλλά φαίνεται να εξαρτάται περισσότερο από την θεία πρόνοια, με αποτέλεσμα η  επιχειρηματική δραστηριότητα να προσομοιάζει με τυχερό παιχνίδι. 

Η πορώδης ναπολιτάνικη ζωή υπονομεύει και την διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού πέραν της διάκρισης ιερού και βέβηλου. Οι ναπολιτάνοι διάγουν την ζωή τους στους δρόμους της πόλης κυρίως και οι δρόμοι τους δεν ξεχωρίζουν σαφώς από τις κατοικίες τους. Το πορώδες στοιχείο της ναπολιτάνικης  ζωής αντιπαρατίθεται προς την ορθολογικότητα της νεωτερικότητας, τις σαφώς οριοθετημένες δραστηριότητες και τους αυστηρά διαχωρισμένους χώρους που προορίζονται αποκλειστικά για το εμπόριο, την κατοικία και τις θρησκευτικές τελετές. 

Η οργάνωση και η σύνταξη του ίδιου του κειμένου της μελέτης για την Νάπολη που συνέγραψαν ο Benjamin και η Lacis, αποτελεί ένα πορτραίτο της περιγραφόμενης πόλης. Το κείμενο δεν είναι οργανωμένο γραμμικά και σωρευτικά, σε καλά αφορισμένες από νοηματική άποψη παραγράφους, αλλά αντίθετα είναι δομημένο συνειρμικά. 

Η παραπάνω μελέτη άσκησε έντονη επίδραση στο έργο ενός άλλου ταξιδιώτη στον ιταλικό Νότο, του Ernst Bloch. Η προσέγγιση του Bloch διαφέρει όμως κατά το ότι θεωρεί πως το πορώδες στοιχείο της ναπολιτάνικης ζωής δεν είναι αποκλειστικό  προνόμιο της Νάπολης αλλά χαρακτηρίζει την ιταλική κουλτούρα στο σύνολο της. Ο Bloch αντιπαραθέτει την νεοκλασική πρόσληψη της ιταλικής κουλτούρας που υιοθετήθηκε από τους Γερμανούς ελληνιστές, με τις καθαρές της γραμμές, προς την κουλτούρα του Μπαρόκ με τα πορώδη του περιγράμματα. Κάνει περαιτέρω αναφορά σε μια ευρεία γκάμα Μεσογειακών επιρροών στην ιταλική κουλτούρα: Βυζαντινών, Ισπανικών και Μουσουλμανικών και τονίζει τον υβριδικό και ανομοιογενή της χαρακτήρα. 

*** 

Στην Ιταλία, την ίδια περίοδο που ελάμβαναν χώρα οι πνευματικές αναζητήσεις των μελών της σχολής της Φρανκφούρτης, εδραιώνονταν το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι και φυλακίζονταν ένας άλλος σημαντικώτατος, αν και άγνωστος στον κύκλο των Γερμανοεβραίων στοχαστών Ιταλός μαρξιστής, ο Αντόνιο Γκράμσι. 

Για τον Γκράμσι η στερεότυπη εικόνα του καθυστερημένου ιταλικού Νότου που παρασιτεί εις βάρος του ιταλικού Βορρά ήταν απλώς προπαγάνδα. Ο Βορράς στην πραγματικότητα εκμεταλλεύονταν τον Νότο ως αποικία του, ως πηγή αγροτικών προϊόντων και φθηνών εργατικών χεριών. Η Ιταλία κυριαρχείται κατά τον Ιταλό μαρξιστή από μια συμμαχία μεταξύ των βιομηχάνων του Βορρά και των γαιοκτημόνων του Νότου. Ο Γκράμσι πρότεινε την συνεργασία των προλεταρίων του Βορρά και των αγροτών του Νότου ως διαλεκτικό αντίποδα της κυρίαρχης συμμαχίας. Εμπόδιο στην συνεργασία των λαϊκών τάξεων ήταν κατά τον Γκράμσι η διανόηση του Νότου με κύριο εκπρόσωπο της τον ιδεαλιστή φιλόσοφο Benedetto Croce. 

Παρά τις διαφορές τους, και ο Γκράμσι και ο Croce τονίζουν ότι ο Βορράς και ο Νότος της Ιταλίας δεν είναι δυο ξεχωριστές οντότητες, αλλά αλληλοδιαπλεκόμενα στοιχεία ενός και του αυτού έθνους-κράτους και μιας εθνικής οικονομίας. Υπάρχει μια συμβιωτική  σχέση μεταξύ των βιομηχανικών περιοχών του Βορρά και των αγροτικών του Νότου, ώστε να μην μπορεί η Ιταλία να αντιμετωπίζεται σαν το εντελώς «άλλο» του βορειοευρωπαϊκού καπιταλισμού. 

Και στο πολιτισμικό πεδίο η νεωτερική κουλτούρα ηγεμονεύει πάνω στις προαναφερθείσες παραδόσεις (βυζαντινή, ισπανική και μουσουλμανική) και τις αλλοτριώνει σε ένα βαθμό. Παρά ταύτα ο ναπολιτάνικος τρόπος ζωής των αρχών του 20ου αιώνα αποτελεί ζωντανή  συναίρεση τόσο του φασισμού όσο και του φιλελευθερισμού. Ο φασισμός ασπάζεται ένα -υποτίθεται- συμπαγές κοινωνικό όλον ενώ ο φιλελευθερισμός δίνει έμφαση στον ατομοκεντρισμό  εις βάρος του δικτύου σχέσεων στους κόλπους των οποίων είναι ενσωματωμένο το άτομο. Στην Νάπολη της δεκαετίας του 1920 τα όρια μεταξύ ατομικού και συλλογικού είναι όμως διαπερατά και πορώδη. 

Πηγές 

The surprisingly sunny origins of the Frankfurt school. By Thomas Meaney. New Yorker. November 25,2024 

Porosity and the transnational: Travelling theory between Naples and Frankfurt. By Douglas Smith. Forum for modern language studies Vol.57, No.2 April 2021. 

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ