Ζούμε εδώ και πολλά χρόνια ακόμη υπό την επιρροή ενός ρεύματος που επιθυμεί την εσωτερίκευση μίας νέας ιδεολογίας και ενός νέου τρόπου ζωής εν Ελλάδι· τούτο το ρεύμα το ονοματίζουν οι κήρυκές του ως Διαφωτισμό, ορθολογισμό και τα όμοια με αυτά. Αυτό το ρεύμα υπήρξε έως επικυρίαρχο επί πολλά έτη. Βασικά εχθρευόταν “κάθε τι το παλιό”, την παράδοση ή, καλύτερα, ό,τι του φαινόταν ως παράδοση που σχετιζόταν κατ’ εξοχήν με την Εκκλησία, την οποία εξ άλλου συνδέει με τον “Μεσαίωνα”· δηλαδή αυτό που ορισμένοι Γάλλοι ουμανιστές του 18ου αιώνα επινόησαν προπαγανδιστικά ως ”Moyen Age”, για να το σχετίσουν αντιθετικά με τους λεγόμενους Νέους Χρόνους.
Ο Ευ. Παπανούτσος, όντας φιλόσοφος και θεολόγος, αλλά όχι ρητά Χριστιανός -ως προχωρημένη ηλικία τουλάχιστον-, έγραψε κάπου (στα “Μέτρα της εποχής μας”) πως “ο φιλόσοφος του Μεσαίωνα είναι ο Αριστοτέλης” και πως πάντως το κυριότερο στοιχείο του “Μεσαίωνα” είναι η καταπιεστική πολιτική εξουσία της ιεραρχίας της “εκκλησίας”· μόνη αυτή η ανάληψη κοσμικής εξουσίας από κληρικό χαρακτηρίζεται ως “μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον” από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και Φιλοκαλιστή μέγα, που ακολουθεί ένα δρόμο ριζικά διαφορετικό από την επιβολή της Εκκλησίας ως Civitate Dei του Αυγουστίνου πάνω στην Πολιτεία. Συνεπώς, ένας Διαφωτισμός αυτού του είδους που εξελίχθηκε στην Ευρώπη και ιδίως, αν όχι αποκλειστικά, στην Γαλλία, δεν θα μπορούσε ποτέ να ανθίσει εγχώρια. Άλλωστε, όπως ο Κώστας Ουράνης γράφει σε ένα άρθρο του για την κυρίαρχη και πλέον δημοφιλή μορφή του γαλλικού Διαφωτισμού, τον Βολταίρο, αυτός έγινε δημοφιλής χάρις στους λιβέλλους, τα δοκίμια και τα “άρθρα” του, όπου “πήρε θέση απέναντι στους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς της εποχής του και, κυριότερα, απέναντι στην θρησκεία - και, πιο συγκεκριμένα, στον καθολικισμό.
Και η “θέση” αυτή ήταν: υποστήριξη και διάδοση φιλελεύθερων ιδεών και υπονόμευση της επίδρασης του καθολικού κλήρου και της ισχύος του μέσα στο κράτος και την κοινωνία”. Ο Βολταίρος, που μεταφράστηκε και κριτικαρίστηκε εκτενέστατα από τον μέγα Φωτιστή του Γένους και δάσκαλο της Αθωνιάδας -όπου σπούδασε και ο Πατροκοσμάς ο Αιτωλός- Ευγένιο τον Βούλγαρι, έχει ελεγχθεί συχνότατα για λιβελλογραφία, προπαγανδιστική χρήση των πηγών, αλλά αυτή ήταν, φαίνεται, και η ίδια η πρόθεσή του: αποσιωπά πράγματα και πρόσωπα, παραμορφώνει άλλα και κατά τον Ουράνη “δεν επεδίωξε την διάδοση των ιδεών του με την θεωρητική τους ανάπτυξη, την επιχειρηματολογία ή την πειστικότητα. Χρησιμοποίησε [..] ένα δηλητηριώδες μίγμα -σπινθηροβόλας ειρωνείας και καυστικού σαρκασμού”. Ο ίδιος αλλού του καταλογίζει μονομέρεια ως ιστορικού, έργο στο οποίο δεν ήταν μεγάλος ακόμη και στο σπουδαιότερο του έργο που αναφέρεται στον Λουδοβίκο ΙΔ’, διότι δεν “είχε αναπτύξει παράλληλα και το ηθικό και θρησκευτικό μεγαλείο που χαρακτηρίζει αυτόν τον αιώνα(17ον)” (“Δικοί μας και ξένοι”, ΙΙΙ, σσ.72-73).
Αυτό το ρεύμα πάντως κατόρθωσε όντως μια κάποια εσωτερίκευση αυτής της ιδεολογίας: ο Ίβαν Ίλλιτς έγραφε σχετικά ότι η ιδεολογία των εκπαιδευτικών είναι -στην εποχή του σχολειού- η κυρίαρχη ιδεολογία και η μη-αφομοίωσή της μέσα από την επίσημη εκπαίδευση εγγυάται μία τιμωρία χειρότερη από αυτήν της “σπανιόλικης Ιεράς Εξέτασης”. Παρόμοια ίσχυσε και τα τελευταία έτη: η ιδεολογία των εκπαιδευτικών, των πανεπιστημιακών, των αρθρογραφούντων στον Τύπο (θυμηθείτε, στην καλύτερη περίπτωση, τον όψιμο Μ. Πλωρίτη, λ.χ.) έτεινε να επιβληθεί βίαια στην ελληνική κοινωνία. Αυτό που θέλουμε να δείξουμε εδώ είναι αφ’ ενός η εσωτερική ασυνέπεια του ιδεολογικού αυτού ρεύματος, αφ’ ετέρου δε η άγνοια εκ μέρους του του κινήματος του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, τέλος δε η συνάφεια του τελευταίου με την Χριστιανοσύνη.
Εσωτερική ασυνέπεια
Ο Ζακ Ελλύλ γράφει στην εκπληκτική και γνήσια απομυθευτική “μεταμόρφωση του αστού” (εκδ. Νησίδες) του: “Μέχρι την αστική εποχή και τους συγγραφείς ή πολιτικούς της εποχής εκείνης, πρόοδος δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από κίνηση προς τα εμπρός και κυριολεκτικά αύξηση. Αλλά πρόκειται τόσο για την πρόοδο του καλού όσο και για την πρόοδο του κακού. Μόνο τον 18ο αι. αρχίζουν ορισμένοι να μιλούν για πρόοδο του ανθρώπινου Πνεύματος γενικά (Φοντενέλ[Fontenelle]), για πρόοδο του Λόγου (Βολταίρος), πρόοδο του πολιτισμού (Τυργκό[Turgot]), πρόοδο των επιστημών (Εγκυκλοπαίδεια). Η ιδέα μιας προόδου του ανθρώπου εγγεγραμμένης στην ιστορία του γεννιέται τον αιώνα του Διαφωτισμού, και δεν είναι παρακινδυνευμένο να υποστηρίξουμε ότι αυτός ο Διαφωτισμός ήταν αστικός.”
Η ιδέα της προόδου ή της προόδου κατ’αυτήν την έννοια εμφανίζεται ακριβώς στον αιώνα του Διαφωτισμού, λοιπόν. Πού βρίσκεται, όμως, η πρόοδος του Λόγου, των επιστημών, του ανθρωπίνου Πνεύματος, αν υποθέσουμε ότι πράγματι υπάρχει και δεν είναι ένα μύθευμα -όπως καταδείχνει ο εξαιρετικός καθ. Κρίστοφερ Λας στο “Ο αληθινός και μοναδικός παράδεισος: η πρόοδος και οι επικριτές της”; Ο Διαφωτισμός, και ειδικότερα ο γαλλικός, που μας ενδιαφέρει εδώ, ξεπεράστηκε, εγκαταλείφθηκε, έως καθολικώς, ξέφτισε. Υπέρβαση του Διαφωτισμού υπήρξε ο Ρομαντισμός ως κίνημα ευρωπαϊκό· είναι το τελευταίο κίνημα ίσως που υπήρξε και ήταν καθολικό, επί παντός και όχι εντός της τέχνης ή δεν εξέφραζε μια σαφή “παρακμή του αστικού πολιτισμού”. Ο μοντερνισμός ήδη που έπεται έχει ένα σαφή μηδενισμό· την περίοδο της εμφάνισης του μοντερνισμού έγιναν και οι δύο “μηδενιστικές επαναστάσεις”, η σοβιετική και η ναζιστική.
Με βάση την συλλογιστική αυτή, λοιπόν, πρόδηλα και ο Ρομαντισμός είναι ανώτερος από τον Διαφωτισμό. Είναι καλύτερος κατ’ αρχή, διότι είναι μεταγενέστερος, διότι έπεται και διότι αναμφίβολα κυριάρχησε ιστορικά. Ο Μπερντιάεφ, που έχει χαρακτηριστεί ως συνεχιστής του Ρομαντικού Κινήματος στο “για την κοινωνική ανισότητα”, το κωδικοποιεί αυτό ενώ γράφει εκεί για την δημιουργική νίκη επί των “ορθολογιστικών φώτων” του Ρομαντισμού, στα 1918/23: “Η επιστροφή στον ορθολογισμό, που ακολουθεί αυτή την δημιουργική νίκη, πρέπει να θεωρηθεί σαν μια αντίδραση της σκέψης, με την πιο αρνητική σημασία του όρου. ” Προσέξτε τον όρο “αντίδραση”. Αντίδραση, πρόοδος, προοδευτικός, συντηρητικός, πρωτοπορία, οπισθοδρόμηση κ.λπ. είναι όροι που νοούνται από την κοσμοθεωρία του Διαφωτιστή, του πιστού στην ιδέα της “προόδου”. Η πρόοδος, κάποιας μορφής, υπάρχει και στον χριστιανο ρομαντικό Νοβάλις και στον Χέγκελ βέβαια. Η διαφωτιστική πρόοδος παραταύτα αυτοαναιρείται, τα συμπεράσματά της ακυρώνονται.
Ο Βολταίρος θεωρούσε πως σε μερικές δεκαετίες από την εποχή η αγία Γραφή θα επωλείτο μόνο στα παλαιοπωλεία. Όλως αντιθέτως, ο Ναπολέοντας που στέφεται το 1804 αυτοκράτορας -που για τον σκεπτόμενο με βάση οικονομικά κριτήρια την Ιστορία Καρλ Μαρξ, ήταν ένα άλυτο μυστήριο- διακήρυξε, όταν ανέβηκε στο θρόνο, την επιστροφή στην “αγία θρησκεία των πατέρων”, στην πατρώα θρησκεία, τον γαλλικό χριστιανισμό/καθολικισμό, εκφράζοντας και συμβολίζοντας αυτήν την ιστορική συμφιλίωση “επανάστασης και εκκλησίας”. Αυτόν τον καθολικισμό για τον οποίον είπε και ο Μπερντιάεφ ότι ήταν ασύγκριτα βαθύτερος από αυτόν του 17ου και 18ου αιώνα (βλ. παρακάτω).
Ο Ντιντερό διακήρυξε ότι η “φύση” -που, μαζί με την ιδέα του ορθολογισμού, υπήρξε ο “αφύσικος και παράλογος μύθος του αστού”, κατά τον Γκεμερέυ- πρέπει να επικυριαρχήσει πάνω στον αγέρωχό αντίπαλό της, που ήταν η “θρησκεία”· αυτό ήταν η πρόοδος. Ο δε εκπρόσωπος του μετεπαναστατικού φαινομένου του χριστιανικού ρομαντισμού, κατά τον Μπερντιάεφ, Σατωμπριάν από την άλλη σταμάτησε να διαβάζει τον Όμηρο για την Βίβλο· γράφει το “Πνεύμα του Χριστιανισμού”(1802) με τα δύο γνωστά αυτόνομα επεισόδιά του, “Ρενέ” και “Αταλά”· εκεί θέλει να καταδείξει ότι “Le Christianisme vient de Dieu, parce qu’ il est parfait” και όχι το αντίστροφο, όπως το τονίζει. Στα διάφορα κεφάλαια του έργου του αυτού αποδεικνύει τον “εναρμονισμό της χριστιανικής θρησκείας με τα σκηνικά της φύσης και τους πόθους της ανθρώπινης καρδιάς”. Επιπλέον, καταδεικνύει πόσο βαθιά είναι συμφιλιωμένος με τον Λόγο και με την Τέχνη. Στο πρώτο μέρος, έτσι, που αφιερώνεται στην δογματική, στοιχειοθετεί πώς “τα μυστήρια και οι ιεροπραξίες, η βιβλική παράδοση ικανοποιούν τις απαιτήσεις του λόγου”(raison), το δε δεύτερο αφιερώνει στην “Ποιητική του Χριστιανισμού”.
Βασικές θέσεις-Χριστιανισμός και Ρομαντισμός
Ο Μπερντιάεφ τον αποκαλεί “κίνημα της Χριστιανικής Ευρώπης”, και κανείς θυμάται το “Χριστιανοσύνη ή, άλλως, Ευρώπη”, του ποιητή, δοκιμιογράφου και κύριου εκφραστή του πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού Νοβάλις. Η Μαντάμ ντε Σταλ, που ήταν από τις κύριες μορφές του γαλλικού ρομαντισμού, γράφει για τις ρίζες του: “Το όνομα ρομαντικός [..] αναφέρεται στην ποίηση εκείνη που [..] έχει τις ρίζες της στις παραδόσεις της ιπποσύνης και του Χριστιανισμού [..]. Η τιμή και ο έρωτας, η ευγένεια και η ευσπλαχνία αποτελούν τα τεκμήρια γνησιότητας των αιώνων της ιπποτικής Χριστιανοσύνης”(σσ. 150-151, “Η ρομαντική κληρονομιά”, Τσ. Λάρμορ, εκδ. Πόλις).
Έτσι, αν ο 18ος είναι ο “αιώνας του Βολταίρου”, ο 19ος αιώνας είναι, κατά ευρύτατη ομολογία, “ο αιώνας του Ρομαντισμού”. Την ίδια εποχή, υπάρχει αναγέννηση (ακόμη) και στην Δυτική Χριστιανοσύνη. Οι Διαφωτιστές μιλάνε για “απομάγευση του κόσμου”· oι Ρομαντικοί μιλάνε για “επαναμάγευση του κόσμου”, κατά τον Νοβάλις “ρομαντικοποίηση του κόσμου”, δηλαδή την “επένδυση του κόσμου με μια υψηλή σημασία, της καθημερινότητας με μια μυστηριακή πτυχή, του οικείου με το κύρος του πρωτόγνωρου, του πεπερασμένου με το κύρος του απείρου”(σ. 150). Οι “λόγοι των όντων” του Αγ. Μαξίμου έρχονται στον νου αβίαστα εδώ... Ασκούν οι Ρομαντικοί κριτική στην “ποσοτικοποίηση των πάντων”· στην ραγδαία εκβιομηχάνιση, στην συνακόλουθη καταστροφή και παραμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος, στην ηθική έκπτωση, στον καπιταλισμό και τον ατομισμό, την ψυχρή λογικότητα, καθώς και την βία που αυτή παράγει. Είναι καθολικά ενιστάμενοι, εξεγερμένοι απέναντι στην αναδυόμενη νεωτερικότητα, είναι παραταύτα άνθρωποι μετα-διαφωτιστικοί. Ακόμη και ο Ζοζέφ ντε Μαιστρ αποκαλείται από τον Μπερντιάεφ άνθρωπος μετεπαναστατικός: “Αποδοκίμασε τους Γάλλους φυγάδες και τα σχέδιά τους από το εξωτερικό για παλινόρθωση (της μοναρχίας)”(“Για την κοινωνική ανισότητα”, σ. 22, εκδ. Πουρναρά, 1984). Μπορούμε να θυμηθούμε εδώ και τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ, πιστό “καθολικό”, λίαν αγαπημένο συγγραφέα του Καρλ Μαρξ άλλωστε, που ακόμη και πιστοί λενινιστές θεωρητικοί έβλεπαν ως γνήσιο επαναστάτη. Ο Κρίστοφερ Λας στην καταπληκτική “εξέγερση των ελίτ” βλέπει ένα άλλο, πολύ θετικό, χαρακτηριστικό του Ρομαντισμού, καρπός ωριμότητας εξ άλλου του νεωτερικού ανθρώπου κατά τον Τσ. Λάρμορ , βλέπει μία πρόοδο στην αντίληψη του Λόγου/Ratio: “Η παράδοση της ρομαντικής υποκειμενικότητας είχε ένα άλλο πλεονέκτημα σε σχέση με τον μαρξισμό και άλλες ιδεολογίες πιο στέρεα ριζωμένες στο εκκοσμικευτικό έδαφος του Διαφωτισμού. Ως τέκνο του Αντι-Διαφωτισμού στην Γερμανία και την Αγγλία, η ρομαντική παράδοση είχε πιο οξεία συνείδηση των ορίων της διαφωτισμένης ορθολογικότητας. Χωρίς να αρνείται τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού, αναγνώρισε τον κίνδυνο να οδηγήσει η “απομάγευση του κόσμου” σε συναισθηματική και πνευματική εκπτώχευση ” (σ. 174, “Η εξέγερση των ελίτ”, εκδ. Νησίδες).
Κατά τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο (“Πρόσωπα και κείμενα”, κεφ. “Ο νεοελληνικός ρομαντισμός”), ο ρομαντισμός είναι βασικά και μία ψυχική στάση, εκτός από κίνημα με ιστορική πορεία και ποικίλες φανερώσεις. Γράφει χαρακτηριστικά: “ο ρομαντικός ακολουθεί την πορεία του πάθους του. Ο δρόμος του είναι ο δρόμος της φλόγας”. Η ίδια η λέξη φημίζεται πως ετυμολογείται από το εξωπραγματικό (romance) και κυριότατα το μυθιστόρημα (γαλλ. roman ). Ο φορέας του Ρομαντισμού είναι συχνά κυρίως ένας εξεγερμένος που φτάνει έως την καθολική ρήξη με τον απονεκρωμένο κόσμο της πρώιμης νεωτερικότητας. Δεν παίρνει πάντα θέση, απεικονίζει μία άρνηση και παθιασμένη αντίσταση, αλλά βρίσκεται σε μια αναζήτηση, που ευνοεί κατ’εξοχήν το στοιχείο του υπερφυσικού. Πόσο πολύ μοιάζουν όλα αυτά με αυτά τα περίφημα λόγια του γέροντα Πορφύριου του Καυσοκαλυβίτη και διορατικού, όμως...
“Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες τ’ άπειρο, μες τ’ άστρα, μες τα μεγαλεία του Θεού, μες τη σιωπή. Όποιος θέλει να γίνει Χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής”.
Έχοντας αυτά κατά νου, μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο ρομαντισμός είναι “παιδαγωγός εις Χριστόν” ή μια πτυχή, ένα δώρο της εν Χριστώ ζωής που μας χαρίζει η αυτοζωΐα. Ο Χριστός εκφράζει την ολοκλήρωση, τον προορισμό που αναζητά με τόσο πάθος ο ενιστάμενος ρομαντικός, ο ανικανοποίητος, ο ασυμβίβαστος με την αθλιότητα και πεζότητα της ψευδο-“εξορθολογισμένης” καθημερινότητας και οραματιστής, ψηλαφητής μίας άλλης πραγματικότητας που τον καθιστά ασυμβίβαστο με αυτήν, όπως θα έλεγε και ο Τ. Άγρας. Ο Χριστιανός είναι παραπάνω από ένας Ρομαντικός, είναι ένας υπερ-ρομαντικός.
Αντί επιλόγου: Χριστιανισμός και Ρομαντισμός στην Ελλάδα
Αν ο Ουράνης είναι ο “τελευταίος ρομαντικός των γραμμάτων μας” ή ένας από τους βασικούς νεότερους φορείς της ρομαντικής παράδοσης, τότε σε αυτόν βρίσκουμε πράγματι πολλά πράγματα άξια μνείας που επικυρώνουν τα παραπάνω. Ο Ουράνης μιλάει στην ποίησή του για την Παναγία των Παρισίων -προσέξτε την συνάφεια με την ε υ ρ ω π α ϊ κ ή χριστιανική παράδοση- “όπου πιστά εκκλησιαζόταν, μαζί με γριές, μαυρόπεπελες γυναίκες...”, μιλάει για την λατρεία του ανάμεσα στα γυναικεία πρόσωπα, που δεν απευθύνεται παρά σε κάποια Παναγιά που είδε σε κάποιο μοναστήρι πορτογαλικό, την “Κερά των Γιατρικών και του Καλού Θανάτου”. Ας θυμηθούμε και τον Κλέωνα Παράσχο, (νεο)ρομαντικός ποιητής, κριτικός, μεταφραστής των δοκιμίων του Michel de Montaigne, πώς χαρακτηριστικά επέκρινε τον Ροΐδη για την ειρωνεία του, τόσο βολταιρική, κατά της πίστεως· απορούσε πώς μπορούσε να φέρεται με τον χειρότερο τρόπο ο Ροΐδης κατά της πίστης, που θεωρεί ως το ακριβότερο απόκτημα του ανθρώπου σε αυτήν την ζωή: “Με τον χειρότερο τρόπο -ειρωνικά- μιλά για ό,τι δε μπορεί να μην είναι η πρώτη και ύστατη σκέψη κάθε ανθρώπου, για την τύχη της ψυχής μας πέρα από τούτη τη ζωή, και την πίστη, ό,τι πιο πολύτιμο μπορούμε να καταχτήσουμε, την ομοιώνει με απλό θεολογικό πρόσταγμα, που δεν παίρνει μήτε εξήγηση, μήτε αντιγνωμία.” Ο Παράσχος εδώ δείχνει να έχει επίγνωση ακόμη και της λεπτής, αλλά τόσο ουσιώδους διαφοροποίησης μεταξύ Ορθοδοξίας και Δυτικού Χριστιανισμού, όπου η πίστη στον Χριστό υποβιβάζεται όντως -στις επίσημες μορφές του- από εμπειρία, από κοινωνούμενη κατάσταση σε θεολογικό πρόσταγμα, σε ένα “φιλοσοφικό αξίωμα”…
από το περιοδικό Μanifesto Πολιτική-Πολιτισμός, Δεκ.-Ιαν 2012, τχ. 32-33, σελ 37-39.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περιδιάβαση, σημείο προς σημείο της εκδίπλωσής της.
Κι απολύτως γόνιμη η – καταληκτήρια – κριτική αναφορά σε μια τυπική αρνητική άποψη, σχετικά με την (θρησκευτική) πίστη: «απλό θεολογικό πρόσταγμα [κατά την εκδοχή / διατύπωση του Ροϊδη] που δεν παίρνει μήτε εξήγηση, μήτε αντιγνωμία». Εδώ, προτείνω, ας σταθούμε:
Για να προσέξουμε ότι η πίστη, εν προκειμένω, απορρίπτεται σαν [i]γνώμη[/i] – αφ’ ενός – η οποία δεν επιδέχεται [i]αντιγνωμία[/i]. Ας ενσκύψουμε στον ισχυρισμό: «Δεν επιδέχεται αντιγνωμία» εκ μέρους ενός ανθρώπου άπιστου, μήπως; Αυταποδείκτως όχι! Ο Ροϊδης λοιπόν αναφέρεται στον πιστό: Η [b]πίστη[/b], καταγγέλλει, δεν επιδέχεται [b]απιστία[/b]… Χωρίς να συνειδητοποιεί ότι “πυρήνας” τού συγκεκριμένου “στοχασμού” του είναι μια αυτο-ακυρούμενη κενολογία.
Η [i]πίστη[/i] μας λέει – αφ’ ετέρου – ο Ροϊδης, δεν επιδέχεται [i]εξήγηση[/i]. Μόνο που η πίστη είναι, ακριβώς, μια ορισμένη εξήγηση του Είναι. Αποδοκιμάζεται, οπότε, εδώ η [b]εξήγηση[/b] επειδή δεν [b]εξηγείται[/b]… η ίδια. Χωρίς, και πάλι, να συνειδητοποιεί ο διανοούμενός μας ότι το μόνο που μάς εκθέτει είναι μια “βραχυκύκλωση” τής διανοίας του – την οποία επικαλείται, κιόλας, εν είδει (νομίζει) συλλογισμού.
[b]Ενδιαφέρουσα, ξαναλέω, περιδιάβαση αυτό το κείμενο. Συν τοις άλλοις επειδή μας υπενθυμίζει ότι, ευθύς εξ αρχής της «διαφωτιστικής» μας (της όλης οικουμένης) παιδαγωγίας, τα επιχειρήματα προέβαιναν – ένα προς ένα – διαπρυσίως_ τ α υ τ ο λ ο γ ι κ ά.[/b]