Η «σκιά» των γκράφιτι στον χώρο του σιδηροδρόμου

Αναστοχασμοί στο πρόσφατο «συλλογικό τραύμα»

1
216

´Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει (Γιώργος Σεφέρης)

Από τα φοιτητικά μου χρόνια ως μάθημα με συνάρπαζε περισσότερο η ανατομία (αγοράζαμε πανάκριβα τους περίφημους άτλαντες του Σομπότα) ενώ αργότερα αισθανόμουν ότι «έκλεινα το μάτι» στην ψυχιατρική (κάτι σαν μία ψυχική ανατομία). Η ανατομία ευκολότερα προσκαλεί σε μία επεμβατική-χειρουργική θεραπεία, η ψυχιατρική όμως όχι. Εξ ου και νομίζω ότι, στον απόηχο της πρόσφατης τραγωδίας, ενώ έχουν δημοσιευθεί εξαιρετικά άρθρα ανατομίας-ανάλυσης του προβλήματος (όπως εδώ), δεν φαίνεται το ίδιο και για τις προτάσεις σύνθεσης-επίλυσής του. Καθώς οι χρόνιες νόσοι, το γνωρίζουν αυτό οι ιατροί, αποκτούν ιδιαίτερη ιατρική οντότητα και τα όρια θεραπείας στενεύουν. Στην περίπτωση της τραγωδίας το διακύβευμα δεν είναι μόνον κοινωνικό ή πολιτικό, είναι περίπλοκο, όσο και η «άβυσσος της ψυχής του ανθρώπου» κατά το γνωμικό. Η φιλοσοφία της θεραπευτικής εμπερικλείει πρώτα απ´ όλα την τέχνη του εφικτού. Βεβαίως και είναι σωστά τα περιρρέοντα συμπεράσματα και προτάσεις (οι άγγλοι λένε, ‘it’s not rocket science’ όταν κάτι είναι πασιφανές). Ακράδαντα όμως πιστεύω ότι κάτι μας διαφεύγει. Ίσως αυτό έχει να κάνει με την άγνωστη στους πολλούς «σκιά», ένα από τα  αρχέτυπα της Αναλυτικής ψυχολογίας ( του Καρλ Γιούνγκ).

Ταξιδεύοντας  με τρένο, πάντοτε αναρωτιόμουν για, ή μάλλον σοκαριζόμουν από, τον όγκο των πολλαπλών γκράφιτι στους σταθμούς, βαγόνια, τοίχους και λοιπούς χώρους του σιδηροδρόμου. Σε αντίθεση με την φινέτσα πολλών ευρωπαϊκών σταθμών, στον ελληνικό χώρο αμέσως η ψυχαναλυτική ματιά σε καλεί να σταθείς απέναντι σε μία πολύχρωμη μαζική διαμαρτυρία, ένα υπόκωφο βάρος ψυχής, μία ώριμη εφηβική αντίδραση του στυλ, «δεν χωρώ στο σώμα μου και στην κοινωνία, δεν αντέχω αυτό που συμβαίνει μέσα μου, έτσι το μετατρέπω στον συμβολισμό και τα μηνύματα (;) του γκράφιτι». Κάποια από αυτά, όχι όλα, ενσαρκώνουν ένα αφήγημα διαμαρτυρίας, ένα σημαίνον που ψάχνει να συναντήσει το ασύνειδο σημαινόμενό του. Ό,τι καινούργιο και δημιουργικό γίνεται, κάποιοι αισθάνονται ότι πρέπει να το χαρακώνουν λέγοντας, «αυτό είναι και δικό μου, δεν σας ανήκει απόλυτα». Αδυνατούν να ενταχθούν σε ένα πλαίσιο συλλογικής δημιουργικότητας και ανάπτυξης. Ο ανοικτός τεράστιος χώρος του σιδηροδρόμου στα πρόσφατα χρόνια έγινε όντως τόπος μιας έντονης κοινωνικής «σημειολογίας» – σίγουρα και διαμαρτυρίας – με σημάδια απίστευτης εγκατάλειψης (κι όχι μόνον σκουριασμένων βαγονιών) από τους ίδιους τους υπευθύνους του χώρου. Αν και το γκράφιτι δεν είναι πάντα διαμαρτυρία, συνιστά μία ευκαιρία, συμβολική πρόσκληση για επικοινωνία με την «σκοτεινή πλευρά» μας. Ίσως γιατί ακόμη, συμβολικά και πραγματικά, τα ελληνικά τρένα δεν έχουν απεγκλωβιστεί από την εποχή του «καρβουνιάρη», και, μέσω της συμβολικής σκιώδους ενέργειας που φέρουν έλκουν μυστικά και την σκοτεινή πλευρά του κοινωνικού σώματος.

Η ουσία βρίσκεται λοιπόν στο εξής ερώτημα: μήπως όντως υπάρχει στο συλλογικό μας σώμα-κοινωνία, εξόχως πολυπλοκότερο από το προσωπικό-βιολογικό – το οποίο η ανατομία το γνωρίζει απέξω κι ανακατωτά, ένας χώρος ακόμη εν πολλοίς σκιώδης και, από την ψυχοδυναμική του πλευρά, εν πολλοίς ανεξερεύνητος; Μήπως η περίφημη σκιά (shadow) του Καρλ Γιούνγκ, σημαίνει κάτι περισσότερο στο συλλογικό μας ασυνείδητο από την κλασική θεώρησή της; Θυμίζω για την σκιά ότι είναι, «το κατώτερο τμήμα της προσωπικότητας, το άθροισμα όλων των προσωπικών και συλλογικών ψυχικών στοιχείων τα οποία, εξαιτίας της ασυμβατότητάς τους με την επιλεγμένη συνειδητή στάση, δεν εκφράζονται στη ζωή και επομένως ενώνονται σε μία σχετικά αυτόνομη «διχασμένη προσωπικότητα» με αντιθετικές τάσεις μέσα στο ασυνείδητο».[1] Επομένως, κάθε συλλογικό σώμα ως κοινωνία, φέρουσα και τα ψυχολογικά στοιχεία της, έχει την αντίστοιχη «συλλογική σκιά», όπου «συσσωρεύει» αντιθετικές και κατώτερες δυνάμεις – ίσως και τους λιγότερο ικανούς ανθρώπους, παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις. Σε αντίθεση με άλλα «μέλη-χώρους» του κοινωνικού σώματος, όπου μπορεί να ειπωθεί με συγκρατημένη αισιοδοξία ότι προοδεύουν, κάποιος εύκολα θα απαριθμήσει χώρους «αμαρτωλούς», συσσωρευμένων λαθών και αντιπαραγωγικούς, ήτοι παιδεία, πολιτική, οικονομία, μήπως τελευταία και … οι σιδηρόδρομοι με τα συλλογικά τους τατουάζ-γκράφιτι;

Η συλλογική σκιά λειτουργεί επομένως γύρω από το αδύνατο και λιγότερο δουλεμένο μέρος του κοινωνικού ιστού. Αν και περιέχει και θετικά στοιχεία (η σκιά-ανωριμότητα των μελών μπορεί να μεταμορφωθεί δημιουργικά με κατάλληλους χειρισμούς) η ψυχαναλυτική ματιά εδώ δεν γεννά αισιοδοξία. Για να προχωρήσει το άτομο στην ωριμότητα και εξατομίκευση, λέγει ο διαισθαντικός Γιούνγκ, χρειάζεται να περάσει την πρώτη φάση της εξέλιξης, (κυρίως με βάση το πρότυπο-αρχέτυπο του πατέρα, ήτοι των στοιχείων δημιουργικότητας και παραγωγικότητας), κατόπιν να διέλθει την … κρίση της μέσης ηλικίας, κι αν την ξεπεράσει, τότε μπορεί να εισέλθει στην φάση της ενοποίησης των αντιθετικών στοιχείων του χαρακτήρα (θετικών και αρνητικών, φωτεινών-δυνατών και σκοτεινών). Κι αυτό, παλεύοντας με τα αρχέτυπα της περσόνας, της σκιάς και του ήρωα, για να προχωρήσει στην αυτογνωσία και υποστεί τελικά την ενοποιητική δυναμική της Μεγάλης μητέρας, εκείνης της δύναμης που έχει την ενδογενή ικανότητα να μεταμορφώνει τα πάντα εκ των έσω σε ένα δημιουργικό, αυτο-πραγματωμένο ώριμο σύνολο.

Ενώ λοιπόν ο χειρουργός μπορεί να επέμβει σωτήρια στο ανατομικό τραπέζι, καθαρίζοντας τον άρρωστο ιστό, ο υποθετικός συλλογικός ψυχοθεραπευτής θα έβλεπε με πολύ πόνο ένα σώμα, εδώ το νεοελληνικό, να μην μπορεί να ολοκληρώσει καν το πρώτο στάδιο εξέλιξης, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει αργότερα την ίδια την «σκιά» του… Παραμένει στην ναρκισσιστική και ανατομική ανάλυση των προβλημάτων, και όχι στην βαθύτερη αυτογνωσία των ορίων του. Σε αντίθεση με άλλες κοινωνίες όπου η συλλογική ευθύνη είναι πάνω από την ατομική, ο νεοέλληνας (όχι μακριά από τις αρχετυπικές καταβολές του αρχαίου έλληνα με τις αυτοκαταστροφικές και αντι-ενωτικές τάσεις των κρατών-πόλεων) φέρει ισχυρή αρχετυπική «σύγχυση μεταξύ του ατομικού και του δημόσιου συμφέροντος»[2]. Για τα κοινά θέματα αναμένει την επέμβαση ενός «από μηχανής Θεού», της πολιτικής ή άλλης σκηνής, που θα τα επιλύσει χωρίς την δική του συνεισφορά. Οι περαιτέρω αναλύσεις περιττές.

Η κοινωνική δυναμική εξελίσσεται λοιπόν στην παθολογία της ισορροπίας μεταξύ των «ισχυρών-επιτήδειων» (με θέση ναρκισσιστικού εγώ στο συλλογικό σώμα) και εκείνων οι οποίοι είτε τους ανέχονται και σιωπούν (το πολυδύναμο αλλά απωθημένο ασυνείδητο), καθώς δεν τους δίνεται χώρος δημιουργίας και αντίδρασης πλην εξαιρέσεων (εξ ου και τα γκράφιτι;) ενώ άλλοι απλά … αναχωρούν από την χώρα. Ο ψυχοθεραπευτής γνωρίζει καλά εδώ ότι υπάρχουν «όρια» στην ψυχοδυναμική εξέλιξη, δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και προσωπικά όνειρα, απλά δεν μπορούν να προχωρήσουν όλοι. Η αντίσταση που συναντά στην αποδοχή της συλλογικής σκιάς προς ωριμότερο βαθμό αυτογνωσίας είναι τεράστια, σε νιοστό βαθμό η αντίσταση του ασθενούς να αποδεχθεί την σκοτεινή του πλευρά. Σέβεται λοιπόν η ώριμη ματιά την ελευθερία του ασυνειδήτου και της συλλογικής σκιάς να επιλέγει – καθώς άλλωστε απαιτεί η ψυχοδυναμική ισορροπία. Ο λαός αυτός έχει τις δυνατότητές του αλλά και τα όρια εξέλιξης. Αν και γίνονται πολλά θετικά πράγματα, δεν μπορούν να γίνουν όλα σε όλους τους χώρους στον ίδιο βαθμό, διότι χρειάζεται τεράστια υπέρβαση για να νικηθεί η εσωτερική αντίσταση του σκιώδους ανώριμου και αντιπαραγωγικού σώματος. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν το τελευταίο δεν έχει όραμα (μία θετική συλλογική αναπαράσταση), ενώ επιθυμεί τις όποιες αλλαγές να έρθουν μαγικά, γρήγορα, «από έξω», χωρίς προσωπικό κόστος.

Σε μία συγκλονιστική στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας παρεμβαίνει ο Χριστός, για να αναθέσει σε δώδεκα περιθωριακούς, αρχικά ίσως «σκιώδεις», ψαράδες να γίνουν οι φορείς ενός διαφορετικού πνεύματος, ποιμένες αληθινοί και ψυχών οδηγοί. Ο ίδιος έκανε πράξη το, «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Αυτή η ανατρεπτική «κοινωνική πολιτική» του Χριστού έχει από τότε μάλλον σπανιότερα υιοθετηθεί από τους εκκλησιαστικούς ποιμένες στο σύνολό τους – αν και είναι λίαν παρήγορες οι περιπτώσεις των Αγίων που ανεδείχθησαν πρόσφατα. Όντως, αυτοί ολοκλήρωσαν την εν Πνεύματι εξέλιξή τους, νίκησαν τον σκιώδη-φίλαυτο εαυτό και προχώρησαν στην υιοθεσία της Μητρικής στάσης, που δεν τα συγχωρεί όλα απροϋποθέτως, τουναντίον, αλλά μόνον όταν ενεργοποιείται η ευθύνη ενώπιον του δώρου της ζωής και ενώπιον του «πλησίον», στάση που συνιστά επίσης κατάθεση ψυχής και ευθύνη για το συλλογικό συμφέρον. Ωστόσο, η κοινωνική πολιτική του «καλού ποιμένα» παραδόξως δεν έχει διαποτίσει αρκετά το κατά τα άλλα «ορθόδοξο» ελληνικό σώμα – προφανώς με ευθύνη όλων των θεσμών. Υφίσταται δυναμικά η σχιζοειδής τάση της εσωτερικής σκιάς να διαιρεί, να αντιμάχεται τον εαυτό, ήτοι η «καθ´ ημάς ανατολή» της ανεκτικότητος την αυστηρότερη δυτική λογική του «κράτους δικαίου» – ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ζωτικές πλευρές της αυτής ωριμότητας. Τελικά αρνούμαστε την δυνατότητα μιας κοινωνικής ταύτισης, ενός συλλογικού consensus που διέπει όχι μόνον τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αλλά ουσιαστικά και την ίδια την δυναμική της εκκλησιαστικής ενότητας, τουλάχιστον στον ιστορικό χώρο των Οικουμενικών συνόδων.

Το σκιώδες σώμα στο οποίο ανήκουμε όλοι, κινείται λοιπόν έντονα στον χώρο της παιδείας, της πολιτικής και … του τεχνολογικού αδηφάγου «βρέφους» που είδε τραγικά τα φώτα της δημοσιότητας (τα χρήματα που κατέφαγε ενσαρκώνουν την συλλογική αντίσταση προς την ωρίμανση). Αυτό το σώμα δεν μπορεί να παράξει «καλό ποιμένα-φροντιστή», την ώριμη «πατρική» υπευθυνότητα, καθώς είναι ασθενικό, ανώριμο, αντιστέκεται εφηβικά – και θα αντιστέκεται. Παράγει τον «μισθωτό» ποιμένα, ο οποίος στα δύσκολα «αφίησιν τα πρόβατα και φεύγει». Δεν του έχει δωρηθεί συλλογικά από την πρόσφατη ιστορία του, την κοινωνική πολιτική, ένας «δάσκαλος», ένα «καλό αντικείμενο», ο καλός ποιμένας-φροντιστής, από τον οποίο θα προσλάβει αγάπη και ευθύνη, ώστε να μπορέσει να δώσει αγάπη και ευθύνη. Το πρόβλημα είναι ισοδύναμο με αυτό μιας συλλογικής γενετικής ανωμαλίας, πολύ μακριά από την ατομική ευθύνη και μόνον, η οποία μπορεί να διορθωθεί μόνον με την παρέμβαση κάποιου εξωτερικού παράγοντα (στον δυτικό χώρο υπήρξε η μακρόχρονη ώσμωση του διαφωτισμού που ωρίμασε το κοινωνικό σώμα) – ελλείψει αυτού όμως ουσιαστικά μόνον μέσω της συλλογικής αυτοσυνειδησίας που αντιλαμβάνεται την «σκιά», την παλεύει και τελικά την απορροφά-ενοποιεί με τις δημιουργικές δυνάμεις.

Όταν αρχίσει να ξεκαθαρίζει ουσιαστικότερα – μέσα από την ανάλογη παιδεία – η σύγχυση στο συλλογικό σώμα ως προς την διακριτική ισοτιμία ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, σύγχυση βαθιά, αρχετυπικά εντυπωμένη στον νεοέλληνα, ώστε να γίνει συνειδητή η συλλογική σκιά και εν ολίγοις η έμπρακτη αποτυχία, ήτοι «συγκλονιστούν» ή παραιτηθούν αρκετοί ιθύνοντες σε πόστα ευθύνης, σεβόμενοι την απώλεια τόσων νέων ανθρώπων ως θυσία για ένα καλύτερο μέλλον – για να δώσουν χώρο σε ικανότερους –, όταν εκληφθεί η τραγωδία ως το αναγκαίο τραύμα προς διόρθωση, από το οποίο, λόγω του μετατραυματικού συνδρόμου αρκετά αργότερα η κοινωνία θα υποστεί την διαδικασία ωρίμανσης και ίασης των πληγών, όταν τέλος αντιληφθούμε με αυτογνωσία τα όριά μας, πέρα από ατομικές ή συλλογικές πολιτικές φαντασιώσεις και εξιδανικεύσεις, τότε όντως κάτι καλύτερο μπορεί να αναγεννηθεί από τις στάχτες. Για να μεταμορφωθούν όμως τα γκράφιτι σε δημιουργικές δυνάμεις, ο έφηβος να γίνει ώριμος άνδρας, θα περάσει καιρός, κι ως τότε ο υποθετικός συλλογικός ψυχοθεραπευτής (αναζητούμε άραγε κάποιον;) είναι αναγκαίο να υπομείνει την μακρόχρονη και συχνά στάσιμη θεραπευτική διαδικασία, αναμένοντας μία δημιουργική «μεταβίβαση», ήτοι εκλάμψεις αυτογνωσίας, λογικής και ευθύνης.

Κάνε ένα άλμα πιο γρήγορο από την φθορά (Οδυσσέας Ελύτης)

Να σκεφτόμαστε με τα πόδια (Ζακ Λακάν)

 

[1] Βικιπαίδεια, λήμμα «σκιά (Αναλυτική Ψυχολογία)»

[2] Paschalis M. Kitromilides, Enlightment and Revolution. The Making of Modern Greece, Harvant University Press, Cambridge, Massachusetts, and London, England 2013, p. xii

* π. Χρυσόστομος Τύμπας, Ιατρός, Δρ Ψυχαναλυτικών Σπουδών, Λονδίνο

 

Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, φωτογραφία του Γιάννη Σκουλά, από το άλμπουμ του: “Σταθμοί”

1 σχόλιο

  1. Η σκιά των γκράφιτι στον χώρο των σιδηροδρόμων οδηγεί τους συνειρμούς μου πίσω στην πραγματικότητα του “under ground” της Νέας Υόρκης την δεκαετία του 90 και του 2000. Δεν ξέρω αν από τότε τα πράγματα έχουν βελτιωθεί αν και το φαινόμενο της “σκιάς” του να φοβάσαι να μπεις στο τραίνο αφορά πληθώρα μεγαλουπόλεων και είναι σίγουρο ότι συνεχίζει στις μέρες μας μακράν και πέρα από τα ζοφερά δεδομένα της Ελληνικής πραγματικότητας.
    Πολύ ενδιαφέρουσα η διαδρομή μεταξύ συλλογικής και ατομικής συνείδησης που περιγράφει ο π. Χρυσόστομος.
    Αν και σπανίζουν στις μέρες μας οι καλοί δάσκαλοι και οι καλοί ποιμένες φροντιστές, δεν σπανίζουν οι σύγχρονοι Αγιοι που σίγουρα όλοι τους μας παραπέμπουν ομόφωνα στην υιοθεσία της κατ εξοχήν Μητρικής στάσης, της στάσης της Παναγίας ως μητέρας του Υιού του Θεού.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ