Ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν μία ἀπόλυτη φανέρωσις τοῦ Θεοῦ. Ἦταν, πρωταρχικά, ἡ ἀποκάλυψις τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ Λόγος τῆς Ζωῆς» (Α΄ Ἰωάν. 1, 1). Ἡ ἐνσάρκωσις καθ' ἑαυτήν, ἀπὸ μιὰ ἄποψι ἦταν ἡ ἐμψύχωσις τοῦ ἀνθρώπου ὅπως καὶ ἡ ἀνάστασις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Κατὰ τὴν ἐνσάρκωσι ἡ ἀνθρώπινη φύσις δὲν χρίσθηκε ἁπλῶς σὲ οἰκεία καὶ «ὑποστατικὴ» ἕνωσι μὲ τὴν ἴδια τὴ Θεότητα. Στὴν ἀνύψωσι αὐτὴ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως σὲ μιὰ διαρκὴ ἐπικοινωνία μὲ τὴ Θεία Ζωή, οἱ Πατέρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὁμόφωνα, διέβλεψαν τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς σωτηρίας. «Τοῦτο σώζεται, ὃ καὶ ἑνοῦται μετὰ τοῦ Θεοῦ», λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός. Καὶ ὅ,τι δὲν ἑνωθῆ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν θὰ σωθῆ καθόλου (Ἐπιστολὴ 101 πρὸς Κληδόνιον). Αὐτὸ ὑπῆρξε τὸ θεμελιακὸ κίνητρο ὅλης τῆς πρώιμης θεολογίας στὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο, στὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, στοὺς Καππαδόκες, στὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, στὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Ἐν τούτοις, τὸ κορύφωμα τῆς Ἐνσαρκώσεως ὑπῆρξε ὁ Σταυρός, ὁ θάνατος τοῦ Ἐνσαρκωμένου Κυρίου. Ἡ Ζωὴ ἀποκαλύφθηκε πλήρως μέσα στὸ θάνατο. Τοῦτο εἶναι τὸ παράδοξο μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς πίστεως: ἡ ζωὴ διὰ τοῦ θανάτου, ἡ ζωὴ ἀπὸ τὸν τάφο, τὸ Μυστήριο τοῦ ζωηφόρου τάφου. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀναγεννῶνται μέσα στὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωὴ μόνο διὰ τοῦ βαπτισματικοῦ θανάτου καὶ τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ· ἀναγεννῶνται ἐν Χριστῷ μέσα στὴν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος (Ρωμ. 6, 3-5). Αὐτὸς εἶναι, ἀκριβῶς, ὁ ἀμετάθετος νόμος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. «Ὃ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται, ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ» (Α΄ Κόρ. 15, 36). Ἡ σωτηρία ὁλοκληρώθηκε στὸ Γολγοθά, ὄχι στὸ Θαβώρ, ἂν κι ἐκεῖ ἀκόμη ἔγινε λόγος γιὰ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ (Λουκ. 9, 31). Ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πεθάνη, γιὰ νὰ κληροδοτήση στὴν ἀνθρωπότητα τὴν πληρότητα τῆς Ζωῆς. Τοῦτο δὲν ἦταν ἀναγκαιότητα τοῦ κόσμου. Ἦταν ἀναγκαιότητα τῆς Θείας Ἀγάπης, ἀναγκαιότητα τῆς Θείας τάξεως. Τὸ μυστήριο αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε. Γιατί ἔπρεπε ἡ ἀληθινὴ ζωὴ νὰ ἀποκαλυφθῆ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ «Ἑνός», ποὺ εἶναι «ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή»; Μόνη ἀπάντησις εἶναι ὅτι ἡ σωτηρία ἔπρεπε νὰ εἶναι νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου, ἐπὶ τῆς θνητότητος τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἔσχατος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν, ἀκριβῶς, ὁ θάνατος. Ἡ Λύτρωσις δὲν ἦταν οὔτε ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτημάτων, οὔτε ἡ «καταλλαγὴ» τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Ἦταν ἡ ἐλευθέρωσις ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. «Ἡ μετάνοια δὲν σώζει ἀπὸ τὴν κατάστασι τῆς φύσεως (μέσα στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἔχει περιπέσει διὰ τῆς ἁμαρτίας), ἁπλῶς διακόπτει τὴν ἁμαρτία», λέγει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία «βυθίσθηκε ὁλόκληρος μέσα στὴ διαφθορά». Τὸ ἔλεος, ὅμως, τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦσε νὰ ἀφήση «ἐκεῖνα τὰ πάλαι ποτὲ λογικὰ πλάσματα, τὰ μετέχοντα τοῦ Λόγου, νὰ καταστραφοῦν καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὴν ἀνυπαρξία διὰ τῆς διαφθορᾶς». Ἔτσι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «κενώθηκε» καὶ ἐνσαρκώθηκε, ἀνέλαβε τὸ σῶμα μας, «ὥστε, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴ φθορά, Αὐτὸς νὰ κατορθώση νὰ τὸν ἐπαναφέρη στὴν ἀφθαρσία, καὶ νὰ τὸν ζωοποιήση, ἀπὸ τὸ θάνατο μὲ τὴν πρόσληψι τοῦ σώματός του καὶ μὲ τὴ χάρι τῆς Ἀναστάσεως, ἐκδιώκοντας τὸ θάνατο, ὅπως ἡ φωτιὰ τὸ ἄχυρο» (Περὶ Ἐνανθρωπήσεως 6-8). Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, ὁ Λόγος ἔγινε σὰρξ γιὰ νὰ ἀπαλείψη τὴ «φθορά» τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ θάνατος, ὅμως, δὲν καταργεῖται μὲ τὴν παρουσία τῆς ζωῆς στὸ θνητὸ σῶμα ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τὸν ἑκούσιο θάνατο τῆς Ἐνσάρκου Ζωῆς. Ὁ Λόγος ἐνσαρκώθηκε, ἐπειδὴ ἡ σὰρξ ἦταν θνητή. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος τονίζει πολὺ χαρακτηριστικά· «Γιὰ νὰ δεχθῆ τὸ θάνατο προσέλαβε τὸ σῶμα», ἢ γιὰ νὰ μνημονεύσουμε καὶ τὴν παρατήρησι τοῦ Τερτυλλιανοῦ, «forma moriendi causa nascendi est» (De carne Christi 6).
Ἡ ἔσχατη αἰτία τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ στὴ θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ὑπέστη τὸ θάνατο, τὸν διὰ- πέρασε καὶ ὑπερνίκησε τὴ θνητότητα καὶ τὴ φθορά. Ἐζωοποίησε τὸν ἴδιο τὸ θάνατο. «Θανάτῳ θάνατον πατήσας». Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ἑπομένως, εἶναι ἡ προέκτασις τῆς Ἐνσαρκώσεως. Ὁ θάνατος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἔφερε ἀποτελέσματα ὄχι ὡς ὁ θάνατος τοῦ Μόνου Ἀμώμου, ἀλλὰ ὡς ὁ θάνατος τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου. «Εἴχαμε ἀνάγκη ἑνὸς Ἐνσάρκου Θεοῦ, Ἑνὸς Θεοῦ προωρισμένου εἰς θάνατον, γιὰ νὰ κατορθώσουμε νὰ ζήσουμε», γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν τολμηρὴ αὐτὴ καὶ ἐκπληκτικὴ φράσι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ (Λόγος 45, εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, 28: ἐδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καὶ νεκρουμένου). Δὲν ἦταν ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ ἀπέθανε ἐπάνω στὸ Σταυρό. Στὸ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινη ὑπόστασις. Ἡ προσωπικότητά Του ἦταν θεία καὶ ὅμως ταυτόχρονα ἐνσαρκωμένη. «Γιατὶ Αὐτός, ποὺ ὑπέφερε, δὲν ἦταν κάποιος κοινὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ποὺ ἀγωνίσθηκε τὸν ἀγώνα τῆς ὑπομονῆς», λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (Κατηχήσεις 13, 6). Θὰ ἦταν, ἴσως, σωστὸ νὰ λεχθῆ ὅτι ὁ Θεὸς ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ μόνο κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύσι Του (ποὺ ἦταν τῆς ἰδίας οὐσίας μὲ τὴ δική μας). Ἦταν ὁ ἑκούσιος θάνατος τοῦ Ἑνός, ποὺ ἦταν ὁ ἴδιος ἡ Αἰώνια Ζωή. Πραγματικά, ἕνας ἀνθρώπινος θάνατος, ἕνας θάνατος «σύμφωνος πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύσι», καί, ὅμως, θάνατος μέσα στὴν ὑπόστασι τοῦ Λόγου, τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου. Δηλαδὴ ἕνας ἀναστάσιμος θάνατος. «Βάπτισμα δὲ ἔχω βαπτισθῆναι» (Λουκ. 12, 50).«Ἦταν ὁ θάνατος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, καὶ τὸ αἷμα, ποὺ χύθηκε μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε», ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός (Λόγος 37, 17). Αὐτὸς ὁ θάνατος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὡς βάπτισμα αἵματος, εἶναι ἡ βαθύτερη οὐσία τοῦ λυτρωτικοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ.
Τὸ βάπτισμα εἶναι καθαρμός. Καὶ τὸ Βάπτισμα τοῦ Σταυροῦ εἶναι ὁ καθαρμὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ὁδὸ τῆς ἀποκαταστάσεως στὴν Ὑπόστασι τοῦ Ἐνσάρκου Λόγου. Τοῦτο εἶναι λουτρὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μέσα στὸ αἷμα τῆς θυσίας τοῦ Θείου Ἀμνοῦ, καὶ πρωταρχικά, μάλιστα, λουτρὸ τοῦ σώματος, ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτιῶν ἀλλὰ τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καὶ τῆς ἰδίας τῆς θνητότητος. Εἶναι τὸ λουτρὸ προπαρασκευῆς γιὰ τὴ μέλλουσα ἀνάστασι, ἕνα λουτρὸ τῆς ὅλης ἀνθρωπίνης φύσεως, ἕνα λουτρὸ τῆς ὅλης ἀνθρωπότητος στὸ πρόσωπο τοῦ νέου καὶ μυστικοῦ Πρωτοτόκου, τοῦ «Ἐσχάτου Ἀδάμ». Αὐτὸ εἶναι τὸ βάπτισμα δι' αἵματος τῆς Ἐκκλησίας, καί, πραγματικά, ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. «Ἐξαγνισμὸς ὄχι γιὰ ἕνα ἐπὶ μέρους τμῆμα τῆς ἀνθρωπότητος, οὔτε γιὰ ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Κτίσι καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα», γιὰ νὰ παραθέσουμε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά (Λόγος 45, 13).
Ὁ Κύριος ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἦταν ἕνας ἀληθινὸς θάνατος. Ὄχι, ὅμως, ἀπόλυτα ὅμοιος μὲ τὸ δικό μας θάνατο, ἁπλῶς γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἦταν ὁ θάνατος τοῦ Ἐνσάρκου Λόγου, ὁ θάνατος μέσα στὴν ἀδιαίρετη Ὑπόστασι τοῦ Λόγου, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ θάνατος τῆς «ἐνυποστάτου» ἀνθρωπότητος. Τοῦτο, βέβαια, δὲν μεταβάλλει τὸν ὀντολογικὸ χαρακτήρα τοῦ θανάτου ἀλλὰ μεταβάλλει τὸ νόημά του, τὴ σημασία του. Ἡ Ὑποστατικὴ Ἕνωσις» οὔτε διακόπηκε οὔτε καταστράφηκε ἀπὸ τὸ θάνατο⋅ ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μετὰ τὸ χωρισμό τους, ἔμειναν ἑνωμένα διὰ τῆς Θειότητος τοῦ Λόγου, ἀπὸ τὴν ὁποία οὔτε ἡ ψυχὴ οὔτε τὸ σῶμα ἀποχωρίσθηκαν ποτέ. Ἦταν ἕνας «ἀδιάφθορος θάνατος», ποὺ ὑπερνίκησε τὴ «φθορὰ» καὶ τὴ «θνητότητα» καὶ ἔτσι ἐγκαινίασε τὴν ἀνάστασι. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος τοῦ Ἐνσάρκου Λόγου ἀποκαλύπτει τὴν ἀνάστασι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως (Ἁγ. Ἰωάνν. τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου Πίστεως 3, 27· πρβλ. Ὁμιλία εἰς τὸ Μέγα Σάββατον 29). «Σήμερα τελοῦμε τὴν Θεία Εὐχαριστία, γιατὶ ὁ Κύριός μας προσηλώθηκε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ», διακηρύττει σὲ ὀξεία διατύπωσι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Εἰς τὸν σταυρὸν καὶ εἰς τὸν ληστήν, Ὁμιλία 1). Ὁ θάνατος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ εἶναι νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάστασις, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἡ νίκη αὐτὸς καθ' ἑαυτόν. Ἡ Ἀνάστασις ἀποκαλύπτει μόνο καὶ παρουσιάζει τὴ νίκη ποὺ κερδήθηκε ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἡ νίκη αὐτὴ ἔχει ἤδη τελεσιουργηθῆ μὲ τὴν κίνησι τοῦ Θεανθρώπου, «Σὺ ἀπέθανες καὶ ἐμὲ ἐζωοποίησες». Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς γράφει: «Καταθέτει τὴ ζωή Του, ἔχει, ὅμως, τὴ δύναμι νὰ τὴν ἐπανάκτηση: τὸ καταπέτασμα σχίζεται, διότι ἀνοίγονται οἱ μυστικὲς πύλες τοῦ οὐρανοῦ⋅ οἱ πέτρες σχίζονται, οἱ νεκροὶ ἐγείρονται... Ἀποθνῄσκει, ἀλλὰ δίδει ζωή, καὶ διὰ τοῦ θανάτου Του ἀφανίζει τὸ θάνατο. Ἐνταφιάζεται, ἀλλὰ πάλι ἐγείρεται. Κατεβαίνει στὸν Ἅδη, ἀλλὰ ἀνεγείρει τὶς ψυχές» (Λόγος 41).
Τὸ μυστήριο αὐτὸ τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἑορτάζεται εἰδικὰ τὸ Μ. Σάββατο. Εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς «εἰς Ἅδου καθόδου». Καὶ ἡ «εἰς Ἅδου κάθοδος» εἶναι ἤδη ἡ Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Διὰ τοῦ θανάτου Του ὁ Χριστὸς συναριθμεῖται μεταξὺ τῶν νεκρῶν. Τοῦτο εἶναι ἡ καινούργια προέκτασις τῆς Ἐνσαρκώσεως. Ὁ Ἅδης εἶναι, ἀκριβῶς, ὁ ζόφος καὶ ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου, ἕνας τόπος ἀγωνίας, μᾶλλον, τῶν θνητῶν, παρὰ βασανιστηρίων, ἕνα σκοτεινὸ «sheol», ἕνας τόπος ἀπελπισμένης ἀπο-σωματώσεως καὶ ἀποσαρκώσεως, ποὺ ἀμυδρά, μόνο, καὶ ἐλάχιστα φωτίσθηκε ἀπὸ τὶς πλάγιες ἀκτίνες τοῦ Ἥλιου, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ἀνατείλει, ἀπὸ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσδοκία, ποὺ ἦταν ἀκόμη ἀνεκπλήρωτη. Ὁ θάνατος ἦταν ἕνα εἶδος ὀντολογικῆς ἀνεστιότητος τῆς ψυχῆς, πού, κατὰ τὸ χωρισμὸ τοῦ θανάτου, ἔχασε τὴ δυνατότητα νὰ εἶναι ἀληθινὴ ἐντελέχεια τοῦ ἰδίου τοῦ σώματός της, ὁ θάνατος ἦταν ἡ ἀπελπισία τῆς «πεπτωκυίας» καὶ διεφθαρμένης φύσεως. Δὲν ἦταν «χῶρος», ἀλλὰ μᾶλλον πνευματικὴ κατάστασις: «Ἐν φυλακῇ πνεύματα» (Α΄ Πετρ. 3, 19). Σ' αὐτὴ τὴ φυλακὴ σ' αὐτὴν τὴν «Κόλασι» κατῆλθε ὁ Λυτρωτὴς καὶ Κύριος. Ἀνάμεσα στὸ ζόφο τοῦ παγεροῦ θανάτου ἔλαμψε τὸ ἄσβεστο φῶς τῆς Ζωῆς, τῆς Θείας Ζωῆς. Ἡ «εἰς Ἅδου κάθοδος» εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς Ζωῆς μέσα στὴν ἀπελπισία τῆς ἀποσυνθέσεως, εἶναι ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου. «Δὲν ἀπέθανε τὸ σῶμα ἐπειδὴ ἐνυπῆρχε στὸ Λόγο κάποια φυσικὴ ἀδυναμία, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπερνικηθῆ ὁ θάνατος μὲ τὴ δύναμι τοῦ Σωτῆρος», λέγει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος (Περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως 26). Τὸ Μ. Σάββατο εἶναι σημαντικότερο ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τοῦ Πάσχα. Εἶναι τὸ «Εὐλογημένον Σάββατον», τὸ «Ἅγιον Σάββατον», κατὰ τὴ φράσι τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου. «Τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον⋅ αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα, ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (ὕμνος τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ Μ. Σαββάτου κατὰ τὸ Ὀρθόδοξο τυπικό). «Ἐγώ ειμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρὸς καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἅδου» (Ἀποκ. 1, 17-18).
Ἡ Χριστιανικὴ «ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας» στηρίζεται καὶ κατοχυρώνεται στὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι σὲ κάποια «φυσικὴ» δωρεά. Τοῦτο σημαίνει ἐπίσης ὅτι ἡ ἐλπίδα αὐτὴ ἔχει τὶς ρίζες της σὲ ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, στὴν ἱστορικὴ αὐτο-ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι σὲ κάποια στατικὴ διάθεσι ἢ σύστασι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας», ἐκδ. ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ.