Ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει για διάφορους λόγους την ελληνική κοινωνία είναι η αφανής ή φανερή σύγκρουση μεταξύ του εν γένει Χριστιανισμού και της Επιστήμης. Προκειμένου να αποκαταστήσουμε την αλήθεια πάνω σε αυτό το θέμα πρέπει να τονίσουμε ότι η σύγκρουση μεταξύ Θεολογίας και Επιστήμης αφορά και αναφέρεται στις σχέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και όχι της Ορθοδοξίας με την Επιστήμη.
Η σύγκρουση αυτή κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα, πολύ μετά το σχίσμα, και δεν είχε καμιά σχέση με την Ορθοδοξία, που τότε στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
Το ενδιαφέρον όμως βρίσκεται στα αίτια που δημιούργησαν αυτή τη ρήξη. Το δυτικό πολιτισμικό ρεύμα την περίοδο συγκρότησής του, μετά από εσωτερικές συγκρούσεις, υιοθέτησε ως εσωτερική φιλοσοφία του ένα μόρφωμα της προχριστιανικής ιουδαϊκής θεολογίας στην οποία ενσωματώθηκαν επιλεκτικά, μέρη του πρωτογενούς χριστιανικού δόγματος. Η άποψη των χριστιανικών εκείνων ομάδων, στη Δύση, πίστευαν ότι ο Χριστιανισμός είναι μια συνέχεια του Ιουδαϊσμού με πραγματοποιημένη την προφητεία περί ελεύσεως του Μεσσία. Έτσι, όμως υιοθετήθηκε και ενσωματώθηκε στη δομή του δυτικού πολιτισμού η καμπαλιστική άποψη περί δομής του Σύμπαντος που περιεχόταν ως θεμελιώδες δόγμα στο πλαίσιο της ιουδαϊκής θρησκείας.
Η εκπομπή αυτή με αφήνει απογοητευμένο για τις αναλήθειες της. Τολμώ να πω ότι μοιάζει περισσότερο σαν αφελή αντιδυτική προπαγάνδα ου στηρίζεται στον αέρα και διαλύεται.
Πρώτα, δεν καταλαβαίνω πόθεν η διασύνδεση Ιουδαϊκής ή καμπαλιστικής κοσμοθεωρίας ή κοσμογωνίας με τον δυτικό χριστιανισμό αφενός, και πλατονισμού/νεοπλατο με τον ορθόδοξο χριστιανισμό αφετέρου.
Εάν δια της αναφοράς της ιουδαϊκής ή καμπαλιστικής κοσμοθεωρίας εννοούν οι παραγωγοί κάτι άλλο από την βιβλική αρχαιοεβραϊκή κοσμοθεωρία, τότε ας μας εξηγήσουν πόθεν υφίσταται μια τέτοια ρήξη. Απ’ όσα λίγα γνωρίζω για τον καμπαλισμό, δεν αποτελεί παρά μια απομονωμένη σέκτα που δεν εκφράζει τον γενικό ιουδαϊσμό, και γενικότερα τον «κλασσικό» αρχαίο ιουδαϊσμό.
Εάν οι παραγωγοί ταυτίζουν την βιβλική θεολογία (της Παλαιάς Διαθήκης εννοώ), με την δυτική χριστιανική σκέψη, αυτό αποτελεί την πρώτη και μεγαλύτερη αναλήθεια της μέχρι τώρα ερμηνείας τους, διότι η χριστιανική βιβλική ερμηνεία της οικουμενικής (ανατολής και δύσεως) Εκκλησίας, μέχρι τουλάχιστον τον 6ον αιώνα εάν όχι μέχρι τον 9ον, είναι απόλυτα ταυτόσημη με την πατερική θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων. Δεν υφίσταται διαφορά ή διάκριση μεταξύ πατερικής και βιβλικής θεολογίας.
Η μεταγενέστερη δυτική χριστιανική σκέψη δεν επηρεάστηκε από την βιβλική θεολογία του αρχαίου ιουδαϊσμού αλλά από την ελληνική φιλοσοφία, κυρίως δε, την «μεταποιημένη» αριστοτελική, δια της οποίας διαμόρφωσαν την λεγόμενη σχολαστική θεολογία. Με άλλα λόγια, η διαμάχη ανάμεσα λατινικής –Δυτικής– εκκλησίας δεν προήλθε από την σύγκρουση ιουδαϊκής ή βιβλικής κοσμοθεωρίας και νεώτερης ή «μετανευτώνειας» επιστήμης αλλά μεταξύ της δυτικής σχολαστικής θεολογίας και νεώτερης επιστήμης. Η σχολαστική θεολογία στηρίζεται και στο πλατωνισμό και σε μια «μεταποιημένη» στη αριστοτελική οργανική λογική.
Πιο βαθύτερα θα δούμε ότι όπως η σχολαστική θεολογία στηρίζονταν στη απολυτοποίηση της ύλης, έτσι και η νεωτέρα επιστήμη. Η λατινική σχολαστική θεολογία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αρνούνταν την οντολογική διάκριση ουσίας και ενέργειας, ταυτίζοντας την ουσία του Θεού με την απλή ενέργεια: η θεότητα ως actus purus. Αντιθέτως, όλη η θεολογία των πρώτων επτά οικουμενικών συνόδων, επικυρωμένων συνάμα από τον ανατολικό και τον δυτικό ορθόδοξο χριστιανισμό, στηρίζεται στην διάκριση αυτή. Η άκτιστη θεία ενέργεια είναι ο μόνος τρόπος δήλωσης της άκτιστης ουσίας του Θεού μέσα στη δημιουργία, και αποτελεί αφετηρία της αποκάλυψης του Θεού μέσα στον κόσμο. Σε αντίθεση με αυτή την ερμηνεία εμφανίζεται η σχολαστική σκέψη, λέγοντας ότι η θεία αποκάλυψη δεν είναι παρά μια εικονική προβολή της ουσίας του Θεού στον κόσμο και όχι πραγματική μέθεξη στη άκτιστη ουσιώδη ενέργεια του Θεού. Για αυτούς τους λόγους ο μεγάλος θεολόγος του 14αι, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ονόμαζε τους Λατίνους σχολαστικούς «α-θεούς», δηλαδή χωρίς πραγματική σχέση και μέθεξη με τον Θεό. Αποκλείει συνεπώς την μέθεξη και την θέωση της ανθρώπινης φύσης, εφόσον η μία θεία ουσία –ταυτόν ειπείν «ενέργεια» του Θεού– παραμένει πάντοτε αμέθεκτη. Αυτή η έλλειψη διάκρισης ουσίας και ενέργειας στην ρωμαιοκαθολική κυρίως σχολαστική θεολογία, οδηγεί στην δογματική προσήλωση στην ουσία «substancia» ως η μοναδική γνωστική μονάδα στην δυτική γνωσιολογία. Εφόσον η λατινική μεσαιωνική δύση δεν αναγνωρίζει την ενέργεια, μόνο ό τι είναι «substancia» είναι και ανθρωπίνως μεθεκτό της ανθρώπινης λογικής: ο Θεός παραμένει πάντοτε αμέθεκτος, η ύλη, η μόνη μεθεκτή. Συνεπώς, αποτελεί αναλήθεια ότι η νεώτερη επιστήμη ανέτρεψε την σχολαστική θεολογία. Δεν ήταν παρά η λογική συγγενική προέκταση της ίδιας της φραγκολατινικής σχολαστικής θεολογίας.
Πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις!
Χρειάζοντε ομως περισσότερο χρόνο γιά εμβάνθυνση , αποδοχή η
μερική απόρρυψη. Ευχαριστώ γιά το ερέθiσμα.