1. Από τη «Μία Σαββάτων» των Ευαγγελίων έως την Κυριακή της Αποκάλυψης ή την Ηλίου ημέρα του Ιουστίνου, και από το κωνσταντίνειο 321 μ.Χ. έως την «Κυριακή της Ορθοδοξίας» διανύθηκε ένας μακρύς δρόμος διαμόρφωσης της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, (ειδικότερα, του δόγματος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας). Εκκινώντας από τον Ιουδαϊσμό, η χριστιανική θρησκεία συναντήθηκε με τον Ελληνισμό, «επισημοποιήθηκε» από τη Ρώμη, δοκιμάστηκε από τις ποικίλες αιρέσεις και παγιώθηκε μετά τις αναπότρεπτες σχάσεις της.
Ο Χριστιανισμός διαφοροποιήθηκε εξ αρχής από τον Ιουδαϊσμό σε καίριας σημασίας θέματα: Για τους χριστιανούς ο Μεσσίας δεν είναι απλώς ο Κεχρισμένος του Θεού, αφού ο Υιός του Θεού υπήρχε ανέκαθεν εντός της Τριάδος, και η προσδοκώμενη Βασιλεία δεν αφορά την επίγεια υλική αποκατάσταση του Ισραήλ, αλλά την αιώνια ζωή. Άλλωστε, ο Χριστός με τη σταυρική θυσία του, αν και δεν κατάργησε, ωστόσο νοηματοδότησε εκ νέου τον μωσαϊκό Νόμο. Ο χριστιανός πιστεύει ότι η σάρκωση του Θεού αποτελεί πράξη αγάπης, λόγω της αποξένωσης του πτωτικού ανθρώπου από τον Δημιουργό, ότι η φύση είναι ανήμπορη να διορθώσει τα διαρκή αμαρτήματα του ανθρώπου ως προς τον μωσαϊκό Νόμο, και ότι ο θάνατος μπορεί να νικηθεί μονάχα με τη μυστηριακή Ανάσταση του Θεού. Έκτοτε, ο χριστιανός μετέχει στη Θεία Ευχαριστία σε ανάμνηση του συντελεσμένου γεγονότος, το οποίο εντάσσει στη λατρεία του ως μια προσφορά δώρων προς τον Πατέρα του.
2. Κατά τη συνάντησή του με τον Ελληνισμό, (μια συνάντηση μεγαλύτερης βαρύτητας από αυτήν που παρατηρήθηκε με τα σλαβικά ή τα γερμανικά φύλλα), ο Χριστιανισμός προσπορίστηκε την ελληνική γλώσσα, επειδή αυτή μετέφερε τον ελληνικό λόγο, δηλαδή την ταυτότητα, τη σημασία, που έδιναν οι Έλληνες στα όντα. Ο Ελληνισμός αντιλαμβανόταν με τον δικό του τρόπο τον κόσμο και τις αξίες του και με αυτόν έπραττε και πορευόταν. Από την πλευρά τους, οι Πατέρες της Εκκλησίας επιχειρηματολόγησαν μέσω ελληνικών φιλοσοφικών συστημάτων, κατ’ αρχάς ενάντια στους αιρετικούς του Χριστιανισμού,και κατόπιν για να αντικρούσουν τη θύραθεν παιδεία. Ήταν οι ίδιοι που έλυσαν οριστικά το γλωσσικό πρόβλημα, αφού η έως τότε χρήση της ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας, ως έκφραση της θρησκείας, αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο αλλοίωσής της.
Για τα ομηρικά έπη, ηθική, δηλαδή ο λόγος περί του πρακτέου, σημαίνει αριστεία, ανδρεία. Για τον Πλάτωνα, εκτός από ανδρεία, σοφία, σωφροσύνη και οσιότητα, σημαίνει και δικαιοσύνη. Η αριστεία για τον Ελληνισμό λειτουργεί μόνο όταν ο άνθρωπος αναγνωρίζει τους αξιότερους. Η αριστεία, όπως εντέλει η τελειότητα, βρίσκεται μέσα στα φυσικά όρια, όπου κινείται ο άνθρωπος, η υπέρβαση των οποίων θεωρείται ύβρις, στην οποία παρασύρεται από την άτη.
Ο Ελληνισμός διαπνεόταν από την αρχή της φυσικότητας, δηλαδή θεωρούσε ότι το καθετί υπάρχει εντός του κόσμου. Ακόμη και οι θεοί εμφανίζονταν ενδοκοσμικά. Έτσι, η θεογονία τους συνέπιπτε με την κοσμογονία τους. Όσα από τα όντα ή τα φαινόμενα προκαλούσαν το δέος, γίνονταν αντικείμενα λατρείας, στα οποία προσέδιδαν θεϊκές ιδιότητες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συνυπάρχουν στον ελληνικό πολυθεϊσμό, εκτός της ανεικονικής θεότητας, ο τερατομορφισμός, (θεοί-τέρατα), ο ζωομορφισμός, (θεοί-ζώα) και ο ανθρωπομορφισμός, (θεοί-άνθρωποι). Κυρίαρχη έκφραση αποτελούσε ο ανθρωπομορφισμός, ενώ το άυλο ταυτιζόταν με το ανύπαρκτο και το ιδεατό ταυτιζόταν με το πραγματικό, εντούτοις μόνο στην περίπτωση που επιτυγχανόταν το φανέρωμα επιμέρους έκφανσης της φυσικής τελειότητας, λόγου χάριν, έξοχη λάμψη δύναμης ή κάλλους,.
Ο Χριστιανισμός, μια θρησκεία του βιβλίου, αντιτίθετο στην κοσμοθεωρία του πολυθεϊκού Ελληνισμού ως προς τη δημιουργία του κόσμου, ως προς τον ρόλο της φύσης, ως προς τις κύριες πολιτισμικές αρχές του και ως προς τις υποχρεώσεις του ανθρώπου έναντι της θεότητας. Ο Χριστιανισμός θεωρεί ότι ο Άκτιστος Θεός βρίσκεται εκτός του κόσμου και ότι δημιούργησε τον κτιστό κόσμο εκ του μη όντος. Το δημιουργηθέν χάσμα μεταξύ Άκτιστου και κτιστού γεφυρώθηκε με τη σάρκωση του Χριστού, ο οποίος, σύμφωνα με τους Πατέρες, μετέχει και στην Άκτιστη και στην κτιστή φύση. Σε αντίθεση με τους Έλληνες που πρέσβευαν την ηθική της αριστείας, ο Χριστιανισμός έκανε λόγο για την ηθική της αγάπης, που αν και δεν είναι νόμος της φύσης, εντούτοις δόθηκε στον άνθρωπο δια της θείας χάριτος. Εν ολίγοις, η Θεία Χάρις, η εσχατολογία και η εξωκοσμικότητα είναι τα κύρια γνωρίσματα του Χριστιανισμού.
Για τον Ελληνισμό αθανασία σημαίνει διατήρηση του ανθρώπινου είδους και υστεροφημία του νεκρού. Ο Ελληνισμός, αντίθετα από τον Χριστιανισμό, έδωσε έμφαση στη λατρεία έναντι της πίστης, με άλλα λόγια, αρκούσε η τέλεση λατρευτικών πράξεων για να εξαντλήσει ο πιστός το θρησκευτικό του συναίσθημα.
Λόγω της συνάντησης του Χριστιανισμού με τους Εθνικούς, πριν από κάθε άλλη θεολογική διάσταση, αμφισβητήθηκε, επί αποστόλου Παύλου κιόλας, η περιτομή. Ακόμη, έπαψε η αναφορά σε περιούσιο λαό, έγιναν αναφορές σε εδάφια εκτός της Βίβλου, όπως αυτή στον Άρατο, (λόγος του Παύλου στους Αθηναίους), και δόθηκε έμφαση στην ελληνική θέση περί της πρώτης αρχής ή στον άγνωστο θεό. Ο Παύλος χρησιμοποίησε ελληνικούς όρους στο κήρυγμά του, όπως τον όρο «συνείδησις», δίνοντάς τους χριστιανικό περιεχόμενο.
Στο ίδιο πνεύμα, βιβλία της Καινής Διαθήκης προσοικειώθηκαν συχνά το ύφος του Ελληνισμού της ρωμαϊκής οικουμένης. (Ωστόσο, ας έχουμε κατά νου το ότι την ίδια εποχή δημοσιεύτηκαν ψευδεπίγραφα κείμενα για την ελληνική θέαση του κόσμου, όπως, λόγου χάρη, η πραγματεία Περί Κόσμου). Ιδιαίτερα, το Ευαγγέλιο του Ιωάννη εμφανίζει τέτοια σημάδια ελληνικότητας. Η ερμηνεία των ιστορικών συμβάντων μέσα από αλληγορίες είναι ένα από τα σημάδια αυτά. Κεντρική, ωστόσο, παραπομπή του Ιωάννη στην ελληνική φιλοσοφία παραμένει η ταύτιση του Χριστού με τον Λόγο. Η έννοια του Λόγου είχε προταθεί πάλι στην Έφεσο, από τον Ηράκλειτο τον 5ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, ο Λόγος αποτελεί την εναρμόνια αρχή της αλληλοδιαδοχής και σύνθεσης των αντιθέτων. Παρεμπιπτόντως, ο Ιωάννης πίστευε ότι με την έλευση του Αγίου Πνεύματος συντελέστηκε η Δευτέρα Παρουσία, επομένως η τελική Κρίση συμβαίνει ενδοκοσμικά, και η Ανάσταση σημαίνει πνευματική αναγέννηση του πιστού.
Η χριστιανική θεολογία κατά την περίοδο του Μέσου Πλατωνισμού (1ος - 2ος αι. μ.Χ.) χρησιμοποίησε εκτεταμένα θέσεις της πλατωνικής φιλοσοφίας, φαινόμενο που ονομάστηκε «χριστιανικός πλατωνισμός», μετασχηματίζοντας την έννοια των ιδεών της Αρχαιότητας. Την περίοδο αυτή η φιλοσοφία του Αριστοτέλη δεν άσκησε επιρροή στην Εκκλησία, κάτι που συνέβη μετά τον 4ο αι. μ.Χ., αρχικά στη Δύση με τον Θωμά τον Ακινάτη και κατόπιν στην Ανατολή με τον Μάξιμο τον Ομολογητή και τον Ιωάννη Δαμασκηνό.
Αν και περισσότερο οικείο στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς στάθηκε το ρεύμα του Νεοπλατωνισμού, προσφιλή τους κείμενα υπήρξαν οι πραγματείες των Στωικών, λόγω των μονιστικών θέσεων που περιείχε η φιλοσοφία τους.
3. Η πρώτη απόπειρα να συνταιριάξει η ελληνική φιλοσοφία με τον Χριστιανισμό συντελέσθηκε κατά την περίοδο των Απολογητών (2ος - 3ος αι. μ.Χ.). Ενώ ο Χριστιανισμός τελούσε ακόμη υπό διωγμόν, οι χριστιανοί Απολογητές φιλόσοφοι απολογήθηκαν για την πίστη τους αφενός ακολουθώντας φιλοσοφική μεθοδολογία, αφετέρου βασιζόμενοι στις επικρατούσες φιλοσοφικές έννοιες της εποχής, με απώτερο σκοπό να τις ανατρέψουν και να καταδείξουν την υπεροχή του Χριστιανισμού.
Ο Ιουστίνος, Απολογητής του 2ου αι. μ.Χ., αποπειράθηκε να δημιουργήσει κατά το πρότυπο του Έλληνα φιλοσόφου, τον χριστιανό φιλόσοφο. Αφού ήρθε σε επαφή με ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα, διατύπωσε τον ορισμό του «σπερματικού Θείου Λόγου», σύμφωνα με τον οποίο κάποιες από τις θέσεις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως και κάποιες των προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης έφεραν ψήγματα της αλήθειας του Χριστού, πριν τη Σάρκωση, οπότε κρίθηκαν από τον Χριστιανισμό ως ορθές.
Οι Απολογητές, κατά κανόνα, εξέφρασαν την άποψη ότι κάποιες από τις ελληνικές φιλοσοφικές θεωρίες προέρχονταν από την Παλαιά Διαθήκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι θέσεις του Θεόφιλου Αντιοχείας (169-188 μ.Χ.), με τη μόνη διαφορά ότι ο Θεόφιλος, πέρα από την πρόθεσή του να καταδείξει την ανωτερότητα της Παλαιάς Διαθήκης έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας, διατύπωσε πρώτος τους θεολογικούς όρους Τριάς, Θεός, Λόγος, Σοφία, με δάνεια από τον Μέσο Πλατωνισμό και τον Ιουδαϊσμό.
Τον 3ο αι. μ.Χ. ο Ωριγένης (185-253/4) υιοθέτησε από την πλατωνική φιλοσοφία την έννοια του υπερβατικού και παραγωγικού Θεού. Ο Ωριγένης υπήρξε μαθητής του Κλήμη στη Σχολή της Αλεξάνδρειας και μετά τον θάνατο του δασκάλου τον διαδέχθηκε στη Σχολή διαμορφώνοντας την παράδοση της από κοινού μελέτης της ελληνικής φιλοσοφίας και του Χριστιανισμού. Όπως ήδη συνέβαινε και πριν από αυτόν, ο Ωριγένης ερμήνευε την Αγία Γραφή με την αλληγορική μέθοδο, με βάση τις πραγματείες των Πυθαγορείων, των Στωικών και του Φίλωνος του Ιουδαίου.
Τον 4ο, «χρυσό» για τον Χριστιανισμό, αιώνα μ.Χ., με τους Καππαδόκες Πατέρες το χριστιανικό δόγμα τείνει στην ολοκλήρωσή του. Την περίοδο αυτή ιδιαίτερη επιρροή από την ελληνική φιλοσοφία και συγκεκριμένα από αυτή του Πλάτωνα, δέχθηκε ο Γρηγόριος Νύσσης (335-394), όπως και ο Μ. Βασίλειος (330-378/9).
Ο Μ. Βασίλειος μελέτησε εξίσου τη φιλοσοφία των Στωικών και χρησιμοποίησε τα πορίσματά τους ως προς την υλική υπόσταση των όντων. Η ορολογία της φιλοσοφίας έγινε το μέσο ώστε ο ίδιος να θεολογήσει. Ταύτισε, λόγου χάριν, την υπόσταση με το πρόσωπο, και την ουσία με τον αριστοτελικό όρο δεύτερη ουσία. Από τους Μέσους Πλατωνικούς αποδέχθηκε τη θεωρία περί του ζεύγους παραδείγματος - εικόνας. Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ξεχωριστή μορφή για τον Χριστιανισμό. Ερεύνησε και ερμήνευσε την έως τότε παράδοση με επιστημονικό τρόπο, αυτό εντοπίζεται σε κάθε έργο του, όπως, για παράδειγμα, στη θέση του για την ακατασκεύαστη Γη και τον ακατασκεύαστο ουρανό. Χρησιμοποίησε την επαγωγική μέθοδο ως προς το γνωσιολογικό ζήτημα, δέχτηκε τον κοσμολογικό πλουραλισμό, ωστόσο πάντοτε παρέμεινε πιστός στον χριστιανικό οντολογικό μονισμό, και ανίχνευσε τον αιτιώδη λόγο των φαινομένων σε μια προσπάθεια να ακολουθήσει την αποδεικτική διαδικασία όσον αφορά την ισχύ της κάθε φορά αρχικής αξιωματικής θέσης
Στο πρόσωπο του Γρηγορίου Νύσσης η ελληνική φιλοσοφία διοχετεύθηκε σε θεολογικά κείμενα, γι’ αυτό εξάλλου ο Γρηγόριος χαρακτηρίστηκε περισσότερο φιλόσοφος παρά θεολόγος. Υιοθέτησε την πλατωνική τριμερή διαίρεση της ψυχής, (λογικό, βουλητικό, επιθυμητικό), και θεώρησε ότι οι αγγελικές δυνάμεις περιλαμβάνονται στον νοητό κόσμο, ενώ η σύσταση του αισθητού κόσμου αποτελείται από μεταβαλλόμενα στοιχεία με μεταβαλλόμενες ποιότητες.
Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο πλατωνισμός και ο αριστοτελισμός αποτέλεσαν σταθερά αντικείμενα μελέτης. Με τον πλατωνικό στοχασμό ασχολήθηκαν ο Συριανός, ο Ζαχαρίας ο Σχολαστικός και με ζητήματα ιατρικής ο Στέφανος. Στους μελετητές του Αριστοτέλη ανήκει ο Ιωάννης Φιλόπονος. Ο Ιωάννης χρησιμοποίησε τα ίδια τα λόγια του Αριστοτέλη, (Λογική), για να αντικρούσει τον Σταγειρίτη φιλόσοφο και να υποστηρίξει ανάλογες χριστιανικές απόψεις.
Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο ανάμεσα στους μελετητές του πλατωνισμού υπήρξε ο Λέων ο Μαθηματικός, ο Πατριάρχης Φώτιος (810-893), ο οποίος αποτέλεσε βασική πηγή γνώσης για τον Νεοπλατωνικό φιλόσοφο Ιεροκλή, ο Αρέθας και ο Μιχαήλ Ψελλός, ο εισηγητής των νεοπλατωνικών θέσεων στον Χριστιανισμό.
Στη μεσοβυζαντινή εποχή ο Ιωάννης Δαμασκηνός (680-750), ένας από τους Πατέρες της Εκκλησίας, μελέτησε τον Αριστοτέλη ξεχωριστά. Με το έργο του ο Ιωάννης Δαμασκηνός, χρησιμοποιώντας κυρίως την κατασταλαγμένη ορολογία των Καππαδοκών Πατέρων, συνέβαλε στη χριστιανική ερμηνεία της Λογικής του Αριστοτέλη.
Αν και παραμένει ζητούμενο η αμφίδρομη σχέση των δύο κοσμοθεωριών, μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ. οι Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι και οι Ορθόδοξοι θεολόγοι επικοινωνούσαν ακατάπαυστα. Στο πλαίσιο αυτό, οι νεοπλατωνικοί όροι πήραν χριστιανικό περιεχόμενο. Οι όροι Πατήρ, Λόγος, Δύναμις, Τριάς, Μονάς, Ενάς των Νεοπλατωνικών φιλοσόφων ερμηνεύθηκαν ως Θεός, Χριστός, θεϊκή, αγγελική και λογική ψυχική δύναμη, ποικιλία ποσοτικών σχέσεων, ενότητα και ενοποιός δύναμη του Θεού.
4. Είδαμε ότι η χρήση από τον Χριστιανισμό της ελληνικής φιλοσοφικής γλώσσας, ως ταυτότητας των όντων και ως μέσο, συνέβαλε ως ένα βαθμό στη διαμόρφωση του δόγματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας – και κατ’ επέκταση στην ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης από την Καινή. Κορυφαίες μορφές του Χριστιανισμού, όπως ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος ταύτισε τον Λόγο με τον Χριστό, και ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος αποδέχθηκε την πλατωνική τριμερή διαίρεση της ψυχής, δεν δίστασαν να αφομοιώσουν στο έργο τους την ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Κατά τη συνάντηση του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό ο απόστολος Παύλος και κυρίως ο Απολογητής Ιουστίνος επιχείρησαν να συνταιριάξουν τις δύο κοσμοθεωρίες. Βασικό μέλημα των Ορθοδόξων θεολόγων υπήρξε η ανασημασιοδότηση των φιλοσοφικών όρων με περιεχόμενο χριστιανικών αξιωμάτων. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι Στωικοί, οι Μέσοι Πλατωνικοί, οι οποίοι οδήγησαν στον λεγόμενο «χριστιανικό πλατωνισμό», ο Πλωτίνος και εν γένει ο Νεοπλατωνισμός μελετήθηκαν επισταμένως, κατά περίπτωση, από τους θεολόγους, όπως για παράδειγμα από τον Μ. Βασίλειο, ο οποίος ενέταξε στο έργο του τη φιλοσοφία ως περίβλημα της θεολογίας, ή, προηγουμένως, από τον Ωριγένη – και κατόπιν από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος ακολούθησε το παράδειγμα των προγενεστέρων του. Εν κατακλείδι, γι’ αρκετούς αιώνες οι θεολόγοι, τόσο κατά την περίοδο των διωγμών, όσο και μετά την καθιέρωση και εξάπλωση του Χριστιανισμού δεν έπαψαν να μελετάνε την ελληνική φιλοσοφία. Στην προσπάθειά τους να την αντικρούσουν, όπως συνέβη και με τη μακρά σειρά αντιμετώπισης των αιρετικών φωνών, διαμόρφωναν το δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποδεχόμενοι ωστόσο, στην πρώτη περίπτωση, κάποιες φιλοσοφικές θέσεις στις οποίες έδιναν χριστιανικό νόημα.
Ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος εκδίδει βιβλία πεζογραφίας με εξαίρεση το τελευταίο με τον τίτλο «Γεράσιμος Βώκος. Η ζωή και το έργο του. Η βιβλιογραφία του (1886–2020)». Στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο εκπόνησε τη Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία με θέμα: «Η Αγία Γραφή και η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο συγγραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου».
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Μετέωρα", 1993) είναι έργο του Τάσου Χατζή.