Γιώργος Θεοτοκάς
[…] Αυτός ο σχολαστικισμός των τοπικών σχολών δείχνει καλά τη στενότητα των οριζόντων μας. Έχουμε διανοούμενους γερμανομαθείς, γαλλομανείς, αγγλομανείς, μοσχοβίτες, όπως έχουμε και αγνούς εντόπιους διαννοούμενους, προσκολλημένους στις στενά τοπικές παραδόσεις μας (προγονολατρεία, βυζαντινή παράδοση, δημοτικό τραγούδι) μα δεν έχουμε πολλούς αληθινούς Ευρωπαίους. […]
[…] Πολύς κόσμος διδάσκει στην Ελλάδα, από τις έδρες, τις επίσημες και τις ανεπίσημες, από τα μπαλκόνια, από τα πεζοδρόμια, από παντού. Πολλοί, πάρα πολλοί σοβαρότατοι και κατσουφιασμένοι άνθρωποι ιδρύουν σχολές και απειλούν το σύμπαν με κοινωνικά, φιλοσοφικά, αισθητικά συστήματα, αρχαϊκά ή νεογέννητα, σε μια εποχή που η Ευρώπη αμφισβητεί την αξία όλων, συλλήβδην και αθρόως, των συστημάτων και γυρεύει το δρόμο της έξω απ’ αυτά. Σεβόμαστε βέβαια όπως ταιριάζει τους ανθρώπους που διδάσκουν με αξιωματικό ύφος και τα βιβλία τα φορτωμένα με παραπομπές, μα προκοπή δεν βλέπουμε. Αυτό το ποικιλόχρωμο και θορυβώδες πλήθος των θεωριών που μας έχουν πλημμυρίσει, δεν κατορθώνει να μας δώσει δυνάμεις. Παρά την τόση σοφία, παρά τις ογκώδεις βιβλιογραφίες που κουβαλά το εξπρές στο σταθμό Λαρίσης από τα πανεπιστήμια της Εσπερίας, η πνευματική ζωή στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι τρομερά φτωχή και στείρα. Είμαστε σαν ένας άρρωστος που τον έχουν σκεπάσει οι γιατροί με συνταγές, που στερείται όμως τις φυσικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης, τον ήλιο, τον καθαρό αέρα, την υγιεινή τροφή. Λησμονήσαμε στην Ελλάδα πως οι φυσικές προϋποθέσεις της πνευματικής ανάπτυξης δεν είναι οι βαρείς οπλισμοί αυτού του ξερού, στενού και αδιάλλαχτου επιστημονισμού που σκεπάζει τα πάντα με φίσες και με σκόνη, αλλά η ελεύθερη σκέψη, οι πλατείς ορίζοντες, ο πλούτος κι η γενναιότητα της καρδιάς. Όταν δεν χτυπούν οι καρδιές, όταν ο νους δεν έχει τη δύναμη να απλωθεί ελεύθερα και πλατιά στους κόσμους των ιδεών, οι πιο επιβλητικές θεωρίες, οι πιο περισπούδαστες βιβλιογραφίες, είναι γράμμα κενό. […]
[…] Εθνικιστές και μαρξιστές φιλονικούν βέβαια με αμοιβαίο μίσος, μα είναι κατά βάθος πνεύματα της ίδιας οικογένειας. Άλλωστε συνεννοούνται πολύ καλά, ακόμα και μεσ’ στους μεγαλύτερους αναβρασμούς της μάχης, γιατί μιλούν την ίδια γλώσσα και την ίδια στάση κρατούν εμπρός στον κόσμο. Έλυσαν οριστικά όλα τα προβλήματα, σταμάτησαν κάθε πνευματική έρευνα, κλείστηκαν μέσα σε μια απόλυτη αλήθεια που την επαναλαμβάνουν μηχανικά σ’ όλη τους τη ζωή αλύγιστοι σαν απολιθωμένοι, ανίκανοι να υποπτευθούν πως υπάρχουν και διαφορετικές προοπτικές των πραγμάτων. Μισούν και χλευάζουν με τον ίδιο τρόπο την ελεύθερη σκέψη και τις αναζητήσεις των ανήσυχων πνευμάτων. Και για τις δυο αυτές παρατάξεις η ελευθερία της σκέψης είναι μια σατανική επιχείρηση που αποβλέπει στο θόλωμα των ζητημάτων και στην παραπλάνηση των πνευμάτων, η ανεξάρτητη κριτική είναι προιόν δόλου, αβουλίας, ντιλετταντισμού ή σκεπτικισμού, οι άνθρωποι που στέκουνται υψηλότερα από τα τυφλά πάθη της εποχής μας είναι καθυστερημένοι ονειροπόλοι, δειλοί φυγάδες της μάχης ή φαύλοι οππορτουνιστές. Οι δύο θρησκείες στηρίζονται στην ίδια αρχή: Πίστευε και μη ερεύνα. […]
[…] Θέλω να αποφύγω μια παρεξήγηση που τη βλέπω να έρχεται. Δεν λέω: η τέχνη για την τέχνη. Τουναντίο, πιστεύω πως η τέχνη γίνεται για τους άλλους, πως ο ποιητής δημιουργεί για να δοθεί. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η δημοσίευση, εξόν βέβαια από το κερδοσκοπικό νόημά της, μα εδώ συζητούμε για τους δημιουργούς κι όχι για τους καλλιτεχνικούς βιομηχάνους. Η τέχνη είναι μια προσφορά. Χαρίζει στους άλλους ό,τι πολυτιμότερο έχει ο δημιουργός μέσα του, τους βοηθεί να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, τους κάνει να συναισθανθούν την αξία της ζωής, τους εξυψώνει. Ίσως η διάθεση αυτή του ποιητή να δοθεί, κατά βάθος δεν είναι άλλο τίποτα παρά μια ανάγκη να αγαπηθεί όσο το δυνατόν πληρέστερα και βαθύτερα, μια ανάγκη του έρωτα ασυγκρίτως πιο εντατική παρά στους κοινούς ανθρώπους. Γιατί ο ποιητής δεν δίνεται μονάχα σ’ ένα ορισμένο πλάσμα αλλά στην απέραντη και άγνωστη ανθρώπινη μάζα, και σ’ εκείνους που δεν γεννήθηκαν ακόμα, κι η μεγαλύτερη λαχτάρα της ζωής του (αυτή η διαβολική διάθεση που τη λένε φιλοδοξία) είναι να εξακολουθήσει να δίνεται μετά το θάνατό του. Σκοπός κοινωνικός, αν θέλετε, γιατί αυτή η ανώνυμη μάζα αποτελεί μια κοινωνία, και μπορεί να πει κανείς ότι ο ποιητής δίνεται στην κοινωνία. Εκείνο που αρνούμαι είναι η κοινωνική αντίληψη της τέχνης με την τρέχουσα έννοια αυτής της λέξης κοινωνική. Δεν μπορώ να θέσω κοινωνικούς ωφελιμιστικούς σκοπούς σ’ αυτό το ξεχείλισμα εσωτερικών δυνάμεων που κάνει την αληθινή δημιουργία. Και δεν μπορώ να υποτάξω σε εξωτερικές κοινωνικές συνθήκες το Δαιμόνιο, που είναι Δαιμόνιο γιατί δεν υποτάσσεται σε τίποτα, γιατί αναγνωρίζει μονάχα τη δική του λογική και υπακούει μονάχα στο δικό του νόμο. […]
Αλίμονο στην Ελλάδα, αν στηρίζει το μέλλον της μονάχα στις άμορφες μάζες των φρόνιμων παιδιών. Το ιδανικός τους είναι μια ήρεμη και γλυκιά μεσημβρινή Ελβετία, υπόδειγμα τάξης, άνεσης και μακαριότητας, χωρίς καμιά αγωνία, κανένα μεγάλο όνειρο, καμιά τρέλα, καμιά δημιουργική πνοή. Μα είναι δυνατόν να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα; […]
πηγή: https://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/2011/03/09/theotokas-esprit-libre/