Εκκλησία: Οντολογία και Ηθική

1
902

Στην εργασία μας «π. Δημήτριος Στανιλοάε και μητρ. Περγάμου», που δημοσιεύτηκε στο Αντίφωνο, είχαμε ασκήσει κριτική στην λεγόμενη «Ευχαριστιακή Θεολογία» του Μητροπολίτη Ζηζιούλα, η οποία, κατά την γνώμη μας -προσθέτουμε τώρα- δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της την φύση της Εκκλησίας ως «θεραπευτηρίου», όπως είχε υποστηρίξει ο μακαριστός π. Ιω. Ρωμανίδης. Είναι η Εκκλησία ένα θεραπευτήριο; Ο,τι πούμε τώρα θα πρέπει να θεωρηθεί ως συνέχεια εκείνης της εργασίας.

Η Εκκλησία, που υποστηρίξαμε ότι τελεί την Ευχαριστία - και όχι το αντίστροφο, ότι η Ευχαριστία δηλαδή συγκροτεί την Εκκλησία- θεραπεύει τον άρρωστο από την αμαρτία άνθρωπο. Πράγματι, τα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, το Βάπτισμα, το Χρίσμα και η Ευχαριστία, βοηθούν τον πιστό να ανακαινιστεί πνευματικά και να θεραπευθεί. Θα δούμε τι λέγει η πατερική θεολογία για τα Μυστήρια, κυρίως η νηπτική Θεολογία, και προπαντός αυτή που αναπτύχτηκε τον 14ο αιώνα, με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα. Προϋπόθεση για να προχωρήσουμε στην έρευνά μας είναι να γνωρίζουμε την ορθόδοξη πατερική ανθρωπολογία, η οποία αναπτύσσεται με θαυμαστό τρόπο στο βιβλίο «Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος» του π. Χρυσοστόμου Διονυσιάτη (Εκδ. Ι.Μ. Αγ. Διονυσίου, Άγιον Όρος, 1998), το οποίο και κάνει εκτενή λόγο για τα ανθρώπινα ψυχικά όργανα και τη γνώση, για τις δυνάμεις αίσθηση, λόγο, νου, φαντασία και διάνοια, για την ηγεμονία του νοός στην Ανατολή, για την λειτουργία του ανθρώπινου λόγου, την τριαδική ψυχή και τις λειτουργίες της κ.λπ. (σ.39-184).

Το βιβλίο περιγράφει και αναλύει όλα αυτά με λεπτομέρειες- και είναι αδύνατον εδώ να επαναλάβουμε αυτή την ανάλυση. Καθώς θα προσχωρούμε στην εξέταση του ζητήματος, ορισμένες από αυτές τις έννοιες θα φωτιστούν. Είπαμε λοιπόν ότι η Εκκλησία σώζει και θεραπεύει- στο τέλος αυτής της θεραπείας επέρχεται και η τέλεια ένωση με τον Χριστό. Πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί και σώζει η Εκκλησία; Απαιτείται, κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τόσο η καταφυγή στα ιερά Μυστήρια όσο και η προσωπική πνευματική προσπάθεια. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί η «Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία» υπομειώνει την σημασία της ασκητικής προσπάθειας και έχει μάλιστα αντιησυχαστικό προσανατολισμό. Η χριστιανική ζωή ξεκινά με το Βάπτισμα- αλλά είναι το Άγιο Πνεύμα αυτό που, πριν ακόμη εισέλθει κανείς στην Εκκλησία- δημιουργεί στην ψυχή την αγάπη για τον Σωτήρα Χριστό, την δίψα για την αλήθεια, την επιθυμία να ενωθεί κανείς με τον Κύριο. Και έτσι, μετά την κατάλληλη Κατήχηση, φθάνει κανείς να βαπτιστεί. Σύμφωνα με τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, «γέννηση και αρχή της εν Χριστώ ζωής είναι το λουτρόν (του βαπτίσματος)∙ και γεννά μεν Εκείνος, γεννώμεθα δε ημείς. Είναι δε φανερό ότι στον γεννώμενο εναποθέτει τη ζωή του ο γεννήτορας. Η γέννηση στο βάπτισμα αρχή είναι της μέλλουσας ζωής και η απόκτηση των νέων μελών και αισθήσεων είναι προετοιμασία της εκεί διαμονής» (Περί της εν Χριστώ Ζωής, 2). Στο παρόν κείμενο λέγεται ότι στο Βάπτισμα παίρνουμε τη ζωή του Χριστού, δηλαδή του ίδιου του Θεανθρώπου, και επίσης ότι γεννιούνται «νέα μέλη και αισθήσεις» στον λουόμενο. Τι θα πει αυτό; Οι αισθήσεις αναγεννώνται, ο άνθρωπος γίνεται ικανός να συλλάβει νέες πνευματικές καταστάσεις και οι «τρεις αναδύσεις γίνονται με σκοπό την επάνοδο του νου, της ψυχής και του σώματος στην αφθαρσία» (Θεός Λόγος…, σ. 242). Ο άνθρωπος μετά την αμαρτία «εφθάρη». Πολύ σωστά οι οπαδοί της Ευχαριστιακής Θεολογίας λένε ότι η αμαρτία είχε ως αποτέλεσμα να φθαρεί η ανθρώπινη «φύση», αλλά αυτό, με τον τρόπο που το λέγουν, καταντά να είναι κάτι γενικό. Στην πραγματικότητα, φθάρηκε ο νους, η ψυχή και το σώμα μαζί- αρρώστησαν ξεχωριστά τόσο ο νους, που είναι ο «οφθαλμός της ψυχής», και όργανό του είναι ο λόγος, η όλη ψυχή, αλλά μαζί και το σώμα. Όλη αυτή την φθορά την προξένησε η αμαρτία, η οποία -όσο και αν αποφεύγεται να ειπωθεί ρητά- είναι στην πραγματικότητα προσβολή του Θεού και ενοχή του ανθρώπου (το ζήτημα της «ενοχής» του ανθρώπου είναι πελώριο και έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Το σημαντικό είναι να επαναλάβουμε ότι ο άνθρωπος, όπως λέγει ο π. Συμεών Κραγιόπουλος, δεν μπορεί να σηκώσει αυτή την ενοχή, και γι’ αυτό, ο πιστός μέσα στην Εξομολόγηση θα φθάσει κάποια φορά, αν γίνει η σωστή πνευματική εργασία, να αφήσει τον ίδιο τον Χριστό να την σηκώσει). Και για να θυμηθούμε τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, σώζεται κανείς με τις άκτιστες θείες Ενέργειες. Έτσι λοιπόν στο Βάπτισμα το Άγιο Πνεύμα, με την καθαρτική χάρη Του, κατακαίει την αμαρτία και τις συνέπειες της και παράλληλα, με την φωτιστική χάρη Του, δημιουργεί αυτά τα νέα μέλη και τις νέες αισθήσεις, για τις οποίες έγινε λόγος (βλ. «Θεός Λόγος…», σ. 242).

Στο Βάπτισμα, λέγει ο π. Χρυσόστομος «ο άνθρωπος με τον εσώτερο λόγο του ‘αποτάσσεται τω σατανά’ και τους παρά φύσιν τρόπους, ‘συντάσσεται δε τω Χριστώ’, επανακτώντας την πορεία προς τους λόγους-τρόπους των εντολών» (αυτόθι). Η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία δεν κάνει σχεδόν λόγο για τη σημασία των «εντολών», οι οποίες, όπως λέγει ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, έχουν μέσα τους «ζωή αιώνιο». Ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού και ο Θεός του απευθύνεται μέσα από τις εντολές. Αυτό εισάγει την Ηθική μέσα στην Ορθόδοξη Θεολογία και Οντολογία- κάτι ανάλογο είχε πει και ο γαλλοεβραίος φιλόσοφος Λεβινάς: δεν νοείται βιβλική πίστη δίχως να λάβουμε υπόψη τις εντολές. Ο π. Χρυσόστομος μιλά για «λόγους-τρόπους» των αρετών, και αυτό είναι μια έκφραση φιλοκαλλική. Κατά το βάπτισμα, περαιτέρω, σύμφωνα  με τους Πατέρες, δίνεται στον άνθρωπο και ο φύλακας-άγγελός του, που θα είναι συνεργός πλέον στην κοινωνία των «θείων λόγων» (Γι’ αυτούς τους ‘λογούς των όντων’ έχει πει πολλά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, και παραπέμπουμε στην μελέτη μας «Ο Άγιος Πορφύριος κατά τη νηπτική θεωρία» για μια σύντομη ανάπτυξη του θέματος). Ο συνεργός-αγγελικός λόγος θα αποτελεί έτσι το όπλο της λογικής δυνάμεως κατά των δαιμονικών προσβολών στο πνευματικό στάδιο των αγώνων. «Το Βάπτισμα μας εισάγει στην εν Χριστώ ζωή και στην κοινωνία της Χάριτος, η κοινωνηθείσα Δωρεά όμως θα γίνει εμφανής μόνον με την προαιρετική πραγμάτωση των εντολών» (Θεός Λόγος…,σ.243). Χρειάζεται αγώνας για να εφαρμοστούν οι εντολές.

Το μυστήριο του Βαπτίσματος ακολουθεί αυτό του Χρίσματος. Κατ’ εξοχήν έργο της τελετής του αγίου Χρίσματος «είναι η μετάδοσις των ενεργειών του παναγάθου Πνεύματος∙ το δε μύρο εισάγει τον ίδιο τον Κύριον Ιησούν… από τον οποίον μας προσφέρεται η μετουσία του Αγίου Πνεύματος και εξασφαλίζεται η προσαγωγή προς τον Πατέρα, διότι της αναπλάσεως των ανθρώπων τεχνίτης είναι από κοινού η Τριάς, αυτός δε μόνον ο Λόγος» (αγ. Νικ. Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, 3).

Τα υλικά στοιχεία, όπως το ύδωρ του Βαπτίσματος και το έλαιον του Χρίσματος, αγιαζόμενα μετέχουν μόνο στην καθαρτική Ενέργεια, καθώς δηλώνεται στην ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού: «υπέρ του καταφοιτήσαι τοις ύδασι τούτοις την καθαρτικήν της υπερουσίου Τριάδος ενέργειαν». Αντίθετα, η φωτιστική Ενέργεια κοινωνείται μόνον από τα λογικά όντα, σύμφωνα με την δέηση, «υπέρ του φωτισθήναι ημάς φωτισμόν γνώσεως και ευσεβείας διά της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος».

Η πορεία της ψυχής από την κάθαρση της αισθήσεως κατά το Βάπτισμα προς το φωτισμό του λόγου και την κοινωνία των λόγων των αρετών από τον νου, περιγράφεται με υπέροχο λόγο από τον άγιο Διάδοχο Φωτικής: «Δύο καλά μας προσφέρει η Χάρη με το Βάπτισμα της ανακαινίσεως, εκ των οποίων το ένα ξεπερνά απείρως το άλλο. Και το πρώτο χαρίζεται αμέσως, διότι μας ανακαινίζει μέσα στο ύδωρ και λαμπρύνει όλες τις γραμμές της ψυχής, δηλαδή το κατ’ εικόνα, καθαρίζοντας κάθε ρυτίδα της αμαρτίας. Το άλλο, δηλαδή το καθ’ ομοίωσιν, αναμένει να πραγματοποιήσει μαζί μας. Όταν λοιπόν αρχίσει ο νους να γεύεται με καθαρή αίσθηση την χρηστότητα του Αγίου Πνεύματος, τότε πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Χάρη αρχίζει σαν να ζωγραφίζει στο κατ’ εικόνα το καθ’ ομοίωσιν» (Γνωστικά Κεφάλαια, 89).

Και περνάμε στο τελευταίο συστατικό μυστήριο της Εκκλησίας, την Ευχαριστίας. Οι οπαδοί της Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας υποστηρίζουν ότι στην Ευχαριστία πραγματοποιείται η φύση της Εκκλησίας, που είναι η «Κοινωνία». Και μιλούν γι’ αυτό γενικά και αόριστα. Θεωρούν ότι η αναφορά στην προσωπική μετοχή του καθ’ ενός ξεχωριστά στο μυστήριο, και η ωφέλεια του καθενός ως διακριτό πρόσωπο στην Ευχαριστία, μεταβάλλει το Μυστήριο σε ατομοκεντρικό. Και όπως δηλώνει ο Μητροπολίτης Ζηζιούλας  σκοπός της Ευχαριστίας είναι να γίνουν όλοι ένα σώμα, με τον Επίσκοπο ως κεφαλή, καθώς αυτός ίσταται «εις τύπον και τόπον Χριστού». Δεν ξέρω πώς να το πω, δεν βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις, πάντως αυτή η αναφορά στο «ένα σώμα», μολονότι καθαυτή δεν είναι λανθασμένη, καθώς πράγματι όλοι γίνονται ένα σώμα στην Ευχαριστία, γίνεται με τέτοιο τρόπο που να νομίζει κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με μία κολεκτίβα, όπου κάθε αναφορά στο ξεχωριστό πρόσωπο είναι πάντα ατομοκεντρισμός. Και όμως, τα περισσότερα γραπτά των αγίων μιλούν για το τι κερδίζει ο κάθε πιστός ξεχωριστά από την  Ευχαριστία. Θα πει κανείς ότι εδώ η λέξη «ξεχωριστά» δεν έχει καμία θέση, καθώς σκοπός ακριβώς του Μυστηρίου είναι, ξαναλέμε, να γίνουν όλοι ένα σώμα, ωστόσο η πραγματοποίηση του ενός σώματος δεν καταστρέφει την διακριτότητα και το ξεχωριστό του κάθε πιστού. Αυτό το ένα σώμα δεν είναι μια σύγχυση και μια αναφορά σε ένα αμάλγαμα, αλλά μία ένωση όπου ο καθείς διατηρεί ασύγχυτο το πρόσωπό του μέσα στους πολλούς. Γι’ αυτό και δεν ωφελούνται όλοι το ίδιο από την Ευχαριστία. Άλλοι μετέχουν και σώζονται, και άλλοι, όπως λέγει ήδη ο Απόστολος Παύλος, μετέχουν και θανατώνουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Άλλοι ωφελούνται πολύ, άλλοι λιγότερο, άλλοι καθόλου, και άλλοι τέλος κατακρίνονται. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό δεν έχει νόημα εκεί όπου οι πάντες γίνονται «εν», και όμως η γλώσσα των Πατέρων της Εκκλησίας είναι σαφής. Οι περισσότεροι μιλούν καθαρά για την «ωφέλεια» του κάθε πιστού ξεχωριστά από την Θεία Λειτουργία, που είναι ότι μας τρέφει το σώμα και το αίμα του Χριστού και μας τελειοποιεί. Με το ύδωρ και το αίμα της πλευράς Του ο Χριστός πράγματι «εκτρέφει και θάλπει την Εκκλησίαν», προσφέροντας στα μέλη όχι μόνον την καθαρτική και φωτιστική Χάρη, για την οποία μιλήσαμε, αλλά και το πλήρωμα της τελειωτικής Δωρεάς. Και γράφει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: «Η τριπλή λοιπόν δύναμη της αγίας ιερουργίας έχει υμνηθεί. Η ιερή θεογενεσία (Βάπτισμα και Χρίσμα) αποδείχθηκε από τα λόγια κάθαρση και φωτιστική έλλαμψη. Η δε Σύναξις (Ευχαριστία) τελειωτική γνώση και επιστήμη των θεουργιών» (Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας 5, 3). Όπως λέγει ο π. Χρυσόστομος, «η θεία Λειτουργία τελειοποιεί εν χρόνω τους πιστούς μέσω της Ενεργείας του Πνεύματος. Η τελειωτική Χάρη ως μεν πληρότητα αγιασμού και φωτισμού ολοκληρώνει την κάθαρση της αισθήσεως και τον φωτισμό του λόγου, ως δε τελειότητα δωρίζει στον νου την πληρότητα της κοινωνίας των καθολικών λόγων της Ταπεινώσεως και της Αγάπης, πραγματώνοντας την τελείωση της εν Χριστώ ζωής». Και η αναφορά στον όρο «πρόσωπο» για τον άνθρωπο είναι μεν σωστή, ωστόσο και πάλι η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία μιλά για το πρόσωπο κάπως μονοσήμαντα. Κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι μία ενιαία ύπαρξη ασφαλώς, ωστόσο αυτό δεν καταργεί το γεγονός ότι ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή, ότι υπάρχει ο νους, ο λόγος, η αίσθηση, η βούληση κ.λπ. , που μεταβάλλουν το πρόσωπο σε δυναμική οντότητα. Ο όλος άνθρωπος δεν αγιάζεται διαμιάς με την συμμέτοχη του άπαξ στο Μυστήριο της Ευχαριστίας- αυτό συμβαίνει σπάνια, π.χ. στην περίπτωση της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας που έφθασε τόσο ψηλά πνευματικά πριν καν κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Και κοινωνώντας λίγο πριν αποθάνει, έφθασε στον δοξασμό.

Οι Πατέρες περιγράφουν πώς αγιάζεται ο πιστός βαθμηδόν στην Ευχαριστία. Κάπου ο Μητροπολίτης Ζηζιούλας γράφει ότι «μετέχοντας κανείς σ’ ένα μυστήριο συχνά όπως η Ευχαριστία, εθίζεται στο ν’ αγαπά και ν’ αγαπάται». Εδώ είναι παντελώς αδόκιμος η χρήση του όρου «εθίζεται» για ν’ αποδοθεί η βαθμιαία πνευματική τελείωση του πιστού. Όπως είδαμε στο άρθρο μας «Δύο διαφορετικές Εκκλησιολογίες», το Άγιο Πνεύμα δρα και πέραν της Ευχαριστίας, εναγκαλίζεται την όλη ζωή των πιστών. Γι’ αυτό το λόγο η άσκηση, τα καλά έργα, η προσευχή κατ’ ιδίαν κ.λπ. έχουν απολύτως σημαντικό ρόλο.

Στον Μητροπολίτη Ζηζιούλα, όπως είδαμε στο αναφερθέν άρθρο μας, θεωρείται ότι το «έσχατο», ο Εσχατολογικός Χριστός, εισέρχεται εν χρόνω στο νυν, όταν τελειώνει το Μυστήριο είναι σαν να αποσύρεται η χάρη, για να επιστρέψει πάλι όταν ξαναγίνει θεία Λειτουργία κ.λπ. Υπάρχει μια ανάγκη να διασαφηνιστεί η θέση, όπως κάπου γράφει ο π. Γ. Αναγνωστόπουλος, μεταξύ του ιστορικού και του Εσχατολογικού Χριστού, μεταξύ του Χριστού της Ευχαριστίας και του Προσώπου που είπε τα λόγια «τούτο εστί το σώμα και το αίμα Μου» κ.λπ. Περαιτέρω, πρέπει να διασαφηνιστεί και η σχέση μεταξύ της Κοινής Σύναξης, της Λειτουργίας και της πνευματικής προόδου του καθενός ξεχωριστά κ.λπ.

Η λεγομένη «ατομική» άσκηση και η κατ’ ιδίαν προσευχή τρέφουν τον πιστό. Το πιο σωστό είναι να πούμε αυτό που λέγει η Πατερική Γραμματεία, ότι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού εμπνέουν στον κάθε πιστό ξεχωριστά και ασυγχύτως (χωρίς να χάνει κανείς την προσωπική του υπόσταση) πνεύμα μετανοίας, καθάρσεως διά της «ατομικής» προσευχής, ωφελείας από την φιλανθρωπία κ.λπ. Γιατί δεν αρκεί μόνο η κοινή προσευχή στην θεία Λατρεία και τα Μυστήρια, αλλά απαιτείται και η «άσκηση»; Έχω την εντύπωση ότι αυτό το θέμα πρέπει να ξεκαθαριστεί με μία κατάλληλη ανθρωπολογική μελέτη. Πάντως, με όλα αυτά, προοδεύει κανείς πνευματικά και βαθμηδόν, έως ότου φθάσει στην τελείωση.

Για να συνεχίσουμε τα περί της Θείας ευχαριστίας, θα πρέπει να τονίσουμε ότι, αντίθετα από την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία, που δεν λέγει τίποτε γι’ αυτό, οι Πατέρες λέγουν ότι στην Λειτουργία «ιερουργείται μυστικά ολόκληρη η ζωή του Χριστού  και πραγματώνεται η κοινωνία με όλα τα  στάδια της επί γης παρουσίας Του, την γέννηση, τα Θεοφάνεια, τα Πάθη, την Ανάσταση» (Αγ. Θεόδωρου Στουδιτου, Αντιαιρετικός 1). «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» όρισαν τα θεοπαράδοτα Λόγια. «Και εκ του Δείπνου, της καθολικής κενώσεως της ένσαρκης Αγάπης η οποία τελειώνεται με την άκρα Ταπείνωση του Σταυρού, σημαίνεται και  συν-κοινωνείται το πλήρωμα της Χάριτος, μέσω του θείου σώματος και αίματος» (Θεός Λόγος…, σ. 246).

«Θα πρέπει να δούμε ότι κατά την Θεία Λειτουργία, ανάλογα με την δεκτικότητα του κάθε πιστού, αγιάζεται βαθμιαία ο όλος άνθρωπος. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο ανθρώπινος νους «μιγνύεται» με τον νου του Χριστού, ο λόγος με το θεανθρώπινο λόγο του, ενώ η αίσθηση καθίσταται το τέλειο «πνεύμα αισθήσεως» της ψυχής του Λόγου. Η συνάντηση με τον Χριστό είναι άρρητη νόηση, λόγος υπέρλογος και όλως πνευματική αίσθηση» (αυτόθι). Και μπορούμε να ακούσουμε τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα ν’ αναφωνεί τα εξής εξαίσια λόγια: « ‘Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μεν μένει καγώ εν αυτώ’. Όταν λοιπόν μένει μέσα μας ο Χριστός, τι άλλο μας χρειάζεται, ή ποιο αγαθό μας διαφεύγει; Πραγματικά, δεν κοινωνούμε κάτι από τα δικά του, αλλά αυτόν τον ίδιο τον ηλιακό δίσκο. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτού; ‘Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός’. Πόσο μεγαλειώδη μυστήρια! Τι υπέροχο είναι να αναμίξουμε τον νου του Χριστού με τον δικό μας νου, να ενωθεί η θέληση Εκείνου με την δική μας θέληση και το σώμα Του με το σώμα μας και το αίμα Του με το αίμα μας. Και ότι αληθινά έτσι συμβαίνει δεικνύει ο Παύλος, λέγοντας ‘ημείς δε νουν Χριστού έχομεν’, και ‘δοκίμιον ζητείτε του εν εμοί λαλούντος Χριστού’, και ‘φιλώ ημάς εν σπλάγχνοις Ιησού Χριστού’. Τόσο τέλειο είναι το μυστήριο αυτό, διότι συντυχάνουμε τον ίδιο τον Θεό και ο Θεός ενώνεται με εμάς στην τελειότερη ένωση. Ποια συνάφεια θα μπορούσε να είναι πληρέστερη, από το να γίνουμε ένα Πνεύμα με τον Θεό;» (Περί της εν Χριστώ…, 4).

Η θεία Λειτουργία αποτελεί ενεργό συμμέτοχη σε όλα τα στάδια της ζωής του Χριστού. Ο πιστός, ανάλογα με την δεκτικότητά του, ζει ιεραρχημένα την καθαρτική Δωρεά του Ιορδάνη, την φωτιστική των λόγων του κηρύγματός Του, και την τελειωτική της σταυρικής Αγάπης. «Οι πιστοί μετέχουν σε αυτές ανάλογα με την πνευματοποίηση των ψυχικών μερών, κατά τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής (κάθαρση, φωτισμό, τελείωση)» (Θεός Λόγος…, σ. 247). Γι’ αυτό και τελικά αναπτύχτηκε από τα ύστερα βυζαντινά ερμηνευτικά εγχειρίδια στην Θεία Λειτουργία όλος εκείνος ο συμβολισμός, που ενοχλεί μερικούς: ότι δηλαδή ο αποτεθείς άρτος στην πρόθεση συμβολίζει την Γέννηση, η έξοδος του Ευαγγελίου την έξοδο του Χριστού στο κήρυγμα, η έξοδος των Τιμίων Δώρων την ταφή και συνάμα την σταυρική θυσία κ.λπ. Και η Θεία Ευχαριστία, όπως επιμένει να λέγει π.χ. ο ιερός Χρυσόστομος, είναι όντως θυσία, είναι αυτός ο ίδιος ο Γολγοθάς, κάτι που διαφεύγει από την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία, που αποφεύγει γενικά τον όρο «θυσία». Και περαιτέρω, η ζωοποιός χάρη των Μυστηρίων ενεργεί όντως, όπως έλεγε ο π. Ιω. Ρωμανίδης, την τέλεια θεραπεία του ανθρώπου. Το Βάπτισμα «εργάζεται» την νέκρωση της προαιρέσεως για τα ηδέα του βίου χάριν της αρετής∙ το άγιο Ποτήριο πείθει τους ευσεβείς «προκρίνειν» την αλήθεια και από αυτήν την φύση. Η ελεύθερη προαίρεσή μας λοιπόν –και η «προαίρεσις» ανήκει πάντα στον ξεχωριστό πιστό- προσχωρεί στην ελεύθερη βουλή του Θεού χάριν της Αληθείας Του, εις τύπον της θεανδρικής ενεργείας του Λόγου∙ και αυτή είναι η προσφορά του πολυτιμότερου στοιχείου του ανθρώπου στον Θεό.

Η κοινωνία της θυσιαστικής Αγάπης του Δείπνου προάγει την ατέλεια της ανθρώπινης θελήσεως στην τελειότητα της αγαπητικής θυσίας για τον πλησίον. Η ελεύθερη θυσία της Αγάπης αποτελεί την τελειότερη στιγμή της εν Χριστώ ζωής, όπως ακριβώς και η θυσία του Πάθους φανέρωσε την τελειότητα της Αγάπης του Θεανθρώπου.

                                ***************

Πρέπει άλλη μια φορά να πούμε ότι η θεολογία των ακτίστων Ενεργειών του αγίου Γρηγορίου Παλαμά θα έπρεπε να κυριαρχεί και στην Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία. Στον Χριστό, λέγει ο Απόστολος Παύλος, «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9). Το πλήρωμα αυτό των ενυποστάτων θείων Ενεργειών μεταδίδεται μέσω των Μυστηρίων στο σώμα της Εκκλησίας. Όπως λέγει κάπου ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «πλήρωμα Χριστού η Εκκλησία∙ και γαρ πλήρωμα κεφαλής σώμα και πλήρωμα σώματος κεφαλή» (Εις Εφεσίους Ομιλία 3,2). Ώστε λοιπόν οι πιστοί εκείνοι που προσφέρουν αυτοπροαίρετα το πλήρωμα των δυνάμεων της ψυχής στον Χριστό, δέχονται και το πλήρωμα των Ενεργειών Του. Γι’ αυτό στην Θεία Ευχαριστία, όπως ήδη είπαμε, για να δεχθεί κανείς την πληρότητα της θείας δωρεάς, οφείλει να παραδώσει όλες του τις ψυχικές δυνάμεις στον Χριστό. Και αυτό γίνεται, κατά τον άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ, εν ελευθερία: απαιτεί μετάνοια, ταπείνωση και αγάπη. Και δεν φθάνουν όλοι στον ίδιο βαθμό μετανοίας, γιατί τα μέλη της Εκκλησίας είναι πρόσωπα, και κύριο χαρακτηριστικό του προσώπου η ελευθερία. Το σημαντικό είναι ότι τελικά όσοι πράγματι θέλουν γίνονται κατά χάριν χριστοί, κατά τον λόγο και πάλι του Αποστόλου Παύλου, «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Γαλ. 4,19). Είναι οι άκτιστες θείες Ενέργειες αυτές τελικά που ενεργούν την μεταμόρφωση των πιστών σε μικρούς χριστούς. Μπορούμε να σταματήσουμε την παρουσίαση της θεραπευτικής φύσεως της Εκκλησίας, κατά τον π. Ιω. Ρωμανίδη, εδώ, μολονότι έχουμε ακόμη πολλά να πούμε.

                                     *************

Όλα αυτά ωστόσο δεν αναιρούν την βασική θέση του Μητροπολίτη Περγάμου ότι βασικός σκοπός της Εκκλησίας είναι το να γίνει κανείς από άτομο «πρόσωπο». Κατά τον Περγάμου, αν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «θεραπευτικό» ρόλο της Εκκλησίας, θα έπρεπε να πούμε απλώς αυτό: στην Εκκλησία το άτομο γίνεται πρόσωπο. Κυριαρχεί η Οντολογία, όχι η Ηθική. Και εκεί επιτυγχάνεται η «κοινωνία», που είναι απαραίτητος όρος της ύπαρξης του προσώπου.

Δεν θα σχολιάσουμε εδώ περαιτέρω την άποψη του Μητροπολίτη: θα πούμε απλώς ότι η φύση των όρων «πρόσωπο» και «κοινωνία» πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο. Και παραπέμπουμε στο άρθρο μας «π. Δ. Στανιλοάε και Μητροπολίτης Ζηζιούλας: δύο διαφορετικές εκκλησιολογίες» για περισσότερες διευκρινίσεις. Μένουν ωστόσο ακόμη πολλά να πούμε, για το ζήτημα της σχέσης Οντολογίας και Ηθικής στην Ευχαριστία, γι’ αυτό και, συν Θεώ, θα επανέλθουμε.

1 σχόλιο

  1. Αγαπητέ κ. Ιωάννου,
    θεωρώ σημαντικη συνεισφορά σας στην επισήμανση σημείων της μεταφυσικής του Περγάμου Ιωαννη Ζηζιούλα στη νέα σας εργασία.
    Σχετικά με το σχόλιο σας “….Υπάρχει μια ανάγκη να διασαφηνιστεί η θέση, όπως κάπου γράφει ο π. Γ. Αναγνωστόπουλος, μεταξύ του ιστορικού και του Εσχατολογικού Χριστού”, μπορώ να σας αναφέρω ότι ολοκληρώνω εργασία, που θα υποβάλλω στο ΑΝΤΙΦΩΝΟ, με τίτλο “ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ”.
    Στην εν λόγω εργασία διερευνώ πως η οντολογική υποβάθμιση του Υιού στην Θεότητα αντανακλάται στην Σάρκωση του Υιού στο πρόσωπο του Χριστού. Συγκεκριμένα διερευνάται το ερώτημα “τι είναι ο Χριστός κατά τον Περγάμου Ιωαννη. Είναι ο Χριστός Θεάνθρωπος;”
    Εκτιμω και σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας σε προβλήματα που αφορούν την ουσία της πίστεως της Εκκλησιας.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ