Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε σαν κάτι φυσιολογικό τους φετφάδες που κάθε τόσο εκδίδουν οι περιώνυμοι οίκοι αξιολόγησης — που, στην πραγματικότητα, ούτε γνωρίζουμε πού βρίσκονται ούτε ποιοι ενοικούν σε αυτούς. Κάθε τόσο οι «οίκοι» αυτοί αποφαίνονται ποια κρατική οντότητα είναι αξιόχρεος και ποια όχι, δηλαδή ποιοι λαοί παίρνουν παράταση ζωής και ποιοι είναι για μακέλεμα. Στο μακέλεμα αυτό κανένα κολάρο δεν κηλιδώνεται — τηρούνται απαρεγκλίτως όλα τα πρωτόκολλα υγιεινής. Τη δουλειά τη διεκπεραιώνουν διάφορες εξωχώριες εταιρείες που, με το αζημίωτο πάντα, προάγουν την τοκογλυφία από επίμεμπτο, μέχρι πρότινος, επιτήδευμα σε επενδυτική δραστηριότητα!
Προς τούτο στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας και των επενδυτικών οργασμών διευκολύνονται επιπλέον, λένε, οι πλειστηριασμοί ακινήτων και κατ’ έτος εκατοντάδες χιλιάδες συνάνθρωποί μας ψευτοζούν υπό το καθεστώς ενός παρατεταμένου εκβιασμού που ορέγεται με σπουδή το ξεσπίτωμά τους. Οι άνθρωποι αυτοί, όπως ακριβώς «ο υιός του ανθρώπου», δεν έχουν πού τις κεφαλές κλίνωσι.
Η Πολιτεία και οι πολιτικοί έχουν άλλες προτεραιότητες. Από κοντά όμως πάει και η, κατά τα λοιπά λαλίστατη, Εκκλησία μας, της οποίας η σιωπή εν προκειμένω είναι βροντώδης. Δείχνει να την απασχολεί περισσότερο ο επαπειλούμενος χωρισμός της από το κράτος και καθόλου ο συντελεσμένος χωρισμός της από την κοινωνία. Πιθανώς έχουμε να κάνουμε με «συναλληλία», μόνο που οι τζαμπατζίδικες παρόλες από άμβωνος και από καθέδρας στην περίπτωσή μας ακούγονται κάπως βερεσέ. Δεν προσδοκούσα, βεβαίως, η διοικούσα Εκκλησία να καταγγείλει, ως όφειλε, τη στρέβλωση των Αγορών, αλλά τα όρια μεταξύ ανθρωπιάς και απανθρωπίας από μέρους της τα περίμενα (επί ματαίω) περισσότερο διακριτά.
Το ίδιο αδιάκριτα είναι τα όρια του συναγελασμού της με όλες τις εξουσίες του κόσμου τούτου. Σταθερή είναι η παρουσία της, λόγου χάρη, σε όλες τις παράτες των εκάστοτε Κυβερνήσεων. Η Εκκλησία ωστόσο δεν είναι ούτε επικρατούσα εθιμοτυπία ούτε κρατικό αξεσουάρ. Είναι πρωτίστως τόπος μαρτυρίου. Μαρτυρά έναν τρόπο που είναι στους αντίποδες της εξουσίας. Ο δικός της τρόπος δεν είναι ούτε οι τσιριμόνιες με τους ισχυρούς ούτε ο ηθικοπλαστικός καταναγκασμός των ανίσχυρων. Η Εκκλησία άλλωστε δεν δεξιώνεται τους σεσωσμένους. Περιθάλπει τους άσωτους ― τις πόρνες, τους τελώνες και τους ληστές. Αλλά σαρκώνει και τη λαχτάρα τους να σηκωθούνε λίγο ψηλότερα. Με όλα τα παραπάνω γυρεύω να πω ότι η Εκκλησία δεν είναι δεκανίκι καμιάς αναλγησίας. Είναι όμως αποκούμπι των συντετριμμένων και «μάχαιρα» όσων πεινούν και διψούν για δικαιοσύνη.
Γι' αυτό και μου πέφτει δυσκολοχώνευτη η πληθωρική παρουσία της Ιεραρχίας σε κοσμικά σουαρέ και με σκανδαλίζει η φωτογραφική απεικόνισή της. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί, λόχου χάριν και πάλι, πρέπει να μνημειώνεται φωτογραφικά η αρχιεπισκοπική ευλογία σε διαγωνιζόμενους τραγουδιστές ή σε επίδοξους πολιτευτές.
Ο Αρχιεπίσκοπος και οι Επίσκοποι δεν εκπροσωπούν τους εαυτούς τους. Είναι διάκονοι του λαϊκού σώματος ― όλων αυτών, δηλαδή, που μένουν εκτός των ενσταντανέ μιας κατά παραγγελίαν δημοσιότητας. Αυτών των αποσυνάγωγων που η Εκκλησία τους θυμάται σαν κομπάρσους στη χάση και στη φέξη για τις ανάγκες προβολής του φιλανθρωπικού της έργου. Οι άνθρωποι αυτοί όμως κουτσοπορεύονται ολοχρονίς. Ξέρω τι θα μου πείτε: η Εκκλησία δεν είναι κοινωνική υπηρεσία.
Συμφωνώ. Και, παρά τη σημαντικότητά αυτού της του έργου, δεν αναφέρομαι σε αυτό. Αναφέρομαι σε εκείνο το χάδι που μας κάνει όχι ζητιάνους αλλά αποδέκτες μιας αγάπης χωρίς τεφτέρι, που όχι μόνο καταλεί τα δεσμά της αναγκαιότητας αλλά που ξεδοντιάζει τον θάνατο και τη θανατίλα που πρακτορεύουν οι Καίσαρες και οι πραιτωριανοί τους.
Οι ενδεείς που λέγαμε παραπάνω, αυτοί που όταν ηχεί το τηλέφωνό τους σπαρταράει το φυλλοκάρδι τους, υπάρχει πάντοτε σοβαρή πιθανότητα να νοιώσουν κατάσαρκα τι έγινε τότε στη Βηθλεέμ και κόπηκε στα δυό η Ιστορία. Οι υπόλοιποι, κατά πλειοψηφία ακατήχητοι στη μεταφυσική μας παράδοση, μάλλον, ούτε φέτος θα κάνουμε Χριστούγεννα. Θα κάνουμε ρεβεγιόν, μπερδεύοντας, έστω ως προηγμένα θηλαστικά, την καταναλωτική χαύνωση με τη χαρά της γιορτής.
Υ.Γ. Σαν να μπήκα σε χωράφια ξένα ―συμπαθάτε με― αλλά δεν μπήκα σαν εισβολέας. Μπήκα ως ένας που όπως όπως προσπαθεί να μηνξεσπιτωθεί. Γιατί η Εκκλησία είναι σπίτι όλων μας. Πάντα (και πάντες) στέγει. Από την άλλη, μην το ξεχνάμε, Εκκλησία δεν είναι μόνο η φωτογενής Ιεραρχία. Είναι ο λαός του Θεού ― έχουμε κι εμείς μερτικό σε αυτή την αλλοτρίωση. Κι αν με τον λογισμό μου λάθεψα, ζητώ συγγνώμη. Όχι από ευγένεια αλλά από ντροπή για την αδικοκρισία μου προς εκείνους τους ακτήμονες κι οικτίρμονες Πατέρες που πενθοφορώντας, κοντά στους δικούς τους, σηκώνουν με τις προσευχές τους και τους δικούς μας σταυρούς.


