Είναι μία στατιστική αλήθεια: ποτέ πριν την εποχή μας, τα περισσότερα ζευγάρια δεν είχαν πιο πολλά ζώα από παιδιά (το πιο σύνηθες είναι ο ίδιος αριθμός).
Άλλη αλήθεια: ποτέ πριν την εποχή μας δεν σύναπτες και ξεσύναπτες ερωτικό δεσμό τόσες πολλές φορές στη ζωή σου, εφόσον, το πέντε-δέκα «σχέσεις» (υπό πειραματισμό συσχετισμοί ουσιαστικά) θεωρείται φυσιολογικό και μάλιστα απαραίτητο για την απόκτηση ξεκάθαρης γνώσης του «τί χρειάζεσαι». Ο άλλος είναι αυτό που χρειάζεσαι, όχι αυτό που χρειάζεσαι - πέρα από τον έλεγχό σου, τους όρους και τις λογικές αναστολές - να αγαπάς και να προσέχεις. Ζει κανείς χωρίς να έχει έναν έρωτα στον οποίον να ατενίζει η ύπαρξή του; Ζει κανείς χωρίς να βγαίνει απʼ το πετσί του; Μετά ρωτάς: Για τί ζει;
Επίσης παράδοξο: οι περισσότεροι άνθρωποι που δια υπέρμετρου αυτοκαλωπισμού προωθούν την ερωτικότητά τους, στην ουσία είναι από τους πιο, κυριολεκτικά, ξεν-έρωτους: ο διαπροσωπικός έρωτας έχει γίνει έρωτας με ένα αξεσουάρ που εξυπηρετεί την ατομική σημαντικότητα-πορεία.
Ο ξενερωτισμός καταφαίνεται ειδικότερα εν καιρώ, όταν γίνει σαφές (πραγματικότητα) πως το έκδηλο τσαλακώνεται απʼ τη ρυτίδα και εξαφανίζεται από τον θάνατο, όσο το άδηλο, παράλληλα, έμενε μία γη ακαλλιέργητη, ελκυστική πολύ για όποιον πλησίαζε με τον πόθο να μείνει πεινασμένος, ή να μείνει «για λίγο» τέλος πάντων. Πόσες φορές συνάντησα ομορφόχρωμα μάτια που εκπέμπανε το κενό, και πόσες (λιγότερες) τα συνηθισμένα χρώματα, σε ένα βλέμμα όμως που γέμιζε χρώμα την περίσταση! Διαβλέπουμε λοιπόν πως η ευμορφία, που δεν είναι επίκτητη, δεν έχει απαραίτητα και γοητεία (μία αίσθηση δομημένου και δοκιμασμένου χαρακτήρα). Γιʼ αυτό και το ίδιο με μας φύλο, που δε μας έλκει σαρκικά (εκτός κι αν...), δε μας λέει τίποτα με την εξωτερική ομορφιά του, αλλά συχνά μας γοητεύει το ποιόν του (θαυμάζουμε, μιμούμαστε, παραδινόμαστε σε έναν άνεμο ζωής άλλης - έρως πνευματικός).
Λογικό συμ-πέρασμα από τα παραπάνω: Παιδιά δεν κάνουν τόσο πια, γιατί είναι πολύ απαιτητικότερα αξεσουάρ από τις γάτες και τους σκύλους, γιατί οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι μόνο με τον εαυτό τους, ακόμα και ως ερωτευμένοι με άλλο πρόσωπο (σκύλο, γκόμενο, σύζυγο, τέκνο, φίλο, Θεό). Όλα δύνανται να χρησιμοποιηθούν ιδιοτελώς. Όλα τ’ αγαπάμε και κατευθύνουμε να υπάρχουν ως ιδανικές μας προεκτάσεις, ως συμπληρώματα του καταπληκτικού - γιʼ αυτό πληκτικού - εαυτού μας.
Ο «μέσος» έρωτας του μέσου ζευγαριού νέων ενέχει την ικανοποίηση για την αποτελεσματικότητα ενός αξεσουάρ που έχουμε: το άνετο σπίτι, το καλό αμάξι, το ακριβό γυαλί, το τετράφυλλο κωλόχαρτο. Ο σύγχρονος νέος είναι ανίκανος να ερωτευθεί γιατί κάνει το «ψυχολογικό λάθος» να θεωρεί θετικό το ότι έχει πολλές επιλογές έρωτος και πως παίρνει εμπειρία με το να ερωτεύεται πολλές φορές. Στην πραγματικότητα μαδάει ένα τριαντάφυλλο και μετά τα 30 - αν όχι και νωρίτερα - απλά γυρνοβολάει με ένα κοτσάνι στο χέρι και προσπαθεί να βρει ένα μόνιμο αποδέχτη. Δύο κοτσάνια, τέλος, θα κάνουν μία συμβατική, χλιαρή κι ανάλατη σχέση. Κι ενώ ο γάμος θα είναι λαμπρός, θα έχει χαλάσει ο κόσμος για τον προσέξει και να προσέλθει και να μας συγχαρεί στη μεγάλη μας στιγμή, κανείς δε θα προσκληθεί να συναηδιάσει όταν, λίγο καιρό αργότερα, από τον πολύ τον έρωτα του ζευγαριού, καταλήγουν να μιλάνε οι δικηγόροι τους μεταξύ τους και να μοιράζουν καναπέδες, ηλεκτρικές συσκευές, μικρά παιδιά (τα αξεσουάρ δηλαδή). Τα ορφανά λιγόστεψαν αλλά τα ορφανά από περιβάλλοντα αγάπης αυξάνουν. Ωραία, μακάρια κι αυτά τα ορφανά...
Σημειώνω μόνο πως στην μεγαλύτερη χώρα πάνω στον κρατικό χάρτη της γης (Ρωσία), το ποσοστό των διαζευγμένων είναι έξι στα δέκα ζευγάρια (έρευνα Ηνωμένων Εθνών, 2021)· ένα από τα σπανιότερα και χειρότερα ποσοστά επισκοπικώς στην Ελλάδα. Καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για συγχωνεύσεις υλικών και συναισθηματικών κεφαλαίων μεταξύ αγνώστων (με την εκκλησία και μεταξύ τους άγνωστοι).
Εξομολογητικά, πάντως, το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, αυτοτελώς νοούμενο, το ζυγίζω ελαφρύτερο από αυτό της εξαφάνισης ενός ακόμα άγριου είδους της πανίδας. Προτιμώ να ζήσω σε ένα κόσμο όπου ο άνθρωπος, μένει συνάνθρωπος, συνκοιτάζοντας προς τον ουρανό κι ενώπιον Αυτού συναναστρέφεται τον πλησίον του, ανεξαρτήτως φύλου και γεωγραφικής εγγύτητας. Προτιμώ να εξαλειφθούν οι Έλληνες (του κράτους) και να μείνει ο Ελληνισμός (του κλέους και του ήθους). Προτιμώ να εξαλειφθούν οι Χριστιανοί της Κυριακής, του Γάμου και του Πάσχα (μισή ώρα πριν και πέντε λεπτά μετά το Χριστός Ανέστη), και να μείνει ο Χριστός, ο φίλος, ο αδελφός, ο διδάσκαλος, «η οικία, το θεμέλιο, ο πένης και αλήτης δια σε» (Ιω. Χρυσόστομος), στη ζωή και καρδιά των ανθρώπων• όχι νεύρωση που ψάχνει για εξυπηρετητή κάθε τότε που εξυπηρετεί. Προτιμώ να εξαλειφθώ εγώ. Προτιμώ να γίνει το θέλημά Του κι ας μη γίνουν αυτά που προτιμώ.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Ζευγάρι στο δωμάτιο") είναι έργο του Αλέκου Φασιανού.
Πολύ ωραίο!! Ευχαριστώ!
Ένας Χριστιανός τής Κυριακής, τού Γάμου καί τού Πάσχα (μισή ώρα πρίν – καί πολλά λέω – καί πέντε λεπτά – τόσα, ακριβώς – μετά τό Χριστός Ανέστη)
================================
Καί terminator, Κύριε Αρθρογράφε ;
Μάλιστα, μέ μόνο “Κρίση” – τών ανθρώπων -, χωρίς προσδόκιμο συντριβής / μετάνοιας / συγχώρησης ακόμα καί τού Ληστή πάνω στόν σταυρό ;
Καί, τί θά “προσέθεται”, εννοιολογικά, η προτίμηση καί τής δικής σας “εξάλειψης” ;
Τά τελώνια τών Τελωνών ΔΕΝ ασχολούνται μέ τούς Φαρισαίους. ΕΚΕΙΝΟΙ είναι που τ’ αναγνωρίζουν σάν τέτοια.
Μέ τήν εκτίμησή μου
Προσπαθείστε παρακαλώ να γίνεται λίγο πιο κατανοητός. Αναπτύξτε τη σκέψη σας με σαφήνεια και υπογράψτε τη με το όνομά σας εφόσον πρόκειται για επιδίωξη τριβής. Μη λησμονησέτε τα ορφανά που τυχόν παρακολουθούν…
Η εκτίμησή σας είναι άτοπη προς το παρόν.
Αγαπητέ Κύριε Αρθρογράφε,
Μιά που δέν σάς έγιναν κατανοητά τά λίγα γραφόμενά μου, θά πρέπει ν’ αναζητήσω μέσα μου – καί στόν εκφραστικό μου τρόπο – τήν αιτία (λόγο) γι’ αυτήν τήν ανοινωνησία τού λόγου μου.
Νά είστε σίγουρος ότι θά τό πράξω, μιά που προφανώς ισχύει τό “put the blame on me”.
Παρ’ όλ’ αυτά, επιτρέψτε μου νά σημειώσω ότι δύσκολα θά μπορούσα νά γίνω πιό σαφής, μιά που νομίζω ότι ήμουν – αλληγορικά, ίσως – σαφέστατος. Ήγουν :
” Hoi polloi ” – οι Τελώνες μέ τά τόσα τους τελώνια, που τόσο παραστατικά περιγράφονται καί διακωμωδούνται στό άρθρο σας – ίσως καί αυτοί νά “δικαιούνται διά νά” έχουν μιάν ευκαιρία, σάν αυτή που περιέγραψα, χωρίς νά “διακινδυνεύουν” τήν “εξάλειψή” τους, επειδή ” hoi oligoi ” έχουν βαρεθεί τά καμώματά τους καί τό “προτιμούν” ( ; ! ). Άραγε, “αυτοί” είναι οι κρίνοντες, που επιζητούν, μάλιστα, τό “γενηθήτω τό θέλημά Σου” ;
Ελπίζω τ’ ανωτέρω νά συμβάλουν στήν επιδίωξη κάποιας τριβής, που τήν εκλαμβάνω υπό τήν έννοια τής διαλεκτικής επικοινωνίας.
Ακόμα ευελπιστώ ότι η επικαιρούμενη διά τού παρόντος εκτίμησή μου πρός τήν προσωπικότητά σας (όσο τήν γνωρίζω από τήν αρθρογραφία σας στό “Αντίφωνο”) ΔΕΝ θά παραμείνει ατοπική (ή καί ουτοπική, ίσως), αλλά θά εκληφθεί ως ειλικρινής καί κυριολεκτούσα. Έτσι, άλλωστε, εννόησα τό περιχωρητικό σας “πρός τό παρόν”.
Μιχάλης Ν. Σταμπούλης
ΥΓ. Αγαπητή μου σχολιάστρια Κυρία Αγγελική Σκάρα,
Θά μού επιτρέψετε τό θάρρος νά σάς απευθύνω τήν προτροπή, νά επανακάμψετε στόν πηγαίο σας σχολιασμό τών άρθρων που σάς ευαισθητοποιούν, μιά που η απουσία σας είναι διακριτή καί δυσαναπλήρωτη. Άλλωστε, η βιωματική σας πίστη νά ξέρετε ότι μάς βοηθάει ευφροσύνως.
Νά είστε σίγουρη ότι η αδέσμευτη από εμμονές καί προκαταλήψεις “ευσέβειας” γραφή σας έχει περισσότερους αποδέκτες από τούς “ρομφαιοφόρους” που, ενίοτε, σάς επιτίθενται.
Συγχωρήστε με καί Καλή Παναγιά !
Εξαιρετικό!
Η κατάσταση είναι αυτή που περιγράφετε, είμαι συνένοχος και θύμα της.
Πώς ήταν τα πράγματα στο παρελθόν όμως και τι άλλαξε; Γιατί περάσαμε σε αυτή τη μορφή σχέσεων; Δεν πιστεύω ότι κοιτάζοντας τον αριθμό των διαζυγίων μπορούμε να πούμε ότι παλιά ο κόσμος ερωτευόταν αληθινά και σταδιακά έπαψε να το κάνει. Ίσως για άλλους λόγους – κοινωνικούς, οικονομικούς – άντρες και γυναίκες παντρεύονταν και περνούσαν όλη τη ζωή μαζί, ακόμα και χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους έρωτας ή αγάπη. Ίσως δηλαδή η πλειοψηφία των ανθρώπων να ακολουθεί σε κάθε εποχή το επικρατούν μοντέλο διαπροσωπικών σχέσεων.
Σας ευχαριστώ και τους δύο για τα σχόλιά σας, όπως και τον κ. Δημήτρη και το ανώνυμο παραπάνω που φαινεται να χάρηκαν το άρθρο.
Το θέμα που θέλει να θίξει το άρθρο μου αφορά στον ευτελισμό των μυστηρίων, υποβιβαζόμενα σε events, καθώς και των ανθρωπίνων συναναστροφών που, ειδικά η εποχή όπως σημειώνει ο κ. Γεράσιμος, μοιάζει να προωθεί την αλληλοκατανάλωση ανθρώπων λες και πρόκειται για πατατάκια.
Όλοι έχουν ελπίδα κι αυτό δεν είναι κάτι που πιστεύουμε ή απλώς διαβάζουμε στα πατερικά και το Ευαγγέλιο, αλλά πρόκειται περί εσωτερικής εκ Θεού πληροφόρησης – αλλιώς πώς θα άλλαζε τον κόσμο;
Η θέση μου περί εξάλειψής μου κατά τις τελευταίες προτάσεις του άρθρου, αφορά στην εμπιστοσύνη μου προς τον Θεό ένεκεν της οποίας, είμαι διαθέσιμος να απορρίψω τις λογικές μου αναλύσεις και σκανδαλισμούς. Παρόλα αυτά, μιλάω σαν απλός άνθρωπος, που έτυχε να συναντάει τον πατέρα του, επί χρόνια, στη θέση του συνοδηγού. Όποιος κατάλαβε, ό,τι κατάλαβε, για να μην εκθέτουμε και κόσμο.
Θα ολοκληρώσω την τριβή μας – κι ευχαριστώ για την ευκαιρία – με μία βιωματική σύντομη ιστορία. Ένας φίλος, με απασχολούσε ιδιαίτερα, ασχολούμενος με τις κοινωνικές τάσεις του – των περισσότερων πλέον – να επιδεικνύεται στα social media, να μην ενδιαφέρεται να φιλοσοφήσει καθόλου τη ζωή, αλλά μόνο να την καλλωπίσει εξωτερικά. Πήγα, ο ταλαίπωρος να του εκμαιεύσω κάτι ως έναυσμα για ενδοσκόπηση. Τον ρωτάω το απλό: Ποιον θα ήθελες να συναντήσεις αν ήταν να διαλέξεις οποιονδήποτε από την ιστορία; Απαντώντας μου, κατάλαβα ότι η συζήτηση δε έπαιρνε επί πλέον έκταση, τουλάχιστον όχι με μένα: τον πατέρα μου…
Όλη αυτή η ρηχότητα με την οποία ζυγίζουμε ο ένας τον άλλο, εσωτερικεύεται στα παιδιά, ειδικά όταν η σχέση αφορά γονέα με τέκνο. Κατ’ επέκταση, αυτή η ευτέλεια αποτελεί το υλικό των παιδιών για να χτίσουν την αυτοεικόνα τους καθώς και τις διαπροσωπικές τους επαφές. Αρνούμαι να το δεχθώ ως υγιές, όπως όλοι μας νομίζω. Ας (put the blame on, ναι κ. Μιχάλη) εργαστούμε τον εαυτό του έκαστος κι έχει ο Θεός.
Καλή συνέχεια σε όλους και καλή Παναγιά.