Η πνευματική πορεία μιας ζωής «Collectanea»

0
584

Προεκτείνοντας την εισαγωγική («Στον Αναγνώστη») σημείωση στα Collectanea, όπου ο Λορεντζάτος παρομοιάζει τις καταγραφές αυτές με «χαμάδες» ανάλατες, δηλαδή, ελιές που πρέπει να τρώγονται ως έχουν, αξίζει να παρατηρήσει κανείς – αποδίδοντας καλύτερα τη θερμοκρασία του βιβλίου – ότι οι χαμάδες αποτελούν τη βρώση του ερημίτη, του ασκητή, ακόμα και του Άγιου. Τα Collectanea είναι ένα ημερολόγιο δίχως ημερομηνίες όπου ο Λορεντζάτος αποθηκεύει το απόσταγμα των σκέψεων του. «Εδώ μέσα δεν αποβλέπω στα προσωρινά, αλλά στα μόνιμα στοιχεία του χρόνου. Και γράφω τα Collectanea τούτα δίχως ημερομηνίες, προσέχοντας την ουσιαστική κι όχι την ιστορική σημασία των πραγμάτων». Ενα ομολογητικό κι όχι εξομολογητικό τεφτέρι, όπου καταγράφεται η εσωτερική πνευματική πορεία ενός ασκητή της ζωής και των γραμμάτων από τον θάνατο του πατέρα του μέχρι το κατώφλι του δικού του θανάτου.

Το πυκνό αυτό – με τα θεριακλίδικα γράδα του – απόσταγμα, αφενός φωτίζει πολλές πτυχές των λεπτοδουλεμένων «Μελετών» του κι αφετέρου μπορεί ν’ αποτελέσει Λυδία Λίθο για την εκτίμηση – σε μια πολύ συγκεκριμένη προοπτική – του ειδικού βάρους των ανθρώπινων έργων τέχνης και (κυρίως) του δρόμου (με μέτρο τον αρχαιοελληνικό άριστο βίο στις πάμπολλες ιστορικές εκφάνσεις του) που διανύει κανείς στη ζωή του. Ο Λορεντζάτος χρησιμοποιεί καταφανώς τις καταγραφές του ως σημαδούρες στη δική του πνευματική πορεία, προσφέροντας ταυτόχρονα έναν αυτοσχέδιο μπούσουλα, καμωμένο από το δέσιμο των πιο (φαινομενικά μόνο) ετερόκλιτων διαβασμάτων (Πλάτωνα, Σωκράτη, Θουκυδίδη, Ελλήνων Πατέρων, ποιητών κάθε εποχής όπως ο Yeats, ο Δάντης ή ο Rimbaud). «Τη σοφία όση μάζεψα δεν την χρησιμοποίησα ποτέ για άλλο κανένα λόγο, επαγγελματικό (ας υποθέσομε) παρεχτός για να βρω κάποιο νόημα στη ζωή μου ή να γίνω καλύτερος άνθρωπος». Στην ενασχόλησή του με τα γράμματα δεν είχε ωράριο. Ζούσε μέσα σ’ αυτά. «Δούλεψη και κούραση στην τέχνη ή στη γραφή και ξεκούραση μέσα στην τέχνη. Μια ζωή. Ασταμάτητα. Full circle». Το δόσιμο αυτό συμβάδιζε με μια ακοίμητη αγωνία να εξισορροπήσει το ‘ζήσιμο’ με το ‘γράψιμο’. Το γράψιμο είχε σημασία μόνο στο βαθμό που συνέβαλε στο προχώρημα της ζωής του· ήταν ο τρόπος με τον οποίο βημάτιζε: «Στο τέλος, αν με ρωτήσουν γιατί τα γράφεις όλα τούτα, έχω μια απάντηση αμάχητη, αρνητικά: ‘Δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο’. Αποφατική θεολογία». Για μεγάλα διαστήματα αποζητούσε την παρέα με ανθρώπους μακριά απ’ τα χαρτιά. Τότε έτρεχε να μιλήσει σε μοναχούς, ασκητές, starets, αλλά και να πιει ένα ποτήρι κρασί με δυο-τρεις φίλους. «Η άγραφη ζωή στηρίζει τη γραμμένη και αποτελεί τη δύναμή της».
Τα Collectanea μπορούν να διαβαστούν με δύο τρόπους. Ως κατασταλάγματα της πείρας ενός ανθρώπου των γραμμάτων που αναπτύσσει εν είδη μαθήματος για τους επερχόμενους, ακροβατώντας στο ακρότατο όριο όπου συναντιούνται η ποίηση, η φιλοσοφία και η μεταφυσική, τους θεμελιώδεις άξονες της ποιητικής του: πώς προσεγγίζει τη γλώσσα, πώς διαβάζει τα μεγάλα έργα, πώς γράφει. «Το προσεχτικό διάβασμα των βιβλίων αλλά και το διάβασμα των ανθρώπων και των περιστατικών της ζωής». Αλλά και ως μαθητεία του βλέμματος, σε ένα τρόπο ζωής (κρίσεις για την παράδοση, την πολιτική, την επιστήμη, την ορθοδοξία, τις μεγάλες μεταφυσικές παραδόσεις, τον σύγχρονο τεχνολογικό μας πολιτισμό, το περιβαλλοντικό πρόβλημα). «Νομίζω πως γράφω για να προχωρήσω σε κάτι άλλο, που με την αράδα του θα φέρει άλλο, και άλλο, και άλλο, ώστε τα γραφόμενά μου στο τέλος να μην είναι παρά σταθμοί που θα περάσω κυνηγώντας κάτι άπιαστο, που δε θα το φτάσω ποτέ – ως το τέλος». Η αντίληψή του για την ποίηση «αυτό που μας φέρνει σε αντιστοιχία, σε αντιφέγγισμα με την ομορφιά ή με το ανώτερο» υπερβαίνει το στενό πλαίσιο της λογοτεχνίας «η ποίηση αρχίζει παντού και τελειώνει πουθενά» και ταυτίζεται με τον ίδιο τον άνθρωπο «η ποίηση είναι ο άνθρωπος». Η ποίηση, τα παγκόσμια έργα της οποίας κάτεχε όσο λίγοι και η κριτική της λογοτεχνίας που άσκησε σ’ ολόκληρο τον βίο του αποτελούν απλά μόνο μέσα για την προσέγγιση του Θεού της αγάπης. «Αυτό, αναζητάω, το φως».
Το βιβλίο μπορεί επίσης να διαβαστεί ως μια οψίκαρπη «Μελέτη Θανάτου». Αν στην πρώτη ανάγνωση, τα Collectanea μοιάζουν να απευθύνονται στον αναγνώστη, στη δεύτερη αποτελούν μια πνευματική άσκηση μετάνοιας – αλλαγής του νου – ενόψει του θανάτου. «Οσο μακρύτερα προχωρήσεις στον πνευματικό δρόμο τόσο μικρότερη γίνεται για σένα η διαφορά ανάμεσα στους ζωντανούς και στους πεθαμένους. Τελειώνοντας ο δρόμος θα τελειώσει και η διαφορά αυτή». Σε αυτή την περίπτωση μοιάζει να γράφει απευθυνόμενος στον εαυτό του: ζει τρώγοντας τις δικές του χαμάδες, και το χαρτί παρουσιάζεται ως ο ιδανικός, λυτρωτικός ενίοτε συνομιλητής. «Εδώ μέσα γίνεται μια σχετική διαφυγή». Εξ ου και η επανάληψη των ίδιων σκέψεων, η επιστροφή στις ίδιες αναφορές, το (ξανά)γράψιμο από την αρχή του ίδιου μαθήματος. Εδώ η γραφή – η μελέτη θανάτου – εξελίσσεται σταδιακά σε προσευχή. «Ναι, το βλέπω τώρα, η δουλειά μου (το γράψιμο) είναι η προσευχή μου».
Στα Collectanea μπαίνει κανείς – απ’ όποια σελίδα κι αν το επιχειρήσει – όπως μπαίνει σ’ ένα ποτάμι. Είτε προς τα πάνω κολυμπήσει, είτε προς τα κάτω «μια και ωυτή νερομάνα», οδός ανω κάτω μία και ωυτή.

πηγή: http://stinarada.blogspot.com/2009/08/blog-post_18.html , 18.8.09

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ