Χριστός και Έσχατα κατά τον Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα

36
3683

1. Μια νεώτερη αντίληψη της εσχατολογίας

Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας (ΜΙΖ) πρόβαλε τις τελευταίες δεκαετίες μια πίστη σε μια Ενολογική-μονταλιστική Θεότητα, με βασικό σύνθημα “O ένας Θεός είναι  ο  Πατήρ», και κύρια, σύγχρονη, αναφορά του στον Ρωμαιοκαθολικό θεολόγο Καrl Rahner. Ο ΜΙΖ προχώρησε σε πολύ πιο ριζοσπαστικές θέσεις από τον Rahner, υποστηρίζοντας ένα “μοντέλο” της Αγίας Τριάδας, στο οποίο η θεωρία της υποταγής (Subordination) λαμβάνει ρητώς οντολογικό περιεχόμενο: η Μονάδα ταυτίζεται με ένα Πρόσωπο, τον Πατέρα, και η Τριάδα υποβιβάζεται σε ένα οντολογικά κατώτερο παράγωγο της[i].

Με βάση την ανωτέρω θεμελιώδη θεολογική αντίληψη για την υπεροχική θέση του Θεού-Πατέρα έναντι του Υιού και αυτής της Αγίας Τριάδας, προκύπτει λογικά το ερώτημα: πώς αντανακλάται στα γραπτά του ΜΙΖ η παραπάνω απομείωση του Υιού ως προς τον Πατέρα, στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του Σαρκωθέντος Θεού. Η υφεσιακή οντολογική ιεράρχηση  του Υιού στην αΐδια Τριάδα, επιβεβαιώνεται και στην Οικονομία ή όχι;

Στην παρούσα μελέτη καταθέτουμε εν συντομία τα αποτελέσματα μιας μελέτης στην οποία διερευνήσαμε το ερώτημα “ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός” στον δημοσιευμένο θεολογικό λόγο του ΜΙΖ, με αφορμή τα εξής δεδομένα: (α) Είχαμε παρατηρήσει ότι ο συγγραφέας έκανε συχνές αναφορές στο εννοιολογικό δίπολο “ιστορικού” - “εσχατολογικού” Χριστού, που εισήχθη από τον ακραίο Προτεσταντισμό, και έγινε ευρύτερα γνωστός μέσω της υπαρξιακής εσχατολογίας του Bultmann[ii]. (β) Ο Περγάμου Ιωάννης παρουσίαζε συστηματικά, από δεκαετιών, την “Ευχαριστία” με έναν καινοφανή τρόπο: η “Ευχαριστία” αποσυνδεόταν ουσιαστικά από τον Κύριο Ιησού Χριστό και συνδεόταν κατεξοχήν με τα έσχατα: ελάμβανε την όποια αλήθειά  της ως α ι τ ι α τ ό της μέλλουσας Βασιλείας του Θεού. Η πρώτη μας ανάγνωση, και αρχική α-πορία πηγαίνει πίσω, σε σειρά άρθρων που δημοσιεύθηκαν το 1994[iii].

Η ανάγνωση του βιβλίου “Εκκλησιολογικά Μελετήματα”, έκδοση του 2016, προκαλεί σοβαρότερο προβληματισμό, καθώς ο συγγραφέας αποκαλύπτει ο ίδιος την σχέση της εσχατολογικής Οντολογίας του[iv] με τις εσχατολογικές αντιλήψεις, που εισήχθησαν στη Δυτική θεολογία κυρίως με το έργο του Johannes Weiss (1863-1914)[v]. Διαβάζουμε  στα “Εκκλησιολογικά Μελετήματα”: «Στο έργο του (του Weiss) […] η εσχατολογία άρχισε να κατέχει  το  κ έ ν τ ρ ο[vi]  της χριστιανικής θεολογίας»[vii]. «Κανένας από όσους συνέχισαν τη συζήτηση μετά απ’ αυτόν δεν επιχείρησε να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα (περί της ουσίας του Χριστιανισμού), αγνοώντας, αποσιωπώντας ή απορρίπτοντας τη βασική του τοποθέτηση, ότι δηλαδή η  ο υ σ ί α του Χριστιανισμού βρίσκεται στην αναμονή  της Βασιλείας. Αυτό το σημείο εδραιώθηκε σταθερά  μ ι α  γ ι α   π  ά ν τ α, και από τον Weiss και ύστερα η ιδέα ότι η ουσία του Ευαγγελίου βρίσκεται στην εσχατολογία του, διαπότισε βαθειά το πνεύμα της θεολογίας. […] Η θεολογία άρχισε να σκέπτεται εσχατολογικά»[viii]. Η διατύπωση αυτή δηλώνει εμμέσως, πλην σαφώς, ότι η Ορθόδοξη θεολογία υπελείπετο στην εσχατολογική αίσθηση του εκκλησιαστικού γεγονότος.

Η βαθειά επίδραση που ήσκησε η νέα προοπτική της εσχατολογίας, ως απόλυτης προτεραιότητας στην κατανόηση της Καινής Διαθήκης, ήταν τόσο δυνατή στη σκέψη του Περγάμου Ιωάννη, ώστε να ισχυρισθεί ότι μπορεί «να λεχθεί ότι η ιστορία της εσχατολογίας χωρίζεται στην περίοδο π ρ ι ν  τον Weiss και στην περίοδο  μ ε τ ά  τον Weiss»[ix].

Η συστηματική έρευνα, στην οποία επιδοθήκαμε, δείχνει ότι ο ενθουσιασμός ενώπιον της νέας θεολογικής προοπτικής οδηγεί τον, λαϊκό ακόμη θεολόγο, Ιωάννη Ζηζιούλα να στρατευθεί σ’ αυτή την ιδέα και να την προβάλει ως αναγκαία σε παγχριστιανικό  επίπεδο: «Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, Καθολικοί, Προτεστάντες και Ορθόδοξοι  ο φ ε ί λ ο υ ν  να ενώσουν τις προσπάθειές τους, ώστε να χρησιμοποιήσουν την  καινούρια εσχατολογική προοπτική»[x]. Με την δήλωση αυτή, ο Περγάμου Ιωάννης ομολογεί ο ίδιος την στράτευση σε μια εσχατολογική θεώρηση, βασισμένη στις ιδέες που προέκυψαν από τον J. Weiss και διαφοροποημένη από αυτή της Ορθοδόξου πίστεως και του Ορθοδόξου ήθους[xi], καθόσον δηλώνεται ως χριστιανική ανάγκη μια «κ α ι ν ο ύ ρ ι α εσχατολογική προοπτική».

Ευλόγως, τίθεται το ερώτημα ποια εκδοχή της κατά Weiss εσχατολογίας συναρπάζει τον ΜΙΖ και την υποδέχεται ως «ουσία του Ευαγγελίου», και ποια είναι ακριβέστερα η καινούρια εσχατολογική προοπτική, που προβάλλει o ίδιος σε αντικατάσταση της παραδοσιακής εσχατολογικής αντιλήψεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πιστεύουμε ότι στο τέλος αυτής της μικρής μελέτης ο αναγνώστης θα έχει μια σαφή αντίληψη για τις βασικές θέσεις της Ζηζιούλειας εσχατολογίας.

Ωστόσο, το κύριο ενδιαφέρον της παρούσης σύντομης μελέτης δεν είναι η αυτοτελής εξέταση της νέας εσχατολογικής θεώρησης του Μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα. Το πρόβλημα που ειδικότερα μας απασχολεί είναι η διερεύνηση του ερωτήματος για το ποια είναι η επίπτωση της εσχατολογίας του  Μητροπολίτη Ιωάννη στην Χριστολογία του. Διερευνούμε, δηλαδή, το ερώτημα: «π ο ι ο ς  είναι  ο  Χ ρ ι σ τ ό ς» στα πλαίσια ενός θεωρητικού συστήματος, που αποδέχεται ότι «η  ο υ σ ί α  του Χριστιανισμού βρίσκεται στην αναμονή της Βασιλείας».

  1. Αγνοούμε τον Χριστό;

Ο ΜΙΖ, ακολουθώντας την ακραία φιλελεύθερη προτεσταντική κριτική της Καινής Διαθήκης που ξεκίνησε με τον Weiss, αποδέχεται σημαντικά συμπεράσματά της περί του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ο Περγάμου Ιωάννης αποδέχεται τον θεμελιώδη τεχνητό διαχωρισμό  μεταξύ “ιστορικού” και “εσχατολογικού” Χριστού και, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει: «Όπως, όμως, η αυθεντία του λόγου των Γραφών, έτσι και οι  πράξεις του Χριστού (!), ο  χαρακτήρας(!!) ή η συμπεριφορά  του, ακόμη και η ηθική  του (!!!) που δίδαξε, έχουν καταστεί αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης. Όλα αυτά εξαρτώνται τόσο πολύ από  ι σ τ ο ρ ι κ ο ύ ς  και            π ο λ ι τ ι σ μ ι κ ο ύ ς  παράγοντες, ώστε δεν μπορούν να ταυτιστούν πλήρως με την           ε σ χ α τ ο λ ο γ ι κ ή   πραγματικότητα»[xii].  Γίνεται δεκτή, δηλαδή, μια ακραία ρήξη μεταξύ Αλήθειας και  Ιστορίας, ή μεταξύ Θεού και της αληθινής παρουσίας και γνώσης Του. Μια ακραία σχετικοποίηση της γνώσεως της Αλήθειας-Χριστός.

Εάν λάβουμε σοβαρά υπόψη μας την παραπάνω δήλωση του ΜΙΖ, καθώς αυτή διατυπώθηκε επισήμως σε Συμπόσιο του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, δηλαδή, ότι οι περιγραφές των Ευαγγελιστών είναι σοβαρά παραμορφωμένες «από ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες», τότε τι γνωρίζουμε περί του Χριστού; Πως θα κατανοηθεί η Χριστιανική πίστη περί αυτοαποκαλύψεως του Θεού μέσω του Χριστού; Η αμφισβήτηση του Μητροπολίτη Ιωάννου είναι, εμφανώς, άκρως σοβαρή, και στοιχεί στο πνεύμα της ακραίας φιλελεύθερης προτεσταντικής κριτικής της Καινής Διαθήκης του Schweitzer, διαδόχου του Weiss, κατά την οποία «Ο Ιησούς, ως μία συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότης, παραμένει δια την εποχήν  μας ένας   ξ έ ν ο ς»[xiii].

Οι θέσεις του ΜΙΖ φανερώνουν δύο καταλυτικού χαρακτήρα προβλήματα στη σκέψη του. Πρώτον, εξ επόψεως επιστημολογικής, είναι αντιφατικό ότι ο Ακαδημαϊκός  Ι. Ζηζιούλας, ενώ αμφισβητεί την Γραφή των αγίων Ευαγγελιστών ως εξηρτημένη «από  ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες»,  δεν λαμβάνει υπόψη το προφανές γεγονός ότι οι ερμηνείες των Weiss-Schweitzer-Bultmann εξαρτώνται οι ίδιες «από  ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες» και είναι προϊόν: (i) των γενικών πολιτισμικών συνθηκών του Δυτικού πολιτισμικού Παραδείγματος (ορθολογισμός, ατομικισμός κλπ), και (ii), μιας ειδικότερης φάσης στην εξέλιξη ακραίων ιδεών εντός της Προτεσταντικής θεολογίας. Δεύτερον, εξ επόψεως, θεολογικής, ο ΜΙΖ, εμμέσως, πλην σαφώς, εφόσον αμφισβητεί ότι η Εκκλησία γνωρίζει ασφαλώς ποιος είναι ο Θεάνθρωπος Σωτήρας Χριστός, που αποκαλύπτεται μέσω του χαρακτήρα  Του, των πράξεων Του και της ηθικής Του, συνάγεται λογικώς ότι αμφισβητεί ουσιωδώς το ίδιο το γεγονός της Πεντηκοστής, την Αποστολική μαρτυρία και την Αγιοπνευματική γραφή της Καινής Διαθήκης. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μαρτυρεί:              «ο ἴ δ α μ ε ν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γ ι ν ώ σ κ ο μ ε ν   τ ὸ ν   ἀ λ η θ ι ν ό ν· καὶ ἐσμὲν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ  Χριστῷ.  Οὗτός  ἐστιν  ὁ  ἀληθινὸς  Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος. Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν εἰδώλων· ἀμήν» (Ιωαν. Α’. 5, 20-21).

Τίθεται, με φυσιολογικό τρόπο, το ερώτημα: Μπορεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να αποδέχεται και να προβάλει την διδασκαλία του Μητροπολίτη Ιωάννη παράλληλα προς τη μαρτυρία του αγίου Θεολόγου, Μαθητή, Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη; Το ένα αποκλείει το άλλο. Η συνύπαρξή τους θα σήμαινε απόλυτη θεολογική σύγχυση και ακύρωση της Ιωάννειας προτροπής «Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν ε ἰ δ ώ λ ω ν», καθόσον «ειδωλολατρία είναι όχι μόνον προσκύνημα σε ψεύτικους θεούς, αλλά […] και (ενν. το προσκύνημα) στους ιδιοφυείς και στις εφευρέσεις και στις ιδέες και στα πάθη και στην κουλτούρα […] και σε ο,τιδήποτε άλλο που θέλει να αντικαταστήσει με τον εαυτό του τον αληθινό Θεό και Κύριο Ιησού Χριστό»[xiv].

 Η ανάγνωση της Καινής Διαθήκης μπορεί να λαμβάνει υπ’ όψη τα αποτελέσματα της έρευνας, αλλά όταν αυτή φθάνει να ακυρώνει τη βεβαιότητα της Εκκλησίας ότι «γινώσκομεν  τὸν  ἀληθινόν», έχει αρνηθεί τη μαρτυρία της αρχαίας Εκκλησίας και τον ίδιο το Χριστό,[xv] ιδεολογικοποιώντας  την ατομική ερμηνεία της Γραφής.

Για την «επιστημονική» έρευνα της Βίβλου, ο V. Lossky έχει κάνει την εξής παρατήρηση: «Δεν θέλομεν να αρνηθώμεν την σημασίαν ή να μειώσωμεν την αξίαν των ιστορικών μελετών περί της Βίβλου: είναι πολύτιμοι και πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν υπό των θεολόγων· αλλ’ ουδέποτε πρέπει η ερμηνεία αυτή να σφετερίζεται θέσιν η οποία δεν της ανήκει: θέσιν κριτού προκειμένου περί θεολογίας»[xvi].

  1. Χριστός: ένωση κτιστού και Ακτίστου στα έ σ χ α τ α; 

Ο λόγος του ΜΙΖ παρουσιάζει αντιφάσεις στη θεολογική διαδρομή του. Έτσι, κι εδώ, παρά την αμφισβήτηση των Γραφών, δεν αρνείται βέβαια να τις χρησιμοποιεί, δυστυχώς πολύ συχνά, με παρερμηνεία τους. Είναι θέμα άλλης μελέτης να διερευνηθεί, για παράδειγμα, πως παρερμηνεύονται οι λόγοι του Κυρίου στον Μυστικό Δείπνο, με έμμεση και άμεση αναφορά στη ερμηνεία του Jeremias[xvii]. Εδώ εστιάζουμε ακριβώς στο Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού, και ειδικότερα σε ζητήματα και ερωτήματα που προβάλλουν για τη σχέση μεταξύ του Χριστού και του γεγονότος της Θείας Λειτουργίας και της Θείας Ευχαριστίας, καθώς και μεταξύ “ιστορικού” και “εσχατολογικού” Χριστού, όπως εμφανίζονται σε νεώτερες δημοσιεύσεις του κηρύγματός του και άρθρων του.

Διαβάζουμε στο εσχάτως εκδοθέν βιβλίο του Μητροπολίτη «Εκατό κηρύγματα»: «Και γιατί είναι η θεία Λειτουργία το ύψιστο και μέγιστο αγαθό; Πρώτον, διότι η Λειτουργία είναι ο  λόγος του Θεού που γίνεται προσευχή […] Και ακόμη πιο σημαντικό ο λόγος του Θεού μέσα στη Θεία Λειτουργία γίνεται σάρκα για να κοινωνήσουμε, να τον μεταλάβουμε»[xviii]. Εδώ, ο Περγάμου υποστηρίζει ότι “ο  λ ό γ ο ς του Θεού”, ο “λόγος” με “λάμδα” μικρό και όχι “Λάμδα” Κεφαλαίο,  γίνεται προσευχή και «σ ά ρ κ α για να τον κ ο ι ν ω ν ή σ ο υ μ ε»  στη Θεία Λειτουργία! Η αντίθεση μεταξύ “λόγου” και “Λόγου” στην αναφορά του ΜΙΖ είναι σαφής και οξεία, καθότι στην ίδια συνάφεια κατονομάζεται “ο Λόγος του Θεού” (ως ταυτιζόμενος με την Θεία Λειτουργία[xix]). Κατά τον Μητροπολίτη, δηλαδή, το πιο σημαντικό στη Θεία Λειτουργία είναι η κοινωνία και μετάληψη του λόγου του Θεού, δηλαδή της διδαχής του Θεού. Ποια σχέση έχει αυτή η διδασκαλία με την Γραφή και την Ορθόδοξη Θεολογία; Ποια σχέση έχει η διδασκαλία περί κοινωνίας του λόγου του Θεού με εκείνο το Μυστήριο της πίστεως μας, το οποίο το προσφερόμενο και διαδιδόμενο δεν είναι παρά ο ίδιος ο Θεός:[xx]. «Οὑ γάρ τ ι τῶν αὑτού άλλ’ Α ὑ τ ό ν μετέχομεν»[xxi]

Το «ύψιστο και μέγιστο αγαθό» της Θ. Λειτουργίας κατά τον ΜΙΖ είναι κάτι πολύ μικρότερο από αυτό που πιστεύει  και βιώνει η Εκκλησία. Η αναφορά στον «λόγο του Θεού», ως το «ύψιστο και μέγιστο αγαθό» στην Εκκλησία, αποπνέει τον ακραίο προτεσταντικό “λόγο” του Bultmann κατά τον οποίον, “o  Λ ό γ ο ς δ ε ν εγένετο σάρξ, αλλά  λ ό γ ο ς»[xxii]! Και στις δύο περιπτώσεις, ο φιλοσοφικός ορθολογισμός, των Bultmann και Ζηζιούλα, παρά τις διαφορετικές μορφές του, που σχετίζονται με τις αντίστοιχες θεολογικές παραδόσεις, συναντώνται στην από-Σάρκωση του Θεού Λόγου.

Ποια είναι ακριβώς η σχέση του Ιησού Χριστού με τον Θεό, ή η σχέση του “ιστορικού” με τον “εσχατολογικό Χριστό” κατά τον ΜΙΖ, του Χριστού, δηλαδή, που γίνεται θεός;!

Σύμφωνα με την πίστη της Εκκλησίας, ο Τριαδικός Θεός πραγμάτωσε τη σωτηρία της ανθρωπίνης φύσεως ως τέλεια Υποστατική ένωση Ακτίστου και κτιστού εν τω Προσώπω του Ιησού Χριστού, του σαρκωθέντος Θεού και Λόγου.

Ο Περγάμου Ιωάννης υποστηρίζει:  «ο   λόγος  για  τον  οποίο  έγινε  ο   κόσμος είναι ο εσχατολογικός Χριστός ως ένωση κτιστού και ακτίστου στα έσχατα»[xxiii].  Ο Μητροπολίτης δεν αρνείται ένα Χριστό ως «ένωση κτιστού και ακτίστου», αλλά τον δέχεται ως τέτοιον στη μέλλουσα Βασιλεία, στα έσχατα! Εκ της ανωτέρω δηλώσεως – τι φρίκη!- προκύπτει ότι κατά τον ΜΙΖ, ο Ιησούς Χριστός της Ιστορίας είναι κτιστό Όν, που θα καταστεί κάτι αναβαθμισμένο – “εσχατολογικός Χριστός”-  σε μια… «ένωση κτιστού και ακτίστου στα έσχατα». H ουσία όλων των μεγάλων αρχαίων και νεώτερων αιρέσεων σε μια μικρή φράση!!! Ο Ιησούς Χριστός, ο επί Ποντίου Πιλάτου σταυρωθείς, κατά τον Μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα,  δεν είναι Θεός αληθινός!

Ο “Χριστός” του ΜΙΖ δεν είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Επομένως δεν μπορεί να γίνει ούτε «Θεία Ευχαριστία» ή «Θεία Κοινωνία», διότι είναι κτιστό Όν, που το μεγαλείο του είναι ότι δίδαξε και μας παρέδωσε τον «λόγο του Θεού».

Τι συνέπειες έχει η ανωτέρω θέση περί Χριστού «ως ένωση κτιστού και ακτίστου στα έσχατα» για την ζωή του πιστού και της Εκκλησίας;

Πρώτον, εάν «ο λόγος για τον οποίο έγινε ο κόσμος είναι ο εσχατολογικός Χριστός ως ένωση κτιστού και ακτίστου στα έ σ χ α τ α», ο Ιησούς Χριστός, ο Σταυρωθείς και Αναστάς εκ νεκρών, δεν είναι ο Υιός του Θεού και Θεός, σε Υποστατική ένωση με το κτιστό.

H διατύπωση «εσχατολογικός Χριστός» αναφέρεται στο κατεξοχήν σεσωσμένο  πρόσωπο ή είναι ενδεχομένως συμβολική έκφραση του σεσωσμένου προσώπου;  Σε οποιαδήποτε εκδοχή, ένας τέτοιος Χριστός, «ένωση κτιστού και ακτίστου στα έ σ χ α τ α», ακόμη και εάν ονομάζεται -σε άλλα κείμενα του ΜΙΖ- “Θεός”, δεν είναι παρά κτίσμα. Ένας θεός οντολογικά κατώτερος από τον «κατεξοχήν Θεό», τον «Ένα Θεό», τον Πατέρα[xxiv].

Το δεύτερο πρόβλημα, που προκύπτει από τη μελέτη της ανωτέρω διατυπώσεως, συνίσταται στην θεολογική θέση ότι ο κτιστός κ ό σ μ ο ς ενώνεται με το Άκτιστο μόνο στα   έ σ χ α τ α. Αν όμως η ένωση κτιστού-Ακτίστου επιτυγχάνεται στα έσχατα, αυτό σημαίνει ότι η φύση ή ο κόσμος και η ιστορία είναι άδεια από το Θεό και ότι ο άνθρωπος δεν λαμβάνει πείρα των ακτίστων ενεργειών του Θεού εντός της ιστορίας. Μια τέτοια εκδοχή σημαίνει, πέραν της αρνήσεως του ιστορικού Ιησού ως Θεανθρώπου, και πλήρη α κ ύ ρ ω σ η της Ορθόδοξης     κ ο σ μ ο λ ο γ ί α ς,  α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ί α ς και  σ ω τ η ρ ι ο λ ο γ ί α ς.  Σημαίνει βεβαίως άρνηση της Πατερικής Θεολογίας των Ακτίστων ενεργειών του Ζωντανού Θεού, που κατεξοχήν αναδείχθηκε από τον άγιο Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά.

Εξάπαντος, η θεμελιώδης Χριστολογική απόφανση του Περγάμου Ιωάννη ακυρώνει  τα  δύο  θεμελιώδη  δόγματα  του  Χριστιανισμού, την Θεανθρωπότητα του  Χριστού και το Ομοούσιο της Αγίας Τριάδος.

4. O Ιησούς Χριστός είναι δέσμιος της αναγκαιότητας;

Εάν ο Χριστός θεωρείται Όν που ενώνεται με τον άκτιστο Θεό στα έσχατα, δηλαδή ένα κτιστό όν απορφανισμένο από τον Άκτιστο, ποία είναι η ειδικότερη, συγκεκριμένη, θεώρηση του Υιού του Θεού στην Ιστορία; Ποια χαρακτηριστικά αποδίδει η γραφίδα του Περγάμου Ιωάννη στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού;

Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα, πρέπει να επισημάνουμε ότι γενικώς οι αναφορές στον προ της Αναστάσεως βίο του Ιησού Χριστού είναι ελάχιστες στα κείμενα και στις ομιλίες του Μητροπολίτη τις τελευταίες δεκαετίες. Συνήθως δε ο “ιστορικός” Χριστός εμφανίζεται σε αντίστιξη προς την εσχατολογική πραγματικότητα, που αποδίδεται στην Ανάσταση, το Άγιο Πνεύμα, στο “μέλλον” ή στα Έσχατα…  Ειδικότερα, είναι αξιοπρόσεκτο ότι στο πρόσφατο εκδοθέν έργο «Remembering the Future», του 2023 (βιβλίο έκτασης 335 σελίδων), και αυτός ο όρος «Ιησούς Χριστός» είναι δυσεύρετος, μέχρι αφανισμού.

Εδώ, παρουσιάζουμε και συζητούμε δύο αντιπροσωπευτικές θέσεις, που κατατίθενται σε δημοσιευμένα άρθρα του ΜΙΖ.

(α) Η πρώτη χαρακτηριστική δήλωση, που εξετάζουμε, συνδέει Σάρκωση, Σταυρό, Ανάσταση και Έσχατα. Γράφει σχετικώς ο ΜΙΖ σε άρθρο με τίτλο «Χριστολογία, Πνευματολογία και Εκκλησιολογία»: «Αν ο Υιός πεθαίνει πάνω στο Σταυρό, υποκύπτοντας έτσι στην  αναγκαιότητα της ιστορικής ύπαρξης, το Πνεύμα είναι που τον ανασταίνει από τον θάνατο. Το Πνεύμα είναι το  επέκεινα της ιστορίας […] Το   Πνεύμα καθιστά τον Χριστό ύπαρξη  εσχατολογική»[xxv].

(β) Η δεύτερη θέση που εξετάζουμε λαμβάνεται από άρθρο υπό τον τίτλο «Εκκλησία και Έσχατα» από τη συλλογή κειμένων «Εκκλησιαστικά Μελετήματα». Ο Μητροπολίτης  δηλώνει: «ο Θεός πρέπει να παραμείνει ελεύθερος, ελεύθερος ακόμα και από την δική του εμπλοκή στην ιστορία. Η σάρκωση δεν καθηλώνει τον Θεό στην ιστορία […] Για την ιστορία αποφασίζει το μέλλον, και το μέλλον φυλάσσεται στην ελευθερία του Θεού»[xxvi]!

Οι δύο παραπάνω δηλώσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. To κοινό τους θεολογικό περιεχόμενο είναι ότι παρουσιάζουν όχι απλώς μια ασθενή Χριστολογία, όπως έχει διαπιστωθεί από άλλους ερευνητές, αλλά μια ριζική απομείωση του Προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Στην πρώτη, ο Χριστός εμφανίζεται στην επίγεια διαδρομή του ως υποκείμενος στην (ιστορική) α ν α γ κ α ι ό τ η τ α. Ο Χριστός ελευθερώνεται από τα δεσμά της αναγκαιότητας μετά την Ανάσταση, οπότε και μεταμορφώνεται σε μια άλλη πραγματικότητα, με το να καθίσταται «ύπαρξη εσχατολογική»…

Ο ΜΙΖ αποπειράται να στηρίξει την θέση του, για την εσχατολογική οντότητα του Χριστού μετά την Ανάσταση, με παραπομπή σε φράση του αγίου Μαξίμου, την οποία  δεν παρουσιάζει. Αντ’ αυτού, εμφανίζει προσωπική του δήλωση η οποία  ε ρ μ η ν ε ύ ε ι τον Ομολογητή ως υποστηρίζοντα δήθεν την εξής θέση: «it is the Resurrection that realizes “the purpose for which god brought all things into being”»[xxvii], θεωρώντας ότι «it is Christ’s Resurrection that constitutes the decisive “moment” of the Incarnation»[xxviii].

Τι διδάσκει στην πραγματικότητα ο άγιος Μάξιμος; «Ὁ δέ τῆς ἀναστάσεως μυηθείς τήν ἀπόρρητον δύναμιν, ἒγνω τόν ἐφ’ ᾦ τά πάντα προηγουμένως ὁ Θεός ὑπεστήσατο σκοπόν». Ουδόλως, δηλαδή συζητείται το θέμα -που συνιστά θεολογική βάση του ΜΙΖ-, ότι η Ανάσταση “π ρ α γ μ α τ ο π ο ι ε ί” (“realizes”) μια άλλη ύπαρξη, τον εσχατολογικό Χριστό! Ο Άγιος περιγράφει την πραγματικότητα του πιστού, ο οποίος “μυηθείς” στην απόρρητη δύναμη της  Αναστάσεως γ  ν ω ρ ί ζ ε ι τον σκοπό για τον οποίον έγιναν τα πάντα. Δηλαδή, στον Άγιο Μάξιμο υποκείμενο της προτάσεως είναι ο  μεταμορφωμένος  άνθρωπος, ο “μυηθείς”(!) στην απόρρητο δύναμη της Αναστάσεως, ενώ στην γραφίδα του Μητροπολίτη, την θέση υποκειμένου λαμβάνει, λανθασμένα, η “Ανάσταση”. Τοιουτοτρόπως, η Ανάσταση εμφανίζεται ως η αποφασιστική “στιγμή“ της Σαρκώσεως, που μετατρέπει τον υποκείμενο στην αναγκαιότητα Χριστό σε “ύπαρξη  εσχατολογική”…

Ο ΜΙΖ απομονώνει τη “στιγμή“  της Αναστάσεως από το όλον της Οικονομίας, και συγκεκριμένα από την επίγεια, ιστορική πορεία του Κυρίου με “αποφασιστικό“ τρόπο, απολυτοποιώντας την Ανάσταση, και θέτοντάς την σε αντίθεση με τον Σταυρό του Κυρίου. Έτσι, όμως, από ένα δυτικότροπο Χριστομονισμό οδηγούμαστε πάλι σε έναν Προτεσταντικού τύπου Πνευματομονισμό ή μονισμό των Εσχάτων[xxix]. Ακόμη περισσότερο:  παρερμηνεύοντας ο ΜΙΖ τον άγιο Μάξιμο, παράγει μια Ο ν τ ο λ ο γ ί α, που βασισμένη σε μια αντίληψη για την Ανάσταση, ως ιδιαίτερης, υπεροχικής και ουσιωδώς  αυτονομημένης στιγμής (“moment”) της Οικονομίας, παράγει ένα δεύτερο, άλλης τάξεως Χριστό (σε αντίθεση προς τον ιστορικό Χριστό της “αναγκαιότητας”).

Στη δεύτερη δήλωση (θέση β’), ο ΜΙΖ βλέπει τον Θεό να δρα “ελεύθερα” μετά τη Σάρκωση Του. Θεός “ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς” από τη Σάρκωση σημαίνει, ωστόσο, Θεός που μετά τη Σάρκωση δρα α ν ε ξ ά ρ τ η τ α  από τη Σάρκωσή Του! Και Θεός,  που δρα στο “μ έ λ λ ο ν”, μετά τη Σάρκωση, απαλλαγμένος από  τη Σάρκωση, δείχνει έναν θεό που αποκαλύπτει  διαφορετικές αλήθειες στο μέλλον από ό,τι μας φανέρωσε η τελεία, κατά την πίστη της Εκκλησίας, Αλήθεια, ο Χριστός («Ἐγώ εμί ἡ ὀδός καί ἡ άλήθεια καί ἡ ζωή», Ιωαν. 14, 6). H Σάρκωση του Θεού χάνει το νόημα της ως κεντρικό σημείο αναφοράς στην Οικονομία του Θεού.

Επομένως με την θέση β’, ο Μητροπολίτης προχωράει ακόμη μακρύτερα σε άρνηση του Χριστού, από ό,τι στον χωρισμό σε δύο Χριστούς, τον “ιστορικό” και τον “εσχατολογικό”. Καταλύει και τη μ ο ν α δ ι κ ό τ η τ α του Χριστού. Ο Π. Ευδοκίμωφ μας υπενθυμίζει την Αποστολικοπατερική πίστη, βεβαιώνοντας: «Τίποτε νέο δεν μπορεί να συμβεί μέσα στην ιστορία. Δεν μπορούμε να ξεπεράσωμε τον Χριστό». Διότι, βέβαια, κατά την πίστη μας ο Χριστός, ως ο Σαρκωθείς Θεός, είναι το μοναδικό «μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων) [xxx]. Το Μυστήριο «τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἣλιον»[xxxi].

Σύμφωνα με τη δήλωση β’, η αλήθεια του Χριστού υπερβαίνεται από τον Θεό (!), οποτεδήποτε Αυτός το θελήσει στο “μέλλον“, καθώς «Η σάρκωση  δεν καθηλώνει τον Θεό στην ιστορία» […] «Για την ιστορία αποφασίζει το μέλλον και το μέλλον φυλάσσεται στην ελευθερία του Θεού».

Ο  “ιστορικός” Χριστός του ΜΙΖ  είναι ξένος προς Αυτόν που είπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». (Ιωαν. 14, 6), «'Ὃς ἐλθὼν καὶ π ᾶ σ α ν τὴν ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν πληρώσας, τῇ νυκτί, ᾖ παρεδίδοτο, μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου (ελευθέρως!) ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» (Θ. Λειτουργία, Ιωαν. Χρυσοστόμου). «Ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού. Ο θάνατός του ήτο θάνατος αληθινός […] Κυρίως όμως ήτο ένας θάνατος ε κ ο ύ σ ι ο ς […] «Κατεδέξατο» τον θάνατον κατ’ ευδοκίαν της λυτρωτικής Του αγάπης προς ημάς». Ο  “ιστορικός” Χριστός του ΜΙΖ  είναι ξένος προς τον Χριστό της Εκκλησίας, που «ὡς μόνος παντοδύναμος» ανέστη εκ νεκρών, γενόμενος «Πάσχα τῆς ἀφθαρσίας, τοῡ κόσμου σωτήριον». Ο Χριστός του ΜΙΖ  δεν είναι ο Θεός των Χριστιανών.

Εξάπαντος οι δύο δηλώσεις (α’ και β’) συγκλίνουν στο να παρουσιάζουν εμφανώς τον Χριστό της Ιστορίας δούλο της ενδοκοσμικότητας («αναγκαιότητα της ιστορικής ύπαρξης»). Ο Χριστός θεωρείται ύπαρξη ατελής ως προς τον Θεό, η οποία ανυψώνεται σε κάτι ανώτερο  μετά την Ανάσταση. Η Αλήθεια είναι υπόθεση του μέλλοντος (θεωρουμένου είτε ενδοϊστορικώς είτε μεταϊστορικώς), ενώ το “μέλλον” εξυψώνεται μέχρι ειδωλοποιήσεως («Για την ιστορία αποφασίζει το μ έ λ λ ο ν»), και, ταυτόχρονα, αυτοακυρώνεται[xxxii].

Με τις ανωτέρω θέσεις ο Ιησούς Χριστός της Ιστορίας, των Ευαγγελίων και της Εκκλησίας, παύεται από μόνος Σ ω τ ή ρ α ς. Αντίθετα, ο ίδιος ο Χριστός φέρεται ως έχων  ανάγκη σωτηρίας, που επιτυγχάνεται στα έσχατα.

Συμπερασματικά, η αντορθόδοξη θρησκευτική φιλοσοφία περί εσχατολογικού Χριστού του ΜΙΖ εκβάλλει σε ένα πρόσωπο κτιστό. Ένα Χριστό απο-Θεανθρωποποιημένο.

  1. Η Εσχατολογία ως Οντολογία - Έσχατα άνευ Θεανθρώπου; 

Η μεταφυσική του ΜΙΖ έχει ως κεντρική της  θέση μια Οντολογία θεμελιωμένη στη μέλλουσα Βασιλεία. Ο συγγραφέας αναπτύσσει μια παράδοξη (Β’ Τιμ. 4, 4) εσχατολογική Οντολογία[xxxiii], με στοιχεία αστήρικτα στη Γραφή και στην Πατερική Παράδοση, ή μάλλον αντίθετα προς αυτές. Η Οντολογία αυτή ορίζει κυρίως την ιεραρχική δομή και τις πράξεις της Εκκλησίας.

Ως συνέπεια, οι εκκλησιαστικές λειτουργίες ορίζονται τελικώς από δύο Οντολογίες. Μία που εξαρτάται από τον τρόπο υπάρξεως της θεότητας  (η Μονάδα παράγει την Τριάδα) και μία από την μέλλουσα Βασιλεία. Το πρώτο–μεθοδολογικό και φιλοσοφικό- πρόβλημα αυτής της συνθέσεως είναι ότι οι δύο Οντολογίες εμπλέκονται αντιθετικά, καθόσον η μία θεμελιώνεται στην αϊδιότητα (θεότητα) ενώ η δεύτερη στην χρονικότητα («the kingdom to come, a future event»).

Το θεμελιώδες αξίωμα της Ζηζιούλειας εσχατολογικής ή εικονιστικής Οντολογίας (iconic ontology) θεωρούμε ότι μπορεί να διατυπωθεί επαρκώς με τις εξής δύο δηλώσεις του συγγραφέα:

(α) «Η Καινή Διαθήκη είναι “εικόνα”, και η των μελλόντων κατάστασις αλήθεια. Το αρχέτυπο […] είναι το αίτιο των τελουμένων εν συνάξει…»[xxxiv].

(β) «Ιn the biblical understanding, as in that of St Maximus, what is represented in Eucharist is what is  to  comε, he  who  comes, and the Kingdom which he will establish […]. Ιn other words, the archetype, the  cause  of “what is accomplished in the synaxis” lies in the future. The Eucharist is the result of the kingdom to  come, a  future  eveνt (“the state of things to come“), being the cause of Eucharist gives it its true being»[xxxv].

Αρχικά πρέπει να επισημάνουμε ότι το θεμέλιο της λεγόμενης “εικονιστικής οντολογίας” του ΜΙΖ, η εσχατολογική Βασιλεία, “a future event”, συνιστά α ί τ ι ο (“cause”) της Ευχαριστίας ή και της Καινής Διαθήκης, και δηλώνονται ως Μαξίμεια θέση, αλλά χ ω ρ ί ς                      π α ρ α π ο μ π ή  σε χωρία του αγίου Μαξίμου, στα οποία να αναφέρονται οι όροι “αίτιο” ή “αιτιότητα”!!!  Η καταστατική, δήθεν Μαξίμεια, θέση της “εικονιστικής θεολογίας” επανέρχεται σε πλειάδα άρθρων,  χωρίς να αναφέρεται ποτέ και πουθενά, έστω και μια μόνο διατύπωση από αυτές, στις οποίες «ο Άγιος Μάξιμος γράφει κ α τ’  ε π α ν ά λ η ψ η (!!!) ότι το μέλλον είναι το  α ί τ ι ο  –όχι το αιτιατό-  του παρελθόντος»[xxxvi]. Ασφαλώς, μια τέτοια θέση δεν θεμελιώνεται στον άγιο Μάξιμο ή σε άλλους Πατέρες της Εκκλησίας και, επιπλέον, θα συνιστά παραπλανητική δήλωση μέχρι τη στιγμή που κάποιος καταθέσει μία τουλάχιστον από αυτές τις… «κατ’ επανάληψη» αναφορές του αγίου Μαξίμου περί της Βασιλείας ως        α ι τ ί ο υ της Καινής Διαθήκης!!!

Ο άγιος Μάξιμος δηλώνει ότι η Καινή Διαθήκη είναι «εικόνα» των μελλόντων, ως προς την ένταση της εμπειρίας, χωρίς την παράδοξη αναφορά στις έννοιες “αιτία”-“αιτιατό” και “αλήθεια” –«οὑκ άλήθεια»[xxxvii]. Η θεολογία του αγίου Μαξίμου είναι σε συμφωνία με το αναστάσιμο τροπάριο «Ὦ Πάσχα τό μέγα, καί ἱερώτατον Χριστέ, ὦ σοφία καί Λόγε τοῦ Θεοῦ καί δύναμις῾ δίδου ἡμῖν  ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας σου». Ἐκτυπώτερον!: Η Εκκλησία την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, δεν παρακαλεί να  μεταφερθεί από το “ψεύδος” του παρόντος ή του παρελθόντος στην αλήθεια του “μέλλοντος”, αλλά αναφωνεί: «δίδου ἡμίν ἐ κ τ υ π ώ τ ε ρ ο ν, σοῡ μετασχεῑν…» στη Βασιλεία Σου! Φυσικά! Διότι κατά την  καινοδιαθηκική βεβαίωση «ν ῦ ν τέκνα Θ ε ο ῦ ἐσμεν, καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν  φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν κ α θ ώ ς   ἐ σ τ ι» (Β’ Ιωαν., 3, 2). Στη Βίβλο υπάρχει μια κλιμάκωση και ένας προσανατολισμός π ρ ο ς το μέλλον καθώς και μια αναφορά ή πρόγευση του μέλλοντος, αλλ’ όχι το αντίθετο, δηλαδή οντολογική-αιτιακή εξάρτηση α π ό  το μέλλον. Όπως το σχολιάζει ο Π. Νέλλας, «είναι γνωστό πως για την ορθόδοξη παράδοση η γραμμή Αδάμ – Χριστός ορίζει την αλήθεια της ιστορίας, το βαθύτερο περιεχόμενο και τον σ κ ο π ό του ιστορικού γίγνεσθαι»[xxxviii]. To βαθύτερο, δηλαδή, περιεχόμενο της ιστορίας είναι ο εσωτερικός στόχος π ρ ο ς το μέλλον και ορίζεται ως πορεία από τον Αδάμ προς το Χριστό (της πρώτης και δεύτερης Παρουσίας Του) ή όπως γράφει ο π. Δημήτριος Στανιλοάε, ερμηνεύοντας την “Μυσταγωγία” του αγίου Μαξίμου,  «…για τον άγιο Μάξιμο. Με την κίνηση φτάνει η δημιουργία τον άπειρο σ κ ο π ό της»[xxxix], υπενθυμίζοντας την θεμελιώδη χριστιανική πίστη  περί κινήσεως του κόσμου και της Εκκλησίας π ρ ο ς τα έσχατα, σε μία μελλοντική πραγματικότητα, όπως προεπενοήθηκε από τον Τριαδικό Θεό.

Επισημαίνουμε, επιπλέον, ότι στα πλαίσια αναζήτησης προσδιορισμού της Ζηζιούλειας Χριστολογίας, βρίσκουμε ότι η πραγματικότητα της μελλοντικής Βασιλείας περιγράφεται ως εξής: «Η Βασιλεία του Θεού θα περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία, τα οποία συνιστούν ετερότητα σχέσεων […] (α) Σύναξη του διασκορπισμένου λαού του Θεού […] (β) Σύναξη με κέντρο το πρόσωπο του Χριστού […] «ως εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ. 1, 15), (γ)  (ο Χριστός) περιστοιχιζόμενος από  τους «Δώδεκα» […] θα υπάρχει ετερότητα σχέσεων καθωρισμένη από τη διαφορά μεταξύ των τριών τουλάχιστον στοιχείων, τα οποία αναφέραμε: Λαός, (ή «οι πολλοί» ή ακόμα «τα πάντα»), Χριστός, Απόστολοι…»[xl].

Γράφει ο ΜΙΖ: «Στη Βασιλεία του Θεού θ α  υ π ά ρ χ ε ι  ε τ ε ρ ό τ η τ α  σ χ έ σ ε ω ν των λειτουργημάτων […] Η Βασιλεία του Θεού (περιλαμβάνει στοιχεία) τα οποία συνιστούν   ετερότητα  σχέσεων, και μ’ αυτή την έννοια δ ο μ ή  υ π α ρ κ τ  ι κ ο ύ χαρακτήρα». Είναι φανερό πλέον ότι ο Μητροπολίτης Ιωάννης επεκτείνει την ιεραρχική δομή παντού: οντολογική ιεραρχία στη θεότητα[xli], οντολογική ιεραρχία στην Εκκλησία[xlii], ιεραρχία τάξεων και στα έσχατα!  Η έννοια της “ιεραρχίας”, υπό την έννοια της υποταγής του κατώτερου στο ανώτερο, αναδεικνύεται η κεντρική έννοια στην σκέψη του Μητροπολίτη σε κάθε “μορφή” του Είναι: Θεός, Εκκλησία, κόσμος, Βασιλεία. Αν και η θεολογία του ΜΙΖ είναι περισσότερο γνωστή για την έμφαση που δίνει στην έννοια του Προσώπου, εκείνο που ιδιαίτερα την χαρακτηρίζει είναι η θεωρία της υποταγής (subordination), διότι θεωρείται ότι «Η ι ε ρ α ρ χ ί α είναι μια έννοια έ μ φ υ τ η στην ιδέα του προσώπου»[xliii].

Τα στοιχεία που συνιστούν ετερότητα σχέσεων, ως «δομή υπαρκτικού χαρακτήρα» στην Βασιλεία, είναι κατά τον ΜΙΖ, ο «Λαός, (ή «οι πολλοί» ή ακόμα «τα πάντα»)», ο Χριστός, και οι Απόστολοι». Η θέση αυτή εμπεριέχει παραδοξολογήματα. Εδώ επικεντρώνουμε την προσοχή μας μόνο στη διερεύνηση του εξής θεμελιώδους  ερωτήματος: π ο ι ο ς                 α κ ρ ι β ώ ς είναι στη Βασιλεία “he who comes” ή το “κέντρο” της Συνάξεως του “διασκορπισμένου λαού του Θεού”;

Εκ της περιγραφής της Βασιλείας προκύπτει ότι ο “εσχατολογικός Χριστός”   χαρακτηρίζεται «ως ε ι κ ώ ν του Θεού του α ο ρ ά τ ο υ». Ο Θεός, επομένως, κατά την αντίληψη του ΜΙΖ, παραμένει αόρατος και στην μέλλουσα Βασιλεία Του...

Επιπλέον, ο ΜΙΖ εμφανίζει τον εσχατολογικό Χριστό ως ένα  «μ ε τ α ξ ύ των τριών (τουλάχιστον) σ τ ο ι χ ε ί ω ν» της Βασιλείας. Ακριβέστερα, ως ένα “στοιχείο”, συνοδευόμενο από ένα δεύτερο, τον “λαό”, που σημαίνει «οι πολλοί» ή ακόμα «τα πάντα», και ένα τρίτο “στοιχείο”, τους “Αποστόλους”.

Η πρώτη παρατήρηση του αναγνώστη – ερευνητή αφορά την πηγή της πληροφορίας που ορίζει την ύπαρξη των δύο συγκεκριμένων “στοιχείων“, πέραν του Χριστού. Πού θεμελιώνεται η συγκεκριμένη απόφανση του συγγραφέα περί των τριών συγκεκριμένων “στοιχείων” που συνιστούν την Βασιλεία;  Δεν αναφέρεται κάποια μαρτυρία από τη Βίβλο ή την Πατερική θεολογία[xliv]. Πρόκειται για επινόηση του Μητροπολίτη; Δεν υπάρχει κάποια θεολογική επιχειρηματολογία.

Δεύτερη βασική παρατήρηση: δεν είναι κατανοητό γιατί θεμελιώδη στοιχεία της Βασιλείας, πέραν του Χριστού, επιλέγονται και κατονομάζονται οι Απόστολοι και ο λαός, ενώ απουσιάζουν η Θεοτόκος και ο Τίμιος Πρόδρομος. Υπονοείται άραγε ότι η Θεοτόκος συμπεριλαμβάνεται στο στοιχείο “λαός”, ενώ οι Απόστολοι διακρίνονται με βάση την «ετερότητα  σχέσεων […] και την ιεράρχηση των λειτουργημάτων»;  Στην περίπτωση αυτή η Θεοτόκος, «η μετά Θεόν θεός», θα πρέπει να νοηθεί ότι δεν επιτέλεσε διακριτό λειτούργημα στην Οικονομία του Θεού! Ή μήπως η θεωρητική κατασκευή του ΜΙΖ για την Βασιλεία επιλέγει τα τρία “στοιχεία”  με τρόπο που να υπονοεί κάποια κοσμικού τύπου οντολογικώς εξουσιαστική υποταγή κατώτερου σε ανώτερο, που εισάγονται ως ουράνιες αλήθειες, κατάλληλες για την προβολή τους στην θέσμιση της Εκκλησίας; Δυστυχώς, η παραπάνω υπόθεση επιβεβαιώνεται από τα γραπτά του συγγραφέα, ο οποίος δηλώνει αφενός ότι αυτά τα τρία “στοιχεία” προσδιορίζουν την Βασιλεία[xlv], και, αφετέρου, αυτή η… ουράνια πραγματικότητα της «ετερότητας των προσωπικών σχέσεων» προβάλλεται και δημιουργεί την αλήθεια της Εκκλησίας, ως ιεραρχικής δομής[xlvi].

Περαιτέρω,  παρατηρούμε ότι ο Χριστός παρουσιάζεται ως “στοιχείο” της Βασιλείας, αλλά όχι ως Βασιλέας της Βασιλείας «Β α σ ι λ έ α της οποίας ονόμαζεν Εαυτόν ο Χριστός (Ιωαν. 18, 36-37)»[xlvii]. Θα μπορούσαμε μήπως να συσχετίσουμε την εικόνα αυτού του “στοιχείου“ - “εσχατολογικός Χριστός”, με Εκείνον που είναι κατά την Χριστιανική πίστη «τὸ Α καὶ τὸ Ω», «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ» (Αποκ. 1, 8); Η διαφορά μεταξύ Ζηζιούλειου και Βιβλικού παραδείγματος είναι εμφανώς αβυσσαλέα.

Η εσχατολογική Βασιλεία, άλλωστε, δεν είναι μόνο η «Βασιλεία  του Θεού». Είναι επίσης η Βασιλεία του Θεού Λόγου. Ο άγιος Μάξιμος, τον οποίον επικαλείται ο Μητροπολίτης για την περί Βασιλείας θεωρία του, επισημαίνει: «ὁ δεδοξασμένος τοῦ Θεοῦ Λόγος σαρκωθείς, πρόδρομος τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ παρουσίας γεγένηται· παιδαγωγῶν τάς ψυχάς διά τῶν οἰκείων λόγων, πρός ὑποδοχήν τῆς ἐμφανοῦς αὐτοῦ θεϊκῆς παρουσίας· ἥν ἀεί μέν ποιεῖται, μεταβάλλων ἀπό τῆς σαρκός πρός τό πνεῦμα διά τῆς ἀρετής τους αξίους ποιήσει δέ καί ἐπί  τέλει τοῦ αἰῶνος, ἐμφανῶς ἀποκαλύπτων τά τέως πᾶσιν ἀπόῤῥητα»[xlviii].                             

Στο “κέντρο” της Βασιλείας, ή, καλύτερα, το κέντρο της Βασιλείας, είναι κατά τον άγιο Μάξιμο «ὁ δεδοξασμένος τοῦ Θεοῦ Λόγος», ο Οποίος «σαρκωθείς, πρόδρομος τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ παρουσίας γεγένηται». Αυτός «ὁ δεδοξασμένος τοῦ Θεοῦ Λόγος» φανερώνεται ως Φώς «ἐπί  τέλει τοῦ αἰῶνος,  ε μ φ α ν ῶ ς ἀ π ο κ α λ ύ π τ ω ν τά τέως πᾶσιν ἀπόῤῥητα». Ο «δεδοξασμένος τοῦ Θ ε ο ῦ  Λ ό γ ο ς», ο Σαρκωθείς, Σταυρωθείς και Αναστάς Χριστός,  δεν είναι απλά ένα ατομικό κτιστό στοιχείο της Βασιλείας, μαζί με τον “λαό” και τους “Αποστόλους”. Είναι ταυτόχρονα, αδιάσπαστα και θεμελιωδώς, το Πρόσωπο της «θ ε ϊ κ ῆ ς παρουσίας» στα έσχατα («ἐπί  τέλει τοῦ αἰῶνος»).  

Άλλωστε, κατά τον αγ. Μάξιμο  «Ε διά τοῦτο γέγονεν υἱός ἀνθρώπου καί ἄνθρωπος ὁ τοῦ Θεοῦ καί Πατρός Υἱός Θεός Λόγος, ἵνα ποιήσῃ θεούς καί υἱούς Θεοῦ τούς ἀνθρώπους· ἐκεῖ γενήσεσθαι πιστεύσωμεν, ἔνθα νῦν αὐτός ἐστιν ὁ Χριστός  ὡς  κεφαλή τοῦ ὅλου σώματος, καί ὑπέρ ἡμῶν γενόμενος πρόδρομος πρός τόν Πατέρα, τό καθ᾿ ἡμᾶς. Ἐν γάρ συνανωγῇ  θεῶν, τῶν σωζομένων, ἔσται Θεός  μέσος ἱστάμενος (και ορώμενος!), διανέμων τάς ἀξίας τῆς ἐκεῖθεν μακαριότητος· τοπικήν οὐκ ἔχων ἀπό τῶν ἀξίων διάστασιν»[xlix].  Το κέντρο της Βασιλείας δεν είναι ένα απλό στοιχείο μεταξύ άλλων, αλλά βεβαίως ο σαρκωθείς, σταυρωθείς, αναστάς και αναληφθείς του «Πατρός Υἱός Θεός Λόγος».

Το ανωτέρω κεφάλαιο του αγίου Μαξίμου ερμηνεύει, επίσης, ότι η Βασιλεία του Θεού υπάρχει αληθώς “ένθα”, δηλαδή “εκεί”, όπου τώρα είναι ο Χριστός ως κεφαλή του σώματος, και ότι ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε βέβαια με στόχο να πραγματοποιηθεί η “σύναξη” του σώματος στο μέλλον («ἐκεῖ γενήσεσθαι πιστεύσωμεν, ἔ ν θ α  ν ῦ ν αὐτός ἐστιν ὁ Χριστός  ὡς  κεφαλή τοῦ ὅλου σώματος, καί ὑπέρ ἡμῶν γενόμενος πρόδρομος πρός τόν Πατέρα»). Η τελική λοιπόν σύναξη του λαού του Θεού στη Βασιλεία (το α’ στοιχείο της Βασιλείας κατά τον ΜΙΖ) είναι μελλοντικός σ τ ό χ ο ς  (“γ ε ν ή σ ε σ θ α ι”!) και όχι αιτία…

Η περιγραφή της εσχατολογικής Βασιλείας υπό του ΜΙΖ, και η εξ αυτής κατανόηση του Προσώπου του Χριστού (καθώς και του Μυστηρίου της Παρουσίας Του στη Θ. Ευχαριστία) είναι γενικότερα ριζικώς αντίθετη με την κατανόηση του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, την οποία παρερμηνεύει, συνδέοντας ασύνδετα μεταξύ τους αποσπάσματα των αγίων Μαξίμου του Ομολογητού και Διονυσίου του Αρεοπαγίτη (όπως η φράση «οὐκ άλήθεια»[l], στην οποία θα επανέλθουμε σε επόμενη εργασία).

Η προτεινόμενη “εικονιστική Οντολογία”, που προσδίδει την όποια αλήθεια της Οικονομίας του Θεού, ιδιαιτέρως δε της Καινής Διαθήκης (και της Θ. Ευχαριστίας), στην τελική Βασιλεία,  συνιστά μια πολύ ασθενή μεταφυσική κατασκευή, καθώς η αλήθεια της ριζώνει σε ένα χρονικό κλάσμα (το μέλλον), ή σε μια χρονικά προσδιορισμένη πραγματικότητα          («a future event»).

Αυτή η κατανόηση της “Βασιλείας” ως μιας αυτόνομης οντολογικής πραγματικότητας, πέραν της λογικής και θεολογικής αυθαιρεσίας της,  συνιστά επιπλέον ουσιώδη ανατροπή του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, με εμφανή την υποτίμηση, ή μάλλον την ακύρωση του Χριστού ως Θεανθρώπου Σωτήρα. Η περιγραφή αυτή είναι απολύτως ξένη και προς το όλον της Θεολογικής Παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και, βεβαίως, προς αυτήν του Ρωμαιοκαθολικισμού και του Παραδοσιακού Προτεσταντισμού. Τέτοια θεολογία, επομένως, δεν μπορεί να είναι μια βάση για διαχριστιανικό διάλογο, για τον οποίο εργάσθηκε πολύ ο ΜΙΖ, και κατ’ ουσίαν τον υποσκάπτει σε βάθος χρόνου.

  1. Συμπεράσματα 

Οι πλέον θεμελιώδεις και, ταυτόχρονα, αποκλίνουσες θεολογικές θέσεις στο έργο του Περγάμου Ιωάννη είναι, κατά την γνώμη μας, οι εξής δύο, εκ των οποίων πηγάζουν και σειρά άλλων στρεβλών θεολογικών απόψεων.

Α. Η αναβίωση των αρχαίων αντι-Τριαδικών αιρέσεων, η οποία εμφανίζεται σε σύγχρονη φιλοσοφικοθεολογική γλώσσα, ως μια Ενολογική-μονταλιστική θεωρία, με βασικό σύνθημα «ο ‘Ενας Θεός είναι ο Πατήρ».

Β. Μια νέα θεωρία εσχατολογίας, βασισμένη στο πνεύμα των “επιστημονικών” εσχατολογιών των Weiss και Schweitzer, με τις οποίες συνδέεται και η υπαρξιακή εσχατολογία του Bultmann. Η μέλλουσα Βασιλεία που προβάλει ο ΜΙΖ  δεν υφίσταται ως σχέδιο του Θεού, που θα πραγματοποιηθεί στα έσχατα ως αποτέλεσμα της Οικονομίας του Τριαδικού Θεού στο πρόσωπο του Σαρκωθέντος Yιού και Λόγου. Η Εσχατολογία του ΜΙΖ αποχωρίζεται από την Οικονομία του Θεού και Λόγου και μετατρέπεται σε αυτόνομη Οντολογία. Εκ της αντικειμενοποιημένης Εσχατολογίας, και όχι εκ της Οικονομίας του Θεού και Λόγου, λαμβάνουν κάποια εικονιστική υπόσταση τα σωτηριώδη γεγονότα της Εκκλησίας ή της ανθρωπότητας. Η “εικονιστική εσχατολογία” συνιστά μια λογικώς και θεολογικώς αυθαίρετη εκφιλοσόφηση του μυστηρίου της βεβαίας ελπίδος της Δεύτερης Παρουσίας του Υιού του Θεού ή της τελικής Βασιλείας του Θεού.

Ειδικότερα, στην παρούσα μικρή μελέτη ο ορίζοντας της έρευνας ήταν το ερώτημα για το Πρόσωπο του Χριστού στα δημοσιευμένα έργα του ΜΙΖ. Επισημάναμε τέσσερεις προσεγγίσεις με  ριζοσπαστική υποτίμηση του προσώπου Του.

(α) Ο ΜΙΖ υποστηρίζει ότι η Εκκλησία αγνοεί εν γένει τον Χριστό, διότι γίνεται δεκτό ότι  «η αυθεντία του λόγου των Γραφών, […] οι  πράξεις του Χριστού, ο  χαρακτήρας   ή η συμπεριφορά  του, ακόμη και η ηθική του που δίδαξε, έχουν καταστεί αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης». (Η άρνηση του Θεανθρώπου εκφράζεται συναφώς και στην τεχνητή διαφοροποίηση των εννοιών  “εσχατολογικού” και “ιστορικού” Χριστού”, που προέρχονται από την πνευματική παράδοση του κύκλου των Weiss, Schweitzer, Bultmann κ. ά.)

(β) Ο Χριστός εμφανίζεται ως πρόσωπο υποκείμενο στην ιστορική αναγκαιότητα, το οποίο η Ανάσταση το καθιστά  «ύπαρξη  εσχατολογική».

(γ) Αυτός ο “εσχατολογικός Χριστός” νοείται «ως ένωση κτιστού και ακτίστου στα έσχατα», δηλαδή, όχι ως εξαρχής Θεάνθρωπος, ως υποστατική ένωση Ακτίστου και κτιστού στην Ιστορία, ως αληθώς Σωτήρ.

(δ) Ο Χριστός, είναι μερική, και όχι η μοναδική αποκάλυψη του Θεού.

Η έννοια της αλήθειας  που… «έρχεται από το μέλλον» συνιστά σταθερό μοτίβο στην σκέψη του ΜΙΖ, αλλά δεν είναι ούτε παραδοσιακή, ούτε και πρωτότυπη!  Η ανωτέρω αντίληψη έχει πηγή τις προτεσταντικές διεργασίες περί της Βασιλείας του Θεού στον 20ου αιώνα. Ο Hamilton ήδη το 1960, ερμηνεύοντας τον Bultmann, συμπεραίνει: «Υπ’ αυτήν την έννοια η λύτρωση, η σωτηρία, η αυθεντική ζωή κτλ. έρχονται  α π ό  το  μ έ λ λ ο ν […] και έτσι η εσχατολογία καθίσταται πηγή ζωής»[li].

Ο διάσημος προτεστάντης J. Jeremias παρομοίως σχολιάζει: «Φτάσαμε στο σημείο να θυσιάζουμε τη φράση “ο λόγος σάρξ εγένετο” και να γκρεμίζουμε την ιστορία της σωτηρίας […] Φτάσαμε να πλησιάζουμε τον δοκητισμό, δηλαδή να θεωρούμε τον Χριστό απλή ιδέα»[lii].

Τέλος, ο Γ. Πατρώνος σχολιάζοντας επίσης τις προτεσταντικές εσχατολογίες σχολιάζει το 1975: «Διαπιστώνει τις παράδοξον τι εν τη δ υ τ ι κ ή θεολογική σκέψει, δηλαδή, οσάκις αύτη ομιλεί δια το μ έ λ λ ο ν και το ε σ χ α τ ο λ ο γ ι κ ό ν, αντιλαμβάνεται ως ήδη τετελεσμένα και οσάκις ομιλεί δια το παρελθόν και το ιστορικόν, είναι ως να ομιλεί δια τι μη πραγματικόν»[liii], και «οδηγεί ημάς εις μίαν σαφώς νέαν μορφήν δοκητισμού και γνωστικισμού, ένθα εγκαταλείπεται ο Ιησούς της Ναζαρέτ και συγκρατείται                    μόνον ο α ν α σ  τ ά ς Χριστός»[liv]. Οι ανωτέρω παρατηρήσεις για την Δυτική εσχατολογική σκέψη εφαρμόζονται πλήρως και στην ειδωλοποίηση του μέλλοντος στη θεωρητική κατασκευή του ΜΙΖ[lv].

Η αυτονόμηση της Εσχατολογίας και η ανάδειξή της σε “ουσία” Χριστιανισμού δεν είναι ουδόλως Χριστιανική διδασκαλία. Η Εκκλησία, δια του αγίου Νικολάου Καβάσιλα, για παράδειγμα, «διδάσκει ότι υπάρχει εσωτερική τ α υ τ ό τ η τ α μεταξύ του ι σ τ ο ρ ι κ ο ύ σώματος του Ιησού και της  Ε κ κ λ η σ ί α ς, μεταξύ των ενεργειών του συγκεκριμένου σώματος του Κυρίου και των μυστηρίων. Τα μυστήρια προεκτείνουν πραγματικά τις λειτουργίες εκείνου του σώματος (του Κυρίου Ιησού) και παρέχουν αληθινά τη ζωή του. «Ταύτης τῆς  ἐ ν α ν θ ρ ω π ή σ ε ω ς τοῦ Κυρίου μυσταγωγία ἐστί τα τελούμενα  (392 Δ [άγ. Νικόλαος Καβάσιλας]»[lvi] και όχι μια “εικονιστική”[lvii] πραγματικότητα της μελλοντικής καταστάσεως, δηλαδή μια πραγματικότητα ε ι κ ο ν ι κ ή (virtual reality), που υφίσταται ως «οὐκ ἀλήθεια»[lviii]!

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, έζησε εκ του πλησίον τις θεολογικές ζυμώσεις των προτεσταντικών εσχατολογικών θεωριών του 20ου αιώνα, όπως της «Συνεπούς Εσχατολογίας», της «Πραγματοποιηθείσας Εσχατολογίας»  και της υπαρξιακής εσχατολογίας της “απομύθευσης” του Βultmann, που αποθεώνουν με τον έναν ή άλλο τρόπο την αυτόνομη (χωρίς Σωτήρα Χριστό) έννοια της «Βασιλείας του Θεού». Ο ίδιος  επισημαίνει: «Κατά την ορθόδοξον αντίληψιν ο Χριστός πρώτα απ’ όλα είναι “Σωτήρ”. […] Η σωτηρία δεν  περιέχεται τόσον εις το ευαγγέλιον της β α σ ι λ ε ί α ς των ουρανών, όσον εις το               θ ε α ν δ ρ ι κ ό ν  π ρ ό σ ω π ο ν του ιδίου του Κυρίου και του έργου Του· δηλ. εις το σωτήριον Πάθος Του, τον ζωοποιόν Σταυρόν, τον θάνατόν Του και την Ανάστασίν Του»[lix]. «Ο “τύπος”δεν είναι παρά μια σκιά ή εικών. Εις την Καινή Διαθήκην έχομεν την ιδίαν την αλήθειαν. Η Καινή Διαθήκη επομένως είναι περισσότερον από μίαν “εικόνα” της ερχόμενης Βασιλείας, είναι δε εν τελική αναλύσει ο χώρος της πληρώσεως […] αφ’ ετέρου το έσχατον δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί»[lx]

Συμπερασματικά, τόσο η καθεαυτή θεολογία περί ενός μονοπρόσωπου Θεού όσο και η εσχατολογική Οντολογία του ΜΙΖ συγκλίνουν στην πίστη σε ένα Χριστό που είναι  υποδεέστερος του Θεού (Πατρός). Και οι δύο θεωρίες οδηγούν στην αποκαθήλωση του Κυρίου Ιησού Χριστού από το κέντρο της Θείας Οικονομίας και της πίστεως στον Χριστό ως Θεανθρώπου Σωτήρος. Ειδικότερα, έγινε φανερό στην παρούσα σύντομη μελέτη ότι οι περιγραφές του ΜΙΖ περί του Χριστού αποδίδουν ιδιότητες στον Χριστό που δεν αρμόζουν εις Αυτόν ως εις “Θεόν άληθινόν,  ἐκ Θεού άληθινοῦ». Έγινε επίσης φανερό ότι η οντολογική υφεσιακή ιεράρχηση του Υιού στην αΐδια Τριάδα, που καταδείξαμε σε προηγούμενο και προαναφερθέν άρθρο μας στο ΑΝΤΙΦΩΝΟ, εφαρμόζεται και στην Οικονομική Τριάδα, ως οντολογική διαφοροποίηση του  Ιησού Χριστού από τον Θεό (Πατέρα), με την εισαγωγή και ειδωλολατρική χρήση νέων εννοιών, που παρακάμπτουν την ευαγγελική προτροπή «Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν εἰδώλων».

Ξάνθη, Εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, 2025

Σημειώσεις

[i] Πρωτοπρ. Γ. Αναγνωστόπουλος, Μετανεωτερικό πρόσωπο άνευ-φύλου: Εικόνα του Θεού της Oρθόδοξης Eκκλησίας, Κριτική θεώρηση μιας θεολογικής πρότασης περί Θεϊκού και ανθρώπινου προσώπου, ΑΝΤΙΦΩΝΟ, 2024, https://antifono.gr/metaneoteriko-prosopo-anev-fylou/.

[ii] O Bultmann συνέχισε την προ αυτού παράδοση του ακραίου Προτεσταντισμού περί της κεντρικής θέσεως της “Βασιλείας του Θεού” ως του κηρύγματος του Ιησού, αλλά προσανατολίσθηκε σε μια υπαρξιακή προσέγγιση, με αμφισβήτηση της αυθεντίας των Γραφών καθώς και της πίστεως της αρχαίας Εκκλησίας όσο και του ιδίου του προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κατά τον Bultmann, δεν πρέπει να κατανοεί κανείς τον Χριστό ως τον ουράνιο Υιό του Θεού, όπως τον πρόβαλε ο Απόστολος Παύλος (R. Bultmann, Ύπαρξη και Πίστη, Ιησούς και Παύλος, Άρτος Ζωής, μεταφρ. Φ. Τερζάκη, Αθήνα, 1995, 386-415 (Existence and Faith, Living age Books, N. York, 1960). Ο Ιησούς «το μόνο που ζητούσε ήταν εμπιστοσύνη στο Θεό. Για τον Ιησού, δεν υπήρχε ανάγκη καμιάς μεσολάβησης μεταξύ Θεού και ανθρώπου», ούτε του ιδίου […] “ο μύθος του Xριστού” έχει τις πηγές της στις μυθολογίες της εποχής». Τα σωτηριολογικά γεγονότα, όπως η Σάρκωση, ο θάνατος και η Ανάσταση του Χριστού, είναι, κατά τον Bultman, νεωτεριστική αντίληψη του Αποστόλου Παύλου (Ό. α., σ. 386-387).  Το πρόγραμμα της “απομυθεύσεως” του ευαγγελικού μηνύματος  με έμφαση στην εσχατολογία ως υπαρξιακή τοποθέτηση  του ανθρώπου ενώπιον της βασιλείας του Θεού (υπό την επίδραση της υπαρξιακής φιλοσοφίας του Heidegger), έκανε μεγάλη εντύπωση. Στα πλαίσια της υπαρξιακής θεολογίας του, ο Βultmann εισηγήθηκε την ριζοσπαστική αντιδιαστολή μεταξύ “ιστορικού Χριστού”  και “Χριστού της πίστεως”.

[iii] Μητρ. Περγάμου Ιωάννη, Ευχαριστία και Βασιλεία, ΣΥΝΑΞΗ, 1994, τεύχη 49, 51, 52.

[iv] John D. Zizioulas, Remembering the Future, Toward an Eschatological Ontology, Forward by Pope Francis, Ed. Bishop Maxim Vasiljević, St. Sebastian Orthodox Press, California, USA, 2023 (Σ’ αυτή την πρόσφατη έκδοση αποτυπώνεται με συστηματικό τρόπο η Εσχατολογική Οντολογία του συγγραφέα, η οποία εμφανίζεται διάσπαρτη σε πληθώρα άλλων έργων).

[v] Η βιβλική έρευνα του 20ου αιώνα, που προηγήθηκε και διαμόρφωσε τις συνθήκες της θεολογίας του Bultmann, εστίασε στο ερώτημα περί του νοήματος της Βασιλείας του Θεoύ στο κήρυγμα του Ιησού Χριστού. Στα πλαίσια αυτά, ο J. Weiss (1863-1914) και A. Schweitzer (1875-1965) πρόταξαν την εσχατολογία ως το πλέον διεισδυτικό στοιχείο στην κατανόηση της Καινής Διαθήκης. Ο J. Weiss θεωρείται ο εμπνευστής και ο A. Schweitzer ο συνεχιστής και εδραιωτής της «Συνεπούς Εσχατολογίας» («Koncequente Eschatologie / Consistent Eschatology») ή «Μελλοντικής Εσχατολογίας». Κατά τον Weiss ο Ιησούς παρουσιάζεται ως προφήτης, διδάσκαλος και διεκδικητής του θρόνου της βασιλείας του Θεού. Κοινό χαρακτηριστικό των J. Weiss και A. Schweitzer είναι η ισχυρή πίστη τους ότι ο Ιησούς ανέμενε την άμεση έλευση της βασιλείας του Θεού, γεγονός για το οποίο διεψεύσθη… «Ο Ιησούς, κατά τον Schweitzer, επίστευε, λανθασμένως, ότι είναι ο υπό του Θεού ωρισμένος Μεσσίας […] Η πρώτη χριστιανική κοινότης προέβη εις παραποίησιν των γεγονότων με σκοπόν την αιτιολόγησιν της διαψεύσεως της αμέσου ελεύσεως της Βασιλείας του Θεού» (Γ. Πατρώνου, Η Βασιλεία του Θεού εν τη συγχρόνω Δυτική Θεολογία, Αθήναι, 1977, σ. 27). Δικαιολογημένα σχολιάσθηκε ότι κατά την αντίληψη του Schweitzer o Ιησούς είναι «ένας εξαπατημένος φανατικός, όστις ματαίως έρριψε την ζωήν αυτού εις μίαν τυφλήν λατρείαν ενός τρελλού αποκαλυπτικού ονείρου, το οποίον ουδέποτε επραγματοποίηθη ή ηδύνατο ποτέ να πραγματοποιηθή» (G. E. Ladd, Jesus and the Kingdom, p. 5, (Γ. Πατρώνου, 1977, σ. 32). Πολλοί αγγλοσάξωνες μελετητές αντέδρασαν στην ερμηνεία της «Συνεπούς Εσχατολογίας». Ισχυρότερη αντίδραση στις απόψεις των J. Weiss και A. Schweitzer πρόβαλε ο C. H. Dodd. Ο Dodd υποστήριξε την αντίθετη θέση, ότι η Βασιλεία έχει ήδη έλθει, προτείνοντας την θεωρία της «Πραγματοποιηθείσας Εσχατολογίας» (“Realized Eschatology”). Άλλοι, όπως οι Jeremias  και Cullmann,  προχώρησαν σε μια σύνθεση των στοιχείων παρόντος και μέλλοντος περί της βασιλείας του Θεού (J. Jeremias, The parables of Jesus, Revised Edition, Charles Scrbner’s Sons, New York, 1963. Osc. Cullmann, Χριστός και Χρόνος, Κέντρον Βιβλικών μελετών Άρτος Ζωής, Επιμ. Σ. Αγουρίδη, μεταφρ. Π. Κουμάντος, Αθήνα, 1977  (Christus und die Zeit, Zurich, 1946)). Oι θεωρίες των Weiss, Schweitzer και Bultmann αμφισβητήθηκαν από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, τον κλασσικό Προτεσταντισμό και την Ορθόδοξη θεολογία. Ιδιαιτέρως η θεολογία του  Bultmann δέχθηκε οξεία κριτική από όλο το φάσμα της δυτικής θεολογίας, συμπεριλαμβανομένων πολλών μαθητών του ιδίου (Γ. Πατρώνου, 1977, 26). Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ερμηνεύων την Ορθόδοξη εσχατολογία, έδωσε στη θεώρησή του την ονομασία «ε γ κ α ι ν ι α σ μ έ ν η εσχατολογία». Χαρακτηριστικά γράφει: «Η ιερά ιστορία δεν έχει ακόμη κλεισθή. […] Το κρίσιμον σημείον της αποκαλύψεως ανήκει ήδη εις το παρελθόν. Το “έ σ χ α τ ο ν”  (ή “ν έ ο ν”) είχεν ήδη εισέλθει εις την ιστορίαν, μολονότι δεν έχει επιτευχθεί το τελικόν στάδιον. Δεν ζώμεν πλέον μόνον εις τον κόσμον των σημείων, αλλά και εις τον κόσμον της πραγματικότητας, κάτω όμως από το σημείον του Σταυρού. Η Βασιλεία έχει εγκαθιδρυθή, αλλά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί» (Πρωτοπρ. Γ. Φλωρόφσκυ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, μεταφρ. Δ. Τσάμη, ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 37). Εδώ το “έσχατον” δεν νοείται απλά ως το χρονικά “τελευταίο”, αλλά ως η “τελική”, δηλαδή η  θεία πραγματικότητα  μέσα στην χρονικότητα ή την ιστορία, γι’ αυτό είναι και το πάντοτε “νέον”).

[vi] Η αραιά γραφή, όπου δεν επισημαίνεται διαφορετικά, οφείλεται στον συγγραφέα του παρόντος άρθρου.

[vii] Μητροπ. Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα,  Μετατόπιση της εσχατολογικής προοπτικής,  Εκδ. «ΔΟΜΟΣ», σ. 503, 2016. Το εν λόγω βιβλίο θα αναφέρεται στο εξής ως «ΜΙΖ, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα,  2016»

[viii]  Ό. α., σ. 501.

[ix]   Ό. α., σ. 501.

[x]   Μητροπ. Περγάμου Ιωάννου, Ευχαριστία και Βασιλεία, ΣΥΝΑΞΗ, 1994, τεύχη 49, 51, 52.

[xi] Γ. Πατρώνος, Σχέσις Παρόντος και Μέλλοντος εις την περί Βασιλείας του Θεού διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Θεολογίας, 1975, σ. 196. (διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών).

[xii] ΜΙΖ, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα,   Εσχατολογία και Ιστορία, 2016, σ. 495.

[xiii] A. Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, 1911, (Γ. Πατρώνος, 1977, σ. 32).

[xiv] Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών Ιωάννου του Θεολόγου, Εν Πλώ, 2006,  153.

[xv] Ιωαν. Α’. 5, 20-21.

[xvi] V. Lossky, Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού (A l’ image et à la Ressemblence de Dieu), Β. Ρηγόπουλου, μετ. Μ. Μιχαηλίδη, Θεσσαλονίκη,  1974, σ. 128.

[xvii] Μητροπ. Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα,  Η Ευχαριστία στη Νεώτερη Ορθόδοξη Θεολογία, 2016, σ. 442. Μητρ. Περγάμου Ιωάννη, Ευχαριστία και Βασιλεία, ΣΥΝΑΞΗ, 1994, τ. 51, σ. 93.

[xviii]Μητροπ. Περγάμου Ζηζιούλα Ιωάννη, Εκατό κηρύγματα, Τριών Ιεραρχών / Εκκλησία, Θεία    Λειτουργία, θεολογία. Άρτος Ζωής, Επιμ. Στ. Ζουμπουλάκη, 2023, σ. 571-572.

[xix] Ο Λόγος του Θεού που σαρκώθηκε είναι μεν, κατά τον ΜΙΖ,  η Θεία Λειτουργία, αλλά ο Λόγος περιορίζει τον Εαυτό Του και δίνει στους πιστούς προς κοινωνία, όχι τον ίδιο Toυ τον Εαυτό Του, αλλά μόνο τον “λόγο” Toυ, την διδασκαλία Του. Στην ίδια συνάφεια, ο Χριστός θεωρείται ότι «προσεύχεται για μας –ως το στόμα που φέρνει τις προσευχές μας στο θρόνο του Θεού» (ΜΙΖ, Εκατό κηρύγματα, 2023, σ. 572). Σε άλλη μελέτη ερμηνεύεται ότι το στόμα του λαού προς τον Θεό-Πατέρα είναι ο επίσκοπος και μεσολαβητής προς το Θεό ο Χριστός: «ο επίσκοπος μεταφέρει την προσευχή στον Χριστό […]  γ ι α  τ ο ν λ α ό (επισήμανση του συγγραφέα) προσεύχεται (σαν να ήταν ο Χριστός) στον Πατέρα. Τι πολυπλοκότητα διαλεκτικών!» (ΜΙΖ, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα, Το Μυστήριο της Εκκλησίας, 2016, σ. 88). Ο Περγάμου συχνά αρέσκεται σε παρόμοιους (δια)λεκτικούς ακροβατισμούς, οι οποίοι ενίοτε περιέχουν, πέραν των θεολογικών αποκλίσεων, παραδοξολογήματα ή και λογικές αντιφάσεις.

[xx] Επ’ αυτού του ζητήματος, δηλαδή περί τι σημαίνει η Θεία Ευχαριστία ως “ανάμνηση”  «πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν παρουσίας», ο ΜΙΖ ακολουθεί την ειδική προτεσταντική θεολογία του Jeremias, την οποία οδηγεί σε ακραία άρνηση. Την ερμηνεία αυτή θα εξετάσουμε σε άλλη εργασία επικεντρωμένη στην Θεία Ευχαριστία. Ο αναγνώστης, εντωμεταξύ, μπορεί να βρει, ενδεικτικά, σχετική ενημέρωση στο άρθρο «Η Ευχαριστία στη Νεώτερη Ορθόδοξη Θεολογία» (ΜΙΖ, Εκκλησιολογικά Μελετήματα,  2016, σ. 442).

[xxi] Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, PG 584 D.

[xxii] A. Schweitzer, The Quest of the Historical Jesus, 1911, σ. 399 (Γ. Πατρώνος, 1977, σ. 32).

[xxiii] ΜΙΖ, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα,  2016,  σ. 530.

[xxiv] Ο αρειανόφρων Ευνόμιος ονόμαζε ομοίως τον Χριστό “Θεόν”: «Μονογεν μέν γάρ μολογούμεν   Θ ε ό ν τόν Κύριον μών Ιησον Χριστόν», μόνον «ἐπί διακρίσει τς το Πατρός υ π ε ρ ο χ ή ς», «ο (γάρ) π’ αναιρέσει τς το Μονογενος θεότητος» (Ευνομίου, Απολογητικός, 21, Ιστορία δογμάτων, τόμος 2ος, Σκουτέρη, Αθήνα, 2004, σ. 159). Ο Ευνόμιος προσπάθησε να εκλεπτύνει την αρειανική αίρεση, για να μη σκανδαλίσει τους Ορθοδόξους. Η  Εκκλησία κατενόησε εις βάθος την αρειανική αίρεση του Ευνομίου παρά τις κομψές διατυπώσεις του. Δεν υπάρχει  διαφορά ως προς την έννοια «Μοναρχία του Πατρός» μεταξύ ΜΙΖ και Ευνομίου. Και οι δύο ονομάζουν τον Χριστό “Θεόν”, αλλά δεν δέχονται ότι είναι κατά φύση Θεός. Ο Αρειανισμός του ΜΙΖ έχει επισημανθεί, ηπιότερα ή αυστηρότερα, υπό Ορθοδόξων θεολόγων.

[xxv]ΜΙΖ, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα, Χριστολογία, Πνευματολογία και Εκκλησιολογία,   (μετάφραση, χωρίς αναφορά στο πρωτότυπο έργο), 2016, σ.  255.

[xxvi] ΜΙΖ, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα,  Εσχατολογία και Ιστορία, 2016, σ. 496-497.

[xxvii]  John D. Zizioulas, Remembering the Future, III.1.The Incarnation and the Eschata, 2023, p. 129.

[xxviii]  Ό. α., σ. 128.

[xxix] Κατά τον ΜΙΖ έχουμε «Χριστολογία εξαρτημένη από την πνευματολογία» (ΜΙΖ, Έργα – Α’    Εκκλησιολογικά Μελετήματα,  Πνευματολογία και Εκκλησιολογία, 2016, σ. 209).

[xxx] Π. Ευδοκίμωφ, Η Ορθοδοξία, μετάφρ. Α. Μουρτζόπουλος, Ρηγόπουλος Θεσσαλονίκη, 1972, σ.    426 (P. Evdokimov, L’ Orthodoxie, Switzerland, 1962).

[xxxi] Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, 45, PG 94, 984B.

[xxxii] Αυτοακύρωση: η απόδοση απόλυτης αλήθειας στο μέλλον εμπεριέχει προφανή αντίφαση, διότι οποιαδήποτε μελλοντική στιγμή, οποιοδήποτε “μέλλον” θα αντιμετωπίσει ένα άλλο μέλλον, που θα το καταστήσει παρελθόν κ.ο.κ. Επίσης, παρατηρούμε σχετικώς ότι, αν και βεβαιώνεται ότι το «μέλλον φυλάσσεται στην ελευθερία του Θ ε ο ύ», ο ΜΙΖ εμφανίζεται να γνωρίζει «το μέλλον, στο οποίο ο Θεός καλεί τον κόσμο εν Χριστώ και δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ έ ς  α π ό ψ ε ι ς για τον Θ ε ό (!), για το θέμα γ υ ν α ί κ α - ά ν δ ρ α ς, όπως επίσης και για τον κ ό σ  μ ο»! Η έμφαση στην αλήθεια του (άγνωστου) μέλλοντος μοιάζει να σημαίνει μάλλον την προβολή της συμπερίληψης («και διαφορετικές  απόψεις για τον Θεό, για το θέμα γυναίκα – άνδρας…», ΜΙΖ, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα,  Εσχατολογία και Ιστορία, 2016, σ. 496-497). Επιπλέον, ο όρος “μέλλον” χρησιμοποιείται υπό του συγγραφέως, στα πλαίσια μιας εσχατολογικής αναφοράς, με διττή σημασία, δηλαδή, τόσο για την δήλωση του ενδοχρονικού-ιστορικού μέλλοντος, όσο και την δήλωση του μεταϊστορικού μέλλοντος, των “εσχάτων” ή της “μέλλουσας Βασιλείας” (ό.α.), φαινόμενο που δημιουργεί ποικίλα σοβαρά ερωτήματα στον αναγνώστη.

[xxxiii] Ο ΜΙΖ έχει αναπτύξει αυτήν την Οντολογία σε πολλά άρθρα και βιβλία, όπως ενδεικτικά: σε τρία τεύχη του περιοδικού «ΣΥΝΑΞΗ» (τ. 149, 51, 52), στο αφιερωματικό τόμο «Ευχαριστίας Εξεμπλάριον», στα «Εκκλησιολογικά Μελετήματα», στον τόμο «Εκκλησία και Εσχατολογία», περιστασιακά στο βιβλίο «Εκατό Κηρύγματα», και στα εσχάτως εκδοθέντα βιβλία «Το Είναι ως Κοινωνία» και «Remembering the Future» κ.α. (Περισσότερες πληροφορίες για τις ανωτέρω δημοσιεύσεις δίνονται στις σχετικές αναφορές, σε άλλα σημεία του παρόντος άρθρου).

[xxxiv]  Μητρ. Ιωάννου Ζηζιούλα, Ευχαριστίας Εξεμπλάριον, Ευεργέτις, Μέγαρα, 2006, σ. 164.

[xxxv] J. Zizioulas, Remembering the Future, Eschatology and Liturgical Time, 2023, p. 276-277.

[xxxvi]Μητροπ. Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα), Εκκλησία και Έσχατα, Εκκλησία και Εσχατολογία, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, Εκδοτική Δημητριάδος, 2η έκδοση, Βόλος, 2014, σ. 42.

[xxxvii] Μητροπ. Περγάμου Ιωάννη, Ευχαριστία και Βασιλεία, ΣΥΝΑΞΗ, 1994, τ. 49, σ. 12-13. J. Zizioulas, Remembering the Future, Eschatology and Liturgical Time, 2023, p. 275.

[xxxviii]Π. Νέλλας, Ζώον Θεούμενον, Εποπτεία, 1979, σ. 192.

[xxxix]Πρωτοπρ. Δημήτριος Στανιλοάε, Εισαγωγή, Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Σειρά “Eπί τας Πηγάς”, Yπευθ. Π. Νέλλας, 1973, σ.  35.

[xl]    Μητροπ. Περγάμου Ιωάννου, Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού, ΣΥΝΑΞΗ, τ. 52,  σ. 83, 1994.

[xli]    Πρωτοπρ. Γ. Αναγνωστόπουλος, 2024, https://antifono.gr/metaneoteriko-prosopo-anev-fylou/.

[xlii] Πρωτοπρ. Γ. Αναγνωστόπουλος, Χριστός, Αγία Τριάδα, Εκκλησία στον 20ο αιώνα: Τα δόγματα αλλάζουν; Πρακτικά 8ου Διεθνούς Συνεδρίου Ορθοδόξου Θεολογίας (Μάιος 2018), Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2021, σ. 140-141. https://www.researchgate.net/profile/George-Anagnostopoulos-3?ev=hdr_xprf.

[xliii] ΜΙΖ, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα, Η Πνευματολογική Διάσταση της Εκκλησίας, 2016, σ.  238. Πρόσωπο με απόλυτη έννοια εννοείται μόνο το Πρόσωπο του Θεού Πατέρα, δηλαδή η Μονάδα (π. Γ. Αναγνωστόπουλος, 2024). Εξ αυτής της κεντρικής θέσεως του Περγάμου Ιωάννη, είναι φανερό ότι η έννοια του Προσώπου είναι ξένη, ή μάλλον αντίθετη με την έννοια του Προσώπου ή Υποστάσεως, όπως αυτό νοείται επί της Αγίας Τριάδας,  όπου «Μονάς ὃλη κατά τήν οὐσίαν (ἡ Θεότης) καί τ ρ ι ά ς ὃλη κατά τάς ὑ π ο σ τ ά σ ε ι ς» (Αγ. Μαξίμου, Περί Θεολογίας και της Ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού,  Β, α’).

[xliv]  J. Zizioulas, Remembering the Future, The Structure of the Church’s “Institution”, 2023, p. 302. «To be more specific: on the evidence of scripture and patristic writings, the eschatological community (the Kingdom of God) will include the following elements…”. O MΠΙΖ θεωρεί “ειδική” (“specific”) παραπομπή στις πηγές την αόριστη αναφορά στα Βιβλικά και Πατερικά κείμενα: «Τo be more              s p e c i f i c: “on the evidence of s c r i p t u r e and p a t r i s t i c writings…”!

[xlv]   Ό. α. «… the eschatological community (the Kingdom of God) will include the following elementsA gathering (synaxis) of the scattered people of God […]. A gathering centered on the person of Christ […] the Twelve (the apostles). J. Zizioulas, Remembering the Future, The Structure of the Church’s “Institution”, 2023, p. 303: «Without these elements […] the Kingdom of God is                   i n c o n c e i v a b l e”. O MIZ θεωρεί αυθαιρέτως ότι είναι απολύτου προτεραιότητας η κατανόηση της Βασιλείας του Θεού ως συνισταμένης από τρία “στοιχεία”, για να θεμελιώσει τις έννοιες “δομή”, “ιεραρχία”, “τάξη” και εντέλει “εξουσία”, ως απολύτως προσδιοριστικές του Είναι της Εκκλησίας.

[xlvi]  Ό. α. «…how its s t r u c t u r e connected with Kingdom of God […] In the Kingdom of God, otherness of relationships will exist, and this c r e a t e s the variety and h i e r a r c h y of ministries”. Στην σκέψη του ΜΙΖ η “ιεραρχία” στην διοίκηση της Εκκλησίας δεν παίζει απλώς κυρίαρχο ρόλο στην ζωή της Εκκλησίας. Η “ιεραρχία” έχει οντολογικό χαρακτήρα, που εικονίζει μια ουράνια δομική ιεραρχία εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Παραδόξως βέβαια, η εσχατολογική αναφορά στη διοίκηση και στη Θ. Λειτουργία έχουν απολύτως διαφορετικό χαρακτήρα: η μεν Θ. Λειτουργία ανάγει την Ιστορία στα έσχατα, η δε εκκλησιαστική ιεραρχική δομή νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί κοσμικά μέσα: «Οι επίσκοποι π.χ. που ασκούν διοίκηση ανέκαθεν μετέρχονταν κοσμικά μέσα διοικήσεως. Όταν όμως λειτουργούν, μεταφέρουν τα έσχατα στην Ιστορία. Ας διατηρήσουν ανόθευτη από τα κοσμικά μέσα την λειτουργία τους αυτή» (Μητροπ. Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα), Εκκλησία και Έσχατα, Εκκλησία και Εσχατολογία, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, Εκδοτική Δημητριάδος, 2η έκδοση, Βόλος, 2014, σ. 41). Εσχατολογική δικαίωση της “ετερότητας των λειτουργιών» σημαίνει παραδόξως η συνέχιση υπό του επισκόπου της χρήσης    κ ο σ μ ι κ ώ ν μέσα στην διοίκηση (αρκεί να λειτουργεί…)! Ένας τέτοιος διαχωρισμός καλλιεργεί μια σχιζοφρένεια στη ζωή της Εκκλησίας. Θεωρείται άλλο πράγμα η ζωή της Εκκλησίας στη διοίκηση, δηλαδή στην πραγματικότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, και άλλο πράγμα (κάτι μαγικό) η Λειτουργία, ενώ η… εσχατολογία της «ετερότητας σχέσεως των λειτουργημάτων” περικλείει “κοσμικά μέσα”! Αυτή η εσχατολογία της των κοσμικών μές.ων συνιστά φυσικά μεταφυσικό παράδοξο και λογική αντίφαση (επιεικώς!)

[xlvii]   Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψώμεθα τον Θεόν καθώς έστι, Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ    Αγγλίας, 1996, σ. 277.

[xlviii]  Αγ. Μαξίμου, Περί Θεολογίας και της Ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού,  Β, κθ’.

[xlix]  Ό. α., κε’.

[l]   Ο ΜΙΖ υποστηρίζει ότι «Τα τελούμενα στη Θ. Ευχαριστία είναι “εικόνες” και “σύμβολα” “των αληθών” και ότι δήθεν «Στα σχόλια του στο “περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας» έργο του Διονυσίου Αρεοπαγίτου ο Μάξιμος γράφει: «Εὶκόνες ἐκάλεσεν (Ἀρεοπαγίτης) τῶν άληθών τά νῡν τελούμενα ἐν τῆ συνάξει… τι σύμβολα ταύτα και ουκ αλήθεια» (Μητρ. Περγάμου Ιωάννη, Ευχαριστία και Βασιλεία, ΣΥΝΑΞΗ, 1994, τ. 49, σ. 12-13). Δηλαδή, ο ΜΙΖ δέχεται ερμηνεία, που αποδίδει στον άγιο Μάξιμο, ότι η Θ. Ευχαριστία είναι “εικόνες” και “σύμβολα” “τῶν ἀληθών”» καί «ο ὐ κ αλήθεια»!!!  Θα δείξουμε σε επόμενη εργασία ότι ο ΜΙΖ παρερμηνεύει συνδυαστικά τον άγιο Μάξιμο και τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, για να μείνει συνεπής στην αποδοχή ενός Χριστού που δεν είναι Θεός (και επομένως δεν μπορεί να προσφέρεται ως Θεός στην Θ. Ευχαριστία). Εντωμεταξύ, ο αναγνώστης μπορεί να διερωτηθεί και να ερευνήσει γιατί η φράση «Ὅτι σύμβολα ταύτα και ουκ αλήθεια» χωρίζεται από το προηγούμενο απόσπασμα τά νῡν τελούμενα ἐν τῆ συνάξει». Ο ΜΙΖ παρομοίως εκφράζεται και σε άλλα άρθρα του. Εντύπωση κάνει και η σχετική αναφορά του, όπου, εκτός της παρερμηνείας, προστίθεται η ανακρίβεια ότι δήθεν παραθέτει… ολόκληρο το κείμενο: «We shall set out this passage in its e n t i r e l y…” (J. Zizioulas, Remembering the Future, Eschatology and Liturgical Time, 2023, p. 275). Φυσικά, ο άγιος Μάξιμος βλέπει στην Θ. Ευχαριστία, σύμφωνα με την πίστη της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή, τον ίδιο το Θεό και όχι “σύμβολα” “τῶν ἀληθών” και «οὐκ αλήθεια»…. Ο Θεός, κατά τον άγιο Μάξιμο, προσφέρεται στους πιστούς ώστε «καί αὐτούς δύνασθαι εἶναι τε καί καλεῑσθαι θέσει καί κατά χάριν θεούς» (Μυσταγωγία, Migne, PG, 697A, 10-20).

[li]   N.Q. Hamilton, The Last Things in the last decade, Interpretation: A Journal of Bible and Theology, Sage Journals, Vol. 14, Issue 2, p. 139. https://doi.org/10.1177/002096436001400.

[lii]  J. Jeremias, Das Problem des historishen Jesus, Στουτγάρδη, 1960, σ. 13 (R. Gibellini, Η Θεολογία του 20ου αιώνα, Εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα, 2016, σ. 68)

[liii]  Γ. Πατρώνος, 1975, σ. 196.

[liv]  Γ. Πατρώνος, 1975, σ. 94.

[lv] Ο Ν. Ασπρούλης  παρατηρεί: «Το διπλό επίκεντρο (πρώτη και δεύτερη Παρουσία) που διασώζει και διακρίνει τη χριστιανική εσχατολογία από κάθε άλλη εκδοχή της (λ.χ. ιουδαϊκή) μάλλον ατονεί λόγω της υιοθέτησης αποκλειστικά της Δεύτερης Παρουσίας, ως τον αξονικό μοχλό της Ιστορίας, ως εάν να μη έχει συμβεί η Ενσάρκωση του Χριστού στην Ιστορία και το Ω να μην ταυτίζεται με το Α. Γιά να γίνουμε ακριβείς, αυτό που φαίνεται ότι απουσιάζει τελικά είναι ο Ιησούς Χριστός της Ιστορίας, το Πασχάλιο Μυστήριό του, όπως φανερώνεται σε όλα τα επί μέρους γεγονότα του […] το Ω των εσχάτων είναι α-χριστολόγητο, και τότε τίθεται εν αμφιβόλω ο χριστιανικός χαρακτήρας της εσχατολογίας» (Ν. Ασπρούλη, Το Μυστήριο του Χριστού και το Μυστήριο της Εκκλησίας, Γεώργιος Φλωρόφσκυ και Ιωάννης Ζηζιούλας σε Διάλογο γύρω από τη θεολογική Μεθοδολογία (μελέτη βασισμένη στη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα),  Sebastian Orthodox Press, & Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος, 2019, σ. 538). Ο Ν. Ασπρούλης, παρά την ανωτέρω σημαντική επισήμανση για το “α-χριστολόγητο” των εσχάτων στη σκέψη του ΜΙΖ,  υποστήριξε εσχάτως σε Συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη (5.11.2024) την νομιμότητα συνύπαρξης των δύο θεολογιών, αυτής του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ και του ΜΙΖ (άποψη που υποστηρίζεται και στη σχετική μελέτη), γεγονός που αναιρεί την σημασία των ανωτέρω εύστοχων σχολίων, τα οποία τελικώς υποτάσσονται στο πνεύμα της σχετικοποίησης της θεολογικής αλήθειας και της συγκριτιστικής ρευστοποίησης της. Για παράδειγμα, ποιος βαθμός ανοχής απαιτείται ώστε να θεωρείται μια       Χ ρ ι σ τ ο λ ο γ  ι κ ή (Φλωρόφσκυ) και μια α χ ρ ι σ τ ό λ ο γ η τ η (Ζηζιούλας) ερμηνεία των εσχάτων (και της Καινής Διαθήκης) ως νόμιμες ή και αναγκαίες συμπληρωματικές θεολογικές προσεγγίσεις; Εδώ έχουμε παραβίαση όχι μόνο της θεολογικής αρχής του Consensus Patrum, της οποίας γίνεται επίκληση υπό του ομιλητού (!), αλλά και κατάργηση και της αρχής της λογικής συνέπειας (χάριν της δημιουργικής ασάφειας;).

[lvi] Π. Νέλλας, 1979, σ. 160

[lvii]Στο εσχάτως εκδοθέν στην αγγλική γλώσσα βιβλίο “Remembering the Future”, όπου συγκεντρώνονται σε μια σύνθεση όλες οι διάσπαρτες περιγραφές και ερμηνείες του Περγάμου Ιωάννη περί της εσχατολογικής πραγματικότητας, γίνεται χρήση του όρου “Iconic Ontology”. Στα ελληνικά ο ΜΙΖ χρησιμοποιεί τους όρους “εικονιστικός /ή/ό” (π.χ. «εικονιστική ευχαριστιακή προσέγγιση», [ΜΙΖ, Έργα – Α’ Εκκλησιολογικά Μελετήματα, Εσχατολογία και Ιστορία,  2016, σ. 497]) και “εικονικός/ή/ό» (π.χ. λειτουργικός “εικονικός” συμβολισμός, Ιωάννου Ζηζιούλα, Ευχαριστίας Εξεμπλάριον, Ευεργέτις, Μέγαρα, 2006, σ. 171]).

[lviii]Στη παρουσίαση της Εικονιστικής Οντολογίας είναι εμφανής μια διγλωσσία, στην προσπάθεια να διατυπωθεί μια συγκεκαλυμμένη (;) αιρετική ερμηνεία του Μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας. Ενώ, για παράδειγμα, δηλώνεται ότι τας «Εὶκόνας ἐκάλεσεν (Ἀρεοπαγίτης) τῶν άληθών τά νῡν τελούμενα ἐν τῆ συνάξει… τι σύμβολα ταῦτα καί ο ὐ κ  ά λ ή θ ε ι α», λίγες σελίδες παρακάτω στρέφεται η προσοχή στη δήθεν Πατερική διαδασκαλία περί «οντολογικού περιεχομένου μετοχή στο πρωτότυπο» (Ιωάννου Ζηζιούλα, Ευχαριστίας Εξεμπλάριον, Ευεργέτις, Μέγαρα, 2006, σ. 162 & σ. 171), αποδίδοντας μια μεγαλύτερη ένταση σ’ αυτό που περιγράφεται ως “Ευχαριστία”. Η πρώτη διατύπωση, όπου η  μετουσία ή μεταποίηση του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού, δηλαδή η Θ. Ευχαριστία, δηλώνεται ρητώς ως «ο ὐ κ  ά λ ή θ ε ι α», μετριάζεται ως «ο ν τ ο λ ο γ ι κ ο ύ περιεχομένου μετοχή στο πρωτότυπο». Ωστόσο και η δεύτερη διατύπωση πάσχει εξ ορθοδόξου επόψεως (α) καθόσον, βεβαίως, το “πρωτότυπο” αναφέρεται όχι στο Σώμα του Χριστού, του Σαρκωθέντος Θεού και Λόγου, αλλά στην… ερχόμενη  (και μη υπαρκτή ακόμη) τελική Βασιλεία, και (β) επειδή η “Ευχαριστία” (όπως και η “Λειτουργία”) είναι σ υ μ β ο λ ι σ μ ό ς!

[lix] Πρωτοπρ. Γ.  Φλωρόφσκι, 2006, σ. 111.

[lx]Πρωτοπρ. Γ. Φλωρόφσκυ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, μεταφρ. Δ. Τσάμη, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 37.

 

Εικόνα (ημιτελή;) από το εξώφυλλο το βιβλίου «Ζητώντας την Εικόνα του Θεού Μέσα» (εκδ. ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ, 2024 / εξαντλημένο, υπό επανέκδοση) του Χρίστου Αναγνωστόπουλου. Διά χειρός του συγγραφέα.

36 Σχόλια

  1. Δεν πρόκειται για μια απλή θεολογική εργασία, αλλά για ένα αριστούργημα. Είναι ο,τι καλύτερο έχω ποτέ διαβάσει. Πρόκειται για κείμενο που “ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας”, με όλη την σημασία της λέξεως. Δόξα τω Θεώ, δεν εγκατέλειψε ο Θεός την Εκκλησία Του.

  2. Πολύ σημαντικό το κείμενο αυτό του π. Γεωργίου! Συγχαρητήρια και στο Αντίφωνο που είχε το θάρρος να το δημοσιεύσει. Προσωπικά, αν και είχα κάποιες αμφιβολίες για πλευρές της θεολογίας, και κυρίως της εκκλησιολογίας του εκλιπόντος Μητρ. Περγάμου, δεν μπορούσα να φανταστώ το βάθος του προβλήματος. Εύχομαι στο π. Γεώργιο να έχει τη δύναμη να προχωρήσει τη μελέτη του, και σε μας τους υπόλοιπους να έχουμε την ευθυκρισία και το θάρρος να της δώσουμε την προσοχή που της αξίζει.

  3. Συμφωνῶ καί ἐγώ ὅτι πρόκειται γιά ἕνα πολύ σημαντικό κείμενο, στό ὁποῖο ἐπιχειρεῖται ἐμπεριστατωμένη καί τεκμηριωμένη κριτική στή Τριαδολογία, Χριστολογία καί Ἐκκλησιολογία τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη. Ἔχω διαπιστώσει ὅτι ἡ περί ὀντολογικῆς ἱεραρχίας τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος δοξασία τοῦ Ζηζιούλα ἀπηχεῖ Νεοπλατωνική ἐπίδραση! Προτίθεμαι σέ βάθος χρόνου καί Θεοῦ θέλοντος νά προβῶ καί ἐγώ στήν ἀνάδειξη/κατάδειξη αὐτοῦ τοῦ θέματος.

  4. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης δίδασκε ότι η ορθόδοξη θεολογία βασίζεται α) στην εμπειρία των θεουμένων και β) ελλείψει αυτής, στη στοίχιση με τη διδασκαλία τους. Απ’ όσα αποσπάσματα των κειμένων του μητροπολίτη Περγάμου παραθέτει ο π. Γεώργιος σ’ αυτό το άρθρο του φαίνεται ότι η θεολογία του πρώτου δεν στηρίζεται σε καμία από τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις αλλ’ έχει νοησιαρχικές βάσεις. Στην Ιστορία της Εκκλησίας σ’ αυτές τις βάσεις στηρίζονταν οι πλάνες των αιρετικών.

  5. Αγαπητοί, μη βλέπετε τον Μ. Ιωάννη Ζηζιούλα μόνο!
    Δείτε πόσο πάσχει εκ θεμελίων το όλο “οικοδόμημα”.
    Ποιος χρειάζεται έναν Θεό που επιβάλλει στο δημιούργημά Του αιώνιο πόνο καθιστώντας το αθάνατο αν και θνητό/κτιστό;; Αδιανόητο για Θεό τούτο το πράγμα.
    Αυτοί που στήσανε αυτό το αφήγημα χρειάζονται ψυχανάλυση πάραυτα!

    Καπετανάκης Γεώργιος

    • Το αφήγημα που λέτε είναι των Ρωμαιοκαθολικών. Άλλα διδάσκει η ορθόδοξη θεολογία, όπως το κατέδειξε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης στο “Προπατορικόν αμάρτημα”, τη διδακτορική διατριβή του. Ο ίδιος επισήμανε πως η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια κι η θεραπεία της είναι η ορθόδοξη θεολογία που βασίζεται στην Αποκάλυψη του Θεού στους θεούμενους.

  6. Ἐπειδή ἔγραψε ὁ ἀγαπητός κ. Α.Κ., ὅπως ἐπίσης μοῦ εἶπε τηλεφωνικά καί ἕνας ἀγαπητός φίλος γιατρός ὅτι ἀναμένουν μέ ἐνδιαφέρον τήν πραγματοποίηση τῆς προαναγγελθείσης ὑποσχέσεώς νά καταδείξω τήν ἐπίδραση, ἤ ἔστω, ἄν θέλετε τήν συγγένεια τῆς Τριαδολογίας τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἰωάννη Ζηζιούλα μέ τήν Νεοπλατωνική, φιλοσοφική σκέψη, προβαίνω τώρα στό νά καταδείξω αὐτή τήν ἐπίδραση/συγγένεια/ ὁμοιότητα. Τό πρῶτο πού ἔχω νά τονίσω εἶναι ὅτι τονίζοντας αὐτή τήν ἔντονη σχέση/ὁμοιότητα Ζηζιούλειας Τριαδολογίας καί Νεοπλατωνικῆς σκέψεως, εἶναι ὅτι κομίζω γλαῦκα ἐς Ἀθήνας, ἤτοι δέν λέγω τίποτα πρωτότυπο, ἀλλά κάτι κοινότυπο.Ἠδη ἄν διαβάσει προσεκτικά ὁ ἀναγνώστης τό ἄρθρο μου «Ὁ Πλωτῖνος καί ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος» καθώς ἐπίσης καί τό ἄρθρο τοῦ π. Γεωργίου Ἀναγνωστοπούλου «Μετανεωτερικό πρόσωπο ἄνευ φύλου: Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας;», πού ἀμφότερα εἶναι ἀνηρτημένα στό φιλόξενο Ἀντίφωνο, καταλαβαίνει ἐναργῶς καί ἀβίαστα αὐτή τήν ἐπίδραση/συγγένεια/ὁμοιότητα.
    Ὑπενθυμίζω ὅτι στό ἀνωτέρω ἄρθρο μου τονίζω ὅτι ἡ πλωτινική ὀντολογία εἶναι ἕνα ἱεραρχικά ἀρθρωμένο ὅλον, στό ὁποῖο τήν ἀνώτερη θέση καταλαμβάνει τό Ἕν, ἡ πρώτη ὑπόσταση, κατόπιν δι’ ἀπορροῆς τοῦ Ἐνός ὁ Νοῦς, ἡ δεύτερη ὑπόσταση, καί τήν τρίτη θέση θέση, ἀπορρέουσα ἀπό τό Νοῦ, ἡ Ψυχή, ἡ τρίτη ὑπόσταση.Οἱ τρεῖς αὐτές ὑποστάσεις εἶναι ἱεραρχικά ἀρθρωμένες: ἡ παραγόμενη ὑπόσταση εἶναι κατώτερη καί ὀντολογικά ὑποδεέστερη ἀπό τήν παράγουσα ὑπόσταση. Ἔτσι ὁ Νοῦς εἶναι κατώτερος τοῦ Ἑνός καί ἡ Ψυχή τοῦ Νοῦ.Μάλιστα εἰς ἐπίρρωσιν αὐτῆς τῆς θέσεως καταθέτω στό ἀνωτέρω ἄρθρο μου τίς γνῶμες τῶν καθηγητῶν Γρ. Κωσταρᾶ, Θεοδ. Πελεγρίνη καί Δ. Λιάλιου.
    Τοὐναντίον ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος τονίζει διά τοῦ ὁμοουσίου τήν πλήρη ὀντολογική ἰσότητα, ἰσοσθένεια καί ἰσοδυναμία τοῦ Υἱοῦ, τῆς δευτέρας καί αἰτιατῆς ὑποστάσεως πρός τόν Πατέρα, τήν πρώτη καί αἴτια ὑπόσταση. Τό αὐτό ἰσχύει στήν Πατερική Τριαδολογία καί γιά τήν τρίτη, αἰτιατή ὑπόσταση, τό Ἅγιον Πνεῦμα.
    Τώρα πρεσβεύοντας ὁ μακαριστός Μητροπολίτης τήν ὀντολογική ἱεράρχιση καί διαβάθμιση τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέ προεξάρχον τό πρῶτο πρόσωπο/ὑπόσταση, τόν Πατέρα, μέ ποιόν συγγενεύει περισσότερο μέ τήν Νεοπλατωνική, ὀντολογική ἱεραρχία ἤ τήν Πατερική ἰσότητα τῶν θείων προσώπων/ὑποστάσεων; Τό συμπέρασμα νομίζω ὅτι ἐξάγεται ἀβίαστα.
    Ἐπίσης προσκομίζοντας ὁ Μητροπολίτης Ἰωάννης Ζηζιούλας πρός ἐπίρρωσιν τῶν θέσεων του τήν εὐαγγελική ρήση τοῦ Χριστοῦ «ὁ Πατήρ μείζων μου ἐστί», λησμονεῖ ὅτι κατά τόν Μ. Βασίλειο καί Ἰωάννη Δημασκηνό αὐτό σημαίνει μόνο τήν αἰτιότητα τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα, ὅτι δηλαδή ὁ Πατήρ εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ, καί οὐδόλως λυμαίνεται τήν πλήρη ὀντολογική ἰσότητα καί ἰσοτιμία τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα.Horribile dictu ἡ θεολογική σκέψη τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου περισσότερο συγγενεύει πρός τήν νεοπλατωνική, καί κατ’ἐπέκτασιν Ἀρειανική σκέψη παρά πρός τήν ὀρθόδοξη, Πατερική, θεολογική σκέψη.
    Θεοῦ θέλοντος ἴσως ἐπανέλθουμε στό ζήτημα αὐτό.

  7. Ευχαριστώ τόσο τους αναγνώστες όσο και τους σχολιαστές της μελέτης “ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΑΩΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ”.
    Σε συνέχεια της συζήτησης που άνοιξε για τον νεοπλατωνικό χαρακτήρα της σκέψης του ΜΙΖ καταθέτω Περίληψη μελέτης που είναι υπό ολοκλήρωση. Συμφωνώ απολύτως με την θέση του κ. Σχοινά. Για να είμαι ακριβέστερος, προσεκτική μελέτη δείχνει ότι ο πυρήνας της σκέψης του ΜΙΖ, που συνίσταται στην έννοια της ιεραρχικότητας – υποταγής ταυτίζεται με την θεμελιώδη ιδέα του Νεοπλατωνισμού. Με δεδομένο ότι ο ΜΙΖ διακηρύσσει ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ιεραρχία στη θεότητα, δεν είναι πλέον έκπληξη ότι ο Χριστός νοείται σαφώς ως κτίσμα με δσσμένη θεότητα, Ένας Πρώτος θεωρείται ανώτερος της Συνόδου και η ιεραρχίκότητα θεωρείται έμφυτη σε κάθε προσωπική σχέση.
    ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟ “ΕΝ” ΩΣ Η ΑΡΧΗ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΟΚΛΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟ ΜΕΘΩΝΗΣ: ΜΙΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ
    Είναι γνωστό ότι τα θεμελιώδη χριστιανικά θεολογικά δόγματα μορφοποιήθηκαν σε τελική διατύπωση (Έλληνες Πάτερες, Οικουμένικες Σύνοδοι) στο πολιτισμικό περιβάλλον της ύστερης αρχαιότητας (4ου-5ου αιώνα), εντός του οποίου ο νεοπλατωνισμός ήταν το κυρίαρχο πνευματικό ρεύμα. Από την άλλη πλευρά, ο νεοπλατωνισμός αναπτύχθηκε μέσα στο κλίμα έντονης χριστιανικής πνευματικής παρουσίας και επηρεάστηκε απ’ αυτήν. Χριστιανισμός και Nεοπλατωνισμός αλληλεπίδρασαν ισχυρά ώστε άλλοτε να επιβεβαιώνεται ότι ο νεοπλατωνισμός διείσδυσε στην χριστιανική θεολογία (Τριαδολογικές αιρέσεις μοναρχιανισμού και αρειανισμού), άλλοτε να θεωρείται ότι η ίδια η χριστιανική θεολογία είναι εξηρτημένη από τον νεοπλατωνισμό (ισχυρή άποψη της δυτικής φιλοσοφίας), ή τέλος να συνυφαίνονται από κοινού σε μορφώματα της νεώτερης δυτικής φιλοσοφίας. Η παρούσα μελέτη υποστηρίζει την ανεξαρτησία της χριστιανικής θεολογίας από την νεοπλατωνική ως προς το Έν, την άρρητη και υπερβατική Αρχή ενότητας των πάντων. Ειδικότερα, εξετάζουμε το απόλυτο Έν ως αρχή της ενότητας και της πολλαπλότητας στα εξής δύο κείμενα: (i) «Στοιχείωσις θεολογική» του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Πρόκλου (5ος αιώνας), και (ii) «Ανάπτυξις της θεολογικής στοιχειώσεως Πρόκλου», του βυζαντινού φιλόσοφου και Επισκόπου Μεθώνης Νικολάου (12ος αιώνας). Η έρευνα στα δύο ανωτέρω φιλοσοφικοθεολογικά κείμενα υποδεικνύει την απόλυτη διαφοροποίηση μεταξύ (α) του πρόκλειου Ενός, ως αιτίας παραγωγής και ενοποίησης της ιεραρχικώς κατώτερης οντολογικά «πληθύος» και (β) του Ενός χριστιανικού Θεού, που δεν είναι «υπαρίθμιος» μονάδα, αλλά παραδόξως «Τριάς και Μονάς», «υπερέν», Τριάδα ομοούσιος και ισότιμη, Ένας Θεός εν Τριάδι Υποστάσεων.

  8. Υπέροχο άρθρο αλλά και εξαιρετική συμβολή του κ.Σχοινα. Υπομνηστικα και μόνο επιτρέψτε μου να τονίσω (αν και οι παρόντες δεν το χρειάζονται) ότι η κατάληξη/οριοθέτηση/μορφοποίηση της Ορθόδοξης θεολογίας ΔΕΝ ήταν αποτέλεσμα δυνατών φιλοσοφικών, νοητικών συλλήψεων, αλλά θεία αποκάλυψη σε βαθύτατα προσευχομενους και καθαρμενους αγίους. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, για παράδειγμα, όσο τιτάνας της σκέψης και να ήταν ο Θωμάς ο Ακινάτης, δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτα σχετικό με τον Θεό, μπροστά στο βίωμα του Θεού του Αγίου Παϊσίου, αποφοίτου της τετάρτης δημοτικού. Όλη η προσπάθεια των ορθοδόξων πατέρων ήταν να μεταδώσουν με λόγια σε άλλους αυτό που βίωναν και τους αποκαλυπτονταν.

  9. Οι αναγνώστες του άρθρου μπορεί να ενδιαφέρονται να δουν το 1ο τεύχος νέου διεθνούς θεολογικού περιοδικού, το οποίο έχει παρόμοιο θέμα “Eschatological View of Metropolitan John Zizioulas”.

    https://omegalpha.zizioulas.org/journal/issue/view/2025-I-1

    Είναι παράδοξο να μη κατανοείται η αναίρεση της θεολογίας του ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ της Α’ Οικουμενικής Σύνοδου που επιχειρήθηκε υπό του ΜΙΖ, μάλιστα φέτος: στην επέτειο 1700 χρόνων της (325-2025)!!!

    Μπορούμε να προβαίνουμε σε εορταστικές εκδηλώσεις ενισχύσεως της “ενότητας των Χριστιανών” και να ενταφιάζουμε το ΟΜΟΟΥΣΙΟ ενώ ταυτοχρόνα το εορτάζουμε; Σε ποια θεολογική βάση;

  10. Σχόλια στο άρθρο του Αντίφωνου: «Χριστός και Έσχατα κατά τον Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα»
    Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ενοχλεί τόσο πολύ η διατύπωση περί ιεραρχίας στην Αγία
    Τριάδα. Υποστηρίζεται ότι ο Περγάμου παρερμηνεύει τη φράση του Χριστού «ὁ Πατήρ
    μου μείζων μου ἐστίν Ιω. ιδ' 28). Μα αυτό δεν ήταν για εκείνον σημείο ιεραρχίας με
    εξουσιαστικό πρόσημο, δεν καταδείκνυε κατωτερότητα, αλλά τρόπο ύπαρξης με υική
    ευγνωμοσύνη, θεμελιωτικό μιας αγάπης όχι ως αφηρημένης ουσίας αλλά ως ζώσας και
    προσωπικής οντολογικής σχέσης. Η επιμονή πολλών να «αποδομήσουν» αυτή τη θεώρηση
    φαίνεται μάλλον βιαστική, ή ακόμη και άδικη, αν χάνει αυτό το βάθος.
    Είμαι υπέρ ενός θεολογικού-ποιητικού στοχασμού που δεν φοβάται τις «μεγεθύνσεις» μέσα
    στο μυστήριο, ούτε τις «ιεραρχίες» όταν είναι ριζωμένες στην αγάπη και όχι στην εξουσία.
    Η επιμονή στην αιτιώδη σχέση των προσώπων οφείλεται στην ανάγκη οντολογικής
    θεμελίωσης της αγάπης ως τρόπου ύπαρξης με ευγνωμοσύνη. Όπως θα αδυνατούσαμε να
    πιστέψουμε ότι ο Θεός μπορεί να είναι Θεός αγάπης, όχι μόνο αν ο Υιός Του (το παιδί Του)
    δεν έπαιρνε πάνω Του, σαρκούμενος, τον πόνο και τον θάνατο, αλλά και αν δεν
    σταυρωνόταν μαρτυρικά και άδικα, όπως ένας εγκληματίας, για να αναλάβει ο ίδιος, στην
    ίδια Του τη σάρκα, και τα φρικιαστικά εγκλήματα σε βάρος των αθώων που βλέπουμε να
    συμβαίνουν διαρκώς γύρω μας, έτσι και δεν θα μπορούσαμε να συμμεριστούμε τη φράση
    ότι «ο Θεός είναι αγάπη»,
    αν δεν ακούγαμε εκείνα τα θεμελιωτικά και παρήγορα λόγια της υιικής ευγνωμοσύνης και
    αναγνώρισης του πατρικού μεγαλείου:
    «ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἂν ὅτι
    εἶπον, πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα· ὅτι ὁ πατήρ μου μείζων μου ἐστίν» (Ιω. ιδ', 26-28),
    καθώς και τα λόγια εκείνα της σπλαχνικής πατρικής ευδοκίας:
    «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. γ΄, 17 και ιζ΄, 5),
    «Τίνι γὰρ εἶπέν ποτε τῶν ἀγγέλων· Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε, καὶ πάλιν·
    Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν;» (Πρ. Εβρ. α΄, 5).
    Στην ουσία είμαστε όλοι μας ανεξαιρέτως παιδιά και από το πρώτο μας κλάμα, μέσα στην
    πρώτη μας κραυγή, γνωρίζουμε ότι οφείλουμε την ύπαρξή μας σε εκείνο το μεγάλο σώμα,
    που είναι ολόκληρο ένα πρόσωπο αιτιώδες και θεμελιωτικό της ύπαρξής μας. Αλλά και η
    πατρότητα, τι μεγαλείο! Ένας μεγάλος άνθρωπος, ένα μεγάλο σώμα, που αυτός καθεαυτός
    ως αυθύπαρκτη μονάδα είναι ο κανένας, βρίσκει όλο το νόημά του στο μικρό, το ελάχιστο,
    το ανήμπορο βρέφος – στο ίδιο του το σπλάχνο, που εναγκαλίζεται και του έχει δώσει
    πρώτος το όνομά του, φωνάζοντας με ενθουσιασμό κάπως έτσι:
    «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε.» (Ψαλμ. β΄, 7).
    Στην ουσία είμαστε όλοι μας ανεξαιρέτως παιδιά και επειδή κραυγάζουμε ενίοτε από τα
    βάθη της ύπαρξής μας σπαρακτικά, όπως ο καθένας και το καθετί στον κόσμο αυτό, με
    τους τόσους πόνους και τις τόσες αδικίες, έχουμε μια τυφλή πίστη ότι κάποιος, δεν μπορεί,
    μας ακούει – όπως υπήρχε κάποιος να ακούσει την κραυγή μας όταν γεννηθήκαμε και να

    μας παρηγορήσει. Γι’ αυτό ο σαρκωθείς Θεός Λόγος, ο σταυρωθείς και αναστάς Κύριος,
    δεν μπορεί παρά να αποτελεί πάντοτε την κορυφαία σύλληψη στον απαρηγόρητο κόσμο
    μας και «το καταφύγιο όλων των ανθρώπινων ερώτων».
    Σε αυτό το πλαίσιο εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί ενοχλεί τον συντάκτη του
    άρθρου και τους σχολιαστές – αναγνώστες του, η επίμονη διακήρυξη του Περγάμου ότι το
    Πρόσωπο του Θεού Πατέρα αποτελεί το αίτιο της θεότητας, ήτοι της θείας ουσίας. Με
    αυτή τη ρήση διατυπώνει την πίστη του ότι η ύπαρξη ενός Θεού αγάπης δεν ξεπηδά «εἰκῇ
    καὶ ὡς ἔτυχεν» από κάποια ουσία· δεν μπορεί να οφείλεται έτσι απλά σε μια θεία ουσία,
    αλλά κυρίως στο Πρόσωπο του Θεού Πατρός. Αυτή η διατύπωση θεμελιώνει οντολογικά
    την αγάπη και έναν τρόπο ύπαρξης εν ευγνωμοσύνη και αυτή η τριαδική θεολογία
    διαμορφώνεται με βάση τις μαρτυρίες του ιστορικού Ιησού, που δεν διαφοροποιείται από
    τον δοξασμένο εσχατολογικό Χριστό – δεν υπάρχει διάσπαση μεταξύ ιστορικού και
    εσχατολογικού Χριστού.
    Και αυτά τα λέω, γιατί διαβλέπω μια υπερβολική προσπάθεια αποδόμησης ακόμα και των
    πιο ωραίων και γόνιμων σημείων της θεολογικής σκέψης του Περγάμου, σε βαθμό μάλιστα
    που, κατά τρόπο – εκτιμώ – εντελώς αβάσιμο, φθάνει ο συντάκτης στο σημείο να
    αναγνωρίσει στη σκέψη του εκλιπόντος το θεολογικό υπόβαθρο του κοινωνικού φύλου και
    του αυτοπροσδιορισμού, αλλά και – ούτε λίγο ούτε πολύ – να τον προσδιορίζει ως έναν
    σύγχρονο Άρειο.
    Αναρωτιέμαι, επαναλαμβάνω, γιατί ενοχλούν μέσα στην άκτιστη θεότητα τα μεγέθη
    (δηλώσεις τέτοιες εισήχθησαν από τον Ιησού πρώτα και κύρια), καθώς και η ιεραρχία, που
    ούτως ή άλλως την έχει εισαγάγει η οντολογική έννοια της πατρότητας, εφόσον μάλιστα
    δεν πρόκειται για κτιστές πραγματικότητες αλλά για αντίληψη της θείας ζωής εν αγάπη και
    παραμυθία της δικής μας απαρηγόρητης ζωής. Γιατί ενοχλεί η έννοια της ιεραρχίας σε μια
    ζωή αγάπης, τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε πόσο «ψοφούν» για την ιεραρχία της εξουσίας
    και για την καθοδήγηση άλλων ανθρώπων ιερείς και θεολόγοι; Μήπως γι' αυτόν ακριβώς
    τον λόγο στηλιτεύονται στο άρθρο οι λέξεις «ιεραρχία» και «υποταγή», που ωστόσο σε μια
    πραγματικότητα θεϊκής αγάπης, με οντολογικό υπόβαθρο, δεν θα μπορούσαν να έχουν την
    έννοια της εξουσίας, της κυριαρχίας, της καθυπόταξης και της καθοδήγησης τυφλών από
    τυφλούς;
    Πόσο σίγουροι είμαστε για το θεολογικό σύστημά μας και κυρίως πόση πεποίθηση έχουμε
    ότι είμαστε σε θέση να διαφωτίσουμε τους άλλους και να ξεκαθαρίσουμε ποιοι είναι
    αιρετικοί και ποιοι ορθόδοξοι;
    Πιστεύω ότι η πραγματικά παρηγορητική θεολογία είναι κυρίως ποίηση, είναι ποιητικός
    τρόπος ζωής, έκφρασης και σκέψης, με πολλή απορία και αγωνία για την αλήθεια της
    αγάπης στη ζωή μας, για τη δυνατότητα βασιλείας στις καρδιές μας μιας τέτοιας λογής
    θείας κοινωνίας και πνευματικά εμπνευσμένης ζωής.
    Η απόλυτη βεβαιότητα στα θεολογικά μας συστήματα είναι επικίνδυνη. Έλεγε ένας
    γνωστός ψυχίατρος και λογοτέχνης: «Η ψυχιατρική δεν με έμαθε τίποτα για την ψυχή του
    ανθρώπου, για την ψυχή του ανθρώπου κυρίως διδάχτηκα από τη λογοτεχνία». Νομίζω ότι

    το ίδιο ισχύει κατ’ επέκταση για τη θεολογία. Στην ουσία οι θεολογικοί στοχασμοί δεν μας
    έμαθαν τίποτα για τον Θεό. Περισσότερο μας διδάσκει η κοινή ζωή των κοινών ανθρώπων
    και οι καθημερινές ιστορίες τους.
    Πριν παραθέσουμε και παρασκευάσουμε με επιστημονική λεπτομέρεια ένα άψογο
    θεολογικό σύστημα, το οποίο ωστόσο είναι ικανοί να το εννοήσουν και να το καθορίσουν
    λίγοι, ας μεριμνούμε να μη διαγράφουμε με μονοκοντυλιά ανθρώπους και κάποιες
    ενδεχομένως γόνιμες ιδέες τους. Πριν φανερωθούμε ως καλοί και άψογοι θεολόγοι, ας
    είμαστε πατέρες των απαρηγόρητων, έστω και αν αυτή η πατρότητα εκφράζει μιαν άγια
    ιεραρχία.

    • Θα τολμήσω να σας απαντήσω. Πιστεύω πως είναι ύψιστη ύβρις να εμπιστευτεί κάποιος τη διάνοιά του ώστε να προσπαθήσει να μπει στα ενδότερα του Τριαδικού Θεού. Δεν μπορούμε, δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να το δοκιμάσουμε. Αντί πολλών άλλων, μόνο αυτό: η εσωτερική “τάξη” του Θεού είναι γνωστή μόνο σε Εκείνον (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος 6.22, 23.11, 25.16, στο βιβλίο “Ένας και Τρεις. Η τριαδική μοναρχία στην Ορθόδοξη Παράδοση”, Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανου Ιερομονάχου). Εκτός βέβαια εαν ο οποιοσδήποτε συγγραφέας έχει θεία αποκάλυψη την οποία βίωσε στο μεδούλι του αγιαζοντας τη ζωή του. Εάν όχι, καλύτερα να σιωπήσει. Αρκετά διδακτορικά και δυσθεώρητα “εγώ” παράγονται. Δεν χρειαζόμαστε άλλα τα οποία μάλιστα τραυματίζουν δόγματα τα οποία δεν έχουμε νιώσει/ζήσει/βιώσει. Φιλικά και ευχαριστώ.

  11. Δεν θα σχολιάσω εδώ τα λεχθεντα από τον προηγουμενο αναγνώστη του άρθρου, καθότι είναι άλλοι αρμοδιοτεροι να το κάνουν – δεν είμαι θεολόγος. Θα αναφέρω μόνο την γνώμη του μακαριστού αγιασμενου Γέροντα μου π. Ιγνατίου Καπνιση περί τον εν λόγω μητροπολίτη- σημειωτέον ότι έχω παρουσιάσει στην Πεμπτουσία πολυ υλικό για την ζωή και το έργο του. Έμεινα αρκετά χρόνια διπλα στον Γέροντα και δεν χρειάστηκε πολυς χρόνος για να πειστω ότι ο λόγος του ήταν γεννημένος από την θεία χαρη. Δεν κατέκρινε ποτέ κληρικό και δη επίσκοπο. Κοντά του είδα ομολογουμένως θαυμάσια, που αναφέρω στην Πεμπτουσία. Του ανέφερα λοιπόν ότι υπάρχει ένας μητροπολίτης που παραδέχεται την θεωρία της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου- σαν να μην έφταναν οι άλλες κακοδοξιες ο συγχωρεμένος Μητροπολίτης κηρυσσε δυστυχώς και αυτό. Δεν είπα όνομα στον Γέροντα, αλλά μόλις το άκουσε το προσωπο του αλλοιωθηκε, αισθάνθηκε μια αφατη οδυνη- σαν αυτή που περιγράφει ο Άγιος Σωφρόνιος του Εσεξ στα έργα του- και μου είπε με απερίγραπτο πονο, αποφευγοντας και παλι να κρίνει, ” Αυτός ο Δεσπότης, παιδί μου, είναι για να τον κλαις “. Σκοπεύω να παρουσιασω στο φιλόξενο Αντιφωνο λίγα λόγια για τον Γέροντα, που είχε ισχυρή δογματική συνείδηση. Είθε τον μακαριστό Δεσπότη Ιωάννη να τον συγχωρήσει ο Θεός.

  12. Μέρικα σχόλια για τον σημερινό διάλογο.

    1. Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι το θέμα του άρθρου είναι ο Ιησούς Χριστός ως ο Σαρκωθεις Θεός, που, όπως καταδεικνύουν πολλαπλές αναφορές, αμφισβητείται ευθέως υπό του ΜΙΖ.
    2. Το θέμα της Ιεραρχικοτητας στη Τριάδα ήταν αντικείμενο προηγούμενου άρθρου, στο οποίο θα μπορούσε να προστρέξει ο κ. Θεοφιλογιαννάκος και να κάνει σχόλιο ΕΚΕΙ.
    Αυτό απαιτεί ένας συνεπής διάλογος.
    3. Το πρώτο άρθρο μας δεν συζητάει μόνο μια ενδοτριαδική ιεραρχικότητα, στην οποία εστιάζει ο κ. Θεοφιλογιαννακος, αλλά κυρίως την οντολογικα υφεσιακη ιεραρχικότητα ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ – ΤΡΙΑΔΑΣ. Πρόκειται, όπως αναφέρεται στην αρχή του παρόντος άρθρου για μια ΕΝΟΛΟΓΙΚΗ-ΜΟΝΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ της θεοτητας!
    4 Η μετάθεση του διαλόγου από το Χριστολογικό δόγμα που συζητείται στο παρόν άρθρο στο Τριαδολογικο, δεικνύει αδυναμία υποστηρίξεως των αντορθοδόξων θέσεων του ΜΙΖ περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, υπό του κ. Θεοφιλογιαννάκου. Φαίνεται λοιπόν, παραδόξως, ότι αποδέχεται το παρόν άρθρο, και αρνείται προηγούμενο, ενώ τα δύο συνδέονται άρρηκτα.
    5. Αποδεικνύεται ότι η ριζική αλλοίωση της Τριαδολογιας που επιχειρεί ο ΜΙΖ, δεν είναι καθόλου μικρή, καθώς οδηγεί απευθείας στην άρνηση της Θεότητας του Κυρίου Ιησού.
    6. Είναι να απορεί κανείς γιατί βρισκόμαστε στο σημείο να συζητούμε για θέματα που έχουν λυθεί απολύτως πριν 1700 χρόνια, και να μη αναγνωρίζουμε καίριες αποκλίσεις από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και το Σύμβολο της Πίστεως που ομολογούμε τουλάχιστον σε κάθε Θεία Λειτουργία-:
    “και εις Ένα Κυριο Ιησού Χριστό ….ΟΜΟΟΥΣΙΟΝ ΤΩ ΠΑΤΡΙ”.

    Με ειλικρινείς ευχαριστίες προς τον κ. Θεοφιλογιαννάκο, παρά την διαφωνία μας, για το γεγονός ότι το σχόλιο του οδηγεί σε περαιτέρω διευκρινήσεις πάνω σε καίρια θέματα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστεως.

    π. Γεώργιος Αναγνωστόπουλος

  13. “Πιστεύουμε ότι στο τέλος αυτής της μικρής μελέτης (μελέτης!!!;;;) ο αναγνώστης θα έχει μια σαφή αντίληψη για τις βασικές θέσεις της Ζηζιούλειας εσχατολογίας”.

    Λάθος. Ο αναγνώστης θα έχει μια σαφή αντίληψη μόνον για το τί αποδίδει ο συγγραφέας της “μικρής μελέτης” στον Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα). Εάν ο αναγνώστης έχει μελετήσει προσεκτικά (σε βάθος και εύρος) το έργο του Περγάμου θα διαπιστώσει ότι αυτή η “μελέτη” δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεγαλύτερη μέχρι στιγμής συλλογή από παρανοήσεις, διαστροφές και αυθαίρετες (παράλογες) προεκτάσεις των όσων λέει ο Περγάμου. Δεν υπάρχει ούτε ένα σημείο που να πείστηκα για την ορθότητα όσων ισχυρίζεται.

    Ούτε και για την εντιμότητα (τον πραγματικά απροκατάληπτο και αντικειμενικό χαρακτήρα) της “μελέτης” πείσθηκα και δίνω ένα παράδειγμα: πρόκειται για την ανακρίβεια/ψεύδος (από σκοπιμότητα; από επιπόλαια “μελέτη”;) ότι ο Περγάμου τάχα “δεν παρουσιάζει την φράση του Μαξίμου” την οποία επικαλείται για να εμφανίσει αντ’ αυτής μια “προσωπική του δήλωση” η οποία (παρ)ερμηνεύει τον Ομολογητή. Αντίθετα, ο “ΜΠΙΖ” είναι που δίνει την ακριβή παραπομπή για το χωρίο του Μαξίμου που επικαλείται (βλ. σελ. 129 του Remembering the Future –στην οποία παραπέμπει ο π.Γ.Α– υποσημείωση 57 την οποία παραβλέπει ο π.Γ.Α: Maximus, Cap. theol. I,66 PG90:1108AB). Εδώ το νόστιμο της υπόθεσης είναι πως αυτός ο που ΔΕΝ δίνει την παραπομπή είναι ο ίδιος ο π.Γ.Α.! Αλλά αυτό ας το παρακάμψουμε, ας δεχθούμε ότι διέλαθε της προσοχής του “μελετητή”. Το μείζον θέμα εδώ είναι πως δεν καταλαβαίνει το νόημα του χωρίου που επικαλείται και (τάχα) παραθέτει εναντίον του Περγάμου: το χωρίο λέει αυτό ακριβώς που λέει ο Περγάμου!! Και για όλες τις μεμονωμένες φράσεις του Περγάμου που παραθέτει, εάν δεί κανείς την ευρύτερη συνάφεια από την οποία τις αποσπά, θα καταλάβει ότι ο Περγάμου δεν λέει πουθενά αυτό που του αποδίδει ο π. Γ. Α. Για κάθε αποσπασματική φράση που παραθέτει ο π. Γ. Α. μπορεί κανείς να παραθέσει από την ευρύτερη συνάφεια του κειμένου, αλλά και από πολλά άλλα κείμενα του Περγάμου, ακριβώς τα αντίθετα από όσα του αποδίδει, που αποδεικνύουν αβάσιμες και αναιρούν πλήρως τις κατηγορίες του π. Γ. Α.

    Η δική μου απορία όμως επεκτείνεται σε κάτι βαθύτερο. Ας λέει και ας γράφει ο καθένας ό,τι θέλει – κριτής μακροπρόθεσμα είναι ο χρόνος, η ιστορία, και τελικά, έσχατος πάντων ο ίδιος ο Θεός. Πώς όμως, άνθρωποι που δεν είναι θεολόγοι και που δεν μελέτησαν (κατά την ομολογία τους) το έργο του Περγάμου, ούτε τις πατερικές πηγές, πώς είναι δυνατόν να βρίσκουν “πολύ καλή” ή “πολύ ενδιαφέρουσα” ή ακόμα και “αριστούργημα” αυτήν την “μικρή μελέτη” που δημοσίευσε το Αντίφωνο. Με ποιά κριτήρια. Χωρίς να μελετήσουν σε βάθος τίποτε. Χωρίς να ελέγξουν (ίσως και χωρίς να μπορούν να ελέγξουν) τις παραπομπές. Η πιό λογική στάση, για τους όχι και πολύ ειδικούς επ’ αυτών των θεμάτων, δεν θα ήταν να πούν “Ά, οκ, τώρα ξέρω τί αποδίδει ο Αναγνωστόπουλος στον Ζηζιούλα”, κι αυτό να το πούν με κάποια ουδετερότητα, χωρίς αξιολογικές κρίσεις – ούτε για τον Α ούτε (πολύ λιγώτερο) για τον Ζ. ;

    • Είστε βέβαιος πως κάποιοι σχολιαστές εδώ που συμφωνούμε με την κριτική του π. Γεωργίου στον Ιωάννη Ζηζιούλα δεν είμαστε θεολόγοι;
      Αν με τον όρο “θεολόγος” εννοείτε αυτό που λέει η Εκκλησία μας, δηλαδή θεολόγος είναι αυτός που προσεύχεται, που κοινωνεί με τον Θεό γνωστῶς και εὐαισθήτως, μάλλον δεν είμαστε.
      Αν όμως εννοείτε (κι αυτό φαίνεται από τα συμφραζόμενα του σχολίου σας) όσους έχουν αποφοιτήσει από πανεπιστημιακές θεολογικές σχολές, σας διαβεβαιώνω ότι τουλάχιστον ο κ. Ξυδιάς κι η ταπεινότητά μου έχουμε πτυχίο θεολογίας.

      Αλλά είναι αστείο και ανιστόρητο να ισχυρίζεται κανείς πως όσοι δεν αποφοίτησαν από θεολογικές σχολές δεν έχουν τα κριτήρια να συμμετάσχουν σε μια θεολογική συζήτηση. Γιατί πολλές φορές στην ιστορία της Εκκλησίας άνθρωποι αγράμματοι κατά κόσμον έδωσαν τις λύσεις σε θεολογικές διαμάχες, κι οι εγγράμματοι τους ακολούθησαν.

      Και θα είχε ενδιαφέρον να παραθέσετε τη συνάφεια των αποσπασμάτων του ΜΙΖ που ισχυρίζεστε ότι παραποιεί ο π. Γεώργιος, να δούμε πόσο αντέχουν σε κριτική βάσει των αγιοπατερικών πηγών.

    • Το σχόλιό σας αποτελεί την εναργέστερη απόδειξη θεολογικής ακριβείας και ευστοχίας της μελέτης του πατρος Γεωργίου. Στο πλαίσιο του αρραγούς διπόλου δόγματος και ήθους, η θεωρητική αποσαφήνιση συνδέεται αναπόδραστα με αντίστοιχη πρακτική δράση. Ως εκ τούτου, η απόκλιση της δογματικής ορθοτόμισης συνεπάγεται την αστοχία και στην εμπράγματη εμπειρία. Στην προκειμένη περίπτωση, η αποκλίνουσα θεολογική ιδιοκατασκευή του «ΜΙΖ» και η βλάσφημη ανισότητα των Προσώπων της Ομοουσίου Τριάδος αντανακλά άμεσα ως ανισότητα στην ανθρωπολογική σκέψη και πράξη. Το αποτέλεσμα είναι μια συμπεριφορά άκρως υποτιμητική προς κάθε διαφωνούντα, χωρίς το παραμικρό επιχείρημα επι του ερευνητικού πεδίου. Αποδεδεικται έτσι πως η ανισότητα καταργεί στην πράξη τον Θεό της αγάπης, της κένωσης και της Ταπείνωσης και ενστερνίζεται υπερφίαλες τακτικές και πρακτικές που απάδουν του εκκλησιαστικού φρονήματος.

  14. Αγαπητέ κ. Μπούσμπουρα
    Ευχαριστώ για την δραματική και επιθετική αντίδραση σας. Χαίρομαι που η μελέτη μου προκαλεί αντιδράσεις που θα αποδείξουν ακόμη εμφανέστερα την θέση του άρθρου μου για τον ΜΙΖ. Σας προκαλώ σε μια δημόσια συζήτηση. Και οι παρόντες θα συμπεράνουν ποιος γράφει ανακρίβειες.
    Ο Θεός μας λέει να είμαστε ανοιχτοί στην Αλήθεια Του. Αμην.

  15. Ασχολήθηκα με τον Μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα γιατί οι όροι με τους οποίους καταγίνεται όπω: πρόσωπο, περιχώρηση, κοινωνία κλπ, που ενδιαφέρουν πολύ την Φιλοσοφία, πέρα από το γεγονός ότι το έργο του έχει ελεύθερο στοχασμό επί της Τριάδος, μιλά για τον φιλόσοφο Λεβινάς κλπ. Είχα αρχίσει να υποψιάζομαι ότι κάτι δεν πάει καλά, μέχρι που διάβασα την εργασία του Μητροπολίτη Ναυπάκτου ” Η συστηματική παρερμηνεία των Αγίων Αθανασίου, Καππαδοκών κλπ από τον Μητρ. Περγάμου Ζηζιούλα”, εκεί ο Περγάμου εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Αδυνατεί να μεταφράσει σωστά χωρία Πατέρων, που κι ένας μαθητής Λυκείου εύκολα μπορεί να κάνει. Διαστρέφει πλήρως το νόημα. Επειδή βλέπω ότι οι οπαδοί του Περγάμου επιτίθενται πια στον π. Γεώργιο, αν χρειαστεί θα παρουσιάσω εκτενώς την εργασία του Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου στο Αντίφωνο. Λυπάμαι που το λέω, αλλά δυστυχώς θα αποκαλυφθεί το μέγεθος της διαστρέβλωσης σε όλο της το μεγαλείο.

    • Kαταλαβαίνετε, ελπίζω, ότι είναι άλλο πράγμα το “ασχολούμαι” και τελείως άλλο το “μελετώ” ή “εντρυφώ” σε ένα έργο. Στην εργασία του Ναυπάκτου, την οποία επικαλείστε, ο Περγάμου απάντησε αποστομωτικά – το είδατε;
      Επίσης, απορώ γιατί βλέπετε “οπαδούς” εάν κάποιος συμφωνεί και, αντίθετα, “επιθέσεις” εάν κάποιος διαφωνεί.
      Τέλος, αντί για απάντηση από μέρους του π. Γ. Αναγνωστόπουλου σε όσα έγραψα παραπάνω γι’ αυτόν(*), βλέπω απλώς χαρακτηρισμούς, ότι γράφω “δραματικά και επιθετικά” και ότι αυτό θα αποδείξει εμφανέστερα την θέση του άρθρου του. Από την άλλη, το να “προκαλείς” κάποιον σε διάλογο (“σας προκαλώ σε δημόσιο διάλογο”) την στιγμή που ήδη αρνείσαι να απαντήσεις στις αιτιάσεις του, ηχεί παράδοξο και αντιφατικό. Αν αυτό το θεωρείτε επιχειρηματολογία και άν αυτή είναι μία αντίληψη για το τί εστί διάλογος, έ, σίγουρα δεν είναι η δική μου και δεν την ασπάζομαι. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις νομίζω ότι ο διάλογος είναι αδύνατος.

      Απορώ, επίσης, γιατί “λυπάστε” και γιατί είναι “δυστυχία” (λέτε “δυστυχώς”) το να “αποκαλυφθεί το μέγεθος της διαστρέβλωσης σε όλο της το μεγαλείο”! Εάν υπάρχει διαστρέβλωση θα είναι πελώρια προσφορά στην αλήθεια και θα σας είμαστε, ευτυχώς, άπαντες ευγνώμονες – δε βλέπω κανέναν λόγο για να “λυπάστε”. Ο στόχος όλων, πιστεύω, είναι η αλήθεια.

      (*) έγραψα, εάν το είδατε, ότι ο π. Γ. Α. εμφανίζει τον Περγάμου ως τάχα αποκρύπτοντα ένα χωρίο του Μάξιμου, ενώ το παραθέτει (ο Περγάμου) φαρδιά πλατιά σε παραπομπή – επ’ αυτού σιωπή.

      Για χάρη του κ. Theo (δεν ξέρω πώς μπορώ να του απαντήσω κάτω από το σχόλιό του) ο οποίος μου λέει ότι “θα είχε ενδιαφέρον να παραθέσετε τη συνάφεια των αποσπασμάτων του ΜΙΖ που ισχυρίζεστε ότι παραποιεί ο π. Γεώργιος, να δούμε πόσο αντέχουν σε κριτική βάσει των αγιοπατερικών πηγών” θα επιχειρήσω ένα ακόμη παράδειγμα και εκεί θα σταματήσω. Διότι δεν χρειάζονται πολλά πολλά – εξ όνυχος (αναγνωρίζουμε) τον λέοντα. Θα σας το δώσω σε ένα ανεξάρτητο σχόλιο, παρακάτω.

  16. Αγαπητέ κ. Μπούσμπουρα
    Μερικές σύντομες παρατηρήσεις.
    Ψάχνοντας την παραπομπή Maximus, Cap. theol. I,66 PG90:1108AB πέφτουμε στην φράση του Αγίου Μαξίμου «Ὁ δέ τῆς ἀναστάσεως μυηθείς τήν ἀπόρρητον δύναμιν, ἒγνω τόν ἐφ’ ᾦ τά πάντα προηγουμένως ὁ Θεός ὑπεστήσατο σκοπόν». Και αμέσως μετά ισχυρίζεσαι «Εδώ το νόστιμο της υπόθεσης είναι πως αυτός που ΔΕΝ δίνει την παραπομπή είναι ο ίδιος ο π.Γ.Α.» Παραθέτει όντως το αυτούσιο κείμενο και ρωτάς από που το έχει πάρει; Ο π. Γ.Α. ουσιαστικά λέει ο ΜΙΖ δεν αναφέρει το αυτούσιο κείμενο του Αγίου Μαξίμου που να δικαιολογεί τη θέση του.
    Για να δούμε τη φράση στη συνάφεια του κειμένου…
    Η φράση του Αγίου Μαξίμου προέρχεται από την Α΄ εκατοντάδα προς το Θαλάσσιο, στίχος 66 ο οποίος έχει ως εξής: «ξστ΄. Τό τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ Λόγου μυστήριον, πάντων ἔχει τῶν τε κατά τήν Γραφήν αἰνιγμάτων καί τύπων τήν δύναμιν, καί τῶν φαινομένων καί νοουμένων κτισμάτων τήν ἐπιστήμην. Καί ὁ μέν γνούς σταυροῦ καί ταφῆς τό μυστήριον, ἔγνω τῶν προειρημένων τούς λόγους· ὁ δέ τῆς ἀναστάσεως μυηθείς τήν ἀπόῤῥητον δύναμιν, ἔγνω τόν ἐφ᾿ ᾧ τά πάντα προηγουμένως ὁ Θεός ὑπεστήσατο σκοπόν.» και η μετάφρασή του σύμφωνα με την Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, Το Περιβόλι της Παναγίας, Τόμος Γ΄, Δ΄ έκδοση, σελ 114 γράφει ως μετάφραση «Το μυστήριο της Σαρκώσεως του Λόγου περιέχει το νόημα όλων των αινιγματικών και συμβολικών λόγων της Γραφής, καθώς επίσης και τη γνώση των ορατών [και των νοητών] δημιουργημάτων. Όποιος έχει κατανοήσει το μυστήριο του σταυρού και της ταφής, κατανοεί και τους λόγους όσων προαναφέρθηκαν. Κι όποιος έχει μυηθεί στην ανέκφραστη δύναμη της Αναστάσεως, κατανόησε το σκοπό για τον οποίο αρχικά ο Θεός δημιούργησε τα πάντα.». Από τον εν λόγω στίχο ο ΜΙΖ συμπεραίνει και αναφέρει «it is the Resurrection that realizes “the purpose for which god brought all things into being”». Δεν είναι εμφανής η λάθος απόδοση του νοήματος της φράσης του Αγίου εντός και εκτός της συνάφειας του στίχου ολόκληρου; Συγκεκριμένα το realizes αποτελεί πρόβλημα. Επομένως ο π. Γ.Α. δεν αποκρύπτει χωρίο του Αγίου Μαξίμου αλλά αυτό που παραθέτει ο ΜΙΖ δεν δικαιολογεί την προσωπική θέση που διατυπώνει και ουσιαστικά είναι παρερμηνεία. Νομίζω αυτό είναι εμφανές.
    Τέλος θα συμφωνήσω με τον Theo «θα είχε ενδιαφέρον να παραθέσετε τη συνάφεια των αποσπασμάτων του ΜΙΖ που ισχυρίζεστε ότι παραποιεί ο π. Γεώργιος».

    • π. Ευθύμιε, ίσως δεν έγινα σαφής/κατανοητός. Αυτό που είπα είναι το εξής: Ο πατήρ Γ. Α. λέει ότι ο Περγάμου ΔΕΝ παρουσιάζει το χωρίο του Μαξίμου. Αλλά ο Περγάμου το παραθέτει σε υποσημείωση. Αυτό δεν είναι ανακρίβεια που απάδει σε “μελέτες”; Δεν είναι παραπληροφόρηση του αναγνώστη; Το να λές δηλαδή ότι κάποιος ΔΕΝ έχει κάνει κάτι, που στην πραγματικότητα το έχει ήδη κάνει! Από την άλλη, θεωρώ ότι η ερμηνεία που δίνει ο Περγάμου στο χωρίο (κι αυτό είναι το ουσιαστικό) είναι ακριβέστατη και σωστότατη, ενώ ο π. Γ. Αναγνωστόπουλος το παραποιεί χονδροειδώς – πράγμα που έχω διαπιστώσει και σε άλλα σημεία κειμένων του. Τέλος πάντων, μπορεί να γράψω κι εγώ ένα βιβλίο τελικά, διότι έτσι, με επί μέρους μηνύματα και σχόλια δεν βγάζουμε άκρη. Σας εύχομαι καλή πορεία προς το Άγιον Πάσχα.

  17. Νά κι ένα παράδειγμα, πολύ αναλυτικά, του πώς κατανοεί τον Ζηζιούλα ο π. Γ. Αναγνωστόπουλος:

    Διαβάζοντας τα “100 Κηρύγματα”, εκδ. ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ, σελ. 572, ο π. Γ. Α. θεωρεί ότι ο Περγάμου κάνει μια διάκριση ανάμεσα στον “Λόγο” με κεφαλαίο Λ (τον Υιό και Λόγο του Θεού που ενσαρκώνεται) και στον “λόγο” με μικρό λ (την διδαχή Του) και εξ αυτής συμπεραίνει:

    • ότι κατά τον Περγάμου υφίσταται “σαφής και οξεία αντίθεση” ανάμεσά τους

    • ότι αυτό(ς) που σαρκώνεται στην Λειτουργία δεν είναι ο ίδιος ο Θεός, ολόκληρος, αλλά απλώς και μόνον η διδαχή Του, οπότε, κατά τον Μητροπολίτη, μεταλαμβάνουμε έναν αποσαρκωμένο Λόγο, τα λόγια Του και τίποτε περισσότερο

    • ότι ο Ζηζιούλας, εν προκειμένω, “αποπνέει τον ακραίο προτεσταντικό λόγο του Bultmann κατά τον οποίον, ο Λόγος δεν εγένετο σάρξ, αλλά λόγος“

    • ότι ο Ζηζιούλας είναι αρειανός και ότι ο Ιησούς Χριστός κατά τον Ζηζιούλα δεν είναι Θεός αληθινός.

    Όλ’ αυτά είναι too much, πολύ βαριές κατηγορίες για να τις καταπιεί κανείς αμάσητες. Είναι εύκολο βέβαια να κάνουμε παιχνιδάκια με τα κεφαλαία και τα μικρά λάμδα (όπως και με τα μπίζ-μίζ ακρωνύμια…) και να αποδίδουμε ό,τι μας καπνίζει σε όποιον επιλέγουμε ως στόχο∙ αλλά, εν προκειμένω, είναι εύκολο και το να ελέγξει κανείς την ορθότητα όσων λέγονται, διότι δεν έχει μπροστά του προφορικές παραδόσεις και σπασμένα τηλέφωνα αλλά κείμενα. Εδώ, καλό είναι να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι το κείμενο που διαβάζει ο π. Γ. Αναγνωστόπουλος είναι απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα και μάλιστα εκδοθέν μετά τον θάνατο του Περγάμου, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε και πολύ στην χρήση κεφαλαίων ή μικρών γραμμάτων, που είναι επιλογή του επιμελητή της έκδοσης και όχι του ομιλητή.

    Ας διαβάσουμε όμως προσεκτικά όλη τη συνάφεια από το κήρυγμα του Περγάμου κατά την ημέρα των Τριών Ιεραρχών πάνω στο χωρίο “Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών, οίτινες ελάλησαν υμίν τον λόγο του Θεού”, ας διαβάσουμε δηλαδή τις σελ. 569-576, και όχι μιά-δυό φράσεις τις οποίες απομονώνει ο π. Αναγνωστόπουλος από την σελ. 572 με προκρούστεια μέθοδο. Τί θα δούμε εκεί; Τί πραγματικά λέει ο Περγάμου και σε ποιό γενικώτερο πλαίσιο; Ιδού:

    Ο Περγάμου λέει πως γενικά οι ηγούμενοι, αυτοί που οδηγούν τον λαό του Θεού, είναι τριών ειδών: (α) Αυτοί που ηγούνται της θείας Λειτουργίας, (β) αυτοί που έχουν το χάρισμα να συμβουλεύουν πνευματικά και (γ) αυτοί που μεταδίδουν/διδάσκουν τον λόγο του Θεού ώστε η Εκκλησία και οι πιστοί να ακολουθούν τον δρόμο της αληθείας. Στη συνέχεια προχωρεί και εφαρμόζει, αυτήν την έννοια της πνευματικής ηγεσίας στην Εκκλησία, στους Τρείς Ιεράρχες.
    Αυτοί, λοιπόν, πρώτα πρώτα μας έδωσαν τη Θεία Λειτουργία. Και εδώ, στην συνέχεια του κηρύγματος, βλέπει κανείς την πλήρη παρανόηση του π. Γ. Αναγνωστόπουλου. Ο Περγάμου δεν αντιπαραθέτει τον Λόγο-Υιό-του-Θεού (και Θεό) με τον λόγο-διδαχή Του. Αντιθέτως. Είναι όλα τα άλλα λόγια, οι ιδέες, οι θεωρίες, οι φιλοσοφίες, όλ’ αυτά που απευθύνονται μόνον στο μυαλό μας, που τα αντιπαραθέτει με τον λόγο του Θεού ο οποίος, αντί να απευθύνεται μόνον στο μυαλό, απευθύνεται συνολικά στον άνθρωπο με σκοπό να δημιουργήσει μια προσωπική σχέση με τον Θεό. Αυτή η σχέση εκφράζεται με την προσευχή. Στον ύψιστο δέ βαθμό, αυτή η προσωπική σχέση–που-γίνεται-προσευχή ολοκληρώνεται στην Θεία Λειτουργία. Και, ναί μέν λέει παρακάτω ο Περγάμου ότι “αυτός ο λόγος (προσέξτε: με …μικρό λάμδα στο κείμενο) του Θεού μέσα στην Λειτουργία γίνεται σάρκα για να τον κοινωνήσουμε, να τον μεταλάβουμε, για να μπορούμε όχι μόνο να ακούμε τον λόγο του Θεού, αλλά να τον παίρνουμε μέσα μας, να γίνεται μέρος της υπάρξεώς μας, του σώματός μας” (τα “τον” με …μικρό τ), αλλά ενδιάμεσα έχει πεί κάτι ακόμα, το οποίο ΔΕΝ αναφέρει ο π. Γ. Αναγνωστόπουλος παρασύροντας έτσι τους αναγνώστες του σε λάθος συμπεράσματα: “Στη Θεία Λειτουργία, ο λόγος του Θεού (προσέξτε: πάλι με μικρό λάμδα!!!) δεν είναι απλώς προσευχή προς τον Θεό, είναι το πρόσωπο το ίδιο του Θεού, του Χριστού – το πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού που έγινε άνθρωπος (…) για να μπορούμε όχι μόνο να ακούμε κλπ κλπ (τα παραπάνω)”. Αρκετά σημαντική παράλειψη – δεν νομίζετε; Δεν ανατρέπονται πλήρως όλα όσα ο π. Γ. Αναγνωστόπουλος προσάπτει στον Ζηζιούλα βάσει της διάκρισης λόγου/Λόγου, που τάχα βλέπει στο κήρυγμα του τελευταίου; Μετά από αυτήν την διευκρίνιση, τί αμφιβολίες μπορεί να μένουν σε έναν νουνεχή αναγνώστη τόσο του π. Γ. Αναγνωστόπουλου όσο και του Περγάμου (απαραιτήτως αναγνώστη αμφοτέρων, κι όχι ΜΟΝΟΝ του π. Αναγνωστόπουλου);

    Είναι προφανές ότι ο Περγάμου δεν κάνει την διάκριση λόγου & Λόγου που του αποδίδεται εσφαλμένα, αλλά στο πλαίσιο της Λειτουργίας τα συνδέει άρρηκτα, μέχρι ταυτισμού∙ και ότι ο π. Γ. Α. κάνει χονδροειδή διαστρέβλωση όσων λέει ο Περγάμου. Το ίδιο συμβαίνει (και πολύ χειρότερα μάλιστα) και σε άλλα σημεία. Όταν λοιπόν ελέγχω και βρίσκω αρκετά τέτοια δείγματα παρανοήσεων και διαστρεβλώσεων, σε οποιονδήποτε συγγραφέα (ακόμα και στον Ζηζιούλα), θεωρώ πως δεν αξίζει να χάνω τον χρόνο μου μ’ αυτόν. Εξ όνυχος τον λέοντα.

    Αυτά από πλευράς μου και καλή συνέχεια στις μελέτες.

    ΥΓ. Σας δίνω και τον λόγο για τον οποίο δεν θα επανέλθω εδώ, που είναι πολύ γενικώτερος σχεδόν άσχετος με τους παρόντες συνομιλητές:

    <>

    Μπερνάρ-Ανρί Λεβύ, απάντηση στον Μισέλ Ουελμπέκ
    (στο Μισέλ Ουελμπέκ & Μπερνάρ-Ανρί Λεβύ, Δημόσιος Κίνδυνος, εκδ. ΕΣΤΙΑ, 2010, σελ. 268)

    • ΥΓ. Σας δίνω και τον λόγο για τον οποίο δεν θα επανέλθω εδώ, που είναι γενικώτερος, σχεδόν άσχετος με τους εκάστοτε συνομιλητές:

      “…Γενικά, δεν πιστεύω πολύ στον διάλογο.
      Θα έπρεπε να πιστεύω, δεδομένου ότι είμαι φιλόσοφος – Πλάτων, Μπέρκλεϋ, Χιούμ, Λάιμπνιτς και τόσοι άλλοι.
      Όμως η αλήθεια είναι ότι δεν πιστεύω στον διάλογο και ότι στην πραγματική ζωή ποτέ μου δεν κατάλαβα την θεωρία σύμφωνα με την οποία αρκεί κανείς να διαφωνεί, να αντιπαραθέτει επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα για να διαλυθεί, με αυτήν την ανταλλαγή, το σκοτάδι της άγνοιας.
      Οι άνθρωποι, στις περισσότερες συζητήσεις, έρχονται με τις πεποιθήσεις τους∙ φεύγουν με τις ίδιες πεποιθήσεις. Και η ιδέα μιάς “διαλεκτικής” που θα τους επέτρεπε να εκλεπτύνουν την άποψή τους, να την εμπλουτίσουν ή να την αλλάξουν, ανέκαθεν μου φαινόταν εξαιρετικά αναξιόπιστη∙ περίπου τόσο αναξιόπιστη όσο και μια άλλη, η εγελιανή ή, για την ακρίβεια, η λεγόμενη εγελιανή που μας λέει ότι από την διαλεκτική μεταξύ θέσης και αντίθεσης πάντοτε βγαίνει τελικά μιά σύνθεση – ευτυχώς που ο μεγάλος Χέγκελ ούτε σκέφτηκε ούτε έγραψε ποτέ μιά τέτοια ανοησία!…”

      Μπερνάρ-Ανρί Λεβύ, απάντηση στον Μισέλ Ουελμπέκ
      (στο Μισέλ Ουελμπέκ & Μπερνάρ-Ανρί Λεβύ, Δημόσιος Κίνδυνος, εκδ. ΕΣΤΙΑ, 2010, σελ. 268)

      Ας πορευθούμε, λοιπόν, άνευ “διαλόγου” και εν ειρήνη προς την Μεγάλη Εβδομάδα και δι’ αυτής προς το Άγιον Πάσχα… Καλό Πάσχα σε όλους μας!

  18. Αγαπητέ κ. Μπούσπουρα,
    Έγραφα στο άρθρο μου: «Ο Χριστός εμφανίζεται στην επίγεια διαδρομή του ως υποκείμενος στην (ιστορική) α ν α γ κ α ι ό τ η τ α. Ο Χριστός ελευθερώνεται από τα δεσμά της αναγκαιότητας μετά την Ανάσταση, οπότε και μεταμορφώνεται σε μια άλλη πραγματικότητα, με το να καθίσταται «ύπαρξη εσχατολογική»… Ο ΜΙΖ αποπειράται να στηρίξει την θέση του, για την εσχατολογική οντότητα του Χριστού μετά την Ανάσταση, με παραπομπή σε φράση του αγίου Μαξίμου, την οποία δεν παρουσιάζει. Αντ’ αυτού, εμφανίζει προσωπική του δήλωση η οποία ε ρ μ η ν ε ύ ε ι τον Ομολογητή ως υποστηρίζοντα δήθεν την εξής θέση: «it is the Resurrection that realizes “the purpose for which god brought all things into being”»[xxvii], θεωρώντας ότι «it is Christ’s Resurrection that constitutes the decisive “moment” of the Incarnation”.

    Υποστήριξα, δηλαδή, ότι «Ο ΜΙΖ αποπειράται να στηρίξει την θέση του, για την ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΟΝΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, με παραπομπή σε φράση του αγίου Μαξίμου, την οποία ΔΕΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ». Πράγματι, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟΝ ΆΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Ο ΆΓΙΟΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ ΟΤΙ «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΟΠΟΤΕ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ «ΥΠΑΡΞΗ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ». Όπως δηλώνω στο άρθρο: «Αντ’ αυτού, εμφανίζει προσωπική του δήλωση η οποία ε ρ μ η ν ε ύ ε ι τον Ομολογητή». Το “realizes” είναι ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ !!!!!!! Η παραπομπή του ΜΙΖ ((βλ. σελ. 129 του Remembering the Future, υποσημείωση 57, Maximus, Cap. theol. I,66 PG90:1108AB) αφορά μόνο μια εντελώς ουδέτερη διατύπωση ως προ το ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ και το ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ . Η Μαξίμεια διατύπωση στο Rememering the Future (σ. 129) αρχίζει ΜΕΤΑ το Ζηζιούλιο “REALIZES”, με εισαγωγικά: “the purpose for which god brought all things into being”.

    Ελπίζω να κατανοείτε το λάθος σας και την κατ’ εμού αδικία σας. Εάν όχι, χρειαζόμαστε εκείνο που είχα προτείνει: ΖΩΝΤΑΝΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ. Το αίτημα μου δεν ήταν φυγή. Ήταν και παραμένει πρόκληση. Αφιερώνω εξαιρετικά επιβαρυντικό για μένα χρόνο, λόγω των ημερών, για να εξηγήσω αναλυτικά κάτι το οποίο μια προσεκτική μελέτη θα το κατανοούσε.
    Χωρίς να ταράσσεται ο σχολιαστής και εραστής της Αλήθειας.

  19. Αγαπητέ κ. Μπούσμπουρα,
    Αυτό που έγραψε ο Λεβί εν μέρει ισχύει και εν μέρει όχι. Συμμετέχοντας σε διαδικτυακές συζητήσεις εδώ και είκοσι χρόνια (οι θεολογικές είναι μικρό ποσοστό τους), έχω συναντήσει πολλούς που δεν άλλαξαν τις πεποιθήσεις τους. Έχω συναντήσει κι άλλους που άλλαξαν, όχι ριζικά αλλά σημαντικά.
    Κι εγώ έχω αλλάξει σε αρκετά θέματα, κυρίως συμμετέχοντας σ’ ένα ιστολόγιο όπου σχολιάζουν καθημερινά δεκάδες ανθρώπων, πολύ καλλιεργημένοι, ως επί το πλείστον, και αντίθετοι “ιδεολογικά” με μένα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Πριν από τη συμμετοχή μου σ’ αυτό, νόμιζα πως τα ήξερα όλα σε κάποιους τομείς. Όμως, με τον διάλογο, που κάποιες φορές ήταν πολύ οξύς, διαπίστωσα τις ελλείψεις μου και πόσο λανθασμένες ήταν κάποιες απόψεις μου.

    Υπάρχουν και οι τρίτοι, αυτοί που δεν σχολιάζουν αλλά διαβάζουν τα σχόλια και μαθαίνουν, ωφελούνται, επανεξετάζουν τις απόψεις και ιδεολογίες τους.
    Οπότε, νομίζω πως ο διάλογος εδώ δεν ήταν μάταιος. Και μακάρι να γίνουν κι άλλοι σ’ αυτό το επίπεδο στο εγγύς μέλλον.

    • κ. Theo, παραβαίνω την δήλωσή μου (και γίνομαι έτσι ασυνεπής προς τον εαυτό μου, αλλά τέλος πάντων) και δίνω μια συνέχεια για να μήν σας αδικήσω αγνοώντας σας, τη στιγμή που εσείς μου δώσατε για άλλη μια φορά την προσοχή σας.

      Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε κάποια σχόλια (μού) δίνεται το πεδίο “Απάντηση” ενώ σε άλλα δεν (μού) δίνεται. Οπότε απαντώ εδώ, σε εσάς, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τους λοιπούς συνομιλητές.

      1. Στον κ. Χ.Μ. έχω να πώ ότι την παραπομπή xix του π. Γ. την μελέτησα πάρα πολύ προσεκτικά, όπως και όλες τις υπόλοιπες. Και μάλιστα απάντησα παραπάνω μόνον στο πρώτο ήμισυ της παραπομπής αυτής. Ο Περγάμου δεν διαχωρίζει τον λόγο (με μικρό λ) που είναι η διδαχή από τον Λόγο (με κεφαλαίο Λ) που είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Χριστός ως πρόσωπο. Δεν το επαναλαμβάνω λοιπόν. Βλέπω όμως την βιασύνη και την επιπολής ανάγνωση κάποιων και, με τέτοιες προϋποθέσεις, δεν μπορώ να συνεχίζω τον διάλογο – όταν δηλαδή οι συνομιλητές μου ΔΕΝ ακούνε, δεν έχουν ώτα ακούειν. Δυστυχώς, ΚΑΙ ο π. Γ. προσπερνάει αυτήν μου την απάντηση (ότι, δηλαδή, ενώ ο ίδιος ο π. Γ. αποδίδει στον Περγάμου την θέση πως “ο λόγος του Θεού και ο Λόγος είναι σε σαφή και οξεία αντίθεση”, στην πραγματικότητα ο Περγάμου λέει ότι είναι το ίδιο, ότι ταυτίζονται). Γιατί λοιπόν να συνεχίσω τον διάλογο, όταν ο συνομιλητής μου δεν με ακούει και με κάνει να αναρωτιέμαι μήπως μιλάω με ένα κασετόφωνο;

      Περιττό να σας πώ ότι το ίδιο ισχύει και για το υπόλοιπο της παραπομπής (απομονώνει φράσεις από την σελ. 88 του Εκκλησιολογικά Μελετήματα, ενώ η στενή συνάφεια είναι σελ. 85-89, η ευρύτερη συνάφεια είναι όλο το άρθρο, σελ. 81-95, και στην τελική ανάλυση, ένας σοβαρός αληθινός μελετητής πρέπει να έχει γνώση όλου του έργου ενός συγγραφέως και υπό το φώς της γνώσης του όλου να κρίνει τα επί μέρους). Ο π. Γ. ειρωνεύεται υπόρρητα την φράση του Περγάμου “Τί πολυπλοκότητα διαλεκτικών!” λέγοντας ότι “ο Περγάμου συχνά αρέσκεται σε (δια)λεκτικούς ακροβατισμούς (…) παραδοξολογήματα, ή και λογικές αντιφάσεις” [βλέπετε κ. Χ.Μ. έχω μελετήσει λέξη προς λέξη την παραπομπή xix στην οποία με ξανά παραπέμπετε] πλήν όμως, ο π. Γ., μ’ αυτόν τον τρόπο μου επιβεβαιώνει ότι δεν έχει καταλάβει πώς χρησιμοποιεί ο Περγάμου τον όρο “διαλεκτική”.

      2. Θα διαπιστώσετε, εάν διαβάσετε προσεκτικά όλο το άρθρο του π. Γ. μαζί και την (αντ)απάντησή του προς εμένα, ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που επαληθεύει αυτό που διαπιστώνω διαβάζοντάς τα, ότι δηλαδή πρόκειται για προκρούστεια ανάγνωση ενός μεγάλου σε έκταση έργου, για παρανοήσεις αλλά και στρεψοδικίες. Τί εννοώ με “στρεψοδικίες”; Σας δίνω πάλι ένα απτό παράδειγμα:

      Ο π. Γ. επιμένει ότι ο Περγάμου δεν παρουσιάζει το χωρίο του Μαξίμου. Μα, δεν χρειάζεται να το γράψει αυτολεξεί – όλοι έχουμε την δυνατότητα, ακόμα κι άν δεν έχουμε την Πατρολογία ή την Φιλοκαλία στο σπίτι μας, να το βρούμε και να το ελέγξουμε. Το χωρίο του Μαξίμου είναι όντως όπως το παραθέτει ο π. Γ. και όπως το παραπέμπει ο Περγάμου. Αλλά προσέξτε κάτι, μια λεπτομέρεια στην απάντησή του: ο π. Γ. λέει (και μάλιστα με κεφαλαία, αντιγράφω επακριβώς από την παραπάνω απάντησή του) ότι ο Περγάμου στηρίζει στο χωρίο του Μαξίμου την παρακάτω θέση του: «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΟΠΟΤΕ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ “ΥΠΑΡΞΗ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ”». Ποιό είναι εδώ το λεπτό σημείο, η στρεψοδικία; Ότι αυτή η θέση ΔΕΝ ανήκει στον Περγάμου, αλλά είναι ένα αυθαίρετο “συμπέρασμα” του π. Γ. Το θεωρείτε αυτό τίμιο;
      Επί του προκειμένου (επί του περιεχομένου/νοήματος του μαξιμικού χωρίου) θεωρώ ότι ο Περγάμου μεταφέρει με απόλυτη πιστότητα και ακρίβεια το τί λέει ο άγιος Μάξιμος. Θεωρώ όμως ότι παρέλκει εδώ η αναλυτική επιχειρηματολογία (α) διότι δεν έχω πεισθεί για (και έχω μάλλον απογοητευθεί από) την ποιότητα του διαλόγου και (β) διότι τέτοιες απαντήσεις απαιτούν μια αρκετά εκτενή ανάπτυξη, σχεδόν ένα βιβλίο – πράγμα το οποίο μάλλον πρέπει να επιχειρήσω∙ δηλαδή, ως κάποιος που έχει διαβάσει αρκετά τον Περγάμου, να μαζέψω τις ενστάσεις και σε όσες μπορώ να απαντήσω με παραπομπές στο έργο του. Αυτό όμως μόνον για όσους δεν έχουν εμμονές, όπως ότι ο Περγάμου είναι αιρετικός ή ότι “αδυνατεί να μεταφράσει σωστά χωρία Πατέρων, που κι ένας μαθητής Λυκείου εύκολα μπορεί να κάνει. Διαστρέφει πλήρως το νόημα.” (*)

      (*) Αυτό πιά είναι κακόγουστο αστείο και μάλλον αυτός που το έγραψε θα πρέπει να μήν γνωρίζει ότι οι παλαιότεροι άριστοι μαθηταί (της εποχής του Περγάμου ή του λίαν αγαπητού μου π. Ευσεβίου Βίττη) μετέφραζαν (και κυρίως κατανοούσαν) αρχαία κείμενα με πολύ μεγαλύτερη άνεση από όλους τους σημερινούς φιλολόγους (συμπεριλαμβανομένων και αρκετών πανεπιστημιακών). Φανταστείτε λοιπόν πόσο μπορεί να καταλαβαίνει τα χωρία κάποιος που για μεταπτυχιακά πήγε στο Χάρβαρντ όπου τότε το να γνωρίζεις αρχαία ελληνικά και λατινικά ήταν εκ των ών ούκ άνευ προϋπόθεση για να σε δεχθούν.

      Αγαπητέ κ. Theo, ελπίζω να με καταλαβαίνετε, και να νιώθετε το μέγεθος της ασυνεννοησίας που υπάρχει σε αυτόν εδώ τον “διάλογο”. Γιατί λοιπόν να συνεχίσουμε; Ας πορευθούμε εν ειρήνη και ας μείνει καθένας με τις βεβαιότητές του – πλήν εμού που ποτέ δεν είμαι απόλυτα βέβαιος και το λέω αυτό με εντιμότητα. Είμαι έτοιμος να απορρίψω όποιαδήποτε θέση μού αποδεικνύεται λανθασμένη, ακόμα και του Περγάμου – αλλά με αληθινά επιχειρήματα. Σας ευχαριστώ, είτε συμφωνείτε μαζί μου είτε όχι και σας εύχομαι καλή συνέχεια.

  20. Επίσης, επειδή είναι η πρώτη φορά που γράφω σε ιστολόγιο/ιστοσελίδα, δεν ξέρω πώς μπορώ να διορθώσω το κείμενό μου, σε σημεία που υπάρχει τέτοια ανάγκη (ορθογραφία, στίξη, ίσως και κάποιες μικρές αναδιατυπώσεις ή προσθήκες). Τέλος πάντων. Δαπανήσαμε πολύ χρόνο και το αποτέλεσμα φοβάμαι πως δεν διαφέρει από αυτό που περιγράφει ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, που παρέθεσα πιό πάνω…

    • Αγαπητέ κ. Μπούσμπουρα,
      Σχεδόν κανένα ιστολόγιο δεν δίνει δυνατότητα διορθώσεων στα σχόλια. Το παρόν ιστολόγιο παλαιότερα έδινε τη δυνατότητα σε κάποιον ν’ απαντά ακριβώς κάτω από το σχόλιο κάποιου άλλου, αλλά επειδή με κάθε νέα απάντηση και ανταπάντηση το πλάτος του σχολίου ολοένα μειωνόταν, τώρα δίνει αυτή τη δυνατότητα μόνο για μία απάντηση.

      Διάβασα το άρθρο σας με τίτλο “Ένας οριζόντιος άνθρωπος” κι είδα έναν άλλο Ζηζιούλα, ως άνθρωπο, από αυτόν που είχα συναντήσει το 1976. Τότε, όντας φοιτητής, έμενα ένα μήνα στη Μονή Σταυρονικήτα. Εκεί, μετά το 2ο Πανορθόδοξο Συνέδριο, είχαν έρθει, προσκεκλημένοι του ηγουμένου της π. Βασιλείου, οι Ζηζιούλας, Νέλλας, Μάγεντορφ, Γέβτιτς κι ίσως και κάποιοι άλλοι που δεν τους θυμάμαι. Μέναμε μαζί στο αρχονταρίκι, κι ο Ζηζιούλας μού έδωσε την εντύπωση του πιο ψυχρού και απόμακρου από τους άλλους, του υπερόπτη. Τα πρώτα του βιβλία με είχαν ενθουσιάσει, αλλά κάποια άρθρα του και αποσπάσματα κειμένων του των τελευταίων δεκαετιών με αποθάρρυναν από το να ψάξω και να προμηθευτώ βιβλία του.

      Επειδή δεν έχω τη δυνατότητα να εκφέρω γνώμη για τις υπ’ αριθμ. 1 και 2 ενστάσεις σας, για την τρίτη θεωρώ πως ο π. Γεώργιος έχει δίκιο. Σε άλλο αναφέρεται ο άγιος Μάξιμος, και σ’ άλλο ο ΜΙΖ.
      Επίσης, την ανταλλαγή άρθρων και δημοσίων επιστολών μεταξύ Ζηζιούλα και μητρ. Ναυπάκτου το 2016 την είχα διαβάσει κι έριξα και μια ματιά προχθές. Και θεωρώ πως ο Ναυπάκτου έχει δίκιο. Αυτές είναι οι απόψεις μου και δεν μπορώ να επεκταθώ, συμπαθάτε με.

      Καλή Μ. Εβδομάδα και καλή Ανάσταση!

    • Εσείς λέτε “…στην πραγματικότητα ο Περγάμου λέει ότι είναι το ίδιο, ότι ταυτίζονται (ο λόγος του Θεού και ο Λόγος)…”.
      Ο π. Γεώργιος λέει ότι (κατά τον Περγάμου) “…ο Λόγος περιορίζει τον Εαυτό Του και δίνει στους πιστούς προς κοινωνία, όχι τον ίδιο τον Εαυτό Του, αλλά μόνο τον “λόγο” Toυ…”.
      Θεωρώ ότι στην ουσία του θέματος υπάρχει συμφωνία!
      “Ο Περγάμου δεν αντιπαραθέτει τον Λόγο-Υιό-του-Θεού (και Θεό) με τον λόγο-διδαχή Του”, τους ταυτίζει και άρα “ο Λόγος περιορίζει τον Εαυτό Του” και παύει να ισχύει το “Οὑ γάρ τι τῶν αὑτού άλλ’ Αὑτόν μετέχομεν”.
      Η αντίθεσή σας νομίζω βρίσκεται στο εξής: Ο π. Γεώργιος βλέπει ως πιο σημαντικό το γεγονός του “περιορισμού” του Λόγου, ενώ εσείς βλέπετε ως πιο σημαντικό την “ανύψωση” και “ταύτιση” του λόγου με τον Λόγο.
      Από όποια όπτικη και να το δούμε είναι απόκλιση…

  21. Καλησπέρα σας, κ. Χ.Μ. Είναι πολύ εύκολο να ελέγξετε τί πραγματικά λέει ο Ζηζιούλας (Ζ.) και τί του ΑΠΟΔΙΔΕΙ ο π. Γ. Α., ο οποίος προβαίνει σε απαράδεκτες υπερερμηνείες και παρερμηνείες των λόγων του Ζ. Πουθενά δεν λέει ο Ζ. ότι “ο Λόγος περιορίζει τον εαυτό του” και ότι “δίνεται στους πιστούς προς κοινωνία μόνον ως διδαχή και όχι ως ο ίδιος ο εαυτός του”. Αυτό βρίσκεται μόνο στη φαντασία του π. Γ. Α. Φαίνεται ότι εδώ, με τέτοιες αποδόσεις του τί λέει ο άλλος, ψηλαφούμε τα όρια της λογικής επάρκειας των αναγνωστών ενός κειμένου, άρα και της κατανόησης του τί λέει το κείμενο.

    Από πλευράς μου δεν σας μετέφερα ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΛΕΕΙ Ο Ζ. ούτε έκανα κάποια ερμηνεία ή προέκταση αυτών που λέει (πράγμα που κάνει σταθερά ο π. Γ. Α.)∙ σας παρέθεσα αυτά καθ’ εαυτά τα λόγια του Ζ., όπως είναι στο βιβλίο που εκδόθηκε μετά θάνατον (τα 100 Κηρύγματα). Ξανά αντιγράφω το απόσπασμα: “Στη Θεία Λειτουργία, ο λόγος του Θεού δεν είναι απλώς προσευχή προς τον Θεό, είναι ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, του Χριστού – το πρόσωπο ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ που έγινε άνθρωπος. Αυτό το πρόσωπο του Χριστού, … γίνεται και σάρκα για να μπορούμε όχι μόνο να ακούμε τον λόγο του Θεού, αλλά να τον παίρνουμε μέσα μας, να γίνεται μέρος της υπάρξεώς μας, μέρος του σώματός μας. Αυτός ο λόγος του Θεού μέσα στην Θεία Λειτουργία γίνεται σάρκα για να τον κοινωνήσουμε, να τον μεταλάβουμε”.
    Νομίζω ότι πιό σαφές δεν μπορεί να γίνει – τί περιθώρια αφήνει η παραπάνω διατύπωση για να ισχυρίζεται κανείς αυτά που λέει ο π. Γ. Α.; Όλα αυτά τα αλλεπάλληλα “άρα” του π. Γ. Α., δίνουν την ψευδαίσθηση λογικών συμπερασμάτων, πλήν δεν βασίζονται σε αληθείς προκείμενες. Οι προκείμενες, δηλαδή το τί πραγματικά λέει/γράφει ο Ζηζιούλας είναι εύκολα ελέγξιμες. Αυτό ήθελα να πώ με όλα τα παραπάνω σχόλιά μου: ότι τις έλεγξα και τις βρήκα ψευδείς, σαθρές. Πράγμα που σημαίνει ότι και τα συμπεράσματά του καταρρέουν μαζί τους.

    Μ’ όλα αυτά εδώ, θεωρώ πως επαληθεύουμε πλήρως αυτό που λέει περί “διαλόγου” ο Μπερνάρ-Ανρύ Λεβί (το παρέθεσα κάπου παραπάνω).

    Σας εύχομαι καλή Μεγάλη Εβδομάδα και καλή Ανάσταση!

  22. κ. Theo, όσον αφορά τις παραπάνω ενστάσεις μου (Nr.1 και Nr.2) θα σας συνιστούσα να τις ελέγξετε, είναι πολύ εύκολο να βρείτε τα βιβλία και να δείτε τα συμφραζόμενα. Δεν είναι αναγκαίο να τα αγοράσει κανείς, πιστεύω ότι βρίσκονται σε βιβλιοθήκες – ή, έστω, μια επίσκεψη σε βιβλιοπωλείο και λίγη ώρα ψαξίματος αρκούν.

    Για τις δημόσιες επιστολές ανάμεσα στον Ναυπάκτου και στον Περγάμου, έχω αντίθετη γνώμη από εσάς και εξηγούμαι. Ο Περγάμου λέει ρητά στην απάντησή του στον Ναυπάκτου πως ο τελευταίος, με την μέθοδο της απόσπασης φράσεων από την συνάφειά τους (την ίδια δηλαδή μέθοδο που χρησιμοποιεί και ο π. Αναγνωστόπουλος), “παραποιεί κατάφωρα” τις θέσεις του (του Περγάμου) και “την κακοδοξίαν, την οποίαν (ο Περγάμου) καταδικάζει ρητώς, τον εμφανίζει (ο Ναυπάκτου) δια της μεθόδου των αποσιωπητικών ότι την ασπάζεται”.

    Επ’ αυτού δεν είδα απάντηση πραγματική εκ μέρους του Ναυπάκτου. Αντ’ αυτής τί είδα; Μια έμμεση παραδοχή ότι όντως το έπραξε αυτό (ο Ναυπάκτου) –την παραποίηση– διότι, τί άλλο σημαίνει η φράση του “Στο συγκεκριμένο θέμα το οποίο θίγετε, ότι έγινε παραποίηση του κειμένου σας, θα ήθελα να σας βεβαιώσω ότι δεν είχα καμμία πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο”. Πολύ ωραία! Δεν είχα την πρόθεση… αλλά… έγινε!! Η ηθική αποτίμηση των πράξεων δεν γίνεται μόνον βάσει των προθέσεων – είναι ελλιπής και ανεπαρκής – χρειάζεται και το απαραίτητο συμπλήρωμα των αποτελεσμάτων, και δή όταν αυτά είναι άδικα και βλαπτικά για τον συνάνθρωπό μας. Αντί λοιπόν να παραδεχθεί ο Ναυπάκτου ανοικτά και τίμια, με αντρίκια γενναιότητα, ότι, βρέ αδερφέ (εν Χριστώ!!) έκανα λάθος, οκ, το παρανόησα, το παραποίησα, πάμε παρακάτω, δικαιολογείται με το ότι “έτσι έφτασαν οι Σημειώσεις στα χέρια μου, και δεν γνωρίζω τον λόγο” κλπ (μά, μόνον σε αυτόν έφτασαν έτσι;; άλλωστε υπήρχαν ήδη αναρτημένες καί στο διαδίκτυο, χωρίς λάθη). Αλλά ακόμα και αυτή η ήξεις-αφίξεις (ψευτο)συγγνώμη χάνεται, σχεδόν αναιρείται, μέσα σε μια φλύαρη και περιττή εν προκειμένω ανάπτυξη του τί γράφει ο ίδιος και ποιά είναι τα ποιμαντικά ενδιαφέροντα, και φτάνει να τον ξανακατηγορήσει (!!!) (τον Περγάμου) έμμεσα για αντιησυχαστικές θέσεις άλλων (!!!) οι οποίες “ερείδονται σε θέσεις του Περγάμου άσχετα με τις αφετηριακές προθέσεις του τελευταίου”!! Δηλαδή, εμμέσως, κατηγορεί τον Περγάμου για την διαστροφή κάποιων θέσεών του από τρίτους!!! Ε, όλο αυτό δεν με πείθει, και δεν μου “πάει” επίσης, δεν με συγκινεί, δεν το θαυμάζω ως ήθος, και δεν θα το έδειχνα ποτέ ως παράδειγμα προς μίμηση. Αυτό που θαυμάζω στους άλλους, ακόμα κι άν δεν το έχω ή δεν μπορώ να το φτάσω, είναι η εντιμότητα και η γενναιότητα η οποία είναι ύψιστη όταν κανείς παραδέχεται τα λάθη του.

    Τέλος, για το χωρίο του αγίου Μαξίμου, επιμένω ότι ο π. Γ. Αναγνωστόπουλος το παρανοεί τελείως, ολοκληρωτικά. Επ’ αυτού όμως θα επανέλθω διεξοδικά, αύριο ή μεθαύριο, ώστε να γίνω για άλλη μια φορά -ελπίζω τελευταία- απολύτως σαφής και να μήν θεωρηθεί ότι αερολογώ ή υπεκφεύγω.

    ΥΓ. κ. Theo, σας ευχαριστώ που τιμήσατε με την ανάγνωσή σας το μικρό μου κείμενο για τον Περγάμου. Θεωρώ μάλιστα πως υπερβάλλετε χαρακτηρίζοντάς το “άρθρο” – δεν είναι ούτε κάν δοκίμιο, δεν είναι τίποτε περισσότερο από την εκπλήρωση ενός καθήκοντος: της κατάθεσης μιάς σύντομης προσωπικής μαρτυρίας ενός από τους αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες τού πώς ζούσε ως άνθρωπος και τί έλεγε ως δάσκαλος. Πραγματικά σας ευχαριστώ.

  23. Η θεωρία ότι ο Μητρ. Περγάμου βασίζεται στους Πατέρες είναι ένα αστείο -τουλάχιστον ο ύστερος Περγάμου. Έχω διαβάσει πολυ Ζηζιούλα και θεωρώ ότι έχει δίκιο ο κος Ασπρούλης όταν λέγει ότι Περγάμου προσπάθησε, στο όνομα της νεοπατερικής σύνθεσης, να επεξεργαστεί ένα νέο θεολογικό όραμα, διαφορετικό από τους Πατέρες, αλλά στην ουσία – υποτίθεται- συμβατό με αυτούς. Όποτε λίγο ενδιαφέρει αν έγινε ή δεν έγινε παρερμηνεία του τάδε χωρίου του τάδε Πατέρα, εφόσον στην ουσία οι Πατέρες είναι εξαφανισμένοι στο έργο του. Περισσότερο ενδιαφέρει να κριθεί ο περσοναλισμός του, η επίδραση του Μπούλτμαν κλπ. Έχω την εντύπωση ότι η μελέτη του π. Γ. Αναγνωστοπούλου ανέτρεψε εν πολλοίς την αυτονόμηση της εσχατολογίας στο έργο του Ζηζιούλα, όπου επικρατεί μια ιδιότυπη μανία για “ελευθερία”- το λέει και ο Ασπρούλης. Αλλά δεν είναι όλα στον Θεό ελευθερία. Οι Αρειανοί ρωτούσαν τον Μ. Αθανάσιο: ποιο από τα δύο, ο Πατήρ γεννά τον Υιό κατ ανάγκην, οπότε δεν είναι Θεός, ή ελευθέρως, οπότε ο Υιός είναι κτίσμα. Ο Μ. Αθανάσιος απαντά ούτε αναγκαστικά ούτε ελευθέρως-αυτη είναι η φύση του Θεού. Επίσης λέει ότι το ίδιο συμβαίνει και με την αγάπη – ο Θεός είναι αγάπη ούτε αναγκαστικά ούτε ελευθέρως. Αυτή είναι η φυση του. Προς τέτοια θέματα πρέπει να αξιολογήσουμε το έργο του Ζηζιουλα, και όχι να μένουμε τελείως προσκολλημένοι σε μια στείρα και άγονη αντιπαράθεση. Και πάλι συγχαρητήρια στον π. Γεώργιο.

    • Kαλησπέρα σας!
      Θα συνεχίσουμε τον διάλογο μετά το Πάσχα, διότι το κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδος υπαγορεύει μάλλον σιωπή παρά συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Καλήν Ανάσταση!

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ