Σε μια εποχή σαν αυτή που ζούμε τώρα, όλοι έχουν τις απορίες και τις αγωνίες για το αύριο. Ολοι προσπαθούν να δώσουν εξηγήσεις για όσα έγιναν και αναζητούν λύσεις. Αμεσες λύσεις. Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, μόνο ένας ειδικός μπορεί να φωτίσει όλες τις πλευρές του προβλήματος.Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, το μυαλό μου πήγε στο sir Βασίλειο Μαρκεζίνη. Τον Ελληνα καθηγητή και ακαδημαϊκό. Αυτός θα μπορούσε να αναλύσει, να επισημάνει και να προτείνει πιθανές διεξόδους από το λαβύρινθο. Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, γνωρίζοντας ότι δεν θα είναι και τόσο εύκολο, μιας και σίγουρα δεν ήμουν ο μόνος που θα έκανε αυτή τη σκέψη. Πίστευα όμως ότι τελικά θα πετύχω.
Αυτό που δεν περίμενα όμως ήταν δύο αστάθμητοι παράγοντες:-Ο πρώτος: Είχε σπάσει το γόνατό του και είχε καθηλωθεί στο σπίτι καιο δεύτερος: Οι 520 σελίδες του νέου του βιβλίου τον είχαν καθηλώσει στο γραφείο του.Αυτά τα δύο στοιχεία προκάλεσαν μια κάποια καθυστέρηση, όμως δημιούργησαν και τις βάσεις μιας πιο αναλυτικής συνέντευξης.Τα ερωτήματα, στο μεταξύ, είχαν πληθύνει, αλλά και το γόνατο είχε τις δικές του απαιτήσεις.Ακόμη και ο γιατρός του δεν κατάφερε να τον πείσει για γενική αναισθησία και χειρουργική επέμβαση. Υπήρχε φόβος, σε αυτή την περίπτωση, να πάει πίσω η έκδοση του βιβλίου. Προτίμησε λοιπόν την επέμβαση χωρίς αναισθητικό. Ετσι -μετά τη μεσολάβηση ενός κοινού φίλου- ήρθε η στιγμή της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας. Τότε όλα είχαν ωριμάσει και η συνομιλία μας καταγράφηκε από το μικρό μου μαγνητόφωνο.
Το σπίτι του στην Οξφόρδη και το γραφείο με θέα σε έναν καταπράσινο κήπο. Εξω λιακάδα ελληνική και όχι λονδρέζικη συννεφιά.Εξω οι εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο τρέχουν.
Μέσα στο γραφείο πάντα ηρεμία, αν και ποτέ δεν είναι μόνος... Φίλος και σύντροφος, ο πανέμορφος Οτι. Περιμένει πάντα ένα μπισκοτάκι από τον κύριό του.>Μερικές φορές, κυκλοφορεί ανάμεσα στα χειρόγραφα και η Νταίζη, κουνώντας κι αυτή την ουρά της.
Παρασύρθηκα όμως.Ας κοιτάξω το σημειωματάριό μου.Λοιπόν, δεν πρέπει να ξεχάσω: Να τον ρωτήσω για Καραμανλή και Παπανδρέου. Για τις μεγαλύτερες σημερινές προκλήσεις. Για τα «πρέπει» και τα «μη»... Να τον ρωτήσω ακόμη για τη στάση του λαού, αλλά και για τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Ενα άλλο θέμα που καίει είναι οι σχέσεις με το «γείτονα». Σίγουρα θα έχει πολλά να μας πει...Είμαι πανέτοιμος να πατήσω το REC.Πριν του κάνω όμως την πρώτη ερώτηση, εκείνος πρόλαβε και μου υπενθυμίσε τη φράση του Καζαντζάκη:«Ουδέν ελπίζω, ουδέν φοβούμαι, είμαι ελεύθερος...» και πρόσθεσε: Με αυτή τη φράση ως οδηγό, μπορώ να προσφέρω περισσότερα στην πατρίδα μου. Μόνο αυτό θέλω.
Με τη φράση αυτή, ξεκαθάρισε και το τοπίο σχετικά με όσα κατά καιρούς λέγονται και γράφονται. Πιστεύει μόνο στην ελευθερία του λόγου, που είναι αδιαπραγμάτευτη γι' αυτόν. Ολα τα παραπάνω προδιαθέτουν για μια δυναμική και -γιατί όχι;- μια προκλητική συνέντευξη...
Καλό είναι να αρχίσουμε.
Η τεχνολογία μάς βοηθάει να αποτυπώσουμε τις σκέψεις του.
Κύριε Μαρκεζίνη, πιστεύετε ότι πέρασαν τα χειρότερα της οικονομικής κρίσης;
Οχι ακόμη. Στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς, οι Ευρωπαίοι μιλούσαν απαξιωτικά για την Ελλάδα και σήμερα παριστάνουν τους υπεραισιόδοξους. Και στις δύο περιπτώσεις, ενήργησαν με εγωκεντρικά πολιτικά κίνητρα, αλλά και στις δύο περιπτώσεις έσφαλαν. Στην Ελλάδα, δεν έχουμε φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι. Ούτε όμως η Ευρώπη ή οι ΗΠΑ έφτασαν. Το σύστημα δεν εξυγιάνθηκε έπειτα από την τραπεζική κρίση. Δεν αυξήθηκαν οι δανεισμοί προς τις επιχειρήσεις. Δεν επετεύχθη μια ισορροπημένη τοποθέτηση μεταξύ κρατικού παρεμβατισμού και φιλελευθεροποίησης της αγοράς. H αύξηση του ΑΕΠ παραμένει χαμηλή. Στην καλύτερη περίπτωση, θα χαρακτηρίζαμε τη σημερινή κατάσταση του κόσμου μας ως αβέβαιη και επισφαλή.
Ποιος, κατά τη γνώμη σας, ευθύνεται κυρίως για την ελληνική κρίση;
Για να κατανοήσουμε τη σημερινή ελληνική κρίση, πρέπει να εστιάσουμε κυρίως στην τελευταία περίοδο της προηγούμενης διακυβέρνησης. Σε όλα τα πολιτικά, οικονομικά, εξωτερικά αλλά και ηθικά ζητήματα, τα τελευταία χρόνια της κυβέρνησης Καραμανλή χαρακτηρίστηκαν από υπεκφυγές, αναποφασιστικότητα, εσωτερικές τριβές, έλλειψη ηγεσίας και διαρκή φημολογία περί ενδοκομματικών προσπαθειών διαδοχής του πρωθυπουργού. Ισως η ιστορία θα «αναδείξει» την κυβέρνηση Καραμανλή ως μία από τις πλέον «ατυχείς» της μεταπολεμικής περιόδου, αν και είναι αλήθεια ότι οι παραλλαγές γύρω από το θέμα της «κυβερνητικής συνεργασίας», στα τέλη της δεκαετίας του '80. τη συναγωνίζονται επάξια από πλευράς αναποτελεσματικότητας…
Δηλαδή ο κύριος Παπανδρέου είναι άμοιρος ευθυνών;
Οχι, δεν είναι. Επιτρέψτε μου όμως να διευκρινίσω τι εννοώ. Τα προαναφερθέντα ελαττώματα της κυβέρνησης Καραμανλή δίνουν μόνο μερική άφεση αμαρτιών στην κυβέρνηση Παπανδρέου για την ανεύθυνη προεκλογική εκστρατεία της. Ο νέος πρωθυπουργός, άπαξ και ανήλθε στην εξουσία, άργησε πάρα πολύ να εκτιμήσει την έκταση και το βάθος της οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, ήταν και παραμένει εμφανής η αδυναμία του να κάνει τους υπουργούς του να ακολουθήσουν μία ενιαία, συμφωνημένη γραμμή. Οταν, τελικά, ο κ. Παπανδρέου αναγκάστηκε να δράσει λόγω εξωτερικών πιέσεων, οι προσπάθειές του επικεντρώθηκαν στη μείωση του ελλείμματος και όχι στην προώθηση της ανάπτυξης. Το δίλημμα αυτό, θεωρητικά, απασχόλησε όλες τις χώρες που αντιμετώπισαν αυτού του είδους τις δυσχέρειες. Στην Ελλάδα, όμως, η έλλειψη κυβερνητικής συνοχής και η πλήρης αποδιοργάνωση του κράτους -στην οποία συνέβαλαν πολλές προηγούμενες κυβερνήσεις (και των δύο κομμάτων) με τους υπέρμετρους διορισμούς φίλων και συγγενών σε κρατικές θέσεις- επιδείνωσαν την κατάσταση.
Τι έχει κάνει η κυβέρνηση από αυτή την άποψη;
Στα πράγματα που θεωρώ ιδιαίτερα «δυσάρεστα» συγκαταλέγεται και το γεγονός ότι η ευθύνη της κυβέρνησης εκτείνεται και στην «επεμβατική πολιτική» που ασκεί σε σημαντικό αριθμό των επονομαζόμενων «σοβαρών» ΜΜΕ. Τα συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης, ιδίως τα έντυπα, βρίσκονται σήμερα σε τόσο άσχημη οικονομική κατάσταση, ώστε η επιβίωσή τους εξαρτάται άμεσα από τη συνεχή και πολύπλευρη στήριξη της κυβέρνησης. Και λαμβάνουν πράγματι τη στήριξή της, δημοσιεύοντας ως αντάλλαγμα «ρόδινα» ρεπορτάζ περί προόδου, χωρίς να προειδοποιούν το λαό ότι δεν έχει έλθει ακόμη η χειρότερη φάση της κρίσης. Ελάχιστοι δημοσιογράφοι, φέρ' ειπείν, έχουν τονίσει επαρκώς ότι μεγάλο μέρος της μείωσης των δαπανών πραγματοποιείται υπό τη μορφή της μη πληρωμής των οικονομικών υποχρεώσεων του Δημοσίου (όπως είναι π.χ. η καταβολή του εφάπαξ, το κόστος πληρωμής προμηθειών σε νοσοκομεία ή η πληρωμή διά μέσου ομολόγων κ.λπ.).
Πρέπει να δοθεί μέγιστη προσοχή σε αυτό το γεγονός διότι:
(α) η -πραγματική ή πλασματική- έμφαση στις περικοπές έχει οδηγήσει σε ύφεση και αυτή με τη σειρά της σε μειωμένα φορολογικά έσοδα.
(β) Τα πιο επώδυνα μέτρα (που πρόκειται να επακολουθήσουν -και, σημειωτέον, δεν είναι νέα μέτρα, αλλά αναπόσπαστα τμήματα ήδη συμφωνηθέντων στο μνημόνιο-) έχουν συσκοτιστεί ή ακόμη και συγκαλυφθεί.
(γ) Η επίλυση της κρίσης δεν συνδέεται μόνο με την εξάλειψη του ελλείμματος: συνδέεται άμεσα με τη δομική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και την «ενεργοποίηση» των κρατικών οργάνων, που βρίσκονται εδώ και καιρό σε κατάσταση αδράνειας (π.χ. δεν έχουν ακόμη πληρωθεί θέσεις ανώτερων φορολογικών υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν ακόμη να εισπραχθούν φορολογικά χρέη). Τέλος, δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι η ανεργία θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο στη χώρα μας, ιδίως όταν η εργασιακή νομοθεσία (αναγκαστεί να) γίνει ακόμη πιο ευέλικτη για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα.
Ποια είναι, συνεπώς, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα;
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η αναδόμηση του ελληνικού κράτους, μεταξύ των βασικών προϋποθέσεων της οποίας θα ανέφερα: Πρώτον, τη μείωση των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και ειδικά στις ΔΕΚΟ (πράγμα δύσκολο, ασφαλώς, μιας και οι ΔΕΚΟ αποτελούν προπύργιο κομματικών διορισμών). Δεύτερον, την αλλαγή της διαδεδομένης δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας που ευνοεί την απάτη, την οκνηρία και την έλλειψη περηφάνιας για το εργασιακό καθήκον. Τρίτον, την αντιμετώπιση της αναπόφευκτης ανόδου της ανεργίας. Ασφαλώς, όλα αυτά συνιστούν στόχους δυσεπίτευκτους, αλλά τα καθήκοντα της κυβέρνησης δεν σταματούν εκεί: η κυβέρνηση οφείλει να πραγματοποιήσει την αναγκαία μεταρρύθμιση κατά έναν τρόπο που θα είναι και θα θεωρείται δίκαιος, ιδίως σε ό,τι αφορά τα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας.
Κρίνετε πως έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Και, εάν όχι, πώς θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα;
Σημαντικές αλλαγές, αναμφισβήτητα, έχουν γίνει, αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί. Εξακολουθούν, βλέπετε, να επικρατούν φαινόμενα όπως:
(α) Υπέρογκες δαπάνες στις ΔΕΚΟ.
(β) Προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένων επαγγελματικών κλάδων και θεσμών, όπως λ.χ. συμβαίνει στο Κοινοβούλιο που, στην ουσία, έχει παραμείνει ανέγγιχτο από τα μέτρα.
(γ) Μνημειώδους κρατικής γραφειοκρατίας, αν όχι και αδράνειας.
(δ) Πλήρης ατιμωρησία των πολιτικών που εξώθησαν τη χώρα στην οικονομική και ηθική κατάπτωση.
(ε) Μια αναίσχυντη αλλά και αδιανόητη προσπάθεια ορισμένων ΜΜΕ να επαναφέρουν στο προσκήνιο τους πολιτικούς που ευθύνονται για την κρίση.
Τα τελευταία δύο ζητήματα (δ και ε) συνιστούν προβλήματα «πολιτικής» αλλά και «ηθικής» τάξεως. Εάν όμως θέλεις να πείσεις το λαό να κάνει περισσότερες οικονομικές θυσίες, πρέπει συγχρόνως να τον πείσεις ότι οι κύριοι ένοχοι για την κρίση δεν βρίσκονται πλέον στο «απυρόβλητο»
Τι πρέπει, δηλαδή, να κάνει η κυβέρνηση;
Πρέπει να θέσει σε προτεραιότητα την ανάπτυξη. Και για να επιδιώξει επιτυχώς αυτόν το στόχο:
(α) Πρέπει να απλοποιήσει τη διαδικασία προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
(β) Πρέπει να στραφεί συγκεκριμένα προς την Ινδία και την Απω Ανατολή, ενθαρρύνοντας τους επενδυτές τους να συμμετάσχουν σε προσεκτικά επιλεγμένες ιδιωτικοποιήσεις (αποφεύγοντας, ταυτοχρόνως, πάση θυσία τις διάφορες ύποπτες τράπεζες της Νέας Υόρκης, καθώς και τους διεθνείς κερδοσκόπους που κυκλώνουν σαν γεράκια τις κερδοφόρες επιχειρήσεις ή οργανισμούς της χώρας μας).
(γ) Πρέπει να αλλάξει τη νοοτροπία του δημόσιου τομέα και των εταιρειών, εμπνέοντάς τους γνήσιο ενδιαφέρον και φροντίδα για τους υπαλλήλους. Οπως έχουν επισημάνει μερικοί από τους κορυφαίους παγκοσμίως Ινδούς και Απωανατολίτες διευθύνοντες συμβούλους, το γνωστό μότο «προτεραιότητα στον πελάτη» θα πρέπει σήμερα να γίνει: «προτεραιότητα στους υπαλλήλους». Διότι, εάν δώσεις κίνητρα στους υπαλλήλους σου, εάν τους εμπνεύσεις περηφάνια για τη δουλειά τους και συνεργαστείς μαζί τους στο πλαίσιο της αναπτυξιακής προσπάθειας, τότε όχι μόνο θα έλθουν μεγαλύτερες πωλήσεις και ανάπτυξη, αλλά και οι «πελάτες», με τη σειρά τους, θα μείνουν ικανοποιημένοι.
(δ) Πρέπει να καταμερίσει τα οικονομικά βάρη με πιο δίκαιο τρόπο και να πείσει τους εύπορους ότι είναι αναγκαίο προσωρινά να επωμιστούν μεγαλύτερο μέρος του φορτίου που τους αναλογεί, για να επανέλθουν, μια μέρα, σε ένα αποδεκτό ύψος κερδών.
(ε) Πρέπει να ενθαρρύνει την κερδοφορία (καταδικάζοντας όμως την απληστία) στον εταιρικό τομέα.
(στ) Πρέπει να «καθαρίσει» τις σάπιες πολιτικές ελίτ, δικάζοντας πραγματικά (και όχι μόνο σε επίπεδο ακατάπαυστης παραφιλολογίας…) εκείνους μόνον τους πολιτικούς που πρέπει να δικαστούν και να αποκηρύξει τις κατάφωρα υποκριτικές προσπάθειες που καταβάλλουν συγκεκριμένοι πολιτικοί (και οι δημοσιογράφοι φίλοι τους) για να μας πείσουν ότι έχουν πλέον «διορθωθεί» ή «αλλάξει» και ότι, ως εκ τούτου, δικαιούνται ξανά τις ψήφους μας.
Τι σας ανησυχεί περισσότερο σήμερα;
Το γεγονός ότι, σε περίπτωση που η κυβέρνηση δεν λάβει αυτά τα μέτρα, ο λαός θα αναζητήσει τη λύση στους δρόμους. Μέχρι τώρα η κυβέρνηση έχει χειριστεί επιδέξια τη λαϊκή δυσαρέσκεια, χάρη στη βοήθεια πειθήνιων ΜΜΕ, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους του συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο τελεί υπό τον έλεγχό της. Η αποδοκιμασία, λοιπόν, περιορίζεται σε λίγους σχετικά πολιτικούς, όταν κάνουν δημόσιες εμφανίσεις. Η περιορισμένη όμως αυτή αντίδραση δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Αναπόφευκτα, η επιδείνωση της κατάστασης θα ανοίξει το δρόμο για όλα εκείνα τα μικρά τμήματα της κοινωνίας που θέλουν να δουν τη «δημόσια κάθαρση» να προσλαμβάνει βίαιη μορφή. Εύχομαι, ειλικρινά, να μη δούμε μια τέτοια εξέλιξη, η οποία, όπως μας διδάσκει η ιστορία, πάντα συνοδεύεται από τεράστιο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό κόστος.
Από την άλλη πλευρά, όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι κατανοώ την απογοήτευση που αισθάνονται πολλοί Ελληνες απέναντι στους άπληστους και υπερόπτες εκείνους πολιτικούς που ευθύνονται για τη σημερινή κρίση.
Είναι λοιπόν αναγκαίο οι μεσαίες τάξεις -οι αστοί, οι «νοικοκυραίοι»- να εγκαταλείψουν πια τον κυνισμό, την αταραξία και τη μοιρολατρία τους, να δουν επιτέλους τη σοβαρότητα της κατάστασης και να αλλάξουν εκ βάθρων τον ελληνικό πολιτικό κόσμο με τρόπο ομαλό και μελετημένο, προτού η ίδια αλλαγή εκδηλωθεί με βιαιότητα.
Και ας σημειωθεί ότι τα πράγματα θα αλλάξουν, μόνον εάν απομακρυνθούν από την πολιτική σκηνή πολλά μέλη της «παλαιάς φρουράς», και όχι εάν αναλάβει την εξουσία της χώρας μια «οικουμενική κυβέρνηση» ή «κυβέρνηση συνεργασίας» όπως θέλουν να μας πείσουν οι περισσότεροι από τους «αποτυχημένους» πολιτικούς μας. Διότι οι εν λόγω πολιτικοί, που εδώ και τρεις γενεές εχθρεύονται ο ένας τον άλλον, δεν μπορούν αίφνης -ως διά μαγείας!- να γίνουν αποτελεσματικοί συνεργάτες και φίλοι. Διόλου, λοιπόν, δεν ευσταθούν τα επιχειρήματα περί του αντιθέτου, διότι, απλούστατα, συγκαλύπτουν το γεγονός ότι αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης απέβη τελείως ατελέσφορο στην Ελλάδα.
Γενικότερα, και λαμβανομένης υπόψη της ειδικότητάς σας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, θα θέλατε να προσθέσετε ένα τελευταίο σχόλιο και για αυτόν τον τομέα;
Σας ευχαριστώ που μου δίνετε τη δυνατότητα να επισημάνω το φόβο μου για ένα γενικότερο θέμα που συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: την ενδεχόμενη απεμπόληση των εθνικών συμφερόντων μας. Τα οικονομικά άπτονται αυτού του ζητήματος από δύο απόψεις.
Πρώτον, επειδή η οικονομική κρίση του 2008 - 2009 συγκαλύφθηκε και δεν αντιμετωπίστηκε εγκαίρως από την προηγούμενη κυβέρνηση και ο κίνδυνος είναι σήμερα ότι το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με τα εξωτερικά προβλήματα της χώρας: συγκαλύπτονται αντί να συζητιούνται ανοικτά.
Δεύτερον, η σχέση μεταξύ οικονομίας και εξωτερικής πολιτικής είναι σήμερα ακόμη πιο δυσοίωνη, μιας και η κυβέρνηση χρησιμοποιεί συνεχώς την πρώτη για να μας προετοιμάσει -αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου εντύπωση- για μια «υποχώρηση» στον εξωτερικό τομέα.
Εάν όντως η πρόθεσή της είναι να βασιστεί στις οικονομικές δυσκολίες για να περάσει αμφιλεγόμενες λύσεις -έστω και εντέχνως συγκαλυμμένες-, τότε διαφωνώ διαρρήδην. Προς επίρρωση της άποψής μου, θα αναφέρω τις διαφορετικές σκέψεις ενός μεγάλου ξένου ηγέτη, ο οποίος βίωσε το ίδιο υπαρξιακό πρόβλημα και το ξεπέρασε. Αναφέρομαι στον Κεμάλ Ατατούρκ, που υποστήριζε ότι μια αποφασιστική εξωτερική πολιτική είναι εφικτή μόνον «όταν έχει κανείς πίσω του μια ενωμένη χώρα, ένα οργανωμένο κράτος και ένα όραμα». Επίσης, για να παραθέσω έναν ακόμη Τούρκο πολιτικό, τον οποίο θαυμάζω ως συγγραφέα αλλά διαφωνώ μαζί του πολιτικά -αναφέρομαι στον κ. Νταβούτογλου-, «ο ανθρώπινος παράγων είναι η σημαντικότερη από όλες τις ''μεταβλητές'' της εξωτερικής πολιτικής». Τα στοιχεία που τονίζουν οι γείτονες είναι ακριβώς αυτά που μας λείπουν. Με θλίβει βαθιά να το λέω, αλλά, μιας και το πιστεύω, δεν μπορώ να κρύψω τη γνώμη μου.
Η χώρα μας, λοιπόν, πρέπει να βρει νέους ηγέτες, ηγέτες με όραμα, ηγέτες με θάρρος να ασκήσουν ελληνική εξωτερική πολιτική. Αυτό δεν είναι εύκολο και απαιτεί αρκετό χρόνο, αλλά η συνέχιση του σημερινού status quo είναι, κατά τη γνώμη μου, αδύνατη.
Τα τονίζω όλα αυτά, όχι επειδή έχω έστω και την παραμικρή προσωπική φιλοδοξία για πολιτικούς ρόλους, αλλά γιατί η χώρα μας περπατά σε μια στενωπό χωρίς διαφαινόμενο τέλος. Η σημερινή απαισιοδοξία μου για την υπόλοιπη διαδρομή οφείλεται στο ότι, εάν δεν βρεθούν πολιτικοί αυτού του είδους, ο κίνδυνος η τρέχουσα κρίση να καταλήξει στους δρόμους δεν είναι απλώς πραγματικός, αλλά και ιδιαίτερα τρομακτικός.
Η χώρα μας βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ιστορίας της. Και ωστόσο, πολλοί από τους πολιτικούς μας ασχολούνται κυρίως με τα επικοινωνιακά τεχνάσματα ή βασίζονται σε ξένους για να τους οργανώσουν την κυβέρνηση ή να χαράξουν την εξωτερική πολιτική της χώρας μας. Αυτό είναι συνταγή για αποτυχία και ο ελληνικός λαός πρέπει να το καταλάβει. Το μήνυμα μπορεί να πονάει, αλλά η αρρώστια είναι βαριά και δεν θεραπεύεται με το να κρύβουμε την αλήθεια ως προς το είδος της αναγκαίας θεραπείας.
πηγή: http://www.naftemporiki.gr/news/cstory.asp?id=1862902, 6 Σεπτεμβρίου 2010