Ἀνοῖξτε τὰ παράθυρα γιὰ νὰ μπεῖ ἡ Ἀνάσταση. Γιὰ νὰ ἀκουστοῦν οἱ χαρούμενες καμπάνες τῆς Ἀναστάσεως.
Θὰ περάσει ὁ γλυκὸς καὶ χαρούμενος ἦχος τους μέσα ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κόσμου. Θὰ περάσει μέσα ἀπὸ τὴ βασανιστικὴ ἐνόχληση τῶν λογισμῶν. Θὰ χρειαστεῖ νὰ παραμερίσει τόσες ἔγνοιες καὶ τόσα ἀγχώδη αἰσθήματα, ποὺ κυριαρχοῦν στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Πρέπει ὅμως νὰ περάσουν οἱ Ἀναστάσιμες καμπάνες μέσα στὰ σπίτια μας καὶ στὶς ψυχές μας. Ἔγινε πιὰ τόσο ἄσκημη καὶ ἄχαρη ἡ ζωή μας μέσα στὴν πολυδιαφημισμένη ἀστικὴ εὐημερία μας, τόσο ἄχαρη ὥστε ἔχομε ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ ἀναπνεύσουμε. Ἡ ἀστικὴ φιλοσοφία, ποὺ διεκδικεῖ τὴν ἐπίσημη εκπροσώπηση τῆς σύγχρονης σκέψης, ἐπιδιώκει νὰ συμβιβάσει τὸ σημερινὸ ἄνθρωπο μὲ τὸ θάνατο. Βλέποντας τὰ πάντα μὲ τὰ μάτια τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἐπιστήμης ἀρκεῖται στὴ διαπίστωση τοῦ φαινομένου, δηλαδὴ τοῦ θανάτου, καὶ ἀναθέτει στὴν ψυχολογία τὸν μετριασμὸ τῶν ψυχολογικῶν ἀντιδράσεων παραβλέποντας τὸ ὅτι ὑπάρχουν καὶ βαθύτερες ὑπαρξιακὲς, φιλοσοφικὲς ἀντιδράσεις. Βέβαια λογικὰ πείθεται ὁ ἄνθρωπος ἀλλὰ ἡ ψυχή του ἔστω καὶ ἀσυνείδητα ἀντιδρᾶ μὲ κατάθλιψη. Αὐτὸ δείχνουν τὰ πρόσωπα ὅλων τῶν σοβαρῶν καὶ ἀπασχολημένων ἀνθρώπων τῆς κοινωνίας μας. Κι αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναλαμβάνουν τὶς ἔντονες πολιτιστικὲς δραστηριότητες καὶ «προάγουν» τὴν πολιτικὴ, τὴν οἰκονομία, τὴν τέχνη καὶ κάθε λογῆς δράση. Πιστεύουν ἢ προσπαθοῦν νὰ πιστέψουν ὅτι μὲ τὴν ἔντονη δραστηριότητα θὰ κερδίσουν προσωρινὴ λήθη τοῦ θανάτου.
Ἔτσι ὁ θάνατος, ποὺ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ὡς ὑπαρκτὸς ἀντίπαλος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ κεφαλαιῶδες πρόβλημά του καὶ γι᾽ αὐτὸ σαρκώνεται ὁ Χριστὸς καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή του τὸν καταργεῖ, αὐτός ὁ θάνατος ἐνεργεῖ καὶ στὸν ἀλύτρωτο κόσμο ὡς ἀθεράπευτη ἀρρώστια καὶ προκαλεῖ ἔμμεσα ὅλον τὸν ἀνθρώπινο πολιτισμό.
Ἡ Ἐκκλησία χαίρεται καὶ πανηγυρίζει τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου καὶ ὁ ἀλύτρωτος κόσμος βαριὰ πληγώνεται ἀπὸ τὸ φάντασμα τοῦ θανάτου. Γιατὶ ἐξακολουθεῖ νὰ πιστεὺει στὸ θάνατο καὶ ἀρνεῖται νὰ παραδεχτεῖ τὸ θρίαμβο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀλύτρωτος κόσμος συνειδητὰ ἀπογυμνώνει τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ ἀπαίσιο πρόσωπό του, ἀσυνείδητα ὅμως ζεῖ τὴ φρίκη του καὶ ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ φρίκη ἐπηρεασμένος ξεθυμαίνει σὲ κάθε λογῆς δράση μέσα σ᾽ ἕνα κλῖμα φόβου, κατάθλιψης καὶ κακίας. Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ τὸν βλέπει κατάματα καὶ τὸν βάζει στὸ στόχαστρο τῆς εὐσέβειάς του καὶ πανηγυρίζει τελικὰ μὲ τὸ εὐαγγέλιο τῆς κατάργησής του. Εἰκονίζει τὴν Ἀνάσταση μὲ τὴν εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ποὺ ἀγριωπὸς καὶ βιαστικὸς πατάει τὶς ξεμανταλωμένες πύλες τοῦ ᾍδη καὶ μὲ τὰ τρυπημένα χέρια του ἁρπάζει τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα καὶ τοὺς τραβάει μὲ ὀργὴ ἀπὸ τοὺς τάφους ἔξω.
Δὲν μᾶς ἱστορεῖ ἡ εἰκονογραφία μας ἂν οἱ προπάτορες εἶχαν προηγουμένως μετανοήσει καὶ ἐξομολογηθεῖ. Οὔτε τὰ θαύματά του ὁ Χριστὸς τὰ ἔκανε μ᾽ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση. Γιατὶ ἤξερε ὁ παντογνώστης κι ὁ ἐλεήμων ὅτι αὐτὸς ὁ βίος μας ἕξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο εἶναι μιὰ κόλαση, κόλαση προσωρινὴ βέβαια, ποὺ τὴν κόβει ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἀρκετή, γιὰ νὰ κάνει αὐτονόητη τὴ μετάνοια τοῦ κάθε ταλαιπωρημένου καὶ συντριμμένου αὐτῆς τῆς ζωῆς.
Ἔτσι ἀποκαθιστᾶ ὁ Θεὸς τὴν πρώτη ἀξιοπρέπεια τῆς δημιουργίας του καὶ προκαλεῖ καὶ προσκαλεῖ τὴ φιλοτιμία τοῦ πλάσματός του νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἀγάπη του. Ἔτσι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε, καὶ βλέποντάς μας δυστυχεῖς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μας, μᾶς λέει: «Ὕπαγε καὶ μηκέτι ἁμάρτανε».
Νὰ ποὺ παίρνει τὴν ἀξία της μέσα στὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας κι αὐτὴ ἡ ἄχαρη ζωή μας μὲ τὴν πλήξη καὶ τὴν κατάθλιψη, μὲ τὸν πόνο καὶ τὸ παράπονο, μὲ τὰ ἐγκλήματα ἀκόμα καὶ τὶς βλαστήμιες. Ἀρκεῖ νὰ δείξουμε τὸ τσαλακωμένο μας πρόσωπο στὸν στοργικό μας πατέρα καὶ θ᾽ ἀκούσουμε. Σχολάσατε καὶ γνῶτε ὅτι ἐγὼ εἰμὶ ὁ Θεός.
Μόνον ὅσοι δὲν βλέπουν αὐτὸ τὸ βίο ὡς μιὰ θλιβερὴ πορεία μέσα ἀπὸ τὴν κοιλάδα τῶν δακρύων, οἱ ἐνθουσιαμένοι τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτοὶ ποὺ δὲν βιάζονται καθόλου στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς, αὐτοὶ εἶναι οἱ χαμένοι τῆς ζωῆς, αὐτοὶ δὲν ἀποζητοῦν τὴν Ἀνάσταση, γιατὶ δὲ παραδέχονται πὼς εἶναι πεθαμένοι. Αὐτοὶ δὲν καταλαβαίνουν γιατί ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ ποιά σχέση ἔχει αὐτὸ μὲ τὴ ζωὴ τὴ δικὴ τους.
Ἐμεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, προσφέρουμε στὸν ἀναστάντα Σωτήρα μας τὰ δάκρυα τοῦ πόνου μας γιὰ τὴν ἁμαρτία, τὴν αἰτία ὅλων τῶν πόνων, καὶ προσκυνοῦμε τὰ τρυπημένα χέρια καὶ πόδια του ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀγάπη του. Μέσα ἀπὸ τὸ θόρυβο καὶ τὴν ἀσκήμια αὐτῆς τῆς ζωῆς σηκωνόμαστε σὰν ἀπὸ τὸν τάφο, γιὰ νὰ ξαναπερπατήσομε ξανὰ στὸν Παράδεισο καὶ ν᾽ ἀκοῦμε πάλι τὰ βήματά του πάνω στ᾽ ἀνοιξιάτικα μονοπάτια. Ὑποδεχόμαστε τὶς ἀναστάσιμες καμπάνες, ποὺ μᾶς λευτερώνουν ἀπὸ τὴν προσποίηση εὐτυχίας κι ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὸ πανηγύρι τῆς καινῆς κτίσης «Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον».
Από το τχ 192 (Απρίλιος 2008) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”.
Ο αναστημένος Χριστός. Ζωγραφικό έργο του Μπάμπη Πυλαρινού.