Εισαγωγικό σημείωμα, Σ.Μ.: Ο καθηγητής Jeffrey Sachs μόνο τυχαίος δεν είναι. Καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Columbia, διευθυντής του Κέντρου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του ίδιου πανεπιστημίου και πρόεδρος του Δικτύου Λύσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, πρόκειται για διεθνώς διάσημο οικονομολόγο με σημαντικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και βιωσιμότητα. Ως ηγετική φυσιογνωμία στον τομέα της διεθνούς ανάπτυξης, ο Sachs έχει συμβουλεύσει κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη, υποστηρίζοντας τη μείωση της φτώχειας, την ελάφρυνση του χρέους και τις πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης. Ο ρόλος του ως διευθυντή του Ινστιτούτου Γης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και η ηγεσία του στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) του ΟΗΕ έχουν εδραιώσει τη φήμη του ως βασικού αρχιτέκτονα των διεθνών προσπαθειών για την αντιμετώπιση προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή, η δημόσια υγεία και η οικονομική ανισότητα. Θα μπορούσαμε με ευκολία να τον χαρακτηρίσουμε πραγματικό πυλώνα, για δεκαετίες, της παγκόσμιας εξακτίνωσης των ΗΠΑ και πρόσωπο-κλειδί στον ΟΗΕ και στο ευρύτερο φάσμα του. Εδώ και δύο χρόνια, καθηγητές όπως ο Jeffrey Sachs (μέχρι πρότινος, κυβερνήσεις όπως η ελληνική διαγκωνίζονταν για μια φωτογραφία αξιωματούχων της μαζί του, την οποία κατόπιν διαφήμιζαν αρμοδίως) αλλά και ο πρύτανης της κυριότερης θεωρητικής σχολής διεθνών σχέσεων John Mearsheimer (Πανεπιστήμιο του Chicago) έχουν αναλάβει μιαν αδιανόητη και ασυγχώρητη πρωτοβουλία: λένε τη γνώμη τους (η οποία, σημειωτέον, δεν ταυτίζεται: η πρόσφατη δημόσια συζήτηση των δυο τους ήταν αποκαλυπτική, ιδίως στα σημεία διαφωνίας τους). Από τη μία, αυτό συνεπάγεται γραμμικά πως το άλλοτε στασίδι τους στα κορυφαία αμερικανικά δημοσιογραφικά μέσα ενημέρωσης και δημοσίου λόγου έχει εκμετρήσει τον βίο. Από την άλλη, όμως, το επιστημονικό κι ευρύτερο κύρος τους καθιστά δύσκολο, εάν όχι αδύνατο, το να λοιδορηθούν ευρέως και μαζικά με τους συνήθεις λιβέλους. Συνεπώς, από τη μία αποκλεισμένοι με όση σιωπή γίνεται στα κεντρικά fora (όσο αυτό είναι εφικτό, δεδομένων των ιδιοτήτων τους) και από την άλλη ανόρεχτα αφημένοι σε μια σχετική ασυλία από την απόλυτη δολοφονία χαρακτήρος ελλείψει εναλλακτικής, αντιμετωπίζονται περίπου ως άνθρωποι «που λένε τα δικά τους» (όπως, στην περίπτωση του Sachs, ότι αυτό που εξετάζει σήμερα το Διεθνές Δικαστήριο του ΟΗΕ ως ενδεχόμενη γενοκτονία, με τις περισσότερες προβλέψεις να επισημαίνουν πως θα καταλήξει σε απόφαση δικαστικής διαπίστωσης γενοκτονίας, είναι όντως γενοκτονία∙ ή η επαναλαμβανόμενη επιμονή του στην απόλυτη αναγκαιότητα της αποφυγής ενός πυρηνικού πολέμου που αποτελεί σήμερα σαφώς ρεαλιστικότατο ενδεχόμενο — κοίτα κάτι περίεργες απόψεις που έχει ο κόσμος). Στις 8 Οκτωβρίου 2024, την επομένη της επετείου ενός χρόνου από την έναρξη της μεσανατολικής σελίδας του εξελισσόμενου σπονδυλωτού παγκοσμίου πολέμου, έδωσε μια βιντεο-συνέντευξη την οποία κρίνουμε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Πριν από αυτήν, αξίζουν αναφοράς οι εξηγήσεις που έχει δώσει κατά καιρούς σε συνεντεύξεις στο γιατί είναι «εκτός γραμμής». Οι εξηγήσεις του είναι απλές (δυστυχώς από μνήμης του γράφοντος): (α) με ενδιαφέρει η φερεγγυότητά μου και η υστεροφημία μου, άλλωστε συνομιλώ με ηγέτες κάθε είδους ανά την υφήλιο που έχουν περιορισμένη υπομονή στις βλακείες, (β) έχω εγγόνια, κάτι που μου δίνει πρόσθετο κίνητρο πάλης ενάντια στο ενδεχόμενο ενός πυρηνικού πολέμου.
Ακολουθεί απόδοση της συνέντευξης στην ελληνική.
Ερώτηση: Έχετε δημοσιεύσει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο «Είναι η έλλειψη λύσης
δύο κρατών που απειλεί περισσότερο το Ισραήλ» και θέλω να το συζητήσω μαζί σας με
κάποιες λεπτομέρειες. Αλλά πρώτα, επιτρέψτε μου να σας κάνω μερικές ερωτήσεις για τη
μεγάλη εικόνα. Πώς έχει αλλάξει το τοπίο στη Μέση Ανατολή τον τελευταίο χρόνο από τις 7
Οκτωβρίου 2023;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Ήταν μια πολύ αιματηρή χρονιά. Δεν ξέρουμε ακριβώς πόσοι
Παλαιστίνιοι έχουν πεθάνει από τις 8 Οκτωβρίου 2023 μέχρι σήμερα, αλλά ξέρουμε ότι ο
αριθμός είναι συγκλονιστικός: 40.000 επιβεβαιωμένοι νεκροί, με εκτιμήσεις που κάνουν
λόγο για 200.000 νεκρούς ως αποτέλεσμα της εισβολής του Ισραήλ στη Γάζα. Φυσικά, στις 7
Οκτωβρίου, που ήταν η επέτειος, περίπου 800 Ισραηλινοί έχασαν τη ζωή τους. Πολλοί από
αυτούς τους θανάτους προέκυψαν από τις τρομοκρατικές ενέργειες της Χαμάς, ενώ άλλοι
οφείλονται στις αντεπιθέσεις του ισραηλινού στρατού, οι οποίες βομβάρδισαν περιοχές
όπου οι τρομοκράτες της Χαμάς κρατούσαν Ισραηλινούς ομήρους. Δυστυχώς, το Ισραήλ
κατέληξε να σκοτώσει πολλούς από τους δικούς του ανθρώπους εκείνη την ημέρα.
Μετά από αυτά τα γεγονότα, ο πρωθυπουργός Νετανιάχου εφάρμοσε την πάγια
στρατηγική του — μια στρατηγική που ακολουθεί εδώ και δεκαετίες. Η προσέγγισή του
είναι να απαντά με μαζική ισχύ σε οποιαδήποτε πρόκληση. Αυτό το δόγμα, που εκτίθεται
στα βιβλία, τις ομιλίες και τις καταθέσεις του στο αμερικανικό Κογκρέσο, δίνει έμφαση στη
συντριπτική, βάναυση βία για την αποτροπή των αντιπάλων. Σύμφωνα με τον Νετανιάχου,
το Ισραήλ δεν χρειάζεται να διαπραγματευτεί ή να συμβιβαστεί. Αν το Ισραήλ σκοπεύει να
κρατήσει όλα τα εδάφη που κατέλαβε μετά τον πόλεμο του 1967, θα επιτύχει αυτόν τον
στόχο μέσω της στρατιωτικής κυριαρχίας και της μαζικής αποτροπής, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης θανατηφόρας βίας, αν χρειαστεί.
Ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση: οδηγεί σε μαζικούς
θανάτους, αλλά δεν λύνει στην πραγματικότητα κανένα από τα ζητήματα ασφάλειας του
Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, το Ισραήλ είναι σήμερα πολύ λιγότερο ασφαλές απ' ό,τι ήταν πριν από ένα χρόνο, παρά τον καταστροφικό αριθμό παλαιστινιακών θυμάτων,
συμπεριλαμβανομένων δεκάδων χιλιάδων γυναικών και παιδιών που ήταν αθώα θύματα
αδιάκριτων βομβιστικών επιθέσεων σε πολυκατοικίες, νοσοκομεία, κλινικές και σχολεία.
Τώρα, ο Νετανιάχου αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ότι το Ισραήλ περιβάλλεται από
αντιπάλους που απαιτούν θεμελιώδεις πολιτικές αλλαγές. Σε αυτούς περιλαμβάνονται όχι
μόνο οι Παλαιστίνιοι στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, αλλά και η Χεζμπολλά στο Λίβανο. Ένας
πόλεμος πλήρους κλίμακας βρίσκεται σε εξέλιξη στα βόρεια του Ισραήλ και πολλές ομάδες
σε όλη τη Μέση Ανατολή, κυρίως το Ιράν, υποστηρίζουν τη Χαμάς και τη Χεζμπολλά. Το
Ιράν αντιτίθεται στην κυριαρχία του Ισραήλ επί των Παλαιστινίων και υποστηρίζει αυτό που
αποκαλεί «άξονα της αντίστασης».
Το δόγμα του Νετανιάχου, επομένως, εκτείνεται πέρα από την απλή συντριβή των
παλαιστινιακών φατριών: περιλαμβάνει την εξουδετέρωση της Χεζμπολλά, των μαχητών
Χούθι στην Υεμένη και, τελικά, του Ιράν. Υπάρχει όμως ένα εξόφθαλμο ζήτημα: Το Ισραήλ
δεν έχει την ικανότητα να το επιτύχει αυτό. Η στρατηγική αυτή έχει οδηγήσει σε πολύ
θάνατο, καταστροφή και εχθρότητα, αλλά δεν έχει καταφέρει να υποτάξει τους αντιπάλους
του.
Ερώτηση: Επιτρέψτε μου να σας διακόψω εδώ. Μπορείτε να μιλήσετε για την οικονομική
πτυχή, η οποία είναι ο τομέας της εμπειρογνωμοσύνης σας; Πώς τα πήγε η οικονομία του
Ισραήλ τον τελευταίο χρόνο;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Σε μεγάλο βαθμό λόγω των σημαντικών υποβαθμίσεων της
πιστοληπτικής του ικανότητας. Η αξιολόγηση του Ισραήλ μειώθηκε δύο φορές πρόσφατα
και τώρα κυμαίνεται λίγο πάνω από την επενδυτική βαθμίδα. Η τελευταία υποβάθμιση
ανέφερε ρητά την πιθανότητα περαιτέρω μειώσεων, υποδεικνύοντας ότι η χώρα θα
μπορούσε σύντομα να φτάσει σε καθεστώς «junk bond». Αυτό το σενάριο θα ήταν
καταστροφικό για μια σύγχρονη οικονομία, σηματοδοτώντας σοβαρές οικονομικές
προκλήσεις. Οι επενδύσεις έχουν στερέψει, ο τουρισμός έχει πέσει κατακόρυφα και έχει
σημειωθεί έξοδος ανθρώπων. Το ίδιο το εργατικό δυναμικό έχει επίσης επηρεαστεί, καθώς
πολλοί που διαφορετικά θα εργάζονταν τώρα έχουν επιστρατευθεί. Έτσι, το οικονομικό
τίμημα είναι τεράστιο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να διοχετεύουν δισεκατομμύρια δολάρια στο Ισραήλ και
ο Νετανιάχου βασίζεται σε αυτή την υποστήριξη. Ωστόσο, φαίνεται να υποτιμά το γεγονός
ότι πολλοί Αμερικανοί δεν εγκρίνουν τις ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα, όπου οι μαζικοί
βομβαρδισμοί έχουν αφήσει 2 εκατομμύρια ανθρώπους κάτω από ερείπια. Υπάρχει
αυξανόμενη οργή μεταξύ των νέων Αμερικανών που απορρίπτουν αυτή την προσέγγιση.
Ωστόσο, ο Νετανιάχου συνεχίζει να πιέζει για την εμπλοκή των ΗΠΑ σε έναν περιφερειακό
πόλεμο με το Ιράν, ποντάροντας στη συνέχιση της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας.
Μένει να δούμε αν αυτός ο υπολογισμός είναι σωστός.
Ερώτηση: Αναφέρατε την επιρροή του Νετανιάχου στο παρελθόν στην εξωτερική πολιτική
των ΗΠΑ, ιδίως όσον αφορά το Ιράκ. Γιατί πίεσε τις ΗΠΑ να εισβάλουν στο Ιράκ το 2003; Τι
όφελος είχε αυτό για το Ισραήλ;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Η ιδέα από την αρχή ήταν το Ισραήλ να καθιερωθεί ως η
αδιαμφισβήτητη περιφερειακή δύναμη. Αν αυτό σημαίνει την εξάλειψη ισχυρών γειτόνων,
η στρατηγική ήταν να κάνει τις ΗΠΑ να σηκώσουν το βάρος, βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα.
Πριν από είκοσι δύο χρόνια, το Ισραήλ μιλούσε ήδη για τη Χαμάς και τη Χεζμπολλά ως
σημαντικές απειλές. Έβλεπαν επίσης τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ ως έναν
αποσταθεροποιητικό δικτάτορα που έπρεπε να ανατραπεί. Η ευρύτερη στρατηγική
περιελάμβανε την εξουδετέρωση των υποστηρικτών της Χαμάς και της Χεζμπολλά, όπως ο
Άσαντ στη Συρία και τελικά το Ιράν.
Όταν σκεφτόμαστε τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003, οι περισσότεροι Αμερικανοί θυμούνται
την καταστροφή που εκτυλίχθηκε, με τρισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν και
αμέτρητες ζωές που χάθηκαν. Αλλά πολλοί δεν τον βλέπουν ως μέρος μιας μεγαλύτερης ακολουθίας. Ο Νετανιάχου και οι υποστηρικτές του είχαν το όραμα να ισοπεδώσουν το Ιράκ, να προχωρήσουν στη Συρία και στη συνέχεια στο Ιράν. Το αρχικό σχέδιο αντιμετώπισε δυσκολίες λόγω της εξέγερσης στο Ιράκ, η οποία καθυστέρησε τις περαιτέρω ενέργειες για χρόνια. Το 2011, οι ΗΠΑ τα έβαλαν με τη Συρία μέσω ενός πολέμου δι' αντιπροσώπων υπό την ηγεσία της CIA με τη συμμετοχή τζιχαντιστικών ομάδων για την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ, μια άλλη προσπάθεια που τελικά απέτυχε.
Αυτό το μοτίβο αποκαλύπτει ότι ο Νετανιάχου προωθεί μια απερίσκεπτη και δαπανηρή
προσέγγιση εδώ και δεκαετίες. Η πολιτική του δεν αφορά μόνο την άμεση ασφάλεια του
Ισραήλ, αλλά και την αναδιαμόρφωση ολόκληρου του τοπίου της Μέσης Ανατολής με την
εμπλοκή των ΗΠΑ σε πολέμους.
Ερώτηση: Κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ από τον George H.W. Bush έχει υποστηρίξει δημοσίως
μια λύση δύο κρατών. Το επιδίωξε κάποιος από αυτούς σοβαρά ή ήταν απλώς ρητορική;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Οι πόλεμοι που βλέπουμε σήμερα, με επικεφαλής τον
Νετανιάχου, αποσκοπούν στην αποτροπή της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους —
όχι ενός κράτους που θα αντικαθιστούσε το Ισραήλ, αλλά ενός κράτους που θα υπήρχε
παράλληλα με αυτό στα εδάφη που κατέχει παρανόμως σήμερα το Ισραήλ. Το Ισραήλ
ελέγχει τη Δυτική Όχθη, τη Γάζα, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τμήματα των Υψιπέδων του
Γκολάν, όλες τις περιοχές που κατέλαβε πριν από 57 χρόνια κατά τη διάρκεια του πολέμου
του 1967. Το ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που
υιοθετήθηκε μετά από εκείνο τον πόλεμο, δήλωσε ρητά ότι τα εδάφη αυτά ήταν
κατεχόμενα και δεν ανήκουν στο Ισραήλ.
Ωστόσο, ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού κατεστημένου του Ισραήλ, ιδίως ο Νετανιάχου
και το κόμμα Λικούντ, δεν είχε ποτέ την πρόθεση να επιστρέψει αυτά τα εδάφη. Ο
Νετανιάχου έχει γράψει εδώ και δεκαετίες ότι τα σύνορα του Ισραήλ ήταν ανασφαλή και
πριν, οπότε η διατήρηση αυτών των εδαφών είναι θέμα επιβίωσης. Η διεθνής κοινότητα, εν
τω μεταξύ, έχει από καιρό υποστηρίξει τη λύση των δύο κρατών ως τον δρόμο προς τα
εμπρός, με δύο κράτη να ζουν δίπλα-δίπλα. Όμως το στρατόπεδο του Νετανιάχου
αντιτίθεται σταθερά σε αυτό.
Αυτό που θέλουν είναι οι ΗΠΑ να υποστηρίξουν έναν περιφερειακό πόλεμο για να
εδραιώσουν τη διεκδίκηση του Ισραήλ σε αυτά τα κατεχόμενα εδάφη, ακόμη και αν αυτό
σημαίνει ότι θα διακινδυνεύσουν μια παγκόσμια σύγκρουση. Είναι τραγικό και
απερίσκεπτο να σκεφτεί κανείς ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να εμπλακούν σε έναν τέτοιο
πόλεμο μόνο και μόνο για να μπορέσει το Ισραήλ να διατηρήσει τον έλεγχο των εδαφών
που αφαιρέθηκαν από τους Παλαιστίνιους με κατοχή.
Ερώτηση: Πόσο αποδεκτή είναι σήμερα η λύση των δύο κρατών, εκτός από το Ισραήλ και
τις Ηνωμένες Πολιτείες;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Στις ΗΠΑ, οι πολιτικοί χειροκροτούν δημοσίως τη λύση των δύο
κρατών, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι το λόμπι του Ισραήλ ασκεί σημαντική επιρροή.
Πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης είναι ένθερμοι υπέρ του
Ισραήλ, και ακόμη και ένας από τους πιο υψηλόβαθμους αξιωματούχους μας είναι βετεράνος του ισραηλινού στρατού. Έτσι, παρόλο που οι ηγέτες των ΗΠΑ μπορεί να μιλούν για λύση δύο κρατών, δεν έχει καμμία σημασία, γιατί ο Νετανιάχου απλά λέει «όχι» και οι ΗΠΑ υπακούνε.
Η σύνθεση της ισραηλινής κυβέρνησης καθιστά απίθανο να υπάρξει ειρηνική λύση. Η
επίτευξη μιας λύσης δύο κρατών θα απαιτούσε πιθανότατα μια διεθνή νομική επιβολή
μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο έχει την εξουσία να
επιβάλει την ειρήνη. Αυτό δεν θα σήμαινε την έναρξη ενός πολέμου, αλλά μάλλον την
τοποθέτηση ειρηνευτικών δυνάμεων στα σύνορα και τη διασαφήνιση ότι ορισμένα εδάφη
ανήκουν σε ένα μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος. Θα πρέπει να υπάρξουν εγγυήσεις,
συμπεριλαμβανομένου του αφοπλισμού της Χαμάς και της Χεζμπολλά, και συμφωνίες με
τη συμμετοχή άλλων περιφερειακών δυνάμεων, όπως ο Αραβικός Σύνδεσμος και το Ιράν,
για να διασφαλιστεί η σταθερότητα.
Ερώτηση: Δηλαδή, προτείνετε ότι ο ΟΗΕ θα μπορούσε να επιβάλει αποτελεσματικά μια
λύση δύο κρατών;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Η λύση των δύο κρατών υποστηρίζεται και από τα πέντε μόνιμα
μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας — την Κίνα, τη Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη
Βρετανία και τη Γαλλία. Το κύριο εμπόδιο ήταν το βέτο των ΗΠΑ, το οποίο εμπόδισε τη
δράση. Αν οι ΗΠΑ ευθυγραμμίσουν την πολιτική τους με τα δικά τους συμφέροντα και τα
πραγματικά συμφέροντα ασφαλείας του Ισραήλ, αντί για τις φιλοδοξίες του Νετανιάχου, θα
μπορούσαμε να κινηθούμε προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ερώτηση: Δεδομένης της σκληροπυρηνικής στάσης της κυβέρνησης Νετανιάχου και της περιφερειακής δυναμικής, είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε μια ειρηνική λύση ή θα χρειαστεί κάποια μορφή βίαιης παρέμβασης;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Δεν θα το χαρακτήριζα ως μια βίαιη στρατιωτική παρέμβαση,
αλλά θα μπορούσε σίγουρα να περιλαμβάνει μια δυναμική διπλωματική προσέγγιση,
υποστηριζόμενη από τη διεθνή νομική εξουσία. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν την ικανότητα να
επιβάλλουν την ειρήνη βάσει του καταστατικού τους. Αυτό δεν θα σήμαινε την κήρυξη
πολέμου, αλλά μάλλον τη λήψη αποφασιστικών μέτρων για την επιβολή μιας απόφασης.
Ειρηνευτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να σταθμεύουν κατά μήκος των συμφωνημένων
συνόρων και διεθνείς συμφωνίες θα μπορούσαν να διασφαλίσουν ότι η Χαμάς και η
Χεζμπολλά θα αφοπλιστούν ή θα αποκλειστούν από τη στρατιωτική δράση.
Η συνεχιζόμενη στρατηγική του Ισραήλ είναι αυτή της ωμής βίας — ελπίζοντας ότι μέσω της
συντριπτικής στρατιωτικής ισχύος, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, μπορεί να εξασφαλίσει την
αναγνώριση και την εξομάλυνση από τον αραβικό κόσμο. Ο Νετανιάχου πιστεύει εδώ και
καιρό ότι αν το Ισραήλ παραμείνει ισχυρό και ανυποχώρητο, τα γειτονικά αραβικά κράτη
θα αποδεχθούν τελικά τις διεκδικήσεις του. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική έχει αποδειχθεί ότι
είναι μια αυταπάτη. Οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν δείξει ότι χώρες όπως η Σαουδική
Αραβία είναι πρόθυμες να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ μόνο εάν υπάρξει
πρώτα λύση δύο κρατών.
Ο Νετανιάχου έχει ξοδέψει δεκαετίες στοιχηματίζοντας σε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα,
ένα αποτέλεσμα στο οποίο οι Παλαιστίνιοι θα παραγκωνιστούν και η εξομάλυνση θα
συμβεί παρά την άλυτη σύγκρουση. Αυτό δεν έχει υλοποιηθεί και είναι απίθανο να συμβεί,
δεδομένης της περιφερειακής δέσμευσης για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων.
Ερώτηση: Λαμβάνοντας υπόψη την επιρροή της τάξης των δωρητών, την εξωτερική
πολιτική των ΗΠΑ και τον θρησκευτικό εξτρεμισμό εντός της κυβέρνησης του Ισραήλ, πώς
βλέπετε να εξελίσσεται αυτή η κατάσταση; Υπάρχει κάποια ελπίδα για λύση;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Το πιο πιθανό σενάριο, δυστυχώς, είναι περισσότερη
αιματοχυσία και επέκταση του πολέμου. Οι πολιτικές του Νετανιάχου έχουν οδηγήσει σε
κύκλους βίας εδώ και δεκαετίες και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να υποδηλώνουν
ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Η ευρύτερη περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν, έχει
γίνει ισχυρότερη, όχι ασθενέστερη, με την πάροδο του χρόνου. Το Ιράν έχει αναπτύξει
στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία και την Κίνα, δίνοντάς του σημαντική γεωπολιτική
υποστήριξη. Μια κλιμάκωση της σύγκρουσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφικές
συνέπειες για το Ισραήλ, καθώς θα απομονωθεί διπλωματικά και θα αντιμετωπίσει μια
δυνητικά συντριπτική στρατιωτική απάντηση. Η πραγματικότητα είναι ότι ούτε το Ισραήλ
ούτε οι ΗΠΑ μπορούν να νικήσουν το Ιράν με ουσιαστικό τρόπο. Το Ιράν έχει ισχυρούς
συμμάχους, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και της Κίνας, και είναι ένα τρομερό έθνος
με σχεδόν 100 εκατομμύρια ανθρώπους και προηγμένες στρατιωτικές δυνατότητες. Έτσι, η
κλιμάκωση αυτής της σύγκρουσης σε έναν περιφερειακό ή παγκόσμιο πόλεμο για εδαφικές
διαφορές είναι μια απερίσκεπτη στρατηγική.
Οι ΗΠΑ δεν θα ωφελούνταν επίσης από το να παρασυρθούν σε μια ακόμη καταστροφική
σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Πολλοί Αμερικανοί, ιδίως οι νεότερες γενιές, αντιτίθενται
στην ιδέα να εμπλακούν σε έναν πόλεμο για εδαφικές διαφορές στη Γάζα ή τη Δυτική Όχθη.
Ενώ το Κογκρέσο έχει επιδείξει συμβολική υποστήριξη προς το Ισραήλ, το αμερικανικό
κοινό είναι όλο και περισσότερο εναντίον περαιτέρω στρατιωτικών εμπλοκών στην
περιοχή.
Υπάρχει, ωστόσο, μια αχτίδα ελπίδας. Μετά τις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές, θα
μπορούσε να υπάρξει μια ευκαιρία για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να
επανεκτιμήσουν την εξωτερική πολιτική της χώρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν
ενδεχομένως να αλλάξουν την προσέγγισή τους και να εργαστούν μέσω του ΟΗΕ για να
υποστηρίξουν μια πραγματική λύση δύο κρατών. Αυτό θα περιελάμβανε συνεργασία με το
Συμβούλιο Ασφαλείας για την καθιέρωση διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων και την
εγγύηση της ασφάλειας τόσο του Ισραήλ όσο και του Παλαιστινιακού κράτους.
Τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι όλα υπέρ μιας λύσης δύο κρατών,
αλλά το βέτο των ΗΠΑ είναι αυτό που έχει εμποδίσει την πρόοδο. Εάν οι ΗΠΑ
ευθυγραμμίσουν την εξωτερική τους πολιτική με τα ευρύτερα διεθνή συμφέροντα και
επικεντρωθούν στις πραγματικές ανάγκες ασφάλειας του Ισραήλ —και όχι στις φιλοδοξίες
του Νετανιάχου—, θα μπορούσε να υπάρξει μια πορεία προς τα εμπρός για την ειρηνική
επίλυση της σύγκρουσης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να ξυπνήσουν από το γεγονός ότι πολλοί Αμερικανοί,
ιδίως οι νέοι, αντιτίθενται στην τυφλή υπακοή στο λόμπι του Ισραήλ. Δεν θέλουν να δουν
τις ΗΠΑ να παρασύρονται σε έναν ακόμη πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Παρά το γεγονός ότι
το Κογκρέσο χειροκροτεί τον Νετανιάχου όρθιο για ώρα, η υποστήριξη αυτή αφορά
περισσότερο την πολιτική προοπτική ενόψει των εκλογών παρά τα γνήσια συμφέροντα των
ΗΠΑ.
Αν κάνουμε ένα βήμα πίσω μετά τις εκλογές, ίσως αρχίσουμε να εστιάζουμε σε αυτά που
πραγματικά έχουν σημασία για την ασφάλεια και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Δεν πρόκειται
για την εναντίωση στο Ισραήλ, αλλά για την εναντίωση στην έννοια του Μείζονος Ισραήλ
και την υποστήριξη της λύσης των δύο κρατών. Υπάρχει μια ευκαιρία για τις ΗΠΑ να
αλλάξουν τη στάση τους και να συνεργαστούν με τον ΟΗΕ για την εφαρμογή της λύσης των
δύο κρατών στην οποία όλοι φαινομενικά συμφωνούν.
Ερώτηση: Αναφέρατε ότι αν οι ΗΠΑ προσαρμόσουν τη στάση τους, ο ΟΗΕ θα μπορούσε
ενδεχομένως να επιβάλει μια λύση δύο κρατών. Γιατί αυτό δεν έχει συμβεί στο παρελθόν;
Τι εμπόδισε το Συμβούλιο Ασφαλείας να αναλάβει δράση;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Ο κύριος λόγος είναι το βέτο των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες
έχουν σταθερά εμποδίσει ψηφίσματα που θα πίεζαν το Ισραήλ να διαπραγματευτεί μια
λύση δύο κρατών ή να επιστρέψει τα κατεχόμενα εδάφη. Αυτό οφείλεται στην ισχυρή
επιρροή του ισραηλινού λόμπι στην πολιτική των ΗΠΑ και στη στελέχωση των
αμερικανικών κυβερνήσεων με αξιωματούχους που είναι ένθερμα φιλοϊσραηλινοί. Ως
αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν το δικαίωμα βέτο τους για να προστατεύσουν το
Ισραήλ από διεθνή μέτρα που θα επέβαλαν την επίλυση της σύγκρουσης.
Ωστόσο, τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας — η Κίνα, η Ρωσία, οι Ηνωμένες
Πολιτείες, η Βρετανία και η Γαλλία — τάσσονται επίσημα υπέρ μιας λύσης δύο κρατών. Εάν
οι ΗΠΑ άλλαζαν τη στάση τους, ευθυγραμμιζόμενες περισσότερο με τη διεθνή συναίνεση
και τα δικά τους μακροπρόθεσμα συμφέροντα, το Συμβούλιο Ασφαλείας θα μπορούσε
πράγματι να ενεργήσει για να επιβάλει μια λύση δύο κρατών. Αυτό θα μπορούσε να
περιλαμβάνει τη δημιουργία ειρηνευτικών δυνάμεων κατά μήκος των συνόρων και την
εγγύηση ρυθμίσεων ασφαλείας τόσο για τους Ισραηλινούς όσο και για τους Παλαιστίνιους.
Ερώτηση: Πιστεύετε ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας ευρύτερης περιφερειακής
σύγκρουσης, στην οποία ενδεχομένως να εμπλακεί και το Ιράν;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Ιράν: Αν έπρεπε να βάλω ένα στοίχημα, θα στοιχημάτιζα στην
πιθανότητα ενός διευρυμένου πολέμου. Ολόκληρη η περιοχή είναι προετοιμασμένη για
περαιτέρω σύγκρουση λόγω της άλυτης φύσης του παλαιστινιακού ζητήματος και των
παγιωμένων θέσεων και στις δύο πλευρές. Οι πολιτικές του Νετανιάχου δεν έχουν
οδηγήσει σε μακροπρόθεσμη ειρήνη ή ασφάλεια για το Ισραήλ. Αντίθετα, έχουν
δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για πιθανή καταστροφή.
Το αμυντικό σύστημα Iron Dome, το οποίο υπήρξε η κύρια γραμμή άμυνας του Ισραήλ, δεν
είναι τόσο αδιαπέραστο όσο συχνά παρουσιάζεται και μια πιο εξελιγμένη επίθεση θα
μπορούσε να το εξουδετερώσει. Αυτό αφήνει το Ισραήλ ευάλωτο, ειδικά αν η σύγκρουση επεκταθεί και εμπλέξει τη Χεζμπολλά στο Λίβανο ή ιρανικές δυνάμεις. Η ιδέα ότι το Ισραήλ και οι ΗΠΑ μπορούν να νικήσουν αποφασιστικά το Ιράν σε μια στρατιωτική σύγκρουση είναι μια φαντασίωση. Το Ιράν είναι μια σημαντική περιφερειακή δύναμη με προηγμένες στρατιωτικές δυνατότητες και ισχυρές συμμαχίες με τη Ρωσία και την Κίνα.
Ερώτηση: Ποιο μήνυμα πρέπει να πάρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από αυτή την κατάσταση,
ιδίως όσον αφορά την υποστήριξή τους προς το Ισραήλ;
Καθηγητής Jeffrey Sachs: Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η τυφλή υπακοή στο λόμπι του
Ισραήλ δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί πολίτες θέλουν ειρήνη και
δεν υπάρχει όρεξη για έναν νέο πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Ενώ οι ΗΠΑ έχουν υποστηρίξει
το Ισραήλ, αυτό δεν σημαίνει ότι υποστηρίζουν την ιδέα του «Μεγάλου Ισραήλ» εις βάρος
της λύσης των δύο κρατών. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αναπροσανατολίσουν την πολιτική τους
ώστε να ευθυγραμμιστούν με μια ευρύτερη συναίνεση που περιλαμβάνει διεθνείς εταίρους
και επικεντρώνεται στη διαρκή ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή.
Οι πρόσφατες επιδοκιμασίες που έλαβε ο Νετανιάχου στο Κογκρέσο δεν πρέπει να
εκληφθούν ως εντολή για κλιμάκωση της σύγκρουσης. Οι εκδηλώσεις αυτές αφορούν
περισσότερο την πολιτική στάση ενόψει των εκλογών. Μετά τις εκλογές, θα υπάρξει η
ευκαιρία να επανεκτιμηθεί η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο στόχος θα πρέπει να είναι η
υποστήριξη της ασφάλειας του Ισραήλ, αναγνωρίζοντας παράλληλα τα δικαιώματα των
Παλαιστινίων και εργαζόμενοι προς την κατεύθυνση μιας λύσης δύο κρατών.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών θα μπορούσε να δράσει αν οι ΗΠΑ ήταν
πρόθυμες να αλλάξουν τη θέση τους. Τα υπόλοιπα μόνιμα μέλη είναι ευθυγραμμισμένα σε
αυτό το ζήτημα και το Συμβούλιο Ασφαλείας θα μπορούσε να κινηθεί για την επίτευξη μιας
ειρηνευτικής συμφωνίας. Αυτό δεν θα ωφελούσε μόνο τους Παλαιστίνιους, αλλά θα
διασφάλιζε και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα ασφαλείας του Ισραήλ, τερματίζοντας τον
κύκλο της βίας και της περιφερειακής αστάθειας.
επιμέλεια: Σωτήρης Μητραλέξης