Επί των ποταμών Βαβυλώνος: Ξαναζώντας την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέσα από ποιήματα και τραγούδια

1
1114

Καμιά τυπωμένη μορφή ποιήματος, δημοτικού τραγουδιού, μελωδίας σε παρτιτούρα, καμία τυπωμένη μορφή κειμένου γενικώς –ακόμη και των πιο λεπτομερών ιστορικών περιγραφών του Μιχαήλ Δούκα επί παραδείγματι– δεν μπορεί να αποδώσει την κλαγγή των όπλων, τις κραυγές μιας μάχης ή τη συρτή γραμμή ενός μοιρολογιού. Το παρελθόν διαβάζεται σιωπηλά.

Απόψε θα κάνουμε μια εξαίρεση και θα προσπαθήσουμε να διαβάσουμε το παρελθόν με ήχους. Διαβάζοντας μεγαλόφωνα κάποια κείμενα ποιητικά, θα επιχειρήσουμε να πλησιάσουμε αυτό που οφείλουμε ως χριστιανοί και ως Έλληνες να κάνουμε σε μία τέτοια επέτειο: Ένα ιδιόμορφο μνημόσυνο για «όσα είχαμε» και «για όσα χάσαμε». Και η Σοφία του Θεού γνωρίζει αν κάτι –από όσα χάσαμε και από όσα είχαμε– εν τέλει «μας πρέπει» [1].

Τόπος: Κωνσταντινούπολή, η αλλοτινή πρωτεύουσα του κόσμου –όχι πια, για πολλούς λόγους– , στο τώρα του 1453 υπάρχει ως το τελευταίο προπύργιο των Βυζαντινών. Ο Μέγας Κωνσταντίνος θεμελιώνει την Κωνσταντινούπολη με το εγκαίνιο στις 11 Μαΐου του έτους 330, που έκτοτε πανηγυρίζεται κάθε χρόνο. Όμως η χρονική στιγμή η οποία θα μας απασχολήσει εντάσσεται σε άλλη εποχή. Οι στιγμές της δόξας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έχουν παρέλθει. Μέσα στη δίνη των γεγονότων χάνεται σε διάφορες φάσεις το δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας (Νορμανδοί 11ου αι.) και επέρχεται οριστικά το Σχίσμα των Εκκλησιών (1054). Όταν έρχονται οι Φράγκοι της Δ΄ Σταυροφορίας στα 1204 να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη –καθώς αυτός ήταν ο βασικός τους στόχος και όχι τα Ιεροσόλυμα– βρίσκουν μία Πόλη ευάλωτη από τις διενέξεις της βραχύχρονης δυναστείας των Αγγέλων και τη φτώχεια. 1204-1261, λίγο παραπάνω από 50 χρόνια χρειάστηκαν για να φτωχύνουν ακόμη περισσότερο την αυτοκρατορία. Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος παρέλαβε με την ανακατάληψη της Πόλης στ’ αλήθεια καμένη γη.

1453, οι Πρωταγωνιστές: Από την μία πλευρά υπάρχουν οι Τούρκοι. Από τον ύστερο 11ο αιώνα, δηλαδή από την ήττα στο Μαντζικέρτ (1071) και εξής, νομάδες Τούρκων εγκαθίστανται και ακυρώνουν όλο και περισσότερες μικρασιατικές, γεωργικές εκτάσεις. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι οριστικοποιούν την εγκατάστασή τους στη Μικρά Ασία μετά την ήττα του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού στο Μυριοκέφαλο στα 1176. Το μνημονεύει το δημοτικό τραγούδι για την άλωση της Αδριανούπολης:

Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης
κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,
κλαίγουν την Αντριανόπολη την πολυκρουσεμένη,
οπού τήνε κρουσέψανε τις τρεις γιορταίς του χρόνου,
του Χριστουγέννου για κηρί, και του Βαγιού για βάγια,
και της Λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός ανέστη.

(«Η άλωση της Αδριανούπολης στα 1361», ίσως το παλαιότερο σωζόμενο ιστορικό, δημοτικό τραγούδι).

Όταν στα 1451 ο Τούρκος σουλτάνος Μουράτ πεθαίνει, ο γιος του Μωάμεθ εξασφαλίζει τη διαδοχή για λογαριασμό του κινώντας θεούς και δαίμονες στην κυριολεξία: δίνει εντολή να σκοτώσουν τον επίδοξο ανταγωνιστή, τον αδελφό του, και μετά σκοτώνει και τον δήμιο που έβαλε και τον σκότωσε. Μια προσωπικότητα διπλή ο Μωάμεθ: αιμοσταγής αλλά και φιλότεχνος, πιστός στον Θεό και με κλασική παιδεία (φημολογείται ότι διάβαζε λατινικά από το πρωτότυπο) αλλά και επί πτωμάτων φιλόδοξος. Για λόγους στρατηγικούς αλλά και συμβολικούς ο πρώτος στόχος του νέου σουλτάνου για να εδραιώσει την εξουσία του ήταν η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.

Μιας Κωνσταντινούπολης λεηλατημένης από την 4η Σταυροφορία, αποδεκατισμένης από τις επιδημίες (πανώλη), με έριδες θρησκευτικές (ενωτικοί και ανθενωτικοί), με διενέξεις μεταξύ της δυναστείας των Παλαιολόγων και των άλλων συνεχιστών της βυζαντινής παράδοσης (Νίκαια, Τραπεζούντα). Το υπόλοιπο μιας αυτοκρατορίας που άλλοτε εκτεινόταν από τις Άλπεις ώς την Περσία, τώρα πια κατακερματισμένο ανάμεσα σε Τούρκους, Γενοβέζους, Βενετούς, Φράγκους, σε Ήπειρο, Πελοπόννησο, Μικρά Ασία, Κρήτη, ακόμη και σε μέρη γύρω από την ίδια την Πόλη.

Φράγκοι πατούν την Πόλη την απάτητη,

και στο σταυρό απάνου, που κρατούσανε

κι εδείχναν με καμάρι, μάς σταυρώνουνε.

Ύστερα ήρθ’ ο Τούρκος στα σημάδια τους,

πρώτα το δρόμο Φράγκος τού τον έδειξε.

Βάστα, καημένη Πόλη, βάστ’, Ανατολή.

(Κωστής Παλαμάς, 1859-1943, «Νανούρισμα»)

Παρ’ όλα ταύτα ο Μωάμεθ θέλει απόδειξη της αίγλης και τοπόσημο της νέας του εξουσίας τη Βασιλεύουσα. Απέναντί του οι Ρωμαίοι. Οι Ρωμιοί, όπως σώθηκε η ονομασία στα χείλη του λαού μας μέχρι πρόσφατα. Οι Βυζαντινοί –ας ονομάσουμε έτσι συμβατικά τους πολίτες μιας αυτοκρατορίας πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής, αλλά με προεξάρχοντα τον Ελληνισμό στα γράμματα και στη σκέψη και την ορθοδοξία στην πίστη. Εστιάζουμε στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ενός ανθρώπου φορέα μιας βαριάς κληρονομιάς, ενός ανθρώπου μαχητή και εν τέλει ενός, επιτρέψτε μου, τηρουμένων των αναλογιών, μάρτυρα:

Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς στὴ λύπη του

Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρδος Παραδείσου

Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ’ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ – κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπριζαν παράξενα (…)

Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.

(Οδυσσέας Ελύτης, 1911-1996, «Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», Ι, από τη συλλογή Ετεροθαλή).

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κάνει ό,τι μπορεί:

α. Προσπαθεί δια της διπλωματίας να προσεγγίσει τη Δύση με πρεσβείες στην Ιταλία, στον Πάπα, στη Βενετία, στη Γένοβα. (Όπως και ο πατέρας του, ο Μανουήλ Β΄, που έφθασε μέχρι την Αγγλία, και καταγράφεται στις πηγές τους ως βασιλεύς των Ελλήνων –όχι πια των Ρωμαίων–, με περίλαμπρα ρούχα σαν απόηχος μιας ξεπεσμένης αυτοκρατορίαςꞏ το ήξεραν όλοι, ίσως το ήξερε –αν και δεν το ομολογούσε– και ο ίδιος) Ο γιος του, ο Κωνσταντίνος, ελπίζει να θυμίσει στην Ευρώπη τους αιώνες κοινού πολιτισμού –την ελληνική και λατινική σκέψη, την κοινή χριστιανική πίστη– και να τους πείσει για τη βοήθεια που χρειάζεται στην ύστατη στιγμή της η Πόλη. Στον «Θρήνο της Κωνσταντινουπόλεως» περιγράφεται:

Το θάρρος όπου ήλπιζαν οι Χριστιανοί ’ς την Πόλιν ‘

Ήτον ’ ς τον αγιώτατον τον πάπαν τε της Ρώμης

κ’ εις τους καρδιναλίους του να δώσουσι βοήθειαν·

είς τους ρηγάδες της Φραγκιάς και των αυθέντων όλων,

(…)

Να δράμουν να βοηθήσουσι την ταπεινήν την Πόλιν,

την Πόλιν την πανάτυχον, το μέλος το οικείον.

(«Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως», Analekten der mittel- und neugriechischen Literatur, Λειψία, 1857, τ. 3).

β. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος προσπαθεί κι άλλο. Προσπαθεί δια ενός είδους θεολογίας, βρίσκεται στα πρόθυρα του να κηρύξει την ένωση χάριν της ασφάλειας της αυτοκρατορίας. Γνωστά μεγέθη: η Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας από τον αδελφό του Κωνσταντίνου, αυτοκράτορα Ιωάννη τον Η΄, ο άγιος Μάρκος Ευγενικός που δεν υπέγραψε, η λαϊκή κατακραυγή της ψευδο-Ένωσης στην Πόλη: τα ξέρουμε όλα αυτά, αλλά τελικά τι είναι το σωστό; Εμείς εκ των υστέρων μπορεί να λέμε εκ του ασφαλούς ποιο είναι, τότε όμως δεν το ήξεραν… Επιτρέψτε μου να παραφράσω λίγο τον Σεφέρη: Τι είναι σωστό, τι μη σωστό και τι τ’ ανάμεσό τους;[2]

Δεκέμβριος του 1452, Κωνσταντινούπολη, Ναός της του Θεού Σοφίας: Γίνεται μια ενωτική Θεία Λειτουργία, κοινή, ο λεγάτος του Βατικανού Ισίδωρος και ο Πατριάρχης Γρηγόριος. Μεγάλο μέρος του λαού αντιτίθεται και κοντά τους και ο μοναχός Γεννάδιος, που έμελλε να σηκώσει το βάρος του πρώτου Πατριάρχη μετά την Άλωση, βάρος αγιαστικό.

Ώ Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην όπου’ χες!

(«Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως», ό.π.)

γ. Τρίτη προσπάθεια του Κωνσταντίνου: Η Ιστορία ως επιστήμη αποτελείται ολόκληρη από πλήθος πολλών, προσωπικών ιστοριών. Κι από τα γεγονότα, ασφαλώς, και από την ιστορία των κοινωνικών ομάδων, αλλά κυρίως από τις στιγμές των προσώπων, με τη μοναδικότητα που τους επέτρεψε ο Θεός και τις μικρές ή τις μεγάλες τους αποφάσεις. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν προσπαθεί και ο ίδιος ως πρόσωπο δια των γάμων του να συνδεθεί με τη Δύση. Ένα τραγούδι από την Ήπειρο μιλάει για κάποιον Κωνσταντή που θέλει να παντρευτεί, καταγράφεται μάλιστα στην ομάδα των δημοτικών τραγουδιών των αναφερόμενων στην Άλωση:

Πουλάκι πήγε κι έκατσε
στου Κωνσταντή το γόνα, Κωνσταντάκη μου
άιντε στου Κωνσταντή το γόνα, λεβεντάκη μου.


Δεν κελαηδούσε σαν πουλί
μα ανθρωπινά μιλάει, Κωνσταντάκη μου
άιντε ανθρωπινά μιλάει λεβεντάκη μου.


Ωχ, Κωστάκη, μην [την] παντρεύεσαι
άιντε και μην πολλά ξοδιάζεις, Κωνσταντάκη μου
άιντε και μην πολλά ξοδιάζεις, λεβεντάκη μου.


Ωχ, τι σήμερα, Κώστα, θα παντρευτείς
άιντε κι αύριο θα πεθάνεις, Κωνσταντάκη μου
άιντε κι αύριο θα πεθάνεις, λεβεντάκη μου.

(http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/mou/tragoudia_gia_tin_alosi.htm)

Μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών Μωάμεθ και Κωνσταντίνου οι σχέσεις ήταν διπλωματικές. Υπήρχε άλλωστε παράδοση από τον Μουράτ και τον Βαγιαζίτ, τον πατέρα και τον παππού. Ο Μωάμεθ διαβεβαιώνει ότι θα σεβαστεί τη συμφωνία ειρήνης. Διακρίνει άραγε κανείς την ακρότατη φιλοδοξία του για τη Βασιλεύουσα; Οπωσδήποτε: Οι τουρκικές κτίσεις κυρίως στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου και τη Θράκη περικύκλωναν ασφυκτικά την Πόλη. H στρατηγική του Μωάμεθ είναι συστηματική: δεσμεύει τον Βόσπορο με το κάστρο Ρουμελί Χισάρ και κατασκευάζει τεράστια κανόνια, πρωτοφανούς τεχνολογίας για την εποχή με τις οδηγίες ενός Ούγγρου χριστιανού μηχανικού. Τον Αύγουστο του 1452, μετά από τις παραπάνω κινήσεις, ο Μωάμεθ ανακοινώνει και επισήμως στους έμπιστούς του το επόμενο και τελικό του όνειρο: την κατάκτηση της Πόλης. Μεταφέρει σέρνοντας με κάρα τα τεράστια κανόνια από τη Θράκη στην Κωνσταντινούπολη. Προς το παρόν τα τριπλά τείχη της Πόλης, Κωνσταντίνου, Ιουστινιανού και Θεοδοσίου, δεν νικώνται με τα μέχρι τότε γνωστά όπλα. Αρχίζει ένα παιχνίδι φθοράς που διαρκεί μήνες: μπάλα τη μπάλα, γκρέμισμα το γκρέμισμα. Οι πολιορκημένοι παλεύουν και τα επανορθώνουν όπως-όπως.

Τέλη Απριλίου του 1453 διαπερνούν τα Δαρδανέλια τα τρία γενοβέζικα καράβια, η μόνη βοήθεια που ήρθε εν τέλει από τη Δύση. Οι Βυζαντινοί χάρηκαν, νόμισαν ότι είναι ο προπομπός μιας μεγαλύτερης βοήθειας. Που όμως δεν ήρθε ποτέ.

Την ίδια στιγμή πραγματοποιείται το μεγαλύτερο εγχείρημα του Μωάμεθ: βλέπει ότι ο Γαλατάς είναι γενοβέζικος, τα καράβια που ήρθαν γενοβέζικα, τα τεράστια κανόνια του προσπαθούν αλλά δεν μπορούν από τη μεριά των ισχυρών τειχών, τα πλοιάριά του στην Προποντίδα δεν είναι ικανά, οπότε τι μένει; Να μπει κι εκείνος με καράβια στον Κεράτιο κόλπο και να εισβάλει στην Πόλη από εκεί, καθώς τα τείχη από τη μεριά αυτή –θεωρώντας τη θάλασσα σαν επιπλέον ενίσχυση– δεν ήταν τόσο ισχυρά. Ο Κεράτιος, η μόνη του πρόσβαση, είναι όμως κλειστός με αλυσίδα που φυλάσσεται. Και έτσι ο Μωάμεθ επινοεί και φτιάχνει μια δίολκο. Ήξερε τάχα την αρχαϊκή και κλασική δίολκο στον Ισθμό της Κορίνθου; Απίθανο. Είχε ακουστά για τον δρουγγάριο του στόλου Νικήτα Ωορύφα, που πέρασε κι αυτός έτσι τον 9ο αιώνα από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό Κόλπο αφανίζοντας τους Σαρακηνούς; Άγνωστο. Πάντως κι ο Μωάμεθ με παρόμοιο τρόπο το οργανώνει και το εκτελεί: πάνω σε τεράστιους κορμούς δέντρων κυλάει τα καράβια του προς την κατεύθυνση του Κερατίου. Και για αντιπερισπασμό δεν σταματάει τους κανονιοβολισμούς από την άλλη πλευρά της πόλης, την πλευρά των ισχυρών τειχών. Τέλη Απριλίου, έναν μήνα πριν την Άλωση, τα τουρκικά καράβια μπαίνουν στον Κεράτιο με αυτόν τον τρόπο. Ήταν πια θέμα ημερών. Ένα πλωτό στρατόπεδο Τούρκων βρισκόταν στη δικαιοδοσία του Μωάμεθ ante portas. Κυριολεκτικώς.

Η Δύση κωλυσιεργεί. Θες από δικές της αντιζηλίες; Θες επειδή υπήρχε το ζήτημα της ένωσης, του πρωτείου του πάπα και τα υπόλοιπα γνωστά μας; Θες επειδή δεν έκρινε άξιο λόγου πλέον να βοηθήσει μια ήδη μισοπεθαμένη αυτοκρατορία;

Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ Θεός κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει.

(Οδ. Ελύτης, ό. π.).

Οι μέρες προχωρούν και οι αποφάσεις λαμβάνονται. Κυρίως βέβαια από την πλευρά του Μωάμεθ, την ισχυρότερη. Επιπλέον, σημειώνω, δεν λείπει και η πίστη στον Θεό. Ούτε από τους Έλληνες, μα ούτε κι από τους Τούρκους. Άλλες εποχές: Ο Μωάμεθ δίνει εντολή στους άνδρες του να νηστέψουν και να προσευχηθούν. Εκατό –κατά μια εκδοχή– χιλιάδες άνδρες νηστεύουν και προσεύχονται για να ετοιμαστούν για το γιουρούσι. Οξύμωρο αλλά πραγματικό. Και ο Μωάμεθ τους υπόσχεται τρεις ημέρες ελεύθερης λεηλασίας.

Δεν μετριοῦνται οἱ ἁρματωμένοι,
οὐδὲ τὰ ἄλογα ἐκεῖ κάτου.
Ὁ Μεχμέτης ποῦ προβαίνει
καὶ τὴν Πόλη τριγυρνᾷ,
στέλνει μήνυμα θανάτου,—
«Ἢ τὴν μάχη ἢ τὰ κλειδιά.»

(Γ. Ζαλοκώστας, 1805-1858, «Το σπαθί και η κορώνα»).

Η τελευταία Λειτουργία στη Αγια-Σοφιά, παραμονή του τέλους: Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες προσκεκλημένοι στο ύστατο τώρα. Ο αυτοκράτορας και μαζί ενωτικοί και ανθενωτικοί, αυλικοί, στρατιωτικοί, ιερωμένοι, λαϊκοί, ορθόδοξοι, καθολικοί… Τώρα πια δεν έχει σημασία. Σημασία έχει μόνο η βαθιά ορθόδοξη απάντηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου : «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστὶν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ.» Που πάει να πει: Μόνον ο Θεός.

Από αυτήν πάντως την τελευταία Λειτουργία προέρχεται και η παράδοση για την τελευταία Θεία Μετάληψη. Από εκεί και ο παπάς, που κρύβεται και περιμένει να ολοκληρώσει τη Λειτουργία κάποτε, στο μέλλον. Από εκεί και το δισκοπότηρο, που το πήρε άγγελος ψηλά, στον ουρανό.

Πού το πάς μ’ ορθάνοιχτα φτερά;

Μόνο ο βασιλιάς μας εκοινώνησε,

κοίταξε τι πλήθος καρτερἀ

τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο!

Πού το πας μ’ ορθάνοιχτα φτερά;

Ο άγγελος δεν απαντά στον απορημένο παπούλη και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη τελειώνει με μια προφητεία, που απομένει μισή:

Ώσπου να ’ρθει η ώρα κι η στιγμή

που θεν να ακουστούν φωνές ανήκουστες

να το ξαναφέρουν με τιμή

τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο.

Πότε θα ’ρθει η ώρα κι η στιγμή;

 (Ιωάννης Πολέμης, 1862-1924, «Το Δισκοπότηρο» – μελοποιημένο από τον Ιωάννη Νούσια, 1904-1971).

Πότε θα ’ρθει η ώρα κι η στιγμή; Δεν αποκαλύπτεται. Καταγράφεται πάντως μια περίπτωση που τελέστηκε ξανά η Θεία Λειτουργία στην Αγια-Σοφιά, στα 1919, από τον στρατιωτικό ιερέα Ελευθέριο Νουφράκη[3].

Και ξεκινά η τελική επίθεση των Τούρκων –κι αυτή συστηματικά και καλά στρατιωτικά δομημένη. Βασιβουζούκοι επιτίθενται πρώτοι, το σώμα των ατάκτων. Μετά ο τακτικός στρατός. Τέλος οι επίλεκτοι: γενίτσαροι (παράδοση στην τουρκική επικράτεια από χρόνια παλαιότερα, ήδη από τον Βαγιαζίτ, παππού του Πολιορκητή). Ο Ιουστινιάνης, ο αρχηγός των Γενοβέζων, σκοτώνεται από τους πρώτους. Από ρήγματα του εξωτερικού τείχους και από τον Κεράτιο κόλπο εισέρχονται Τούρκοι. Από ξηρά και από θάλασσα πια.

Α κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγε

πόσον καυμό του γένους μας και πόση εξάντληση,

πόσιν απηύδηση από αδικίες και κατατρεγμό

οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν.

(Κ. Π. Καβάφης, 1863-1933, «Θεόφιλος Παλαιολόγος»).

 Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αναφέρεται στις πέντε, καταγεγραμμένες στις –σιωπηλές κατά τα άλλα– ιστορικές μας πηγές, λέξεις του Θεοφίλου Παλαιολόγου, εξάδελφου του Κωνσταντίνου: Θέλω θανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν…

Υπάρχει και η παράδοση της Κερκόπορτας. Ότι, δηλαδή, μια πόρτα από τα εσωτερικά τείχη είχε μείνει ανοιχτή. Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ το αμφισβητεί. Άλλωστε δεν χρειαζόταν αυτή η αποκλειστικότητα: για να γίνει μια καταστροφή, λένε οι ειδικοί, πρέπει να συντρέχουν περισσότεροι των δύο αρνητικοί λόγοι. Και εδώ έχουμε πλήθος από αρνητικές προϋποθέσεις: εξαντλημένοι πολιορκούμενοι, έριδες μεταξύ τους, έλλειψη βοήθειας από οπουδήποτε, μικρότερος αριθμός αμυνομένων, εισβολή από ξηρά και από θάλασσα, τεχνική υπεροχή των εχθρών, για να αναφέρω τα βασικά.

Ε-ά-λω: η λέξη, από μόνη της, σχεδόν μόνο φωνήεντα, ηχεί σαν κραυγή που εξελίσσεται σε θρήνο.

Η Παναγία εδάκρυσε μέσα στο εικονοστάσι,

«Εάλω η Πόλις!» σχίστηκε με μια κραυγή όλη η πλάση.[4]

Πέφτει η Πόλη, πέφτει και ο Κωνσταντίνος και αναγνωρίζεται κατά παράδοση μόνο από τα πορφυρά σανδάλια του.

Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα, σωρὸς τὰ χτίσματα μικρὰ μεγάλα, θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα.

Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του ἄσπαστη κειτάμενος

Αὐτὸς ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!

(Οδ. Ελύτης, ό.π.).

Και ξεκινά η λεηλασία: Το μεγαλύτερο λάφυρο ο Μωάμεθ το κράτησε για τον εαυτό του, την ίδια την Πόλη ως αξία, ως μνήμη, ως έμβλημα. Όπως το είχε υποσχεθεί, οι άνδρες του λεηλάτησαν ελεύθερα για τρεις ημέρες ορατά κι αόρατα, έμψυχα κι άψυχα, με χέρια βέβηλα, παρόμοια με τον διαμερισμό των ιματίων του Κυρίου μας όταν σταυρώθηκε. Και η φρικτή μνήμη μεταφέρθηκε μέχρι σήμερα με το δημοτικό τραγούδι:

Γιε μου, πατήσαν την Αγιά Σοφιά,
το μέγα μοναστήρι –κι όϊ Μαρούλα μου–
πήραν παιδιά απ’ το δάσκαλο, κορίτσια απ’ το κερκέφι,
πήραν μια δόλια πεθερά, με δεκαοκτώ νυφάδες.
Ν’ όλες οι νύφες περπατούν κι όλες μπροστά πηγαίνουν,
μια νύφη άλλο μικρότερη, δεν μπορ’ να περπατήσει.
Περπάτα νύφη μ’ θαρρετά σαν τσ’ άλλες τις νυφάδες.
Δεν μπορώ, αϊ μάνα μ’, δεν μπορώ, δεν μπόρ’ να περπατήσω.
Με κλαίει ο πόνος των παιδιών και ο χαμός τ’ αντρός μου.

(Δημοτικό Καρδίτσας http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/mou/tragoudia_gia_tin_alosi.htm).

Ο δικέφαλος αετός πλαταγίζοντας τα φτερά του πέταξε μακριά:

Καὶ στοίχειωσε καὶ θέριεψε καὶ πλήθυνεν
ὁ νεκραναστημένος
κι ἔγιν᾿ ὁ ἕνας μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι
στὸ δουλωμένο Γένος.

Καὶ πέταξε στὰ πέρατα καὶ φώλιασεν,
ὅπου σκεπὴ τὸν κρύβει:
Σὲ μοναστήρι, σ᾿ ἐκκλησιὰ καὶ σ᾿ ἄρχοντα
καὶ σὲ φτωχοῦ καλύβι.

(Γ. Δροσίνης, 1859-1951, «Δικέφαλος»).

Έμεινε παρηγοριά στο Πατριαρχείο, στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στο Άγιον Όρος. Άλλα αδέλφια του πέταξαν σε μέρη μακρινά κι έφτιαξαν τη φωλιά τους. Να θυμηθούμε μερικά: Αλβανία, Σερβία, Ρωσία, αλλά και Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία…

Ο δικέφαλος αητός σου να! μακριά
μακριά πέταξε με τ’ άξια και με τ’ άγια
και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά
λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια.

(Κ. Παλαμάς, 1859-1943, «Δωδεκάλογος του γύφτου», λόγος Η΄ προφητικός).


Ο Μωάμεθ, πιστός στον θεό του όπως πάντα, μέσα σε αυτόν τον αποκαλυπτικού μεγέθους χαλασμό, πηγαίνει στην Αγια-Σοφιά για να προσευχηθεί και να ευχαριστήσει τον Αλλάχ. Το νέο της Αλώσεως ταξιδεύει και μαθεύεται από στόμα σε στόμα: «Εάλω η Πόλις!». Κάποιοι θα είπαν πως δεν το πιστεύουν, άλλοι πάλι θα στέναξαν: «Ω, συμφορά μας…». Κύριος οίδε. Πώς να μεταφέρονταν και διαδίδονταν εκείνη την εποχή τέτοιες, τρομερές ειδήσεις; Χωρίς καμία τεχνολογία άλλη πλην των ανθρώπων των αγγελιαφόρων;

Τις το πεν; Τις το μήνυσεν; Πότ’ έλθεν το μαντάτο;

Καράβιν εκατέβαινεν στα μέρη της Τενέδου

και κάτεργον το υπάντησεν στέκει κι αναρωτά το:

Καράβιν πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;

Έρχομαι εκ τ’ ανάθεμα κι εκ το βαρύ το σκότος

ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην.

Απέ την Πόλην έρχομι την αστραποκαμμένην.

Εγώ γομάριν δε βαστώ αμέ μαντάτα φέρνω

κακά δια τους χριστιανούς πικρά και δολωμένα.

Αυτά μας λέει το «Ανακάλημα της Πόλης», το πρωιμότερο γνωστό θρηνώδες στιχούργημα για την Άλωση. Τα νέα μεταφέρονται και στα καψαλισμένα από την πυρκαγιά φτερά των πουλιών:

Ένα πουλάκι ξέβγαινε ’πό μέσα από την Πόλιν.

Χρυσά ήταν τα φτερούδια του, χρυσά και ακεντημένα.

Και ήταν καημένα από φωτιά και μαυροκαπνισμένα.

(Δημοτικό Ελασσόνας http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/mou/tragoudia_gia_tin_alosi.htm)

Ο πρώτος επώνυμος Έλληνας που γράφει ποίημα για την Άλωση ενδέχεται να είναι ο Ροδίτης Εμμανουήλ Λιμενίτης-Γεωργηλλάς, που ζει τα γεγονότα (οι φιλόλογοι παλαιότερα τον ταύτιζαν με τον δημιουργό του «Θρήνου της Κωνσταντινουπόλεως»):

Πούναι τα μοναστήρια σου , πούναι οι καλογήροι,

παπάδες, ψάλταις, ιερείς και κοσμικοί ομού τε

και φιλοσόφοι , ρήτορες της επτασόφου τέχνης;

            Θεέ μου , πώς απέμεινες την ανομίαν ταύτην;

Και πώς το κατεδέχθηκες , δύναμις των αγγέλων;

(…)

Όποιος ένι Χριστιανός την Πόλιν ας την κλαύση.

(«Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως», ό.π., και: H.G. Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, Αθήνα – ΜΙΕΤ 1993, σελ. 260).

Στην απομονωμένη Τραπεζούντα διατηρούσαν την ελπίδα της σωτηρίας μέχρι την τελευταία στιγμή. Και κρατούν αυτήν την ελπίδα ακόμη και πολλά χρόνια μετά, μέσα στον θρήνο τους, με έναν τρόπο μυστικό.

Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίνε τα μοναστήρεα
κι Άι-Γιάννες ο Χρυσόστομον, κλαίει δερνοκοπάται.
Μη κλαις, μη κλαις Άι Γιάννε μου, και μη δερνοκοπάσαι
η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν,
η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο,
η Ρωμανία αν πέρασεν πάλι θα ξανανθίσει.

(Δημοτικό Τραπεζούντας

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/mou/tragoudia_gia_tin_alosi.htm).

Το μοιρολόι βαστά πάντα στα χέρια του, εκτός από τον θρήνο, και τη χαρά της ζωής με έναν τρόπο επίσης μυστικό, αλλά συγχρόνως και πολύ επώδυνο. Ακόμη σήμερα, όταν πενθούμε για μια απώλεια, μας φαίνεται πιο βασανιστική η ζεστασιά του ήλιου, πιο βασανιστικοί οι γύρω άνθρωποι, ανίδεοι κι ευτυχείς, πιο βασανιστική η αθώα μοσχοβολιά ενός βασιλικού.

Βασιλικέ τριόκλουνε με τα σαράντα φύλλα
ν’ ανέβαινα στη ρίζα σου, στα λιανοκλώναρά σου
να ιδώ την Πόλη πώς χαλνά, τα κάστρα πώς ρημάζουν
να ιδώ και την Αγιά Σοφιά πώς Τούρκος την πατάει.

(Δημοτικό Κοζάνης

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/mou/tragoudia_gia_tin_alosi.htm).

 

Τι άραγε ένιωσε η Δύση ακούγοντας τα μαντάτα; Γνωρίζουμε πως οι Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου και λόγιοι Έλληνες όπως ο Ισίδωρος ο Πελοποννήσιος, ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, ο Ανδρόνικος ο Θεσσαλονικεύς, έγραφαν και διέδιδαν το νέο παντού ελπίζοντας σε μια κινητοποίηση. Ο συγγραφέας του Θρήνου της Κωνσταντινουπόλεως, ο Γεωργηλλάς ή όποιος εν τέλει και να ήταν, διατηρεί σχέσεις με τους Ιωαννίτες για αυτόν ακριβώς τον σκοπό και γράφει:

Γινώσκει-το Κύριος ο Θεός και ο καρδιογνώστης,

την νύκταν εσηκώνουμoυν συχνώς έκ το κρεββάτι,

αναθυμώντας το κακόν της Πόλης εθρηνούμην,

έτρεχαν και τα δάκρυα μου , ως τρέχει το ποτάμι,

κι εμάχετό μοι λογισμός να γράφω τα συμβάντα,

τα ’ποία εσυνέβησαν ς’ την άτυχον την Πόλιν.

(«Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως», ό.π.).     

 

Εισακούστηκαν μεν αλλά δεν έγιναν ποτέ οι ανάλογες κινήσεις. Ο Γερμανός ποιητής Βαλτάσαρ Μεντελράις αμέσως μετά την Άλωση γράφει σε ποίημά του (στα μεσαιωνικά Γερμανικά) τα εξής:

 Ο Τούρκος κατέκτησε την Πόλη,

 κοντά μας οι δικοί του θα έρθουν όλοι

και τη Ρώμη θέλουν να κατακτήσουν.

Άρχοντες, τρέξτε, να μην μας νικήσουν.

Και δεν είναι ο μόνος. Καταγράφεται στη Μουσικολογία ολόκληρη ενότητα «Τραγουδιών για τους Τούρκους», έτσι λέγονται στην ορολογία, καθώς και δημοτικά τραγούδια του γερμανόφωνου χώρου εκείνης της εποχής (εκτός της Ελβετίας) των οποίων το περιεχόμενο είναι: Προσέξτε, οι Τούρκοι ζυγώνουν, πάρτε τα όπλα. Ο Λούθηρος μισόν αιώνα αργότερα γράφει μια δέηση σωτηρίας των πιστών: από τον Πάπα και από τους Τούρκους. Καταγράφεται εξάλλου προερχόμενο από αυτήν την παράδοση και ένα γερμανικό, παιδικό λάχνισμα που λέει: Τρέξε, αλογάκι, τρέξε γοργά, ο Τούρκος δεν είναι πολύ μακριά.[5]

Στον γαλλόφωνο χώρο: Ο Φίλιππος ο Καλός, βασιλιάς της Βουργουνδίας, φαίνεται πως λυπήθηκε ειλικρινά για τη Άλωση της Πόλης. Κάθε σκέψη δραστηριοποίησης όμως θα σήμαινε άλλη μια σταυροφορία και ενδεχομένως μεγάλες απώλειες. Έτσι δεν βρήκε πρόθυμους άλλους βασιλείς να συνεργαστούν μαζί του. Και δεν προχώρησε σε τίποτε. Μένει όμως το ενδιαφέρον του αποτυπωμένο σε ένα μοτέτο που έγραψε για αυτόν ο Γκιγιόμ Ντυφέ, διάσημος συνθέτης της εποχής, Γαλλο-βουργουνδός, την αμέσως επόμενη χρονιά της Άλωσης, στα 1454, και του το παρουσίασε. H Παναγία θρηνεί μιλώντας στον Χριστό (πάλι σε μια γλώσσα μεσαιωνικών Γαλλικών):

Ω πολυεύσπλαχνε, πηγή κάθε ελπίδας,
πατέρα των παιδιών μας. Εγώ η θλιμμένη μητέρα
θρηνώντας έρχομαι στο παντοδύναμο βασίλειό Σου
τη δύναμή Σου και την φιλανθρωπία Σου να ζητήσω,
ώστε να μην υποφέρει τέτοιο μαρτύριο σκληρό
το παιδί μου, που τόσο με τίμησε.[6]

Ο βιβλικός στίχος, που αποτελεί τη στιχουργική και μελωδική βάση για το μοτέτο του Ντυφέ (έτσι χτιζόταν τότε μορφολογικά ο τύπος του μοτέτου), προέρχεται από τον πρώτο θρήνο του Ιερεμία (1,2): «καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ παρακαλῶν αὐτὴν ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαπώντων αὐτήν· πάντες οἱ φιλοῦντες αὐτὴν ἠθέτησαν ἐν αὐτῇ».

«Ἠθέτησαν ἐν αὐτῇ»: Η αυτοκριτική της Δύσης άραγε; Ποιος ξέρει; Πάντως στη δυτική εικονογραφία αποσιωπήθηκε συνειδητά και συστηματικά η απεικόνιση της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης.[7] Δεν τους αφορούσε άραγε; Πράγματι δεν ασχολήθηκαν καθόλου με κάτι τόσο επισφαλές και τόσο επίφοβο, μέχρι που αισθάνθηκαν πιο προσωπικά την απειλή με τις δύο πολιορκίες της Βιέννης, περίπου έναν αιώνα αργότερα η πρώτη και περίπου δύο η δεύτερη. Αργότερα τα πράγματα άλλαξαν ακόμη περισσότερο, ξεχάστηκε η Άλωση όσο οι Τούρκοι παρέμεναν μακριά από την κεντρική Ευρώπη· μετά ήρθε στην τέχνη κι ο οριενταλισμός (19ος αιώνας) και αργότερα η για διάφορες αιτίες επαναδιατύπωση των ιστορικών συμφραζομένων, για να φθάσουμε μέχρι το χλιαρό σήμερα.

Η Ιστορία είναι πάντα και έτσι και αλλιώς. Υπάρχουν κάποιοι που μένουν έξω από τον χορό, μακριά από τη μνήμη, είτε πραγματικά είτε συμβολικά, και που βλέπουν τα πράγματα –επί του προκειμένου την Άλωση– χωρίς συμμετοχή της ψυχής τους. Λιγότερο ή περισσότερο, κατ’ επιλογήν, αμβλείς.

Ἔστειλα δυὸ πουλιὰ στὴν κόκκινη μηλιὰ ποὺ λένε τὰ γραμμένα
τὅνα σκοτώθηκε, τ᾿ ἄλλο λαβώθηκε δὲ γύρισε κανένα.

Γιὰ τὸν μαρμαρωμένο βασιλιὰ οὔτε φωνή, οὔτε λαλιά,
τὸν τραγουδάει τώρα στὰ παιδιά, σὰν παραμύθι ἡ γιαγιά.

 («Ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς», στίχοι: Πυθαγόρας, μουσική: Απόστολος Καλδάρας- 1972).

Υπάρχουν κι άλλοι, που βλέπουν μέσα από τα τείχη τις ορδές να πλησιάζουν τους εξαντλημένους πολιορκημένους. Και διαβάζουν στίχους και τραγούδια, που ανά τους αιώνες πλάστηκαν ανώνυμα ή επώνυμα και που μαρτυρούν την απώλεια ως διαρκώς παρούσα.

Σίντας να δω –κι οχ, μαρή λιμουνιά– σίντας να δώσ’ η χαραυγή,
κι οχού, –κι οχ, μωρ’ λιμουνιά– να γλυκοφέγγ’ η Πόλη.
Φέγγουν της Πόλης τα τζαμιά, της Πόλης τ’ αργαστήρια.
Φέγγει και η Αγιά Σοφιά με τα χρυσά καντήλια.
Σίντας να δώσ’ η Παναγιά, να δώσει να ’νι μέρα,
να μπω μεσ’ την Αγιά Σοφιά, να μπω να προσκυνήσω.

(Δημοτικό Θράκης

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/mou/tragoudia_gia_tin_alosi.htm).

 

Το να γνωρίζω την Ιστορία, να τιμώ τις μαρτυρικές στιγμές της και να μεταφέρω την αλήθεια της, δεν μου απαγορεύει να αποδέχομαι και να αγαπώ τους ανθρώπους όλου του κόσμου κατά την κοινή, ανθρώπινη συνείδηση και τους αξιακούς της κανόνες. Το να γνωρίζω την Ιστορία, να τιμώ τις μαρτυρικές στιγμές της και να μεταφέρω την αλήθεια της, δεν με οδηγεί σε οποιουδήποτε τύπου μισαλλοδοξία. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο– ή μάλλον, για να τοποθετήσουμε έναν ιδεατό προορισμό στη σκέψη μας, ιστορική και μη: αυτό είναι το ζητούμενό μας. Το να τιμούμε και να θυμόμαστε συγχρόνως. Ένθεν κακείθεν.

Ένας στίχος ακόμη θα ολοκληρώσει το ταξίδι μας: Κωστής Παλαμάς, «Δωδεκάλογος του γύφτου», λόγος Η΄, προφητικός. Προφητικός; Εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω. Η οικονομία του Θεού και η αγάπη Του γνωρίζει, που από πέτρες γεννά τέκνα του Ισραήλ και που μας έχει διδάξει με το Πάθος Του να τα μετράμε όλα και με τα μέτρα της Ανάστασης. Ανάστασης όχι επειδή τα καταφέραμε τάχα από την καλοσύνη μας οι ίδιοι, αλλά επειδή Εκείνος μας λυπήθηκε μέσα στην αμαρτία μας. Και μας υπόσχεται μια επανάκτηση και μια ανάσταση: Του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Της Βασιλεύουσας και των συν αυτή; Της ψυχής του καθενός μας ξεχωριστά; Μόνον Εκείνος ξέρει.

Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
(…)
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, –
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

   

[1] Πρβλ. Ιωάννης Πολέμης (1862-1864), «Κρυφό σχολειό».

[2] πρβλ. Γ. Σεφέρης, «Ελένη».

[3] Βλ. ενδεικτικά: Ιακώβου Α., Συνέβη εις την Πόλη, Αθήνα (Άθως) 2017.

[4] Κ. Ζηκούλη, Ελλάδα μας ηρώων μητέρα, Αθήνα (Άθως) 2018, σελ. 12.

[5] Türkenlieder, Oestereichisches Musiklexikon Online.

[6] G. Dufay, Lamentatio sanctae matris ecclesiae Constantinopolitanae.

[7] Schriften von Ulrich Rehm, τ. 16, σελ. 161 κ.ε.

(Εκφωνήθηκε κατά την ανάλογη, επιμνημόσυνη εκδήλωση στις 29-5-2022, στον ιερό ναό Αγίου Δημητρίου Κοντοπεύκου στην Αγία Παρασκευή Αττικής)

 

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΥΣΗ / ΑΛΛΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
1453: Άλωση Κωνσταντινούπολης Ανακάλημα της Πόλης,

Θρήνος Κωνσταντινουπόλεως,

Πάρθεν η Ρωμανία.

Δημοτικά: ενδεικτικά,

χωρίς χρονολόγηση:

Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γη,

Βασιλικέ τριόκλουνε,

Ο Κωνσταντής κι ο Κωνσταντάκης,

Της καλογριάς,

Πατήσαν την Αγια-Σοφιά,

Ναϊλοί εμάς, να βάι εμάς,

Τρία καράβια φεύγουνι,

Εμείς δεν θέλουμε τζαμιά,

Τρεις καλογέροι Κρητικοί,

Ισίς πουλιά μ’ πετούμενα,

Σίντας να δωσ’ η χαραυγή,

Γιατί, πουλί μ’, δεν κελαηδείς.

 

 

 

Εμμανουήλ Λιμενίτης-Γεωργηλλάς

Μπαλτάσαρ Μεντελράις

(1453)

 

Γκιγιόμ Ντυφέ (1454)

 

Α΄ πολιορκία Βιέννης (1529)
Β΄ πολιορκία Βιέννης

(1683)

1873 Το σπαθί και η κορώνα Γ. Ζαλοκώστας
1882 Ο τελευταίος Παλαιολόγος Γ. Βιζυηνός
1907 Ο δωδεκάλογος του γύφτου (λόγος Η΄/ 1899) Κ. Παλαμάς
Ο δικέφαλος Γ.  Δροσίνης
1913 Μαρμαρωμένε Βασιλιά! Καρυωτάκης Βαλκανικοί Πόλεμοι
1917 Το δισκοπότηρο

και: Βουβή καμπάνα

Ι. Πολέμης
1920 Τα ευζωνάκια Ζ. Παπαντωνίου
1921 Πάρθεν Κ. Καβάφης Μικρασιατική εκστρατεία
1923 Θεόφιλος Παλαιολόγος Κ. Καβάφης Στέφαν Τσβάιχ (1927)
1931 4 ποιήματα Ι. Περδίος
1953 Ώς την Άλωση Θ. Φραγκόπουλος
1972 Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς

3 ποιήματα

Πυθαγόρας

Γ. Αθάνας

1974 Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Οδυσσέας Ελύτης
1978 Μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί Γ. Σκούρτης
1990 Πόλη, Κωνσταντινούπολη Μ. Μποσταντζόγλου
1998 Μαρμαρωμένος βασιλιάς Στ. Σπανουδάκης
2018 Εάλω η πόλις! Κ. Ζηκούλη

1 σχόλιο

  1. Πανέμορφο κείμενο και θεωρώ ότι είναι επίκαιρο ξανά. Τυχαμε σε εποχή που επιχειρείται δυστυχώς με μεγάλη μαεστρία άλωση ψυχών τε και σωμάτων και μάλιστα με απίστευτα βίαιο τρόπο. Αναφέρομαι στον αόρατο πόλεμο που έγινε πια ορατός καθώς πολλοί είναι οι άγιοι Πατέρες που πιστεύουν ότι οι σκοτεινές δυνάμεις στον καιρό μας, μας έχουν διαλύσει. Οι δαίμονες και τα όργανα τους χορεύουν από χαιρεκακια πάνω σε όλο τον πλανήτη και έχουν αρχίσει να δείχνουν όλα δυσοίωνα για το μέλλον μας. Ευτυχώς, κάποιοι Πατέρες είδαν το τέλος αυτής της κατάστασης και τον ερχομό της Αναλαμπής και του χριστιανισμου και του ελληνισμού, αλλά και όλου του κόσμου! Μακάρι να ζησουμε ξανά τον παράδεισο που μας χάρισε ο Λόγος του Θεού και δεν θα αφήσει καμία ψυχή να παραμείνει στο σκότος. Να εύχεστε, όσοι μπορείτε για την τελική λύτρωση όλων μας!

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ