«Είμαστε υπερβολικά τυχεροί με το να μη γνωρίζουμε επακριβώς το είδος του κόσμου στον οποίο ζούμε»
Wislawa Szymborska
Η μετάφραση ενός έργου είναι μία κοπιώδης πράξη προσφοράς, που προϋποθέτει πολλές δεξιότητες, εκ των οποίων η βασικότερη αφορά την τεχνική και καλλιτεχνική κατάρτιση του μεταφραστή, ο οποίος καλείται να αρθεί με ταπείνωση στο ύψος της περίστασης και να αποδώσει το πρωτότυπο σε τουλάχιστον αξιοπρεπή μορφή, χωρίς να το μαγαρίσει στο όνομα της επιπολαιότητας ή της ματαιοδοξίας του. Διότι, όσο και να λέμε ότι ένα σπουδαίο βιβλίο δεν ζημιώνεται κατά βάθος από μία κακή ή μέτρια μετάφραση, καθώς και ότι ακόμα και μέσα από μία ανεπαρκή μετάφραση αυτό πάντοτε καταφέρνει να αναδείξει τη σπουδαιότητά του και να προδώσει την ανεπάρκεια του μεταφραστή του, περιμένοντας -θα λέγαμε- μια επόμενη ευκαιρία, η ζημία που προξενείται στο μεταξύ μπορεί να είναι σοβαρή. Διότι ένα μεγάλο δημιούργημα που δεν ευτύχησε, που έπεσε σε λάθος χέρια, πιθανόν να περάσει απαρατήρητο ή να τρεμοσβήσει σαν κάτι εφήμερο, στερώντας έτσι από το αναγνωστικό κοινό και, κατά προέκτασιν, τη συλλογική ευαισθησία, μέχρι και την ίδια την πιθανότητα στοιχειώδους ενημέρωσης περί της υπόστασης αυτού. Επίσης, συμβαίνει και το άλλο: οι επόμενες γενιές να αναλώνονται με την επανόρθωση του ατοπήματος (το θλιβερό φαινόμενο να έχουμε επανειλημμένες αποδόσεις των ίδιων και ίδιων κλασικών κειμένων), αντί να ξεχύνονται στην ανακάλυψη νέων τόπων και στη διάνοιξη νέων δρόμων. Ωστόσο, η ακόμα μεγαλύτερη «ζημία» έγκειται αλλού. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται ακριβώς για «ζημία» αλλά για «διαφυγόν κέρδος» και αφορά τη στέρηση από τα άτομα και την κοινωνία του απροσμέτρητου πνευματικού οφέλους που συνεπάγεται η γνωριμία με έναν μεγάλο άγνωστο συγγραφέα ή ένα μεγάλο άγνωστο έργο. Όχι, δηλαδή, η κακή μετάφραση, αλλά η μη μετάφραση. Ο αναξιοποίητος θησαυρός των μεγάλων αγνώστων, των μεγάλων ανεξερεύνητων, των μεγάλων λησμονημένων, των μεγάλων παραγνωρισμένων, των μεγάλων αμετάφραστων. Σε αυτήν την περίπτωση το έργο του υποδεικνύοντος/προτείνοντος αποκτά έναν πρόσθετο, άλλης τάξεως χαρακτήρα, που, όμως, συνήθως παρασιωπάται. Είθισται κανείς να μην θυμάται εκείνον που ανακάλυψε το πρώτο κοίτασμα χρυσού του χρυσωρυχείου. Όπως και να ’χει, όμως, είτε το ανακάλυψε ο ίδιος -ψάχνοντας ή κατά τύχη- είτε ενθουσιάστηκε με την υπόδειξη, ο μεταφραστής είναι ο χρυσωρύχος, ο αληθινός μαιευτήρας. Διότι, κακά τα ψέματα, ιδέες και προτάσεις συνήθως υπάρχουν πάμπολλες. Μέσα, λοιπόν, στην ανεξέλεγκτη πληθώρα της παγκόσμιας γραμματείας η εύρεση ή η υπόδειξη του αξιομετάφραστου έργου είναι μία πράξη προσφοράς. Θα μπορούσε να συνιστά λογοτεχνικό υπο-είδος, αντιστικτικό της βιβλιοκριτικής. Ας πούμε κάτι σαν κριτική της μη αναζήτησης, της αγνόησης, της αποσιώπησης ή μη ανάδειξης ενός έργου.
Ο αριθμός των άγνωστων ή αμετάφραστων σπουδαίων βιβλίων είναι τεράστιος. Ειδικά στην Ελλάδα, μια χώρα με λίγους αναγνώστες και ευάριθμους μεταφραστές, για να μην πούμε πόσους από αυτούς επαρκείς και πόσους γνώστες περιφερειακών γλωσσών. Εν τοιαύτη περιπτώσει, οι πιθανότητες εμφάνισης κάποιου ξεχασμένου ή δυσπρόφερτου ονόματος εκμηδενίζονται σχεδόν. Υπάρχουν, ασφαλώς, και συγγραφείς από «δευτερεύουσες» χώρες και γλώσσες, οι οποίοι ευτύχησαν, δηλαδή έτυχε να ξεθαφτούν και να διασωθούν μέσα από την απόδοσή τους σε διεθνείς γλώσσες ή χάρη στον θαυμασμό που εξέφρασαν γι’ αυτούς αναγνωρισμένοι ομότεχνοί τους.
Μία χαρακτηριστική περίπτωση μεγάλου άγνωστου συνιστά ο AleksanderWatκαι το βιβλίο Ο Αιώνας μου.
Ο Wat(Chwat) γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1900 στη Βαρσοβία, στους κόλπους μίας εύπορης εβραϊκής οικογένειας, μακρινών απογόνων του καββαλιστή IsaacLuria. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας, αλλά οι πραγματικές σπουδές του είχαν αρχίσει από πολύ μικρή ηλικία. Υπήρξε πρώιμος φωστήρας. Το 1919, με τη περίφημη ποιητική συλλογή του «ΕΓΩ από τη μία πλευρά κι ΕΓΩ από την άλλη της σιδεροσκυλίσιας σόμπας μου», αλλά και με τη θεοπάλαβη για την εποχή συμπεριφορά του, πλάι στον StanislawIgnacyWitkiewicz, τον θρυλικό Witkacy, καθιερώθηκε ως πρωτοστάτης του φουτουρισμού (έτσι ονομάστηκε η πρώτη πολωνική avantgarde). Το 1927 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Ο Άνεργος Εωσφόρος». Καθ’ όλη τη δεκαετία του ’20 πρωταγωνίστησε στη σύνταξη περιοδικών της πρωτοπορίας, από το NowaSztuka(Νέα Τέχνη) ώς το κυρίαρχο MiesiecznikLiteracki(Μηνιαία Λογοτεχνική Επιθεώρηση), του οποίου έγινε διευθυντής, αρχικά, εισάγοντας στην Πολωνία το έργο του VladimirMayakovskyκαι των Ρώσων φουτουριστών, για να μετατραπεί σιγά-σιγά σε διαδότη μαρξιστικών ιδεώνκαι υποστηρικτή του κομουνισμού. Μάλιστα, ο Mayakovsky, με τον οποίο συνδέθηκε προσωπικά και τον οποίο μετέφρασε, τον αποκάλεσε «γεννημένο φουτουριστή», αν και ο ίδιος προτιμούσε να θεωρεί εαυτόν ντανταϊστή.
«Εκείνο που με έσπρωξε στον κομουνισμό δεν ήταν η δίψα για πίστη, αλλά η ανικανότητά μου να αντέξω τον απόλυτο, τελεσίδικο σκεπτικισμό και, κατά συνέπεια, να αποδεχτώ το παράλογο της ύπαρξης»θα γράψει αργότερα, μιλώντας για τα έξαλλα, γεμάτα πειραματισμούς και Schopenhauer«μηδενιστικά» νεανικά του χρόνια. Η ψυχή του διψούσε για έναν δημιουργικότερο ακτιβισμό… Όμως, ο απελπισμός του -μάλλον κιρκεγκωριανός παρά νιτσεϊκός- δεν ήταν μία εφηβική παρόρμηση ούτε μία μεταεφηβική πρακτική εκτόνωσης, αλλά ο σκληρός πυρήνας της ψυχής του, γεγονός που αποδείχτηκε από τη μετέπειτα διαδρομή του, που βρίθει αβεβαιότητας, αγωνίας, αποθαρρύνσεων, κρίσεων, αντιφάσεων και, κυρίως, απόγνωσης. Δεν ανήκε, όπως παρατηρεί ο LeszekKolakowski, στην κατηγορία των ανθρώπων που, πιστοί σε μία υπερβατική τάξη ή σκοπιμότητα, προχωρούν«καλύτερα προετοιμασμένοι να αντιστέκονται στα χτυπήματα της μοίρας και να μην υποκύπτουν στην απελπισία».
Μετά την προσάρτηση της χώρας του στη Γερμανία το 1939, έφυγε για το Lwow, υπό σοβιετική κατοχή, όπου όμως δεν άργησε να συλληφθεί από τη «NKVD» και να κλειστεί στη φυλακή της Lubyankaστη Μόσχα, μετά στο Saratov, κοκ, και, τελικά, να μεταφερθεί στο Καζαχστάν, παράλληλα αλλά χωριστά από τη γυναίκα του OlaWatowaκαι τον 9χρονο γιο τους, Andrzej. Σημειωτέον, τα χρόνια της εξορίας του ένα από τα αδέρφια του εξοντώθηκε στο ναζιστικό στρατόπεδο της Treblinka. Στο μεταξύ, με την αμφοτέρωθεν εισβολή στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939 είχε σπεύσει να δώσει τέλος στη ζωή του ο συνοδοιπόρος και συμπότης του, Witkacy, ο οποίος, έχοντας ζήσει insituτην Οκτωβριανή Επανάσταση και την εξέλιξή της, ένιωθε μίσος και πανικό για τον κομουνισμό και ιδίως για τις σοβιετικές φυλακές. «Το τελικό κίνητρο (της αυτοκτονίας του) θα μπορούσε να είναι ο φόβος της φυλακής και, συγκεκριμένα, της σοβιετικής φυλακής» σημειώνει ο Wat. Ο Witkacy, μολονότι καταδίκαζε ως «σάπια» τα φιλελεύθερα καπιταλιστικά καθεστώτα της Δύσης, δεν διατηρούσε καμία από τις ψευδαισθήσεις των δυτικών αριστερών για το νέο σοβιετικό σύστημα, υπήρξε, μάλιστα, από τους πρώτους -πριν από τον Gideκαι τον Koestler- που αντιλήφθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν για την καταπίεση στην ΕΣΣΔ…
Το 1946, έπειτα από 7 χρόνια εξορίας και φυλακίσεων (γνώρισε 14 φυλακές), ο Wat-και η οικογένειά του- επέστρεψε στην πατρίδα, όπου εν είδει αναγνωρίσεως του ανατέθηκε η διεύθυνση του Κρατικού Ινστιτούτου Εκδόσεων (PIW). Ωστόσο, πλέον δεν ήταν ο ίδιος. Δεν διατηρούσε καμία συμπάθεια προς το κόμμα/καθεστώς, αντιθέτως, υπερασπιζόταν ανοικτά τη δημοκρατία, γεγονός που ανάγκασε τις Αρχές να τον απομακρύνουν και να του απαγορεύσουν κάθε δημοσίευση. Πολύγλωσσος, επιδόθηκε στη μετάφραση Άγγλων, Γάλλων, Γερμανών και Ρώσων κλασικών, ώς το 1957, με την έλευση του Khrushchevκαι της αποσταλινοποίησης. Το έτος αυτό έρχονται στο φως, έπειτα από 30 χρόνια σιωπής, τα Ποιήματα, που απέσπασαν το βραβείο του σημαντικότερου περιοδικού της εποχής, NowaKultura(Νέα Κουλτούρα). Τότε ήταν που του επετράπη να ταξιδέψει. Λέγεται, μάλιστα, ότι το 1956 παραλίγο να τοποθετηθεί μορφωτικός ακόλουθος στην πολωνική πρεσβεία στην Αθήνα! Άρρωστος εξαιτίας εγκεφαλικού που είχε υποστεί το 1953, το 1959 μετανάστευσε οικογενειακώς στη Γαλλία. Επί κομουνισμού, ομολογεί, δεν έγραψε ούτε έναν στίχο. Το 1962 εκδόθηκαν τα Μεσογειακά Ποιήματα, κ.ά.
Είναι δύσκολο να συνοψίσει κανείς τη μοναδικότητα του Αιώνα μου, το οποίο συνίσταται στις δεκάδες απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις/ανοιχτές συζητήσεις που πήρε το διάστημα 1964-1965 ο CzeslawMilosz, καθηγητής τότε του Τμήματος Βαλκανικών και Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Berkeleyτης Καλιφόρνιας, από τον Wat, ο οποίος μετέβη εκεί, αποδεχόμενος την πρόταση για μία οικονομική ανάσα, που ενδεχομένως θα αξιοποιούσε γράφοντας απερίσπαστος, και, φυσικά, με την αλλαγή κλίματος θα είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τους συνεχείς και αφόρητους πόνους που τον κατάτρυχαν και κατέθλιβαν. Πράγματι, το πρώτο διάστημα, σύμφωνα με μαρτυρίες, παρουσιάστηκε μεταμορφωμένος, σχεδόν σε κατάσταση ευφορίας. Ωστόσο, γρήγορα ένα είδος απομόνωσης και αδυναμίας επικοινωνίας ξανάφεραν την κατάθλιψη και τους ψυχοσωματικούς πόνους. Έτσι, έπειτα από 1,5 χρόνο το ζεύγος Watεπέστρεψε στο Παρίσι. Οι πόνοι, τους οποίους απέδιδε σε ένα είδος αναδρομικής μεταφυσικής τιμωρίας («Σε γενικές γραμμές, αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, τη ζωή και τον εαυτόν μου με όρους ενοχής και τιμωρίας. Είναι η εβραϊκή μου κληρονομιά») εξαιτίας του αρχικής υποστήριξής του προς τον κομουνισμό («Η προσέγγισή μου στην κομουνιστική ιδεολογία, η εγγύτητά μου προς αυτήν, υπήρξε ένα δαιμονιακό ειδύλλιο, καρπός του οποίου είναι η σημερινή μου αρρώστια»), τον οδήγησαν στην αυτοχειρία, 3 χρόνια αργότερα, στις 29 Ιουλίου του 1967. Ένας άλλος Πολωνός, ο WitoldGombrowicz, είχε πει το 1963 σε μία συνέντευξη: «-Φοβάστε τον θάνατο; – Όχι, δεν φοβάμαι τον θάνατο, αλλά τον πόνο». Το ίδιο και ο Wat. Από την άλλη, κάθε μεταφυσικός φόβος ή φόβος για το μετά θάνατον δεν είναι παρά η σοβαρή υπόψιν λήψη της πιθανότητας αιώνιας βίωσης ενός πόνου, του ίδιου ή άλλου χειρότερου, είναι ο εξής εφιάλτης: «Τίποτα δεν είναι οριστικό, πέρα από το όριο κάθε κακού, υπάρχει ένα χειρότερο κακό»… Το βιβλίο τυπώθηκε το 1977 στο Λονδίνο (στα αγγλικά) και αποτέλεσε εκδοτικό γεγονός. Στην Πολωνία, όπου κυκλοφορούσε κρυφά από χέρι σε χέρι, δεν εκδόθηκε παρά μετά την Πτώση του Τείχους.
Ο Αιώνας μουμπορεί να διαβαστεί σαν ένα βιβλίο ιστορίας, αναμνήσεων, αυτοτελών ιστοριών, σαν ένα ανοικτό μυθιστόρημα, ένα ατέρμονο δοκίμιο, μία πνευματική αυτοβιογραφία ή, όπως γράφει ο AdamZagajewskiστον πρόλογο της ισπανικής έκδοσης, σαν «μία ασυνήθιστη ποιητική και φιλοσοφική πραγματεία». Πρώιμη απελπισία, νεανική τρέλα, διανοητικές περιπέτειες, ακρότητες, καλλιτεχνικοί πειραματισμοί, πρωτοπορία, ιδεολογική έξαψη, ενθουσιασμός, πολιτική στράτευση, διάψευση, ματαίωση, υπαρξιακές κρίσεις, θρησκευτικές εμπειρίες, πόλεμος, κατοχή, εκτελέσεις, συλλήψεις, διωγμοί, φυλακίσεις, βασανιστήρια, εξορίες, γκουλάγκ, μίση, στερήσεις, κακουχίες, απειλές, προδοσίες, ταπεινώσεις, περιορισμοί, ώριμη απελπισία. Κατά κύριο λόγο το βιβλίο εκτυλίσσεται στις φυλακές. Ο Milosz(όπως γράφει η Olaστις ευχαριστίες της για την έκδοση του βιβλίου, ο Aleksanderτον θεωρούσε «μοναδικό, ιδανικό ακροατή, η σαγηνευτική προσωπικότητα και η ευφυΐα του οποίου αποτέλεσαν μία διανοητική πρόκληση που τον ώθησαν να ξεπεράσει τους φρικτούς πόνους της ανίατης ασθένειάς του») απευθύνει σύντομες και ουσιώδεις ερωτήσεις και ο Watαπαντά ποταμηδόν, με εντυπωσιακή ευρυμάθεια και εμβρίθεια, αφηγηματικό χάρισμα, ταπεινότητα, ειλικρίνεια, χιούμορ, σοφία. Περισσότερες από 1.000 σελίδες γεμάτες μαρτυρίες και παρατηρήσεις, αβυσσαλέες σκέψεις για τον κόσμο, τη ζωή, τον άνθρωπο, την κοινωνία, την ιστορία, την πολιτική, την τέχνη. Εξαίσια πορτρέτα αμέτρητων διάσημων προσώπων. Πάνω απ’ όλα, όμως, πρόκειται για έναν βιωματικό ύμνο της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας, της πνευματικότητας και της θρησκευτικότητας. Ένα σπαρακτικό κατηγορώ κατά του (σοβιετικού) ολοκληρωτισμού («Ο κομουνισμός είναι εχθρός της εσωτερίκευσης, ο εχθρός του ανθρώπου με εσωτερικό βίο» … «η ουσία του σταλινισμού: να σκοτώσει τον εσωτερικό βίο του ανθρώπου»). Μία ένθερμη προάσπιση της μεταφυσικής και του χριστιανισμού, ιδιαιτέρως δε του προσώπου του Χριστού. Ανεξίτηλες μένουν στον αναγνώστη οι αφηγήσεις της λαχτάρας του για την τύχη της λατρεμένης γυναίκας και του μονάκριβου παιδιού του, της μυστικής εμπειρίας με αφορμή τη μουσική του Bachή -κορυφαίο σημείο του βιβλίου- της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του διαβόλου («τον οποίον ιστορικώς ενσάρκωνε ο μπολσεβικισμός») στο κελί του, της μεταστροφής του στον καθολικισμό και της νέας του ζωής.
Εντούτοις, ο Watδεν είναι ούτε DietrichBonhoefferούτε NicolaeSteinhardt. Δεν έχει τη μοίρα μάρτυρα ούτε διαθέτει τη χάρη αγίου. Αμφισβητεί τη γνησιότητα των υπερβατικών βιωμάτων και αντιπαθεί τις μυστικιστικές αποκαλύψεις. Ομολογεί ανοιχτά ότι δεν υπέστη βασανιστήρια και ότι υπήρξε τυχερός μες στην ατυχία του. Αρνείται ακόμα και τον όρο «αυτοβιογραφία», αφού κατ’ αυτόν αποσιωπούνται ζωτικής σημασίας λεπτομέρειες της σεξουαλικότητας που ρυθμίζουν και εξηγούν εν πολλοίς τη στάση κάθε αυτοβιογραφούμενου. Είναι ένας απλός φιλελεύθερος άνθρωπος, ένας τετραπέρατος, βιβλιοφάγος διανοούμενος που, εγκλωβισμένος «ντοστογεφσκικώς» και «καφκικώς» σε δυσμενείς συνθήκες και συγκυρίες, περιγράφει με συναρπαστικό τρόπο τη μακρά δοκιμασία του. Είναι, τέλος, ένας ποιητής, έτσι αισθανόταν πρωτίστως, «ένας Εβραίος μ’ έναν σταυρό στο στήθος», που έμαθε να προσεύχεται πριν κοιμηθεί, «ακόμα και τις στιγμές απουσίας πίστης».
Το εξω-ιστορικό εναλλάσσεται αενάως με το εσω-ιστορικό, αναδεικνύοντας τη μεταφυσική δομή της χρονικότητας και τον ανθρωπικό άξονα της ιστορίας. «Πρόθεσή του ουδέποτε υπήρξε το να καταστεί χρονικογράφος του αιώνα του, αλλά να αναζητήσει το μυστικό, κρυφό νόημα των γεγονότων» παρατηρεί οMiloszστον πρόλογο.
Θα προσέφερε ωραίες υπηρεσίες στον τόπο -και, ταυτοχρόνως, θα καθιέρωνε τον εαυτόν του ως μεταφραστή- ο άνθρωπος εκείνος που θα αναλάμβανε τη μετάφραση του εν λόγω έργου. Έστω και από τα αγγλικά, με παράλληλη, εξαντλητική επιβεβαίωση από το πρωτότυπο. Ο δε εκδότης του καθόλου δεν θα υπολειπόταν σε προσφορά και κύρος. Πιθανότατα και σε πωλήσεις. Η ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα δεν απειλούνται από κανένα αξιόλογο έργο που μεταφράζεται. Τουναντίον, ωφελούνται από αυτό. Η πραγματική πολιτιστική απειλή αφορά τη διάδοση πτωχών εγχώριων έργων, την πλημμελή παρουσίαση ή την αγνόηση αριστουργημάτων, την αδιαφορία προς τα απαιτητικά πονήματα, την πριμοδότηση της ελαφριάς λογοτεχνίας των ευπώλητων, τη βιβλιοκριτική φίλου σε φίλο, κ.ά.
Περιοδικό ΦΡΕΑΡ, Οκτώβριος 2015, τεύχος 12
Το εικαστικό που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Αλμπέρτο Τζιακομέτι.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο