Παρελάσεις, γιατί;  

2
1542

Θυμάμαι παιδί, τὶς ἀδιάκριτες ματιές μου σὲ δύο γερασμένα πόδια, ἀλλόκοτα καὶ δύσμορφα, ποὺ τοὺς ἔλειπαν κάμποσα δάχτυλα, ἐνῷ κάποια ἄλλα ἔχασκαν παραμορφωμένα. Ἦταν τὰ πόδια τοῦ παπποῦ μου.

Ὅταν βρῆκα τὸ θάρρος νὰ ρωτήσω τὸ «πῶς», ἔμαθα τὴ δική τους ἱστορία. Ἦταν δυὸ πόδια ποὺ κινήθηκαν μαζὶ μὲ ἄλλα πολλά, γιὰ νὰ ἀνέβουν στὰ ὄρη τῆς Πίνδου· ποὺ ἔτρεξαν μὲ τὴν ἰαχή «αέρα», γιὰ νὰ καταλάβουν ὑψώματα· ποὺ καθηλώθηκαν μπροστὰ στὴ φρίκη τοῦ θανάτου, τοῦ συμπολεμιστῆ καὶ τοῦ ἐχθροῦ, χωρὶς μίσος, μόνο μὲ πόνο καὶ τὴ συναίσθηση ἑνὸς χρέους ἱεροῦ.

Τούτα τὰ πόδια πάγωσαν στὸ χιόνι καὶ στὸν πόλεμο, κοκάλωσαν, ἔγιναν δυὸ πληγές καὶ σάπισαν. Τὰ δάχτυλα κόπηκαν γιὰ νὰ ζήσει ὁ παππούς, γιὰ νὰ ζήσουν καὶ οἱ ἄλλοι οἱ πολλοὶ ποὺ τὸν περίμεναν.

Κατὰ τρόπο παράδοξο, ὅμως, τὰ δυὸ αὐτά πόδια τὰ λειψά, δέν ἔπαψαν ποτὲ νὰ περπατοῦν. Σὰν νὰ πῆραν μιὰν ἀπόφαση νὰ ἀντισταθοῦν ἰσοβίως σὲ κάθε κατακτητικὴ ὁρμή, ποὺ ἐπεδίωκε νὰ καθορίσει τὴ μοίρα τους.

Ἔτσι τὸ ἐπάγγελμα ποὺ στερεώθηκε ὁ παπποὺς ἦταν νὰ τρέχει γι’ αὐτοὺς ποὺ πετοῦσαν (κλητήρας στὴν Ὀλυμπιακὴ Ἀεροπορία)· πάντα στὴν ἀγορὰ τοῦ Πειραιᾶ πήγαινε πεζὸς κρατώντας δύο δερμάτινες τσάντες (ἐργόχειρα τῆς γιαγιᾶς Μαρίας) γιὰ νὰ χωροῦν ὅλα ὅσα θὰ μποροῦσαν νὰ θρέψουν παιδιὰ κι ἀνήψια ὀρφανά· μετὰ τὴ σύνταξη ἀνηφόριζε στὸ χωριὸ γιὰ τ’ ἀπαραίτητα καὶ ὁδηγοῦσε τὰ βήματά του στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἅι Δημήτρη νὰ ἀνάψει τὸ κερί του· κι ὅταν βάρυνε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, σηκωνόταν συχνὰ ἀπὸ τὴν πολυθρόνα, γιὰ νὰ βηματίσει ἀργὰ ἀπὸ τὸ ὑπνοδωμάτιο στὴν κουζίνα, ὄχι μὲ σκοπὸ συγκεκριμένο, ἀλλ’ ἔχοντας κάποιο λόγο σοβαρό.

Διηγιόταν καλά, κι ὅταν σπάνια συμβούλευε, δὲ μποροῦσες νὰ μὴν σταθεῖς νὰ τὸν ἀκοῦσεις. Μὰ ἡ παρακαταθήκη του ἡ μεγάλη ἦταν ἐκεῖνα τὰ δυὸ πόδια τὰ λειψά, ποὺ δὲ σταμάτησαν ποτὲ νὰ βηματίζουν. Ἡ ἠχώ τους μιλοῦσε γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀνδρεία, τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν ἐργατικότητα, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ θυσία.

Μάλλον γι’ αὐτό σὲ μένα μοιάζει πολὺ ταιριαστό, τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγωνίστηκαν τὸ ᾽40 νὰ τιμῶνται μὲ μαθητικὲς παρελάσεις· μὲ πόδια δηλαδὴ νεανικὰ ποὺ προσπαθοῦν, ἴσως ἀδέξια, –ἔ, καὶ τί μ’ αὐτό– νὰ βροῦν ἕνα κοινὸ βηματισμό, ἕνα νόημα ἀληθινό, μιὰ μυστικὴ συνέχεια τοῦ καθ’ ἡμᾶς τρόπου.

π. Μιλτιάδης Ζέρβας

(τοῦ κύρ-Βασίλη ἐγγονός)

 

Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», τεύχος 382, Οκτώβριος 2025.

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Στεφάνι ελιάς") είναι έργο του Κώστα Σπυριούνη.

2 Σχόλια

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ