Θυμᾶμαι τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ στὶς ὁμιλίες του συχνὰ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη «νομίζω».
Ἄλλοτε πάλι, ἐπέλεγε κάποια ἐκτενέστερη διατύπωση γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τοῦτο τὸ νόημα· ἔλεγε: «δὲν μιλῶ μὲ βεβαιότητα, ἔχω ὄμως τὴν αίσθηση…» ἢ «μπορεῖ νὰ κάνω καὶ λάθος, μὰ ἐπιτρέψτε μου νὰ καταθέσω στὴν κρίση σας …».
Τὸ «νομίζω» γιὰ τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ δὲν ἦταν ἕνα τέχνασμα, ἕνα σχῆμα ρητορικό. Τοῦτο μποροῦσε εὔκολα νὰ τὸ κατανοήσει κανεὶς ἀκούγοντάς τον. Δὲν ὑπῆρχε ἴχνος ἐπιτήδευσης στὸ λόγο του, μόνο ἕνας τόνος ἀγωνίας ποὺ ταιριάζει σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἀναζητᾶ τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς· σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δὲν ἀρκεῖται σὲ κάτι λιγότερο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια· σὲ ἐκεῖνον ποὺ τολμᾶ, τελικά, νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς διδαχῆς.
Τὸ «νομίζω» τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ εἶχε μιὰ γνησιότητα, ἀφοῦ ἦταν γέννημα ἑνὸς φρονήματος ταπεινοῦ, μιᾶς φυσικῆς εὐγένειας, καὶ μιᾶς – ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὁ ἰσχυρισμός – ἔμφυτης ντροπαλοσύνης. Μὰ ἦταν τελικὰ καὶ κάτι περισσότερο, κάτι πληρέστερο. Ἦταν μιὰ αὐθεντικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικότητάς του.
Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς δὲν πίστευε πὼς εἶχε κατακτήσει τὴν Ἀλήθεια. Ἐπεδίωξε στὸ βίο του νὰ σχετιστεῖ μὲ Αὐτὴν πρωτίστως διὰ τοῦ λόγου, μὰ ὄχι μόνο μὲ αὐτόν. Ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα ποὺ αἰσθανόταν γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια· ἡ αὐστηρότητα καὶ ἡ ἀπαιτητικότητα πρὸς τὸν ἑαυτό του· τὸ ἦθος τῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ ὁρμὴ τοῦ ἔρωτα· οἱ σπουδές του καὶ οἱ πνευματικές του ἀναζητήσεις· ἡ ἀγάπη γιὰ τὴ φιλοσοφία, καὶ ὁ ἔρωτας γιὰ τὴ θεολογία· ἡ ἀνάδειξη τοῦ ἑλληνικοῦ τρόπου καὶ ἡ μετοχὴ στὰ κοινὰ τῆς πόλης· ἡ κοινωνία διὰ τῆς συγγραφῆς καὶ ἡ εὐθύνη τῆς διδασκαλίας περιγράφουν τὴ δική του σχέση ὡς πρόσωπο μὲ τὴν Ἀλήθεια.
Κι ὅμως αὐτὰ ποὺ ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς εἶχε γνωρίσει, αὐτὰ ποὺ εἶχε κατανοήσει, αὐτὰ ποὺ ἦταν σὲ θέση νὰ διδάξει, αὐτὰ ποὺ «ἀλήθευαν» τὸ δικό του βίο εἶχε τὴν τόλμη νὰ τὰ τοποθετεῖ δίπλα σὲ ἕνα «νομίζω». Μὰ γιατί;
Διότι ἔθετε τὴ γνώση, τὴ σκέψη καὶ τὴ γνώμη του στὴν κρίση τοῦ Δήμου, στὸ κοινὸ βίωμα τῶν πολλῶν, στὴν ἐμπειρία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος.
Αὐτὸ τὸ «νομίζω» καθιστοῦσε τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ συνομιλητὴ μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολῆς. Τόσο στὸ περιεχόμενο ὅσο καὶ στὴν μεθοδολογία ἀκολουθοῦσε τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἂν ἀναλογιστοῦμε πὼς ἡ θεολογικὴ σκέψη στὴν Ἐλλάδα κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ἔμοιαζε δέσμια τῆς ἀκαδημαϊκῆς δυτικῆς θεολογίας, μὲ ἔντονα τα στίγματα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ πιετισμοῦ. Ὁ Γιανναρᾶς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο τόλμησαν νὰ στρέψουν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία πρὸς τὶς ἀληθινές της πηγές: τοὺς Καππαδόκες Πατέρες, τὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ.
Αὐτὸ τὸ «νομίζω» μεταμόρφωνε κάθε λόγο τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ σὲ ἕνα μυστικὸ διάλογο μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων. Γιʹ αὐτὸ ἐνῷ μιλοῦσε συνήθως σὲ μεγάλα ἀκροατήρια, εἶχες τὴν αἴσθηση πὼς ἀπευθυνόταν σὲ ἐσένα προσωπικά. Ἀναζητοῦσε τὶς ἀντιδράσεις ἐκείνων ποὺ τὸν ἀκούγαμε, τὴν ἐπιδοκιμασία, τὴν ἀπορία, τὴν ἀμφισβήτηση· τὴν ἔψαχνε στὶς ἀνεπαίσθητες κινήσεις τῶν προσώπων ποὺ στέκονταν ἀπέναντί του, στοὺς μορφασμοὺς καὶ στὰ χαμόγελα, μὰ κυρίως στὰ βλέμματα. Γιατὶ ὁ Γιανναρᾶς σὲ κοιτοῦσε στὰ μάτια ὅταν μιλοῦσε, ἀφοῦ δὲν κόμιζε μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀναζητοῦσε ἀπαντήσεις σὲ ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα καταπιανόταν.
Ὅλοι ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία, ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, μετείχαμε σὲ μιὰ μυσταγωγία τοῦ Λόγου διαβάζοντας τὰ κείμενα καὶ ἀκούγοντας τὰ ὁμιλήματα τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ.
Ἐκεῖνος ἔψαχνε μανικῶς τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν κατέθετε σὲ μᾶς γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὴν γνησιότητά της καὶ συνάμα γιὰ νὰ τραφοῦμε ἀπ’ αὐτήν· κι ἄλλοτε – γιατὶ κι αὐτὸ συνέβη – γιὰ νὰ σταθοῦμε μὲ ἐπιφύλαξη σὲ ἀπόψεις του ποὺ ἴσως ἀπέκλιναν ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μας ὡς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ὥστε νὰ διαλεχθοῦμε μὲ αὐτὲς καὶ μὲ τὰ ὑπαρκτὰ ἐρωτήματα ποὺ τὶς γεννοῦσαν, προσφέροντάς μας ἔτσι τὸ δώρημα τῆς συνειδητότητας.
Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς δὲν φοβήθηκε τὴν κρίση τῶν ἄλλων, οὔτε κἂν τὴν ἀπόρριψη, δὲν μιλοῦσε γιὰ νὰ κάνει ὀπαδοὺς ἢ σχολή, δὲν συνέγραφε γιὰ νὰ ὑποτάξει ἢ νὰ διχάσει.
Κι ἦταν τοῦτο φυσικὸ ἀφοῦ ὁ στοχασμός του δὲν ἔμοιαζε μὲ τὴ βιαία πνοὴ τῆς βεβαιότητας, ἀλλὰ μὲ τὴν λεπτὴ αὔρα ἑνὸς «νομίζω».
Δημοσιεύθηκε στὸ τεῦχος 380 (Ἰούλιος-Αὔγουστος 2025) τοῦ περιοδικοῦ Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἀφιερώματος «Χρῆστος Γιανναρᾶς»



Επειδή γνώριζα προσωπικά τον Χρήστο Γιανναρά για σαράντα χρόνια, θα μου επιτρέψετε, νομίζω, να συμφωνήσω αλλά και να διαφωνήσω με τις θέσεις αυτού του άρθρου, να καταθέσω το δικό μου «νομίζω» γι’ αυτόν και το έργο του.
Ναι, ο ΧΓ αναζητούσε την Αλήθεια σ’ όλη του τη ζωή· ναι, είχε μια πείνα και μια δίψα για τον Θεό, το όντως Ον, για την αγάπη προς Αυτόν και τον Άλλο, που εξελίσσεται σ’ έρωτα μανικό. Ναι, είχε μια φυσική ευγένεια και ντροπαλότητα σε στενό κύκλο (που όμως άλλαζε στα πάνελ, εκεί που κάποιοι «τολμούσαν» να του αντιλέξουν), μια παιδικότητα κι ένα θαυμασμό για όσα καινούργια μάθαινε για την Αλήθεια, μια γνήσια απορία για τη Δημιουργία. Γι’ αυτό κι ο Θεός του χάρισε ένα τέλος οσιακό, θα ‘λεγα.
Αναμφίβολα σημάδεψε την Ορθόδοξη θεολογία των τελευταίων εξήντα χρόνων, σμιλεύοντας μια «γλώσσα» πιο σύγχρονη και προσιτή στον ανήσυχο μέσο άνθρωπο της εποχής του, και βοήθησε πολλούς να δουν την Ορθοδοξία με άλλο «μάτι», πέρα από τα στερεότυπα του συντηρητισμού και της αρτηριοσκληρώσεως με τα οποία είχε ταυτιστεί. Όμως, στην «ανακάλυψη» των Πατέρων άλλοι προηγήθηκαν του ΧΓ στη χώρα μας: η «Αποστολική Διακονία» με τη ΒΕΠΕΣ, οι π. Ιωάννης Ρωμανίδης, Παναγιώτης Χρήστου, κάποιοι Αγιορείτες, ο Δημήτριος Κουτρουμπής, ο και δάσκαλος του ΧΓ…
Όμως, τη ζωή και σκέψη του κυριαρχούσαν η νοησιαρχία κι ο συναισθηματισμός. Συνεπαιρνόταν από κάποιες διανοητικές «ανακαλύψεις» και συλλήψεις του και προσπαθούσε να «υποτάξει» σ’ αυτές όλα τ’ άλλα, και την ιστορική αλήθεια και τους Πατέρες. Γι’ αυτό κι απομόνωνε κάποια πατερικά χωρία από τη συνάφειά τους και τα εκβίαζε να συμφωνήσουν μαζί του, ενώ αν κανείς τα διάβαζε μέσα στο πλαίσιο στο οποίο γράφτηκαν, ανεπηρέαστος από ερμηνείες θεολογούντων και φιλοσοφούντων, άλλα, τελείως διαφορετικά πράγματα, θα καταλάβαινε, ως επί το πλείστον. Σε αντίθεση με τον Παναγιώτη Νέλλα (βλ. την τελευταία παράγραφο στο https://antifono.gr/i-proslipsi-tou-agiopaterikou-logou-si/), δεν υπολόγιζε και πολύ τη γνώμη των άλλων, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Και νομίζω πως με το «νομίζω» κάλυπτε τα νώτα του, μετά τις πολλές και βίαιες επιθέσεις που είχε δεχτεί.
Η μεθοδολογία όλων των Πατέρων της Εκκλησίας συνίσταται στην καταγραφή των εν Χριστώ εμπειριών τους και στη μαθητεία τους στους προγενέστερους Διδασκάλους της Εκκλησίας. Στα πατερικά κείμενα δεν προέχει ο λόγος αλλά τα υπέρ λόγον και έννοιαν που τα διαισθάνεται κανείς να του «μιλούν» μέσα απ’ τις γραμμές, όταν τα προσεγγίζει με προσευχή και δέος. Όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, οι Πατέρες θεολογούσαν «ἁλιευτικῶς», βιωματικά, σαν τους αγράμματους Αποστόλους κι όχι «ἀριστοτελικῶς». Ο ΧΓ όμως επέμενε στον λόγο, στη γνώση πχ των αρχαίων ελληνικών, για να κατανοήσει κανείς τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Κι όμως, προϋπόθεση της μετοχής σ’ αυτή τη ζωή, κατά τους Πατέρες, είναι μια εμπειρία, έστω και μικρή, ανάλογη με αυτή των συντακτών των λειτουργικών και υμνογραφικών κειμένων της Εκκλησίας μας. Ο Παλαμάς και πάλι έχει γράψει βιβλία ολόκληρα γι’ αυτό το θέμα.
Και δεν θα ‘λεγα πως σεβόταν απόλυτα «το κοινό βίωμα των πολλών, την εμπειρία του εκκλησιαστικού Σώματος». Τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, πρωτεργάτη της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως του 18ου αιώνα, μιας αναγεννήσεως που άρδευσε σχεδόν όλο τον Ορθόδοξο χώρο, μ’ ένα έργο τεράστιο και βαθύ πού τον τοποθετεί στην κορυφή της μετά την Άλωση της Ορθόδοξης θεολογίας, τον σέβεται και τον τιμά το πλήρωμα της Εκκλησίας. Όμως, ο ΧΓ τον κατασυκοφάντησε, αγνοώντας επιπλέον τα πορίσματα της σύγχρονής του έρευνας για την ιστορία των κειμένων δύο βιβλίων του για τα οποία του ρίχνει τον λίθο του αναθέματος (βλ. https://antifono.gr/%CE%BF-%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B9-%CE%B7-%CF%80%CE%BD%CE%B5/, σημ. 1 και 2).
Επίσης, απαξίωνε την ποιμαίνουσα Εκκλησία (τους επισκόπους της συλλήβδην), ίσως γιατί δεν μιλούσαν τη «γλώσσα» του, ίσως γιατί τους τιμούσαν οι απλοί πιστοί περισσότερο απ’ αυτόν… Κι όμως, μέχρι στιγμής, ένας από τους συγχρόνους του επισκόπους αναδείχτηκε Άγιος (ο Εδέσσης Καλλίνικος).
Και το πόσο ακολουθούσε τους μεγάλους Πατέρες στο περιεχόμενο της θεολογίας τους είναι συζητήσιμο.
Τώρα ο αείμνηστος Χρήστος βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Οι έπαινοι κι οι ψόγοι μας δεν μπορούν να τον επηρεάσουν. Ένας διάλογος όμως γι’ αυτόν και τη θεολογία του, χωρίς ωραιοποιήσεις και στρογγυλέματα, νομίζω πως θα είναι γόνιμος για όσους θεολογούν σήμερα και πολλαπλά ωφέλιμος.
” Όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, οι Πατέρες θεολογούσαν «ἁλιευτικῶς», βιωματικά, σαν τους αγράμματους Αποστόλους κι όχι «ἀριστοτελικῶς».”
Τι ομορφη φραση! Θυμιζει επισης την μελετη περιπτώσεων (case studies) σε εκεινες της εμπειρικες μεθοδολογιες ερευνας που ονομαζουμε “ποιοτικές”. Ενδιαφερον και οτι εδω εχουμε μια αλυσιδα στον χρονο που εκτυλισεται για αιωνες. Τα ιερα και λατρευτικα κειμενα αποτελουν μια μορφη “κουπαστης” στην οποια πιανομαστε αλλα αλλαζουν οι οριζοντες, οι εννοιες και τα μοντελα που μαθαινει κανεις στο σχολειο, οι “σταθερες” της κοινωνιας, η γλωσσα, οι τροποι και η ενταση της βιας στην καθημερινοτητα, το επιπεδο της ασκητικοτητας και η μορφη της (σε μια καταναλωτικη κοινωνια αγαθων πχ), το επιπεδο κινδυνου ή εντασης που βιωνει κανεις καθημερινα και αλλα που μου διαφευγουν.
“Oλοι χρειαζονται” χωρις, οπως νομιζω λετε, οτι ειναι και αλανθαστοι.