Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι ἕνα σύνολο ὀργανωμένο λογικὰ καὶ μὲ εὐαισθησία. Εἶναι μαθηματικὰ μὲ σάρκα καὶ ὀστά. Βεβαίως τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς καὶ γιὰ τὸ σῶμα κάθε ζώου. Τὸ ἀνθρώπινο ὅμως σῶμα εἶναι δομημένο μέσα στὴν ἐλεύθερη καὶ συνειδητὴ ψυχή, ποὺ μπορεῖ νὰ κινεῖ καὶ νὰ ἀναπτύσσει μὲ ποικίλους τρόπους αὐτὰ τὰ μαθηματικά. Ἡ ἕνωση εἶναι τόσο τέλεια, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ μιλάει κανεὶς γιὰ μετοχὴ τοῦ σώματος στὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου. Ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα του, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πάνω στὴ γῆ. Ἡ σχέση μὲ τὸν κόσμο διὰ τοῦ σώματος ὁρίζει τὴ συνείδηση ποὺ ἔχει αὐτὸς γιὰ τὸν κόσμο, καὶ ἡ συνείδηση αὐτὴ ἐμπεριέχεται στὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι τὸ σῶμα μετέχει ἀφ’ ἑνὸς στὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὸν κόσμο ὡς ἀντικείμενο, καὶ ἀφ’ ἑτέρου, μὲ τὴν ἰδιότητά του τῆς γέφυρας μεταξὺ τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου καὶ τοῦ κόσμου, εἶναι τὸ πρῶτο ἀντικείμενο γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ σῶμα, λοιπόν, ἐκτελεῖ ἕνα διπλὸ λειτούργημα: ἀπαρτίζει τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ εἶναι ταυτόχρονα ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας.
Τὸ σῶμα δὲν ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ ὑποκείμενο τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν ἦταν ἔτσι, τὸ ὑποκείμενο δὲν θὰ διακρινόταν, ὡς ὑποκείμενο, ἀπὸ τὸ σῶμα του ὡς ἀντικείμενο· ἢ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε τὸ σῶμα ἐπίσης ὡς ἀντικείμενο. Ἀλλὰ τὸ σῶμα δὲν εἶναι, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἀντικείμενο τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ αἰσθανόταν τὶς πράξεις του καὶ τὰ πάθη του ὡς πράξεις καὶ πάθη ποὺ ἔχουν βιωθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα του στὴν ἐπαφή του μὲ τὸν κόσμο, ὡς πράξεις καὶ πάθη δικά του· ἡ εὐαισθησία τοῦ ἀνθρώπου δὲν θὰ εἶχε ὡς περιεχόμενό της τὴ συνείδηση, θὰ ἦταν ἄλογη.
Ὁ ἐσώτερος ἑαυτὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, τελικά, ἄυλης τάξης. Ἀλλὰ τὸ σῶμα συμπληρώνει τόσο οὐσιαστικὰ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ὑπόσταση, ὥστε χωρὶς αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ ὕπαρξη ἱκανὴ νὰ ἔχει συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ της, στὴν ὁποία ἐμπεριέχεται, ὅπως εἴδαμε, καὶ ἡ συνείδηση τοῦ κόσμου.
Ἂν δὲν ἦταν ἔτσι, ποιός παράγοντας θὰ μποροῦσε νὰ ἀναδείξει τὸ σῶμα σὲ μέτοχο τῆς συνειδητῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου; Καὶ γιατί δὲν ἔχει καὶ τὸ σῶμα τοῦ ζώου τὴν ἱκανότητα τῆς αὐτοσυνειδησίας; Γιατί νὰ μὴν ἔχει καὶ τὸ ζῶο τὴ λογική-αἰσθητικὴ ὀργάνωση τοῦ σώματός του, τὴν ἱκανότητα νὰ ἀποτελεῖ ὕπαρξη ποὺ νὰ ἔχει συνείδηση τοῦ σώματός του καὶ τοῦ κόσμου;
Τὸ θεμέλιο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ πνεῦμα του. Χάρις στὸ γεγονὸς αὐτό, ἡ αἰσθητὴ λογικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος εἶναι μιὰ λογικότητα διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος διατίθεται μὲ ἕνα τρόπο ἐλεύθερο καὶ ποικίλο διὰ τοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος κινεῖται καὶ μπορεῖ νὰ κινήσει τὴ λογικότητα τοῦ σώματος σ’ ἕναν ὁρίζοντα πάντοτε διαφορετικό, διαρκῶς διευρυνόμενο, ἐμπλουτιζόμενο καὶ συνειδητό. Καὶ χάρις στὸν ἴδιο πνευματικὸ χαρακτήρα τοῦ ἑαυτοῦ ἡ αἰσθαντικότητα τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ μὲ τὴ σειρά της νὰ φέρει στὴ συνείδηση μίαν ἀντίληψη τοῦ κόσμου συνεχῶς διευρυνόμενη. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ δεχτεῖ ἐρεθίσματα διαφορετικῶν ἐντάσεων καὶ ποιοτήτων, ὅπως καὶ τὸ διπλὸ περιεχόμενο τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ὀδύνης: ἕνα περιεχόμενο ἀπὸ γνήσιες ἢ ρυπαρὲς ἡδονὲς καὶ ἀπὸ ὀδύνες τὶς ὁποῖες ἡ συνείδηση προσπαθεῖ νὰ ἀπωθήσει μὲ κάθε τίμημα ἢ τὶς δέχεται καὶ ὑποφέρει ὑπομένοντας.
Ἡ μετοχὴ τοῦ σώματος στὸν ἀνθρώπινο ἑαυτὸ φαίνεται ὄχι μόνο στὴν παρουσία τῆς συνείδησης στὸ χῶρο τῶν αἰσθήσεων καὶ στὴ συνειδητὴ αἰσθητικὴ δύναμη τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ στὸ γεγονὸς κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ αἰσθητικὲς ἐντυπώσεις τοῦ σώματος ἐντυπώνονται στὴν πνευματικὴ ὑπόσταση τοῦ ἑαυτοῦ μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὅταν τὸ σῶμα ἀποχωριστεῖ μὲ τὸ θάνατο ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἑαυτό, αὐτὸς θὰ ἔχει διαφυλάξει μέσα του τὴ σφραγίδα τῶν ἀναμνήσεων ἀπὸ σωματικὰ βιώματα τῆς ἐπίγειας ζωῆς, τὸν πλοῦτο τῶν αἰσθητικῶν (=ποὺ δημιουργήθηκαν μὲ τὶς αἰσθήσεις) ἐντυπώσεων.
Ἀναγνωρίζοντας ἔτσι τὸν ἄνθρωπο σὰν ἕνα σύνολο ἀποτελούμενο ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν θεωρεῖ οὔτε τὸ σῶμα προγενέστερο τῆς ψυχῆς οὔτε τὴν ψυχὴ προγενέστερη τοῦ σώματος. Τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρξουν χωριστὰ οὔτε γιὰ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα. Ὁ θάνατος διαλύοντας τὸ σῶμα ἀφήνει στὴν ψυχὴ τὴ δυναμικὴ τῶν αἰσθητικῶν ἐντυπώσεων ποὺ πραγματώθηκαν στὸ σῶμα ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς σύλληψης. Παραμένουν στὴν ψυχὴ σὰν ἕνα εἶδος ριζῶν, οἱ ὁποῖες στὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ ἀνασυντάξουν, μὲ μιὰ ὕλη ἀνακαινισμένη, τὸ ἀναστημένο σῶμα σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος ποὺ ἡ κάθε ψυχὴ ἔχει στὴν ἐπίγεια ζωή της. Βλέποντας ἔτσι τὴν ψυχή, ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀντίληψη τῶν Πατέρων ὅτι ἡ ψυχὴ βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς καρδίας, ἡ ὁποία, ὡς κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ σύνδεσμος τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς μὲ τὸ Θεό. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ νοῦς, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐκπηγάζει ὁ λόγος καὶ οἱ ἐλεύθερες πράξεις, βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς ψυχῆς. (Αὐτὴ τὴν ἀντίληψη παρουσιάζει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.)
Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν ψυχή, ὡς πνευματικὴ ὑποδομὴ τοῦ ἑαυτοῦ καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, ποὺ οἱ δυνάμεις του εἶναι δομημένες σὲ σχέση καὶ μέσα στὴν ψυχή, φαίνεται μ’ ἕναν τρόπο ξεχωριστὸ στὸ σύνδεσμο ποὺ ἔχει ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ὡς κριτικὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν ἀδιάρθρωτη λογικότητα τοῦ σώματος, ὡς ἀντικειμένου τοῦ λόγου, λογικότητα ποὺ συνδέεται διὰ τῶν αἰσθήσεων μὲ τὴ λογικότητα τοῦ κόσμου. Ὁ λόγος τῆς ψυχῆς ἀναζητώντας ἀποκρυπτογραφεῖ βαθμιαῖα αὐτὲς τὶς δύο λογικότητες, τοῦ σώματος καὶ τοῦ κόσμου, ποὺ συνδέονται μεταξύ τους, καὶ ὅταν ἐλέγχει τὸ σῶμα καὶ τὸ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινή του λογικότητα γεννᾶ τὶς ἀρετές. Γιατὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι καρποὶ τῆς λογικότητας καὶ τῆς ἐλευθερίας. Ἡ ταυτότητα μεταξὺ τῆς λογικότητας τοῦ σώματος καὶ τῆς λογικότητας τοῦ κόσμου καὶ ὁ σύνδεσμος μεταξὺ αὐτῶν, τοῦ κριτικοῦ λόγου τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ λόγου μέσα στὸν νοῦ, ποὺ ἔχει συνείδηση τῆς ἴδιας του τῆς ὕπαρξης καὶ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, κάνει δυνατὴ τὴ γνώση τῆς λογικότητας τοῦ σώματος καὶ τοῦ κόσμου διὰ τοῦ γνωστικοῦ λόγου. Κάνει ἀκόμη δυνατὴ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ σώματος μὲ τὴν πρόσληψη τῆς ὕλης τοῦ κόσμου κι ἀκόμη τὸν φωτισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ καὶ τῆς πνευματικῆς ἀνάπτυξης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ σωστὴ χρήση τῆς λογικότητας τοῦ σώματος καὶ τῆς λογικότητας τοῦ κόσμου. Πράγματι, ὁ ἑαυτὸς τοῦ ἀνθρώπου φωτίζεται βαθμιαῖα, ἢ συμπληρώνεται, ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ σώματος καὶ ἀπὸ τὴν ἀκριβῆ γνώση καὶ τὴ σύνδεση τῆς λογικότητας τοῦ σώματος καὶ τῆς λογικότητας τοῦ κόσμου μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο. Γιατὶ αὐτὴ ἡ γνώση καὶ σύνδεση σημαίνει μιὰ συσσώρευση ἐντὸς τοῦ λόγου καὶ κατὰ συνέπεια ἐντὸς τῆς ψυχῆς, ἢ ἐντὸς τοῦ κέντρου τῆς ψυχῆς ποὺ εἶναι ὁ νοῦς, ὅλο καὶ πιὸ διεισδυτικῶν καὶ ἀκριβῶν γνώσεων τῶν αἰτίων τοῦ κόσμου καὶ τῶν σχέσεων τοῦ ἑαυτοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ αὐτὰ διὰ τοῦ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος ἀναπτύσσεται πνευματικὰ διὰ τῶν ἀρετῶν, ὅταν δὲν ἐγκαταλείπει τὸ λόγο του καὶ τὴ λογικότητα τοῦ σώματος νὰ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ δύναμη τοῦ σώματος καὶ τοῦ κόσμου.
Ὁ γνωστικὸς λόγος τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ταυτόσημος μὲ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι μόνο ἕνα ἐργαλεῖο διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὴ λογικότητα τοῦ ἰδίου σώματος καὶ τοῦ κόσμου. Ὁ νοῦς, στὸν ὁποῖο εἰδικὰ ἀνήκει ἡ αὐτοσυνειδησία, βρίσκεται πέραν τοῦ γνωστικοῦ λόγου, τοῦ λόγου ποὺ γνωρίζει μ’ ἕναν τρόπο ἀναλυτικό· εἶναι ἡ ρίζα τοῦ λόγου ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἕδρα τῆς βούλησης, ἐνῷ παραμένει ἐλεύθερος. Ὁ νοῦς ἢ ὁ ἐνσυνείδητος ἑαυτός, πλήρης φωτὸς ἢ φῶς ὁ ἴδιος, ἔχει μιὰ ἀκέραια θέα τῶν νοημάτων τῶν λόγων τῶν ὄντων (ἐνῷ ὁ κριτικὸς λόγος τὰ γνωρίζει κεχωρισμένα) καὶ τὰ ἑνοποιεῖ μεταξύ τους χρησιμοποιώντας ὅλες τὶς δυνατὲς στὴ φύση τους διασυνδέσεις. Ὁ νοῦς, ἢ ὁ φωτεινὸς ἑαυτός, ἔχει ἐπίσης τὴ νοερὰ αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μιὰ αἴσθηση νοερὰ τῶν ἀκεραίων πραγματικοτήτων, εἰδικὰ τῶν προσώπων, καὶ τοῦ Ὑψίστου θεμελίου τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, αἴσθηση ριζωμένη στὸ βάθος τῆς καρδίας, καὶ ποὺ λειτουργεῖ ὅταν αὐτὴ κρατιέται στὴ διαφάνειά της, ἀσκίαστη ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ προσκόλληση στὰ πράγματα.
Ὁ λόγος εἶναι μία λειτουργία τοῦ ἑαυτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἑαυτὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι λογικὸς καὶ ἀκόμη αἰσθαντικός, ἀλλὰ εἶναι ὑπεράνω καὶ πέραν, δὲν ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸ λόγο καὶ τὴν αἰσθαντικότητα, λειτουργίες μὲ τὶς ὁποῖες αὐτὸς συλλαμβάνει καὶ κυριαρχεῖ τὴν αἰσθητικὴ λογικότητα τοῦ σώματος καὶ τοῦ κόσμου. Τὸ ἐγὼ εἶναι τὸ ἀποφατικὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ νοῦς ἀνήκει ἐπίσης στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἀλλὰ μέσα στὴν ὑποστατικὴ ἢ προσωπικὴ ὕπαρξη τῆς φύσης, ὁ νοῦς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φωτίζει τὴ συγκεκριμένη ὑποστατικὴ αὐτὴ ὕπαρξη ὡς ἑαυτὸ ἢ ὑπόσταση. Ἔτσι αὐτὸς ὁ ἑαυτός, ποὺ ἀγκαλιάζει καὶ φωτίζει τὴ συγκεκριμένη ὑποστατικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἔχει ὄνομα. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, αὐτὸς ὁ ἐαυτὸς δηλώνεται μὲ τὴν προσωπικὴ ἀνωνυμία ἡ ὁποία ἀναφέρεται ἐπίσης στὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο τῆς ὑπόστασης, καθὼς καὶ στὴ συγκεκριμένη ψυχοσωματικὴ ὑπόσταση γενικά. Κυρίως ὅμως στὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο τῆς ὑπόστασης.
Ὁ ἑαυτὸς ποὺ δηλώνεται διὰ τῶν προσωπικῶν ἀντωνυμιῶν ἐγώ, ἐσύ, αὐτός, βιώνεται ὄχι μόνο ὡς ἑαυτός μου, ἑαυτός σου, ἑαυτός του, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ὡς ὑποκείμενο ὅλων τῶν σκεπτικῶν, βουλητικῶν, αἰσθητικῶν πράξεων τοῦ ἑαυτοῦ μου, τοῦ ἑαυτοῦ σου, τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁ ἑαυτὸς διὰ τοῦ ἀποφατικοῦ του χαρακτήρα εἶναι ἡ ἀνθρώπινη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ Ἐκεῖνος κατ’ ἐξοχὴν ἀποφατικός. Ἀλλὰ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι τὸ ἐλεύθερο ὑποκείμενο τῶν ἐνεργειῶν του, τῆς σκέψης, τῆς βούλησης, τῆς αἰσθητικῆς δύναμης καὶ τῆς δράσης. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπινου ἑαυτοῦ καὶ τοῦ τριπρόσωπου εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὅπως μεταξὺ τῆς εἰκόνας καὶ τοῦ τέλειου Ἀρχετύπου, εἶναι ὅτι ὁ ἀνθρώπινος ἑαυτὸς ὡς δημιουργημένη καὶ ὁπωσδήποτε ἐξηρτημένη εἰκόνα τοῦ ὕψιστου Ἀρχετύπου του, ἔχει μιὰ παθητικότητα, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν κόσμο, ὄχι μόνο γιατὶ εἶναι τὸ τέλειο Ἀρχέτυπο κι ὄχι εἰκόνα, ἀλλὰ ἐπίσης ἐπειδὴ εἶναι ἀσώματος καὶ κυρίως ἐπειδὴ ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημά Του. Ἔρχεται ὅμως, ἐθελουσίως, σὲ σχέση μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης Του γι’ αὐτούς. Μπορεῖ ἐθελουσίως νὰ συμμετέχει στὶς χαρὲς καὶ στὶς λύπες τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι ἐνσώματοι, ζοῦν μέσα στὸν κόσμο καὶ ἔχουν δεχτεῖ ἕνα ἰδιαίτερο εἶναι, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος θέλησε νὰ δημιουργήσει τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἰδιαίτερα, ὁρισμένα, ὁρίσιμα καὶ σωματικὰ ὄντα μέσα σ’ ἕνα ἐπίσης δημιουργημένο κόσμο. Ὡς ἐκ τούτου, οὔτε οἱ ἄνθρωποι οὔτε ὁ κόσμος μποροῦν νὰ διαρκέσουν καὶ νὰ ἀναπτυχθοῦν χωρὶς νὰ ἔχουν σύνδεσμο μὲ τὸ Θεό.
Ἀλλὰ στὶς σχέσεις τοῦ ἑαυτοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ σῶμα ὡς ἀντικείμενο καὶ μὲ τὸν κόσμο, φανερώνεται ἐπίσης ἡ ἐλευθερία του. Ὁ ἀνθρώπινος ἑαυτὸς εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἡ πνευματικὴ βάση μιᾶς συγκεκριμένης ἐλευθερίας, μιᾶς πνευματικῆς ἐλεύθερης κίνησης ποὺ ἐπεκτείνεται ἐπίσης μέσα στὸ σῶμα καὶ στὸν κόσμο, ἡ τελευταία κρίση ποὺ ἀποφασίζει γιὰ τὶς πράξεις της. Ὁ Berdiaeff, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν Jacob Bohme, ὑποστηρίζει ὅτι κάθε αὐτοβεβαίωση τῆς ἐλευθερίας γεννιέται ἀπὸ τὸ μηδέν. Ἔχει δίκιο μόνο ὅσο ὁ ἑαυτός, ὡς βάση τῆς μὴ ἐπιδεχόμενης ὁρισμὸ συγκεκριμένης ὕπαρξης ἑνὸς ἀνθρώπου, ἐμφανίζεται σὰν κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη, κατὰ τὴν ἀρεοπαγιτικὴ ἔννοια. Ὁ ἑαυτὸς δὲν καθορίζεται ἀπὸ τίποτε ὁριστό. Ἐκεῖνο ποὺ στὸν ἄνθρωπο δὲν ἐπιδέχεται ὁρισμὸ φανερώνεται διὰ τοῦ αὐτεξουσίου, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατὸ νὰ φανερωθεῖ. Στὸ μέτρο ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν χρησιμοποιεῖ τὴν ἐλευθερία του δὲν εἶναι ἑαυτός. Πρέπει νὰ ἀναδυθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπροσδιόριστη κατάσταση διὰ τῆς ἐλευθερίας του, γιὰ νὰ γνωρίσει καὶ νὰ γίνει γνωστὸς ὡς ἑαυτός. Διαφορετικὰ εἶναι κινούμενος ἀπὸ ἄλλες δυνάμεις στὸ πλαίσιο τῆς ἀναγκαιότητας τῶν φυσικῶν νόμων, δυνάμεις ποὺ ἐξετάζονται ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. Ἡ μειωμένη χρήση τῆς ἐλευθερίας ἀφήνει τὸ λόγο νὰ ἀσχολεῖται περισσότερο μὲ τὸ σῶμα καὶ μὲ τὸν ὑλικὸ κόσμο, καὶ τὴν αἰσθαντικότητα νὰ ἐνεργοποιεῖται μᾶλλον στὸ χῶρο τῶν ἡδονῶν, ὑλικῶν καὶ σαρκικῶν. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ αὐτογνωσία καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία ἀφανίζονται.
Μπορεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ κατευθύνεται μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν ἐλευθερία του πρὸς τοὺς λόγους τῶν πραγμάτων, πρὸς τὰ ριζωμένα μέσα στὸ θεῖο Λόγο νοήματά τους καὶ νὰ ἐνεργοποιεῖ τὴν αἰσθαντικότητα σὲ ἡδονὲς πνευματικῆς τάξεως καὶ νὰ τὴν ἐνδυναμώνει μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν ὀδύνων δι’ ὑπομονῆς. Ὁ ἑαυτὸς ἐπιβάλλεται τότε σαφέστερα καὶ ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ἐλευθερίας μπορεῖ νὰ πραγματώσει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐνδυναμώνοντας ταυτόχρονα τὴν ἐλευθερία του, ἔναντι τοῦ κόσμου καὶ τῶν κατωτέρων ὁρμῶν, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν αἰσθαντικότητα τοῦ σώματος στὴν ἐπαφή του μὲ τὴν ὑλικὴ ἐπιφάνεια τοῦ κόσμου, ἐπιφάνεια ποὺ καλύπτει τὴ λογικότητά του. Ἔτσι ὁ ἑαυτὸς μπορεῖ νὰ πνευματοποιήσει ἢ λογικοποιήσει τὸ σῶμα καὶ νὰ ἀποκαλύψει τοὺς ἀληθινοὺς λόγους καὶ τὶς πνευματικὲς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου.
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ὑπεράνω ἑνὸς ἀναγκαστικοῦ προσδιορισμοῦ καὶ ἀποφασίζει ὁ ἴδιος τὸ δρόμο ποὺ θὰ ἀκολουθήσει κάθε στιγμὴ γιὰ τὴν πραγμάτωσή του, ὁ ἑαυτός, καὶ σ’ ἕνα μέτρο ὁ ἄνθρωπος στὸ σύνολό του, δὲν χωράει στὰ δεδομένα τῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία γνωρίζει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἕνα πράγμα καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει διὰ τῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰδικὰ ὁ ἑαυτός, εἶναι ἠθικῆς τάξεως καὶ δεοντολογικοῦ περιεχομένου. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ βρεῖ ποιά εἶναι ἡ ἀρίστη ὁδὸς νὰ ἀκολουθήσει γιὰ νὰ πραγματωθεῖ, ποιό εἶναι τὸ ἄπειρο καὶ τέλειο Ἀρχέτυπο πρὸς τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ φέρει τὸ εἶναι του, διὰ τῆς ἐλεύθερης βούλησής του, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ διὰ τῆς βοηθείας τοῦ ὑψίστου Ἑαυτοῦ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ Ἀρχέτυπό του καὶ ποὺ τὸν προσελκύει στὴν ὁμοίωσή Του. Ὁ ἄνθρωπος κατὰ ἕνα μέρος γίνεται, δὲν εἶναι δεδομένος ὡς πραγματικότητα τετελεσμένη· ἤ: εἶναι δημιουργημένος γιὰ νὰ γίνεται.
Ἐνῷ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀδημιούργητη τελειότητα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, ἢ ἡ ὕπαρξη στὴν πληρότητά της (ὁ Ὤν), ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ προχωρεῖ πρὸς αὐτὴν διὰ τῆς ἐλευθερίας του καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς τέλειας ὕπαρξης. Εἶναι μιὰ ὕπαρξη δεοντολογικὴ (τὸ δέον). Ἔχει κληθεῖ νὰ κάνει αὐτὸ τὸ δέον ὅμοιο μὲ τὸ ὂν τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὀντολογία ἢ ὑπεροντολογία· ἡ γνώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δεοντολογικὴ καὶ δὲν ἐπιτυγχάνεται ἐκτὸς τῆς ὀντολογίας ἢ τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση τῆς φύσης εἶναι φυσικοβιολογική. Μόνο ἡ φύση, ὡς δεδομένο ὑποταγμένο σὲ νόμους πάντοτε σταθεροὺς καὶ ἀποδεικτοὺς εἶναι ἀντικείμενο τῆς ἐπιστήμης, μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια τῆς λέξης.
Ἂν ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ εἰσδύσει στὴν κατανόηση τοῦ ἀνθρώπινου ἑαυτοῦ, οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρωπίνων ὑποκειμένων μεταξύ τους προσφέρουν σημαντικὴ διασάφηση. Ταυτόχρονα, στὶς σχέσεις αὐτὲς φανερώνονται μερικὲς σπουδαῖες συνέπειες τῶν παραπάνω θέσεων, σχετικὰ μὲ τὸν ἀνθρώπινο ἑαυτὸ καὶ τὸ σῶμα. Γιατὶ πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀναπτύσσει τὴν ὕπαρξή του ἀπομονωμένος, ἀλλὰ σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους. Πράγμα ποὺ φανερώνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι εἰκόνα ἑνὸς μονοπροσωπικοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἀλλὰ ὁ ἑαυτὸς τοῦ καθενός, ὡς ἀποφατικός, βρίσκεται σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸν ἄλλο διὰ τοῦ λόγου καὶ διὰ τῶν αἰσθήσεων μὲ τὰ ὁποῖα τὰ ἀνθρώπινα ὑποκείμενα ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους. Οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται ἀλλήλους ἀμοιβαῖα ὄχι ἄμεσα, ἀλλὰ ἐπικοινωνώντας διὰ τῶν λόγων, τῶν κινήσεων τοῦ σώματος, τῶν ἐκδηλώσεων τῶν αἰσθημάτων τους.
Ἔτσι, ὅπως γνωρίζω ἢ αἰσθάνομαι ὅτι οἱ πράξεις μου εἶναι ἐκδηλώσεις τοῦ ἑαυτοῦ μου, αἰσθάνομαι ὅτι οἱ πράξεις τοῦ ἄλλου εἶναι οἱ πράξεις ἑνὸς σὺ καὶ αἰσθάνομαι δι’ αὐτῶν τὴν ἐπίδραση ἑνὸς δευτέρου ἢ ἑνὸς τρίτου προσώπου πάνω μου, τὶς κλήσεις ποὺ ἀπευθύνονται σὲ μένα, ἐνῷ διατηρῶ πάντοτε τὸ δικαίωμα νὰ αὐτοκαθορίζομαι (αὐτεξούσιον). Καὶ ἐπειδὴ βλέπω τὸν κόσμο ὡς σύνολο ποὺ δὲν τὸ ἔχω δημιουργήσει ἐγώ, ἀλλὰ ἔχει δημιουργηθεῖ γιὰ μένα, καὶ ὡς χῶρο ἐνεργειῶν ποὺ δὲν εἶναι μόνο δικές μου οὔτε μόνο τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, αἰσθάνομαι διὰ τοῦ κόσμου καὶ διὰ τῶν φαινομένων ποὺ λαβαίνουν χώρα μέσα του ἕνα Ὕψιστο Ὑποκείμενο τὸ ὁποῖο δημιούργησε τὸν κόσμο, τὸ ὁποῖο μετέχει στὴ δημιουργία ὅλων τῶν φαινομένων καὶ τῶν συνθηκῶν, καὶ τὸ ὁποῖο, μέσα ἀπ’ ὅλα, φανερώνει τὴν παρουσία Του καὶ ἀπευθύνει τὴν κλήση Του σὲ μένα καὶ στὰ ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα.
Ἔτσι, ἐνῷ κάθε ὑποκείμενο, κάθε ἑαυτός, αὐτοκαθορίζονται, ταυτόχρονα ἀφυπνίζεται μέσα τους μιὰ δυνατότητα ἀνταπόκρισης σὲ μιὰ κλήση ποὺ τοὺς ἀπευθύνεται ἀπὸ ἀλλοῦ καὶ χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μποροῦν νὰ γίνουν νοητά. Ἡ ὑπευθυνότητα δὲν ὠθεῖ τὸν ἑαυτὸ στὴ δράση ἢ σὲ μιὰ ὁρισμένη κατεύθυνση δράσης χωρὶς τὴ θέλησή του. Ἀλλὰ ὁ ἑαυτὸς αἰσθάνεται μέσα στὴν ὑπευθυνότητα μιὰ μεγάλη ἠθικὴ δύναμη. Σ’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἐνεργεῖ σύμφωνα πρὸς αὐτὴ τὴν ἠθικὴ δύναμη καὶ ὑπευθυνότητα, ὁ ἑαυτός, ὡς ἐλεύθερος παράγων ἀποφάσεων, καλύπτεται κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ μιὰ ὑπερτροφικὴ ἀνάπτυξη τῆς αἰσθαντικότητας τοῦ σώματος καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα ἄτομο (κομμάτι, στοιχεῖο) ποὺ ὠθεῖται ἀπὸ δυνάμεις ποὺ δὲν τὸν ὑπολογίζουν πλέον ὡς ὑποκείμενο, ἕνα ἄτομο-τμῆμα τῆς φύσης. Ἂν ἕνας ἑαυτὸς ἀπεκδυθεῖ τελείως τὴν ὑπευθυνότητα, καταλήγει στὸ παράλογο τῆς ὑπάρξεως, ξεπέφτει στὴν κατάσταση τῆς τέλειας ἀλλοτρίωσης. Ὁ ἑαυτὸς ἐνδυναμώνεται καὶ φωτίζεται μόνο μέσα ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῶν κλήσεων ποὺ ἀπευθύνονται στὴν ὑπευθυνότητά του, ἢ ὅταν αἰσθάνεται πόσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸν ἡ λήψη μιᾶς ἀπόφασης ποὺ οἱ ἄλλοι ἢ ὁ Ὕψιστος Ἐαυτὸς ἀπαιτοῦν ἀπὸ αὐτόν. Σ’ αὐτὸ βλέπω ὅτι ὁ Ὕψιστος Ἑαυτὸς μὲ ἔφερε στὴν ὕπαρξη καὶ ὅτι κρατιέμαι στὴν ὕπαρξη, μιὰ ὕπαρξη φωτεινὴ καὶ ἐνσυνείδητη, μέσα σὲ μιὰ σχέση ὑπευθυνότητας, ὅταν ἀνταποκρίνομαι στὴν κλήση τοῦ Ὕψιστου Ἑαυτοῦ καὶ τοῦ ἑαυτοῦ τῶν ἄλλων.
Ὅταν ἐνεργῶ μὲ ὑπευθυνότητα, δηλαδὴ ἀνταποκρινόμενος στὴν κλήση τοῦ Ὕψιστου Ἑαυτοῦ, κάνω φανερὸ τὸν ἀληθινὸ λόγο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὀφείλω νὰ ἐνεργῶ, κι ἔτσι καθαιρῶ τὴν αἰσθητικὴ δύναμη τοῦ σώματος ἐλευθερώνοντάς την ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ στὶς κατώτερες καὶ ρυπαρὲς παρορμήσεις, μὲ τὸ νὰ τὴν ὑποτάσσω στὸν ἀληθινὸ λόγο.
Μὲ τὴν ἀφυπνισμένη ἐντός μου ὑπευθυνότητα, ποὺ τὴν ὑπακούω, αἰσθάνομαι τὸν ἑαυτὸ ἑνὸς ἄλλου νὰ ἐνεργεῖ μέσα στὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ τὸν βοηθᾶ νὰ ἐπιλέξει μιὰ πράξη ἢ ἕναν τρόπο πράξης σύμμορφο πρὸς τὸν ἀληθινὸ λόγο καὶ πρὸς μιὰ αἰσθαντικότητα καὶ αἰσθητικὴ δύναμη ποὺ εἶναι ἁγνές. Ἔτσι ἀνακαλύπτω στὸ λόγο τοῦ εἶναι μου τὸ σύνδεσμο μὲ τὸ λόγο τοῦ εἶναι τῶν ἄλλων, ἢ τὴ συνάντηση μαζί τους ἐντὸς ἑνὸς Λόγου ποὺ μᾶς ἑνοποιεῖ καὶ ἀνακαλύπτω μιὰ αἰσθαντικότητα καὶ μιὰ αἰσθητικὴ δύναμη ποὺ δὲν μειώνει τὰ ἄλλα πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα σὲ ἁπλὰ ἀντικείμενα προορισμένα νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς σωματικὲς καὶ ἐγωιστικὲς παρορμήσεις μου. Ὁ καθένας εἶναι παρὼν καὶ ἐνεργῶν μὲ τὴ δύναμη αὐτὴ τὴν ἑνοποιὸ καὶ ἐξαγνισμένη μέσα στὸν ἑαυτὸ τῶν ἄλλων καὶ μέσα στὸ λόγο καὶ τὴν αἰσθαντικότητά τους, διὰ τῆς ὑπευθυνότητας ποὺ ἀφυπνίζει μέσα τους ἡ κλήση του. Καὶ κατ’ ἐξοχὴν βέβαια εἶναι παρὼν ὁ Ὕψιστος Ἑαυτός. Αὐτὸ φανερώνει μιὰ κεντρικὴ διάσταση τῆς πραγματικότητας τῆς Κοινωνίας τῶν Ἁγίων καὶ ἀποτελεῖ μιὰ πραγματικὴ ἑρμηνεία τῆς φράσεως τοῦ Ἀποστόλου: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Στὴ δύναμη τῶν ἀνθρωπίνων ὑποκειμένων νὰ ἀφυπνίζουν μὲ τὸ σῶμα τους ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπαντοῦν ἀμοιβαῖα στὶς κλήσεις ποὺ τοὺς ἀπευθύνονται, φανερώνεται ὁ Ὕψιστος Ἑαυτός, χωρὶς ἡ φανέρωσή Του νὰ ἐξαντλεῖται βέβαια σ’ αὐτό. Μέσα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ πλησιάζουν μὲ τὸ σῶμα τους καὶ τὶς ἀνάγκες τους γιὰ νὰ βοηθηθοῦν ἀπὸ μένα, βλέπω τὸν ἑαυτό μου περιτριγυρισμένο ἀπὸ θεῖες κλήσεις καὶ μέσα στὴν ἀνάγκη νὰ ἀνταποκριθῶ χωρὶς ὅρους, βλέπω τὴν ἀνάγκη νὰ ὑπηρετήσω τὸ Θεὸ μὲ τὸ σῶμα μου. Ὁ Θεὸς μοῦ ζητᾶ μὲ τὰ λόγια τῶν ἄλλων, μὲ τὰ μάτια τους ποὺ ἀντικατοπτρίζουν τὰ βάσανά τους, μὲ τὰ ἐξασθενημένα ἀπὸ τὴν πείνα σώματά τους, νὰ Τὸν ὑπηρετήσω, ὑπηρετώντας τους μὲ τὸ σῶμα μου μέχρι καὶ τῆς θυσίας τοῦ σώματός μου. Στὶς τύψεις ποὺ μοῦ δημιουργοῦν τὰ ἐξασθενημένα τους σώματα, τὰ βασανισμένα τους μάτια, ὅταν δὲν τοὺς βοήθησα, νοιώθω τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ποὺ προεξοφλεῖ τὴν κρίση Τοῦ στὸ τέλος τοῦ κόσμου. Μέσα ἀπὸ τὰ σώματά τους βλέπω νὰ ἀπευθύνεται σὲ μένα ἡ κλήση καὶ ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, γιατὶ τὸ σῶμα τους δὲν εἶναι ἕνα σῶμα ἀποκλειστικὰ ὑλικό, ἀλλὰ ἕνας οἶκος ποὺ τὸν διαπερνᾶ ἡ ψυχὴ καὶ ἕνας ναὸς ποὺ κατοικεῖται ἢ εἶναι δυνατὸν νὰ κατοικηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ ἀνάγκη νὰ ἀνταποκριθῶ μὲ τὸ σῶμα μου χωρὶς ὅρους στὶς κλήσεις τους, μὲ κάνει νὰ νοιώθω καὶ τὸ σῶμα μου ὡς ναὸ μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὀφείλω νὰ ὑπηρετήσω τὸ Θεό, καὶ ὡς θυσία τὴν ὁποία ὀφείλω νὰ προσφέρω στὸ Θεὸ διὰ τῶν ἄλλων (Α΄ Κορ. 3.16.61.19. Ρωμ. 12.1).
Ἀλλὰ τὸ σῶμα γίνεται στὴν πραγματικότητα ναὸς ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ τὸ Θεό, μόνο ἂν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Πνεῦμα κοινωνίας, κατοικεῖ σ’ αὐτό. Καὶ ἐνεργοποιεῖται ὡς θυσία μόνο ὅταν γίνεται ἅγιο, ὅταν δὲν ὑποτάσσεται σὲ πάθη σαρκικὰ καὶ ἐγωιστικά. Μόνο ὅταν ζεῖ ὡς σῶμα λογικὸ βρίσκεται σὲ ἀνοικτὴ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους μ’ ἕνα λόγο εἰλικρινῆ, σαρκωμένο μέσα σὲ πράξεις ποὺ ἀπαντοῦν στὶς κλήσεις τους, μ’ ἕνα λόγο ποὺ ὑμνεῖ τὸ Θεό. Ἔτσι ὁ Θεὸς εἶναι παρών, ἐνεργῶν καὶ ἁγιάζων, μέσα σὲ σχέσεις ἀμοιβαίας διακονίας καὶ ἀγάπης ποὺ ἐκδηλώνονται μέσα ἀπὸ τὰ σώματα. Τὸ σῶμα κάνει κάθε ἄνθρωπο νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη βοήθειας ἐκ μέρους τῶν ἄλλων καὶ δίνει στὸν καθένα τὴ δυνατότητα νὰ ἐκπληρώσει αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία, νὰ ἐπικοινωνήσει ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο καὶ νὰ ἀκούσει ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο τοὺς ἁγιαστικοὺς λόγους τῆς γνώσης καὶ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὸ βρίσκει τὸ νόημά της ἡ χριστιανικὴ διακονία, διακονία πραγματικὴ ἐπειδὴ εἶναι σωματική.
Ἀλλὰ ἀφοῦ ὁ ἑαυτὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχασε τὴ δύναμη νὰ ἀφυπνίζει τὴν ὑπευθυνότητα στοὺς ἄλλους καὶ νὰ ζεῖ ὁ ἴδιος γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὕψιστη ὑπευθυνότητα πρὸς τὸν Πατέρα Του, συγκεφαλαιώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸν Ἑαυτό του ἐνισχύοντας τὴν ὑπευθυνότητα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς κλήσεις ποὺ τοῦ ἀπευθύνονται. Κι αὐτὴ τὴν ἐνισχυμένη σὲ ὑπέρτατο βαθμὸ ὑπευθυνότητα τὴ μεταδίδει σὲ ὅλους ὅσους κοινωνοῦν μαζί Του. Συγχρόνως καλεῖ, μ’ ἕναν τρόπο ἔντονο στὸν ὑπέρτατο βαθμό, τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς τους, τοὺς καλεῖ αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἄμεσα, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ διὰ τῶν φτωχῶν ποὺ ἔχουν τὴν ἀνάγκη τῆς βοήθειας τῶν ἄλλων, καὶ μέσα στοὺς ὁποίους ἐνοικεῖ. Ἡ κλήση αὐτὴ εἶναι ἐντατικοποιημένη στὸν ὕψιστο βαθμὸ γιατὶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἀπευθύνει μὲ μιὰ δύναμη ἀπείρως πιὸ ξεκάθαρη ἀπὸ ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία τὴν ἀπηύθυνε διὰ τῶν φτωχῶν, ὅταν ἀκόμη δὲν εἶχε ἐνσαρκωθεῖ. Ἀποκαθιστᾶ ἐνσαρκούμενος ὅλη τὴ δύναμη τῆς λογικότητας καὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ τῆς καθαρότητας τῶν αἰσθήσεων μέσα στὸ σῶμα ποὺ προσέλαβε, γιατὶ ὁ Ἑαυτὸς ποὺ ἀποκαλύπτεται μ’ αὐτὴ τὴ λογικότητα, τὸ λόγο καὶ τὴν αἰσθαντικότητα, εἶναι ἡ ἴδια ἡ πηγὴ τῆς λογικότητας, τοῦ λόγου καὶ τῆς αἰσθαντικότητας.
Τὸ ἄσπιλο καὶ ἄπειρο βάθος τοῦ θείου Ἑαυτοῦ προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴ σάρκα τῆς Παναγίας Παρθένου, χωρὶς τὴ ρυπαρὴ σαρκικὴ αἰσθητικότητα, ἐνανθρωπίζεται καὶ γίνεται Ὑποκείμενο τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὅλων τῶν ἐκδηλώσεών της, καὶ συγχρόνως θεοποιεῖ ὅλη τὴν προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση καὶ τὶς ἐκδηλώσεις της, χωρὶς νὰ τὶς συγχέει μὲ τὴ θεία φύση καὶ τὶς ἐνέργειές της. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀνήγαγε στὸ ὑπέρτατο ὕψος της τὴν ἀνθρώπινη φύση, μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀποκατάσταση ἑνὸς πάντοτε πιὸ ὀρθοῦ λόγου τῆς ψυχῆς, μιᾶς πιὸ ὑγιοῦς λογικότητας τοῦ σώματος καὶ μιᾶς πάντοτε πιὸ καθαρῆς αἰσθητικῆς δύναμης τοῦ σώματός μας.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται ἡ μεταμόρφωση τοῦ σώματος μὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις του, ἀλλὰ καὶ ἡ μεταμόρφωση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων καὶ τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρωπίνης κοινότητας σὲ πραγματικὸ Σῶμα τοῦ Ὕψιστου Ἑαυτοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Πατρός, ποὺ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο μὲ ἄπειρη συγκατάβαση καὶ φιλανθρωπία ἔγινε καὶ Υἱὸς Ἀνθρώπου.
Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Σύναξη, τεῦχος 4. Ἀπόδοση ἀπὸ τὰ γαλλικὰ Ζωὴ Πλιάκου.
Ο ζωγραφικός πίνακας ("Κεφαλή γυναίκας", 1951) που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Φώτη Κόντογλου.