Ο θάνατος της πόλης και η ανυπαρξία της πολιτικής

0
926

Γιάννης Χελιδώνης

Ἂν ὁ ἄνθρωπος κατόρθωσε νὰ ἐπιβιώσει μέσα σὲ συνθῆκες κατ’ ἐξοχὴν ἀντιανθρώπινες [πρωτόγονες], νὰ ἀνέλθει μὲ γοργὸ ρυθμὸ τὶς βαθμίδες τῆς ἐξελικτικῆς κλίμακας, θραύοντας τὸ κέλυφος τῆς βαρβαρότητας καὶ προσδίδοντας στὴ ζωὴ του ἕνα ἀνώτερο περιεχόμενο, τοῦτο ὀφείλεται ἀναμφισβήτητα στὴν ἔλλογη δυνατότητά του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶο λογικό. Χάρις στὴ θεϊκὴ σπίθα τοῦ λόγου ποὺ ἔλαμψε μέσα του πραγματοποίησε τὸ κατόρθωμα τῆς κοινωνίας. Φανερώνοντας τὶς κοινωνικές του δυνατότητες δημιούργησε πόλη-πολιτισμό: γλῶσσα, τέχνη, θρησκεία κ.ἄ. Γεγονὸς ποὺ διαφοροποιεῖ τὴν ἀνθρώπινη συμβίωση ἀπὸ τὴν ἀγελαία συνύπαρξη τῶν ζώων. Τὸ ζῶο κοσμεῖται μὲ τὸ χάρισμα τῆς προσαρμογῆς στὸ περιβάλλον, ἀντίθετα ὁ ἄνθρωπος εἶναι προικισμένος μὲ τὸ δημιουργικὸ πάθος τῆς μεταμόρφωσης, τῆς μεταβολῆς τοῦ φυσικοῦ χώρου. Δημιουργεῖ ἕναν δικό του κόσμο μέσα στὸ κοσμικὸ «χάος» τῆς συμπαντικῆς ἁρμονίας. Ἀπαντᾶ κατὰ κάποιο τρόπο στὸν παγκόσμιο λόγο τῆς «ἔναστρης εὐταξίας» ποὺ τὰ πάντα συνέχει καὶ συγκρατεῖ.
Ἀναζητώντας τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἀνθρώπινης συμβίωσης- συλλογικότητας, πορευόμενοι στὰ βάθη τῆς προϊστορίας, συναντᾶμε τὴ μήτρα τῆς πόλης, τὸν οἰκισμό. Τὰ αἴτια τῆς δημιουργίας του μποροῦν νὰ ἰδωθοῦν ἀπὸ δύο ὀπτικὲς γωνίες. Ἡ πρώτη ἕλκει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴ σοφιστικὴ περίοδο [Πρωταγόρας], πρεσβεύει δὲ ὅτι οἱ ἄνθρωποι σύμπηξαν πόλη, γιὰ νὰ ἀμυνθοῦν ἀπέναντι σὲ κοινοὺς ἐξωτερικοὺς ἐχθροὺς καὶ γιὰ νὰ πραγματώσουν ἀνώτερα σχήματα ζωῆς. Ἡ δεύτερη ἄποψη βλέπει τὴ σύσταση τῆς πόλης ὡς ἔργο θεϊκὸ ἀνάγοντας τὶς ρίζες της στὴ μυθολογία. Ὅσο κι ἂν φαίνονται διαμετρικὰ ἀντίθετες οἱ παρακάτω ἀπόψεις, ἔχουν τὸν ἴδιο κοινὸ παρονομαστὴ ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα θάνατος. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ζωῆς στὸν πλανήτη, ἀποκτᾶ συνείδηση τῆς μηδαμινότητάς του. Δηλαδὴ τοῦ ὅτι ὑπόκειται σὲ ἐξωλογικὲς δυνάμεις: τυχαιότητα, ἀνελευθερία καὶ σὲ ἄλλα ποικιλόμορφα προσωπεῖα τοῦ θανάτου, ποὺ ἐπιβουλεύονται ἄμεσα τὴ ζωὴ. Ἡ καταλυτική του δύναμη [τοῦ θανάτου] βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες κάθε ἀνθρώπινης δημιουργίας. Ἔτσι ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου νὰ τιθασεύσει τὸν πρωτογονισμό, πραγματώνοντας τὴν ἀνέλιξη σὲ ἀνώτερα σχήματα ζωῆς ἑρμηνεύεται ὡς ἀγωνιώδης [μάταια;] προσπάθειά του νὰ νικήσει τὸ θάνατο ἢ τουλάχιστον νὰ διασκεδάσει τὴν παρουσία του. Ἄλλωστε τί ἄλλο μπορεῖ τὸ ἀνθρώπινο ὂν συρόμενο στὸ δεσμωτήριο τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου;
Νιώθει ἄμεσα τὴν ἀνάγκη νὰ ἀμυνθεῖ στὴ διαλυτικὴ μανία τοῦ θανάτου, καλεῖται νὰ δώσει μορφὴ στὴν ἁμορφία καὶ τάξη στὴν ἀταξία ποὺ τὸν περιβάλλει. Ἀκοσμία, ἀμορφία καὶ ἀταξία εἶναι τὰ σημάδια τῆς θανατερῆς ἀπειλῆς, καθὼς τὰ πάντα ὑποκύπτουν στὴν καταλυτική τους δύναμη. Ὁ ἄνθρωπος προσδιορίζει ἕνα σημεῖο [βωμὸς] στὸ κέντρο τοῦ χώρου ποὺ μέλλει νὰ διαμορφωθεῖ σὲ σχέση πρὸς τὸν φυσικὸ χῶρο. Τὸ κεντρικὸσημεῖοἀποτελεῖτὸνὀμφαλὸτῆςγῆς, εἶναιτὸἱερὸ κέντρο τῆς ζωῆς, σημεῖο ἀναφορᾶς τῶν πάντων. Μὲ τὴν ἐπίγνωσητῶντεσσάρων κοσμικῶνσημείων[Ἀνατολή-Δύση, Βορρᾶς-Νότος] μορφοποιεῖται ὁ οἰκισμός, ἀρθρώνεται σταυρικὰ γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸ κέντρο ἀναιρώντας τὴν ἀπειλὴ τῆς ἀμορφίας.  Ὁ μετασχηματισμὸς τοῦ οἰκισμοῦ σὲ πόλη δὲν ἀποτελεῖ μόνο μιὰ ποσοτικὴ μεταβολὴ ἀλλὰ συνάμα καὶ μιὰ ποιοτική. Ἡ πόλις ἀρθρώνεται λειτουργικὰ γύρω ἀπὸ τὰ ἱερά της, τὸν ὀμφάλιο λῶρο της. Ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα, λειτουργεῖ σὰν ἕνας ζωντανὸς ὀργανισμός, μὲ τὴ θεότητα ὡς κεφαλὴ καὶ τοὺς πολίτες νὰ ἀπαρτίζουν τὸ κυρίως σῶμα. Ἡ κοινωνία τῶν ἀρχαίων εἶναι κοινωνία τελούντων «θυσίας καὶ τελετὰς». Ἕνα ἁπλὸ ξεφύλλισμα τῆς Ἰλιάδας καὶ τῆς Ὀδύσσειας θὰ ἔπειθε καὶ τὸν πιὸ ἀμετάπειστο γιὰ τὸ ὅτι ἐδῶ -Ἑλλάδα- «ὁ κόσμος εἶναι δαιμόνων πλήρης» [Θαλῆς]. Ἱερεῖς, βασιλεῖς, πολίτες καὶ πολιτεία, βρίσκονται σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὴ θεότητα, πίστη ποὺ φανερώνεται μέσα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ προσευχὴ καὶ θυσία. [Ξεκινώντας ἀπὸ τὸ ἱερὸ κέντρο τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, τὴν ἑστία –βωμός- τὴν προέκτασή του στὰ ἱερὰ -βωμοί- τῆς πόλης καὶ τὶς δημόσιες τελετές, ἕως τὴ μετέπειτα οἰκουμενικὴ διάσταση τοῦ ἱεροῦ, ὅπου γίνεται τὸ μεταφυσικὸ κέντρο τοῦ κόσμου –Δωδώνη, Δελφοί, Αἴγυπτος κ. ἄ.- γύρω του δομοῦνται ὁλόκληροι πολιτισμοί, οἱ λεγόμενοι θεοκεντρικοί]. Ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ ζωὴ τῆς πόλης θεμελιοῦνται στὸ ἐπέκεινα. Ἡ θεϊκὴ καταγωγή της συνεπάγεται τὴ θεϊκὴ προέλευση τῶν νόμων. «Τρέφονται γὰρ οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς θείου», ἀποτελοῦν ὀργανικὲς προϋποθέσεις τοῦ θαύματος τῆς ζωῆς, καθὼς ἐξασφαλίζουν τὴν ἁρμονία καὶ τάξη, σημάδια ἀφθαρσίας καὶ αἰωνιότητας. Ἡ τέχνη, ἡ θρησκεία, ἡ πολιτικὴ δὲν ἀποτελοῦν αὐτόνομες ἐκδηλώσεις ὑπηρετικὲς στὸ κοινὸ καὶ ἑνιαῖο λειτουργικὸ σύνολο.
Ἐδῶ [πόλις] πραγματώνεται ὄχι μόνο τὸ «ἀθροίζεσθαι» [ἄθροισμα οἰκισμῶν] ἀλλὰ καὶ τὸ «σώζεσθαι». Πράγματι ἡ πόλις συμβάλλει στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὴ δὲν νοεῖται σὰν καρπὸς μιᾶς ἀφηρημένης σχέσης μὲ τὸ ὑπερβατικό, ἀλλὰ περνᾶ μέσα ἀπὸ μιὰ ὁρισμένη χρήση τοῦ κόσμου. Χρήση ποὺ ἀποτυπώνεται στὴ ζωγραφική, στὴν ἀρχιτεκτονική, σ’ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ λειτουργικὴ ἑνότητα πραγματώνεται ἡ ζωὴ τῆς πόλης. Ἡ πόλις ἀποκτᾶ μεταφυσικὴ ὑπόσταση καὶ ὀ πολίτης προγεύεται τῆς ἀφθαρσίας, ἀποκτᾶ τὴν ἐμπειρία μιᾶς βιωματικῆς οἰκείωσης τοῦ ἀπολύτου. Μιᾶς καὶ ὁ ἄνθρωπος σὰν ἄτομο εἶναι καταδικασμένος, ἀντίθετα ἡ πόλις ὡς συλλογικὸ δημιούργημα συνεχίζει τὴν πορεία της μέσα στὴν ἱστορία χωρὶς νὰ γνωρίζει τὴ φθορά. Ἀποτελεῖ τὸ πᾶν γιὰ τὸν πολίτη, τὸ ὑπέρτατο νόημα τῆς ζωῆς του, χωρὶς αὐτὴν εἶναι ἀδιανόητη ἡ πραγμάτωση τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀτομικὴ ἐπιβίωση. «Μητρός τε καὶ πατρός τε καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον ἐστὶ πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἀγιώτερον». Στὸ λειτουργικὰ ἱεραρχημένο πλαίσιο πραγματοποιεῖται καὶ ἡ λειτουργία τῆς πολιτικῆς, ποὺ σημαίνει τὴν ἐνεργητικὴ συμβολὴ τοῦ πολίτη στὴν ἐπίτευξη τοῦ κοινωνικοῦ ἀγαθοῦ. Εἶναι ἀδιανόητη ἡ μὴ συμμετοχὴ στὰ κοινά. Ἡ λέξη ἰδιώτης σημαίνει ἠλίθιος, νόημα ποὺ διατηρεῖ ἡ λέξις ἀκέραιο στὰ ξενόγλωσσα ἰδιώματα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ζῶο πολιτικὸ» γεγονὸς ποὺ συνεπάγεται τὸν ἐκφυλισμό, τὴ διαστροφὴ τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου ὅταν παύσει ἡ ἐνασχόληση καὶ ἡ συμμετοχὴ στὰ κοινά. Ἡ προτεραιότητα τοῦ καθολικοῦ [κοινὸ] πάνω στὸ ἀτομικὸ καὶ ἡ δυνατότητα ἄμεσης συμμετοχῆς στὴν πολιτικὴ πράξη [Πνύκα] ἀποτελοῦν τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς.
Τὸ Βυζάντιο ἀποτελεῖ ὀργανικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἡ ζωὴ ἑστιάζεται στὸ θυσιαστήριο [βωμός-Χριστός], ἀπ’ ὅπου ἀπορρέουν τὰ πάντα καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ὑπάρχουν τὰ πάντα. [Γύρω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι-ἱερὸ κέντρο τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς ἡ κατ’οἶκον ἐκκλησία, μέσα στὸ ναὸ ἡ ἐνοριακὴ σύναξη, μὲ κατακόρυφο τὴν Ἁγία Σοφία, οἰκουμενικὸ κέντρο καὶ ἔκφραση ἑνὸς αὐτοκρατορικοῦ πολιτισμοῦ]. Τὸ ἱερὸ ἑνοποιεῖ καὶ ἐδῶ τὴ ζωὴ. Ἡ μεταμόρφωση τῆς ζωῆς τελεῖται στοὺς κόλπους τῆς ἐρειπωμένης σήμερα Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴ σύνοψη-ἔκφραση τῆς συμπαντικῆς ἀλήθειας, τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς, καθὼς τὸ θεανθρώπινο κορμὶ της ἱερουργεῖ τὴ σωτηρία. Λαός, στρατός, ἱεραρχία καὶ ἐξουσία λειτουργοῦν σὰν ἕνα σῶμα. Ἐδῶ ἡ τέχνη, ἡ ζωγραφική, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἀναδεικνύουν τὴ λειτουργικὴ ἀντίληψη τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας, ὅπου ἡ πολιτικὴ ἀποτελεῖ ἀσκητικὴ πράξη διακονίας. Ἐκδηλώσεις ποὺ σκοπεύουν στὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνα τῆς Τριαδικῆς Θεότητας, ὄχι στὴ θανατερὴ ἀτομικότητα ἀλλὰ στὴν κοινωνία. Τελικὰ στοχεύουν στὴν ἀνάδειξη τῆς Ἐκκλησίας ὡς νέας πόλης -«πόλις καταβαίνουσα ἐξ οὐρανοῦ»- ὡς νέας Ἱερουσαλήμ.
Τὸ πέρασμα ὅμως στὴ βιομηχανικὴ ἐποχὴ σήμανε τὴν ἄνευ ὅρων παράδοση στὴ λαίλαπα τοῦ ἀτομισμοῦ. Στὸν πολιτισμὸ τοῦ ἐγὼ ὅπου ἡ ὀργάνωση τοῦ κοινωνικοῦ βίου βασισμένη σὲ ὀρθολογικὲς προδιαγραφές, στὴ θρησκευτικὴ πίστη τῆς ἐπιστήμης κατόρθωσε νὰ ἀποϊερώσει τὰ πάντα. Περιχαράκωσε τὸ ἄτομο στὰ δικαιώματά του, ὁδηγώντας το στὴν κραιπάλη τῆςεὐζωίας. Ἐδῶἡπόλιςχάνειτὴμεταφυσικήτηςὑπόσταση. Παύει νὰ εἶναι ἕνα δυναμικὸ κατόρθωμα τῶν πολιτῶν ποὺ ἀναδεικνύει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη σὲ κόσμο-κόσμημα. Συμβάλλοντας στὴν πραγματοποίηση τῆς ζωῆς ὡς τάξης καὶ ἁρμονίας. Οἱ νόμοι δὲν ἀποτελοῦν πιὰ ὀργανικὲς προϋποθέσεις τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἐπιβεβλημένοι ἄνωθεν [αὐθεντία] ἀποτελοῦν συμβατικὸ γεγονός, ἀποσκοποῦν στὴν ἀνετώτερη διαβίωση τοῦ πολίτη. Τὰ ἱερὰ «φαντάζουν» ἀδύναμα νὰ ἐνοποιήσουν τὶς νέες σχιζοφρενικὲς δυνατότητες τῆς τεχνικῆς ζωῆς, σ’ ἕνα λειτουργικὰ ἱεραρχημένο πλαίσιο. Οἱ θυσίες στὸν βωμὸ τῆς γαστέρας -ἀτομικὴ ἐπιθυμία- διασποῦν τὴν ὕπαρξη καὶ αὐτονομοῦν τὴ ζωὴ. Ἡ ἀτομικὴ χρήση τοῦ κόσμου καὶ ἡ προσπάθεια ὑποταγῆς του στὴν ἀνάγκη ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια τῶν σωστῶν σχέσεων μὲ τὴ φύση, τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωὴ. Ἡ πόλις δὲν ἀποτελεῖ πλέον «σώζουσα δύναμη», μεταβλήθηκε σ’ ἕνα ἄθλιο ἄθροισμα οίκισμῶν ποὺ καταδυναστεύει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Χάνει τὰ ἁρμονικὰ καὶ σαφῆ περιγράμματά της, καθὼς ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἀνύπαρκτη ὡς μεράκι δημιουργεῖ τὰ σύγχρονα ἐξογκώματα, ὅπου στεγάζονται ἄτακτα στίφη ἀστῶν κάτω ἀπὸ τὶς ἐπιταγὲς τῆς σύγχρονης στεγαστικῆς ἀνάγκης. Ἡ μετατροπὴ τῆς ἀλήθειας σὲ συμφέρον δημιουργεῖ λαβυρινθώδεις δρόμους, τσιμεντένια τέρατα, βιασμὸ καὶ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος, μοναξιασμένα καὶ ἀνέραστα ὄντα. Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζεις στὸ χάος τῆς τερατούπολης εἶναι ἡ προσωπική σου ἀνωνυμία. Εἰκόνες ἀνατριχιαστικὲς ποὺ συνθέτουν τὸ κύκνειο ἆσμα τῆς πόλης. Σημάδια ἀποσύνθεσης ποὺ πιστοποιοῦν τὸ θρυμματισμὸ τοῦ προσώπου της, τὴν ἀπώλεια τῆς ἀλήθειάς της.
Στὴν ἐποχὴ τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου στὸ ἀπόγειο τῆς τεχνοκρατίας, ἡ πόλις εἶναι ἀνύπαρκτη, ξεψύχησε στὸ κράσπεδο τῆς μεγαλούπολης ἢ κοσμούπολης.
Ὁ βιομηχανικὸς τρόπος παραγωγῆς –κατὰ μάζες παραγωγὴ καὶ κατανάλωση- καλεῖ στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας τεράστια πληθυσμιακὰ σύνολα, τὰ ὁποῖα πρὸς χάριν τοῦ ὑλιστικοῦ παραδείσου χαρακτηρίζουν ὡς ἀποστεωμένη τὴ «γερασμένη» παραδοσιακὴ πίστη. Ὁ ὑποσκελισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κοινὸ μυστικό. Κατάντησε ὁ ἄνθρωπος ὑποχείριο τῆς τεχνικῆς, γρανάζι στὴν ἀπρόσωπη γραφειοκρατικὴ μηχανή, κατευθυνόμενο ὂν, ἀφοῦ οἱ διαθέσεις, τὰ ἐνδιαφέροντα, ὡς καὶ τὰ συναισθήματά του ρυθμίζονται ὀρθολογιστικὰ μὲ βάση τὰ ἐκάστοτε βιομηχανικὰ συμφέροντα. Ἀδυνατεῖ νὰ συγκροτήσει δική του κοσμοαντίληψη, χάνει τὸ πρόσωπό του ἐκπίπτοντας στὸ ἐπίπεδο τῆς μάζας. Προσκολλᾶται στὸν τεράστιο βιομηχανικὸ ἢ κρατικὸ μηχανισμό, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν κατανόησή του, ἀρκεῖ νὰ τοῦ προσφέρει τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Ἐκποιεῖ τὴν ψυχή του ἀντὶ «πινακίου φακῆς» ἤτοι ἀντὶ τῆς ὐλικῆς εὐμάρειας. Οἱ συνέπειες αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ἀνυπολόγιστες καὶ τραγικές.
Ἄτομα ποὺ εὐδοκιμοῦν οἰκονομικὰ παραιτοῦνται μὲ τρόπο ἐπικίνδυνο ἀπὸ τὰ πολιτικά τους καθήκοντα καὶ δικαιώματα. Ὁ κοινοβουλευτισμὸς ὅσο κι ἂν θεωρήθηκε ἀπὸ τοὺς πολιτικὰ ἐπαΐοντες, ὡς κορυφαῖο ἐπίτευγμα πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐλευθερίας, δὲν ἀποτελεῖ παρὰ τὸ ἐπαίσχυντο μέσο ἀλλοτρίωσης τοῦ πολίτη. Παρέχει σ’αὐτὸν τὸ δικαίωμα τῆς ψήφου καὶ συγχρόνως τὴ μόνη δυνατότητα συμμετοχῆς στὴν πολιτικὴ πράξη. Οὐσιαστικὰ τὸν ἀφήνει ἀμέτοχο στὰ οὐσιώδη καὶ σημαντικὰ τοῦ δημοσίου βίου. Ὅσο γι’ αὐτὰ τὴν ἀποκλειστικότητα ἔχει τὸ ὑδροκέφαλο κράτος, ἡ κρατικὴ ἐξουσία. Ὁ κρατισμός, νόθο τέκνο τῆς φεουδαρχίας, εἶναι ἡ θλιβερὴ ἄλλη ὄψη της. «Κάποτε τὰ ἀφεντικὰ διάλεγαν τοὺς δούλους, τώρα οἱ δοῦλοι διαλέγουν τ’ ἀφέντες!» Εἶναι τὸ φίμωτρο ποὺ σκοπό του ἔχει νὰ καταστήσει ἀκίνδυνη ἂν ὄχι ἀνύπαρκτητὴν ἐπικίνδυνηγι’αὐτὸἐνεργοποίησητοῦπολίτησὲ παθητικὸ θεατὴ τῆς πολιτικῆς ζωῆς. Τώρα πιὰ ὁ πολιτικὸς βίος ἔχει γίνει ἀβίωτος, ὄντας ἀνίκανος νὰ νοικοκυρέψεις τὸν τόπο σου καὶ τὴ ζωὴ σου, καλεῖσαι νὰ παίζεις τὸ ρόλο τοῦ θύματος [μὲ ψῆφο!] σ’ αὐτὸ ἢ σ’ ἐκεῖνο τὸ ἀπρόσωπο γραφειοκρατικὸ κατασκεύασμα.

Ἀφηνόμαστε ὅλο καὶ περισσότερο στὴν κυριαρχία τῆς κομματικῆς κυριαρχίας. Συντηρώντας διὰ τῆς μὴ βίας τὸν ὁποιοδήποτεὁλοκληρωτισμὸ[δεξιό-ἀριστερό]. Κανένακόμμα δὲν «διαθέτει» πολιτικὲς ἰδέες ἱκανὲς γιὰ νὰ συμβάλλουν στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ καὶ πολιτικὴ διαπαιδαγώγηση τοῦ λαοῦ. Κάτω ἀπ’ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ἔννοιες ὅπως ἐλευθερία, δημοκρατία, κοινωνικὴ ἐλευθερία καταντοῦν κενές, ἀ-νόητες. Λέξεις ἱκανὲς νὰ χρησιμεύσουν στὴ συναισθηματική μας καὶ μόνο ἐκτόνωση, ποὺ τόσο ἔχουμε ἀνάγκη. Ἡ πολιτικὴ ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὶς ὀργανικὲς προϋποθέσεις τοῦ λειτουργήματος ἤτοι τὴν ἐνεργητικὴ συμβολὴ τοῦ πολίτη στὴν ἀνάδειξη τοῦ κοινωνικοῦ ἀγαθοῦ καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸ κοινὸ ἀκολουθεῖ τὸν δρόμο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀποσύνθεσης. Ξεπέφτει σὲ ἐπάγγελμα ὑποταγμένο στὴ χρησιμοθηρία τῆς στιγμῆς. Εἶναι ἡ τέχνη τῆς ἀδιαφορίας γι’ αὐτὰ ποὺ σὲ ἀφοροῦν ἤ, τὸ πολὺ, λύση φυγῆς γιὰ τοὺς πολιτικὰ ἀκόμη δραστήριους μπροστὰ στὰ ἀδιέξοδα τῆς ὕπαρξης. Ὁ ἐγκλωβισμὸς τοῦ ἀνθρώπουστὴνἰδιωτικὴ ζωὴἐπιβεβαιώνειτὴνἀτομοκρατικὴ ἀντίληψη τῆς ζωῆς, μὰ ὅσο πιὸ ἀτομικὴ γίνεται ἡ ζωὴ κινδυνεύει νὰ νικηθεῖ πιὸ εὔκολα ἀπὸ τὸν θάνατο. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος παύει νὰ ἐκστασιάζεται, νὰ θυσιάζεται ξεπερνώντας τὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀναγνωρίζοντας τὸ πρόσωπό του στὸν ἄλλον. Μετατρέπεται σὲ ἄτομο καταδικασμένο νὰ πεθάνει μέσα στὰ πεπερασμένα ὅρια καὶ δικαιώματά του.
Ἂν ὁ θάνατος τῆς πόλης καὶ ἡ συνακόλουθη νέκρωση τῆς πολιτικῆς εἶναι σημάδια ἀπανθρωποποίησης τοῦ ἀνθρώπου, μήπως θὰ πρέπει νὰ ἀναρωτηθοῦμε ἂν σημαδεύουν τὸ πέρασμα σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή;

Από το βιβλίο του Γιάννη Χελιδώνη, ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΠΟΜΠΗΪΑΣ, Ἐρουρέμ, τχ 3, χειμώνας 1984

Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει την ανάρτηση είναι δημιουργία του Σωτήρη Λιούκρα. 

πηγή: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ