ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΑΚΗ: Η μίμηση και η δημιουργία στην βυζαντινή εικόνα

23
707

Στα πλαίσια της εκπομπής "Σήμερα είναι Κυριακή" που μεταδόθηκε από την ΕΤ1, το 1987,

ο   Δημήτρης Μαυρόπουλος συνομιλεί με τον π. Σταμάτη Σκλήρη
σχετικά με τον "βυζαντινό" τρόπο ζωγραφικής που αντανακλά την όλη πνευματική ζωή της εκκλησίας, την μίμηση και την δημιουργία στην βυζαντινή εικόνα και την υπακοή.

23 Σχόλια

  1. Ο πατέρας Σταμάτης Σκλήρης ήταν και είναι ένας σεβαστώτατος ποιμένας και, εν ταυτώ, ένας συμπαθέστατος άνθρωπος. Ένας αξιολογώτατος, συνάμα, θεωρητικός της βυζαντινής τέχνης.
    Εδώ όμως μας συστήνεται ως ένας – απλά – νεωτερικός διανοούμενος: Υποστηρίζει μια σκληροπυρηνική άποψη περί_ α δ ι ά κ ο π η ς_ α λ λ α γ ή ς, εν είδει [b]ανυπέρθετου όρου[/b] τής (οιασδήποτε) τέχνης μας.

    Θα αποφύγω την αφηρημένη αναφορά. Το αξιοπρόσεκτο θέλω μόνο να πω – στα εικοσιέξι χρόνια που έχουν περάσει από τη στιγμή που μεταδόθηκε αυτή η εκπομπή – είναι ότι ο ίδιος έχει προσκομίσει, εν τω μεταξύ, το απτό εκείνο “προϊόν” που αποτελεί το πεντάσταγμα της προκείμενης εισήγησής του.
    Όποιος ενδιαφέρεται, λοιπόν, δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά στις τοιχογραφίες του Προφήτη Ηλία, πχ, στον λόφο της Καστέλλας.
    Στους αντίποδες μιας τέτοιας παραγωγής, έχει επίσης κατατεθεί, μέσα στο ίδιο διάστημα, το ζωγραφικό έργο – για παράδειγμα – του Γιώργου Κόρδη.
    [b]Η αντιπαραβολή τους αρκεί – ισχυρίζομαι – για να μας κατατοπίσει στο ποια από τις δύο κατευθύνσεις (η υποχώρηση της ιερότητας ενώπιον της κοσμικότητας, ή η προσέλευση της κοσμικότητας στην ιερότητα) είναι εκείνη που αφορά όχι μόνο το_ π ν ε ύ μ α_ αλλά και την_ ύ λ η_ μας αμεσώτερα.[/b]

    ΥΓ: Η απώλεια βέβαια είναι ότι, υπό το κράτος πεποιθήσεων σαν αυτές που περιέχονται στην υπερκείμενη μαγνητοσκόπηση, ο μεγαλύτερος π.χ. ναός των Αθηνών – ο Άγιος Παντελεήμονας – έχει παραχωρηθεί σε μια τέτοια εικονογραφική επένδυση, η οποία τον έχει καταστήσει ά π α ξ διά π α ν τ ό ς [b]εικαστικά[/b] (ναι, εικαστικά – για να συμμεριστώ το [i]καλλιτεχνικό κριτήριο[/i] το οποίο επικαλείται εδώ ο αγαπητότατός μου παπα-Σταμάτης) [b]ανενεργό[/b] – ως προς τη ζητούμενη λειτουργική εμπειρία μας.
    Όπως ακριβώς είχε ήδη συμβεί με το Άγιο Ανδρέα Πατρών – για να σημειώσω ένα ακόμα ορόσημο πειστήριο… δια-γραφής βιωμάτων.

    [b]Πώς αλλοιώς, ωστόσο; Όταν φτάνουμε στο σημείο να πούμε ότι θα πρέπει – πλέον – να αποτιμούμε αρνητικά (!) την παρέμβαση του Φώτη Κόντογλου στο επιχώριο αγιογραφικό γίγνεσθαι…[/b]

  2. Ανεξάρτητα από την ιδεολογία του καλλιτέχνη, πολιτική ή καλλιτεχνική, μόνο το ταλέντο καθορίζει την ποιότητα του έργου του, παράγοντας αναγνωρίσιμος αλλά ανεξήγητος, τουλάχιστον από τους ιστορικούς της τέχνης. Η εργασία και η εντιμότητα, ή ανιδιοτέλεια, είναι τα στοιχεία που διατηρούν και αναπτύσσουν το ταλέντο, όπως ακριβώς εξηγεί η παραβολή των ταλάντων. Το ταλέντο δεν γεννιέται από την μαθητεία, ούτε από την δουλειά, χάνεται όμως από την αδράνεια και την εμπορευματοποίηση. Καμμία εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
    Οι βυζαντινοί ζωγράφοι δεν εμποδίστηκαν από τους περιορισμούς, που εμείς υποθέτουμε ότι τους δέσμευαν, να κατακτήσουν έναν ώριμο κυβισμό και μία ελευθερία, που υπερβαίνει του Πικάσσο. Θυμίζω το έργο του Θεοφάνη του Έλληνα στην Ρωσσία και τους δύο ανώνυμους ζωγράφους στον Άγιο Νικόλαο Πλάτσας. Επομένως, είναι άνευ σημασίας το αν ο ζωγράφος είναι νεωτερικός ή μετανεωτερικός ή ό,τι άλλο του καταλογίσει η αδοκίμαστη στον χρόνο πολιτική ιδεολογία των τελευταίων τριάντα χρόνων (που πιστεύω ότι θα ξεχαστεί σύντομα).
    Αν προσέξουμε το έργο του Κόρδη και του π. Σταμάτη, θα δούμε ότι ανήκουν πλήρως στην ευρωπαϊκή σύγχρονη τέχνη του 20ου αι. με συνεχή και γνήσια έμπνευση από την βυζαντινή και μεταβυζαντινή. Το να βλέπουμε επίσης την μεσοβυζαντινή τέχνη άσχετη από την ευρωπαϊκή τέχνη των τελευταίων 3.000 χρόνων, σαν να ανήκει σε μία πολιτιστική νησίδα που έφιαξαν άποικοι από τον Άρη, είναι προφανής αφέλεια με προπαγανδιστικά μόνο θεμέλια και σκοπούς. Ό,τι ακριβώς είναι και οι διακρίσεις ή κατηγορίες Ανατολή – Δύση, Προνεωτερικότητα – Νεωτερικότητα – Μετανεωτερικότητα.
    Ο Κόντογλου σώζεται όχι από το δικό του θρησκευτικό έργο, το ψυχρό και ουδέτερο, ούτε από τον απαράδεκτο τρόπο που μεταχειριζόταν τα πρωτότυπα βυζαντινά έργα όταν παρίστανε τον συντηρητή, επιζωγραφίζοντας και βάλε, αλλά από τα κοσμικά του έργα και από τους δύο μαθητές του που δεν ακολούθησαν την λεγόμενη “βυζαντινή τεχνοτροπία”, τον Εγγονόπουλο και τον Τσαρούχη. Ο καλύτερος ζωγράφος που μπορούμε να βρούμε στους ναούς της Αθήνας είναι ο Λουκίδης (Άγιος Κωνσταντίνος Ομονοίας, Ζωοδόχος Πηγή Ακαδημίας), ζωγράφος Αρτ Νουβώ, με ιδιότυπο ύφος μετά το 1950, ο οποίος καταδιώχθηκε αδυσώπητα από τον Κόντογλου και τον Ορλάνδο.
    Η αυστηρότητα που απαιτεί η διατήρηση των μνημείων, δεν επιτρέπεται να επιβάλλεται στα σύγχρονα έργα των τεχνών. Αυτοί επέβαλλαν δια της κρατικής βίας, προς την οποία αντιστάθηκε γιά λίγο η Εκκλησία και τα εκκλησιαστικά συμβούλια, αυτή την μίμηση που γέννησε ένα πλήθος χειροτεχνών και ελάχιστους γνήσιους ζωγράφους. Δεν είναι αφύσικο, βέβαια, διότι αν απαριθμήσουμε τα αξιόλογα έργα ζωγραφικής οποιασδήποτε περιόδου από την Αναγέννηση και εδώ, θα δούμε ότι είναι πάρα πολύ λίγα, οι κορυφαίοι δε ζωγράφοι επίσης ελάχιστοι. Ας μην υποτιμούμε λοιπόν τους χειροτέχνες, όταν βέβαια δεν παράγουν κάτι αγριογραφίες που παγώνουν την ψυχή και παρεμποδίζουν την προσευχή.
    Είμαι σίγουρος ότι αν δεν επιβαλλόταν δια της βίας η “βυζαντινή” τεχνοτροπία, θα είχαμε πολύ περισσότερα αξιόλογα τοιχογραφικά σύνολα, ακόμη και εκούσιες εμπνεύσεις από την τέχνη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, βυζαντινίζοντα. Με την επιβολή της “βυζαντινής τεχνοτροπίας” διώξαμε εξ αρχής τους πιό ταλαντούχους ζωγράφους, δηλαδή καταδιώξαμε το τάλαντο και την πηγή του. Θα είχαμε βέβαια και έργα ατυχή, όπως γιά μένα οι τοιχογραφίες του Παπαλουκά στην Άμφισα, που σε άλλους αρέσουν. Το να “σφίγγεσαι” να παράγεις βυζαντινή τέχνη είναι το ίδιο προβληματικό όσο και το να “σφίγγεσαι” να μοιάζεις μοντέρνος. Η αστοχία είναι το τίμημα της ελευθερίας. Αλλά χωρίς ελευθερία δεν γεννιέται μεγάλη τέχνη, ούτε δημοκρατία, ούτε προσευχή. Κι αν με ρωτήσετε πως γίνεται και υπήρξε μεγάλη τέχνη σε αυταρχικά καθεστώτα, θα πω ότι δεν υπήρξε, εκτός από τις φορές που ο αυταρχισμός υποχωρούσε γιά λίγο, όταν ο καλλιτέχνης με την ελευθερία που του έδινε η έμπνευση, το πνεύμα, κατάφερνε να επιβάλλει το έργο του… ενίοτε με τίμημα την ζωή του, όπως ο Καραβάτζιο.

    Όμως, και αυτοί που θέλουν να υπηρετήσουν ταπεινά, πάντα κάποιο τάλαντο έχουν.
    Ίσως γι αυτό οι νεώτεροι αγιογράφοι βελτιώνονται, συγκρινόμενοι με τους παλαιότερους, ιδιαίτερα στην τέχνη των εικόνων ή ίσως επειδή η νεοντατνά ή κονσέπσιουαλ εισβολή ανάγκασε και κάποιους ταλαντούχους να ψάξουν δουλειά σαν αγιογράφοι. Οι άλλοι καλοί ζωγράφοι κρύβονται στις κατακόμβες.

  3. Πολύ ωραία τα είπε ο π. Σταμάτης Σκληρής. Δεν τον γνώριζα τον άνθρωπο, αλλά φαίνεται αξιολογώτατος και θεωρώ πολύ δημιουργική και τίμια την προσέγγισή του.

    Κύριε Καστρινάκη, ποιά νεωτερικότητα είδατε στα λεγόμενά του; Οι πρωτοχριστιανικοί αιώνες και το Βυζάντιο, μέχρι τον 15ο αιώνα, είναι νεωτερικά μήπως; Ή μήπως η Τουρκοκρατία, απο τον 16ο αιώνα και μετά, με την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό στη Δύση, είναι προνεωτερικά;

    Όπου μπαίνει δηλαδή έστω και το ελάχιστο προσωπικό στοιχείο του δημιουργού – διακόνου της Τέχνης, όπου μπαίνει η δημιουργική και προσωπική αφομοίωση της παράδοσης και όχι η στείρα, μηχανιστική και στατική απομίμηση κάποιων απόλυτων προτύπων, είμαστε στην εποχή της νεωτερικότητας; Ή μήπως, στα καθ’ ημάς, συνέβη το αντίθετο;

  4. Φίλος μεν Πλάτων (εν προκειμένω: Νίκος) φιλτάτη δε αλήθεια.
    Με ετούτο ως γνώμονα, οφείλω να σημειώσω την κατηγορηματική διαφωνία μου προς τον εικονογραφικό “συγκρητισμό” τον οποίο μας εισηγείται, εδώ, ο Νίκος Δεληνικόλας.

    Το οριστικό κριτήριο για την ανάθεση της εικονοποιίας ενός ναού – αντιτείνω – δεν μπορεί παρά να είναι η_ έ κ φ ρ α σ η_ τής [b]προσευχόμενης κοινότητας[/b]. Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι αν έχει προσκομισθεί μέσα στην Ιστορία τεχνοτροπία, άλλη από αυτή την οποία ανακάλεσε ο Φώτης Κόντογλου, η οποία να αποδίδει [i]πληρέστερα[/i] το οθόδοξο χριστιανικό λατρευτικό βίωμα.

    [b]Επί του προκειμένου: Κύριος εισηγητής της εκσυγχρονιστικής (λαστρευτικής) ιδέας είναι βέβαια ο π. Σταμάτης. Από πλευράς μου προτείνω, απλώς, την αναγωγή της προσοχής μας από τη Θεωρία στην Πράξη – όσον αφορά το_ ί δ ι ο_ έργο του.[/b]

  5. Απολύτως κατατοπιστικά ερωτήματα. Από κάποιον ο οποίος… δεν γνώριζε τον π. Σταμάτη Σκλήρη!

    Ο διάλογος, βέβαια, εμπλουτίζεται όταν επιβεβαιώνεται ότι οι συγκεκριμένες απόψεις γίνονται ασμένως δεκτές από όσους διαβιούν εντός ενός – ήδη – αποϊεροποιημένου ορίζοντα.

  6. Κατά τη γνώμη μου, η ίδια η Τέχνη, όταν είναι αληθινή, είναι ιερή και λειτουργική.

    Ανατρέξτε στις ετυμολογίες και στις κλασικές σημασίες των λέξεων “ιερός” και “λειτουργία”, και ίσως καταλάβετε τι εννοώ.

  7. Δεν είναι συγκρητισμός να αγαπώ τα μεγάλα έργα τέχνης σε όλα τα ιδιώματα και όλους τους λαούς. Αυτή είναι η πληρέστερη μορφή λατρείας του ιερού, να αγαπώ και να μην περιφρονώ τις εκδηλώσεις του Πνεύματος, που όπου θέλει πνεί, από την μουσική του προτεστάντη Μπάχ μέχρι τα συγκλονιστικά τραγούδια της Ουμ Κουλσούμ, την ψαλτική τέχνη του π. Παντελεήμονα Κάρτσωνα, τα δημοτικά της Σκύρου όπως τα διέσωσε η Αλίκη Λάμπρου, τα τραγούδια του Αταχουάλπα Γιουπάνκι, άφθονα ροκ και τζαζ, τα οθωμανικά του Ζαχαρία Εφέντη και του Ντεντέ Εφέντη, ιδιαίτερα σε μακάμ σαμπά και σεγκιά, τα γνήσια αμερικάνικα μπλουζ, όλα τα έργα του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Στραβίνσκι, κοσμικά και εκκλησιαστικά, τα φωνητικά της βόρειας Ινδίας, τα Ρεμπέτικα και τα καλά Λαϊκά της παιδικής μου ηλικίας και άλλα και άλλα, γιά να μιλήσω μόνο για τα μουσικά έργα. Η καλή τέχνη είναι πάντα ιερή. Η θρησκευτική και η κοσμική τέχνη αλληλοστηρίζονται και αλληλοτροφοδοτούνται γιατί έχουν κοινή πηγή.
    Στην Αθήνα η πιό κατάλληλη ζωγραφική για λειτουργική χρήση έχει υπάρξει όχι η νεοβυζαντινής τεχνοτροπίας, αλλά τα έργα του 19ου αι. στους νεοκλασσικούς ναούς, συχνά πολύ ευαίσθητα και εκφραστικά και με μεγάλη πνευματικότητα. Δεν δυσκολεύτηκαν με έργα αυτής της τεχνοτροπίας να προσευχηθούν και ασκηθούν οι Ρώσσοι Στάρετς, απ’ ότι γνωρίζω, ούτε Έλληνες Γέροντες. Η ποιότητα και όχι η τεχνοτροπία είναι το ακριβές κριτήριο. Οι Αγιορείτες ζωγράφοι τα κατάφεραν πολύ καλά με αυτή την τεχνοτροπία να στηρίξουν την ορθόδοξη λατρεία του 19ου και 20ου αι., στα εικονοστάσια των σπιτιών μας και στους ναούς όλης της Ελλάδας, πιό σεμνά και σωστά από κάποιες αγριογραφίες.
    Αντίθετα, θεωρώ αισχρές και ανίερες τις παραστάσεις που βρίσκουμε σε πολλούς βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς και εικονίζουν κολασμένους σε σαδιστικές δράσεις, προϊόντα αντιχριστιανικής προπαγάνδας και εκπόρνευσης της θρησκείας. Αν και ίσως να υπήρξαν, ενίοτε, εκδηλώσεις ελευθέριας αντίδρασης και ειρωνείας του λαού προς την υποκριτική τρομοκρατία των δεσποτών και δεσποτάδων, διότι δεν πιστεύω ότι οι εξυπνότατοι παππούδες μου πίστεψαν ποτέ ότι τα διαόλια θα βάζουν στον άλλο κόσμο κάρβουνα στο αιδοίο της ζωηρούλας γειτόνισσας.

  8. Θυμωμένη απάντηση. Δεν γνωρίζω γιατί. Γνωρίζω μόνο ότι όλες ετούτες οι, άφθονες, λέξεις επιζητούν_ μ ο ν α χ ά_ να μεταθέσουν τον διάλογο σε [b]έτερο εκάτερο[/b] – κάθε μία απ’ αυτές – θέμα από εκείνο που εδώ (δηλαδή, στο υπερκείμενο βίντεο) είχε προκριθεί να συζητηθεί.

  9. Δεν θύμωσα καθόλου. Απάντησα με παραδείγματα στα επιχειρήματα των προηγούμενων σχολίων, υποστηρίζοντας τις θέσεις μου όχι θεωρητικά, αλλά με προσωπικά μου βιώματα και έρευνα, ώστε να υπάρξει περισσότερο υλικό για εμβάθυνση. Το αν είναι σωστές ή όχι οι απόψεις του π. Σταμάτη Σκλήρη είναι θέμα ανεξάρτητο από τις ζωγραφικές του επιδόσεις.
    Η λεγόμενη παλαιοχριστιανική, βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη, παρουσιάζει τόσο μεγάλη τεχνοτροπική ποικιλία και πλούτο αφομοιωμένων δανείων και επιρροών, που δεν είναι σωστό να την θεωρούμε ένα ενιαίο και ομοιογενές ύφος. Και είναι ο Διαφωτισμός που βρίσκεται στην καρδιά της Ορθοδοξίας, όχι ο Πλάτωνας και ο Χέγκελ. Η διαφωνία μας, καθόλου θυμωμένη, είναι ιδεολογική, και αποκαλύπτεται από τον διαφορετικό τρόπο που βλέπουμε την εκκλησιαστική τέχνη. Αυτό είναι επικοινωνία και μάλιστα καλής ποιότητας. Πολύ καλύτερη από μία επιφανειακή, ευάλωτη συμφωνία. Η καλή φιλία είναι υπερβατική.

  10. Σε ποιό Βυζαντινο, μεταβυζαντινό ή νεοκλασικίζοντα ναό έχεις δεί κάρβουνα να τοποθετούνται στο αιδοίο της γειτόνισας;

    [quote name=”Νίκος Δεληνικόλας”]Δεν είναι συγκρητισμός να αγαπώ τα μεγάλα έργα τέχνης σε όλα τα ιδιώματα και όλους τους λαούς. Αυτή είναι η πληρέστερη μορφή λατρείας του ιερού, να αγαπώ και να μην περιφρονώ τις εκδηλώσεις του Πνεύματος, που όπου θέλει πνεί, από την μουσική του προτεστάντη Μπάχ μέχρι τα συγκλονιστικά τραγούδια της Ουμ Κουλσούμ, την ψαλτική τέχνη του π. Παντελεήμονα Κάρτσωνα, τα δημοτικά της Σκύρου όπως τα διέσωσε η Αλίκη Λάμπρου, τα τραγούδια του Αταχουάλπα Γιουπάνκι, άφθονα ροκ και τζαζ, τα οθωμανικά του Ζαχαρία Εφέντη και του Ντεντέ Εφέντη, ιδιαίτερα σε μακάμ σαμπά και σεγκιά, τα γνήσια αμερικάνικα μπλουζ, όλα τα έργα του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Στραβίνσκι, κοσμικά και εκκλησιαστικά, τα φωνητικά της βόρειας Ινδίας, τα Ρεμπέτικα και τα καλά Λαϊκά της παιδικής μου ηλικίας και άλλα και άλλα, γιά να μιλήσω μόνο για τα μουσικά έργα. Η καλή τέχνη είναι πάντα ιερή. Η θρησκευτική και η κοσμική τέχνη αλληλοστηρίζονται και αλληλοτροφοδοτούνται γιατί έχουν κοινή πηγή.
    Στην Αθήνα η πιό κατάλληλη ζωγραφική για λειτουργική χρήση έχει υπάρξει όχι η νεοβυζαντινής τεχνοτροπίας, αλλά τα έργα του 19ου αι. στους νεοκλασσικούς ναούς, συχνά πολύ ευαίσθητα και εκφραστικά και με μεγάλη πνευματικότητα. Δεν δυσκολεύτηκαν με έργα αυτής της τεχνοτροπίας να προσευχηθούν και ασκηθούν οι Ρώσσοι Στάρετς, απ’ ότι γνωρίζω, ούτε Έλληνες Γέροντες. Η ποιότητα και όχι η τεχνοτροπία είναι το ακριβές κριτήριο. Οι Αγιορείτες ζωγράφοι τα κατάφεραν πολύ καλά με αυτή την τεχνοτροπία να στηρίξουν την ορθόδοξη λατρεία του 19ου και 20ου αι., στα εικονοστάσια των σπιτιών μας και στους ναούς όλης της Ελλάδας, πιό σεμνά και σωστά από κάποιες αγριογραφίες.
    Αντίθετα, θεωρώ αισχρές και ανίερες τις παραστάσεις που βρίσκουμε σε πολλούς βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς και εικονίζουν κολασμένους σε σαδιστικές δράσεις, προϊόντα αντιχριστιανικής προπαγάνδας και εκπόρνευσης της θρησκείας. Αν και ίσως να υπήρξαν, ενίοτε, εκδηλώσεις ελευθέριας αντίδρασης και ειρωνείας του λαού προς την υποκριτική τρομοκρατία των δεσποτών και δεσποτάδων, διότι δεν πιστεύω ότι οι εξυπνότατοι παππούδες μου πίστεψαν ποτέ ότι τα διαόλια θα βάζουν στον άλλο κόσμο κάρβουνα στο αιδοίο της ζωηρούλας γειτόνισσας.
    [/quote]

  11. Δεν ανέφερα νεοκλασικίζοντα ναό. Υπάρχουν πολυάριθμες επιστημονικές και μη δημοσιεύσεις των παραστάσεων με βασανισμούς κολασμένων, ακόμη και σε ετήσια ημερολόγια. Μπορείτε να βρήτε εκτεταμένη βιβλιογραφία στο πρόσφατο βιβλίο του Στέφανου Τσιόδουλου, στις εκδόσεις Futura, με τίτλο “Τιμωρία, Η Σκοτεινή Όψη της Σεξουαλικότητας”. Το εξώφυλλο “διακοσμούν”, δύο από αυτές τις συγκεκριμένες περιποιήσεις γυναικών, με τις επιγραφές, “υ πόρνησες γινέκες” και “Η ΠΟΡΝΗ”. Επειδή βέβαια ο ζωγράφος δεν εννοούσε τις επαγγελματίες πόρνες τις δηλωμένες στο Ηθών, αλλά τις γυναίκες που ερωτοτροπούν εκτός γάμου, χρησιμοποίησα χαριτολογώντας την ακριβέστερη περίφραση “ζωηρούλα γειτόνισσα”.
    Αν αγοράσετε αυτό το βιβλίο και έχετε στο σπίτι σας ανήλικα παιδιά ή εγγόνια, αποφύγετε να το αφήσετε εκτεθειμένο. Οι παραστάσεις αυτές δεν είναι κατάλληλες ούτε για ενήλικα άτομα, που όμως μπορούν να τις αντέξουν, αν τις πάρουν για χονδρά λαϊκά αστεία. Μόνο ερωτικά και ψυχικά ανώμαλα άτομα είναι δυνατόν να φανταστούν και να εφαρμόσουν όσα εικονίζουν οι συγκεκριμένες παραστάσεις, εκείνα που συχνά βρίσκουν δουλειά στα μπουντρούμια ποικίλων δικτατόρων και “θεοκρατικών” ολιγαρχιών. Εμάς τους Ρωμιούς, σε αυτές τις ζωγραφικές παραστάσεις μας μύησαν οι Φράγκοι, μετά τον 13ο αι.
    Ανέφερα το παράδειγμα για να δείξω ότι το περιεχόμενο και η ποιότητα καθορίζουν το άν ένα ζωγραφικό έργο είναι κατάλληλο για τις λειτουργικές ανάγκες της Εκκλησίας και όχι ένα συγκεκριμένο ύφος ή τεχνοτροπία.

  12. Τέτοιες τοιχογραφίες είδα σε μεταβυζαντινή εκκλησία της Καστοριάς, τις οποίες και περιγράφω λεπτομερώς στο βιβλίο μου “Τα δύο φορέματα”.

  13. “Τα δύο φορέματα” έχουν μία περιγραφή των βασανιστηρίων της κόλασης επιγραμματική και παραστατική, διαλέγοντας με σεμνότητα λέξεις που μειώνουν την φρίκη, ώστε να μην αγριέψουν αρχικά και μετά αμβλύνουν τα αισθήματα του αναγνώστη. Το σχόλιο που αποτιμά τις τοιχογραφίες λέει λιτά και σύντομα ό,τι προσπάθησα να πω πιό πάνω. Το αντιγράφω:
    “[i]Τα πρόσωπα των κολασμένων δεν φανερώνουν πόνο, απεναντίας δείχνουν απάθεια. Κι ενώ τα γυναικεία αιδοία φαίνονται καθαρά σχηματισμένα, δεν διακρίνονται ανδρικά, ούτε στους δαίμονες. Η ιστόρηση των εικόνων στον γυναικωνίτη είχε γίνει για να προκαλεί δέος και φόβο στις γυναίκες, αλλά ο ανώνυμος αγιογράφος έπαιρνε ελευθερίες που στην εποχή μας θα φάνταζαν πρόστυχες και θα ξεσήκωναν σκάνδαλο. Ήταν φανερό ότι η εικαστική αυτή γλώσσα δεν παρέπεμπε στη μετά θάνατον ζωή, αλλά στην καθημερινότητα των ανθρώπων.[/i]”

  14. Η στάση μου, αγαπητέ κ. Δεληνικόλα, περιγράφοντας τις τοιχογραφίες στη μεταβυζαντινή εκκλησία του Αη Γιάννη στη συνοικία Απόζαρι Καστοριάς, δεν ήταν να ξεσηκώσω μια συναισθηματική ή ιδεολογική φουρτούνα. Ενίοτε στα “Δύο φορέματα” η ματιά πάνω στα πράγματα είναι ενός σαστισμένου περιπατητή που προσπαθεί να βρει εσωτερική ισορροπία.
    Κατά τα άλλα παραμένω ενεός από την ανταπόκρισή σας.

  15. Πράγματι, κανένα όφελος δεν μπορεί να προκύψει όταν ξεσηκώνουμε συναισθηματικές ή ιδεολογικές φουρτούνες. Όμως, η αλήθεια το κάνει άθελά της, διότι ταράσσει το τέλμα ελευθερώνοντας την ψυχή. Οι ανέτοιμοι βασανίζονται. Είναι το πραγματικό μυστήριο της κόλασης, που συμβαίνει χωρίς την παραμικρή επιδίωξη του Θεού. Άλλο πράγμα οι σαδιστικές απεικονίσεις της Κόλασης για να δικαιολογήσουν την συμπεριφορά ορισμένων κοσμικών αρχόντων, που διαδίδουν ότι τα μέσα της δικαιοσύνης τους τα αντλούν από τον Θεό.
    Πρέπει να δούμε την συνεχή πάλη ανάμεσα στην εκμετάλλευση της Εκκλησίας, προς όφελος των δυνάμεων τις οποίες ήλθε η Εκκλησία να πολεμήσει, και στην πραγματική Εκκλησία, που άλλοτε προφυλάσσεται και άλλοτε ασφυκτιά μέσα στο συνολικό περίβλημα. Η διάκριση είναι αναγκαία, γιατί πολύς κόσμος παρασύρεται και παθαίνει σύγχυση. Η εκκλησιαστική τέχνη αναδεικνύεται σε πρώτιστο πολιτικό ζήτημα, αφού διδάσκει τον λαό, αμόρφωτους και γραμματιζούμενους. Η αλήθεια της προκύπτει από την γνησιότητα του καλλιτέχνη, ανεξάρτητα από την τεχνική του ή τις τεχνοτροπικές του συμβάσεις. Αν ο Βαν Γκόγκ τοιχογραφούσε έναν ορθόδοξο ναό, είμαι σίγουρος ότι θα μας συγκλόνιζε, αλλά οι μακέτες του πιθανόν να απορρίπτονταν κατά την διαδικασία έγκρισής τους.
    Είναι πολύ διαφωτιστική η περιπέτεια της εικονογράφησης του Αγίου Κωνσταντίνου Ομονοίας από τον Λουκίδη, υπόθεση που είχε και πιό επιφανειακή πολιτική διάσταση, εκείνη της αντίθεσης Βενιζελικών και Βασιλικών…
    Όμως θα ήθελα να θυμίσω, για να συνεχίσω με πιό καταφατικό τρόπο την συζήτηση, το εντελώς αντίθετο ήθος που φανερώνει η απεικόνιση των μαρτυρίων των Αγίων στις τοιχογραφίες των ναών, ιδιαίτερα μετά τον 13ο αι.
    Πρόκειται για το ήθος που φανερώνει ένας “βανδαλισμός” της παράστασης του Αγίου Γεωργίου στον τροχό, στον Νάρθηκα της Όμορφης Εκκλησιάς Γαλατσίου, αφιερωμένης στον Άγιο Γεώργιο. Η παράσταση του μαρτυρίου εικονίζει τον Άγιο δεμένο στον τροχό και ματωμένο ήδη. Δύο σκοινιά σε αντιδιαμετρικά σημεία του τροχού έλκονται για να περιστρέψουν τον τροχό. Τα τραβούν διαδοχικά δύο δήμιοι, πιθανόν στρατιώτες του Διοκλητιανού, οι οποίοι δεν υπάρχουν πλέον, διότι κάποιος ευσεβής χριστιανός πελέκησε επιμελώς την τοιχογραφία και αφαίρεσε μόνο αυτούς, εμποδίζοντας έτσι το μαρτύριο του Αγίου ή αρνούμενος να βλέπει πλάι στον Άγιο τους βασανιστές του. Είναι ο λαός που διατηρεί το ορθόδοξο χριστιανικό ήθος του, αυτό που τον χαρακτήριζε στις καλές του στιγμές, ακόμη και προ Χριστού, και απαγόρευε βίαιες σκηνές να διαδραματίζονται στο προσκήνιο των αρχαίων θεάτρων. Η Αγάπη Βασιλάκη-Καρακατσάνη επισημαίνει στην μελέτη της την αυτοσυγκράτηση του ζωγράφου με μέσα τεχνοτροπικά: “Στη σκηνή του μαρτυρίου του τροχού η περίτεχνη προοπτική απόδοση του οργάνου του μαρτυρίου κυριαρχεί τόσο, ώστε η μορφή του Αγίου καταντά απλό εξάρτημά της και σχεδόν εξαφανίζεται. Η εντύπωση αυτή είναι εντονώτερη σήμερα που οι πλαϊνές μορφές των δημίων έχουν καταστραφή.”
    Οι σκηνές του μαρτυρίου Αγίων, όλο και περισσότερες και λεπτομερέστερες τους επόμενους αιώνες των μεγάλων δοκιμασιών του Έθνους μας, ιδιαίτερα στα Καθολικά απομονωμένων Μονών, πρέπει να υπηρετούσαν την άσκηση μετανοημένων εξωμοτών που ετοιμάζονταν, αν αποκτούσαν τελικά την δύναμη, να επιστρέψουν στον τόπο της προδοσίας τους και με την ομολογία τους να γίνουν νεομάρτυρες.

  16. Εξαιρετικά ενδιαφέροντα τα όσα επισημαίνετε κ. Δεληνικόλα. Θα μπορούσα να πω κι εγώ μερικά πράγματα, αλλά η συζήτηση θα πήγαινε πολύ μακριά. Ο π. Σωφρόνιος λέει κάπου ότι η αντίστροφη προοπτική συνδέεται με την μετάνοια. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό ισχύει, αλλά αυτό που είναι δύσκολο να εξηγηθεί είναι η διαφορά ανάμεσα στην εξωτερική μίμηση και στην “δημιουργική αντιγραφή”. ΄Ισως κάποτε αξιωθώ να γράψω κάτι σχετικά. Προς το παρόν, και με αφορμή κάποια σημεία της παρέμβασής σας, παραθέτω μερικές φράσεις που έχω γράψει κάπου, με αφορμή τους ταλανισμούς κατά τον Φαρισαίων:
    “Αντικαθιστώντας την του «Μωυσέως καθέδρα» με την του «Χριστού καθέδρα», δεν χρειάζεται ν’ αλλάξουμε τίποτε άλλο στα παραπάνω λόγια για να φανεί η επικαιρότητά τους. Μόνο που οι της Εκκλησίας άρχοντες λησμονούν ότι η καθέδρα του Χριστού είναι ο Σταυρός. Και μόνο ότι η καθέδρα του Χριστού είναι ο Σταυρός σημαίνει πως παύουν αυτομάτως να είναι «άρχοντες». Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν άρχοντες και αρχόμενοι, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, αλλά όλοι μετρώνται κατά το μέτρο της ταπεινοφροσύνης και της αγάπης του Χριστού Ο τόπος και ο τύπος Χριστού δεν είναι παρά η θέση του αθώου θύματος που διώκεται αναίτια και τίποτα δεν διεκδικεί. Μόνο μια τέτοια πτώση μπορεί στις μέρες μας – και όχι μόνο στις μέρες μας – να εισάγει τον άνθρωπο στο πραγματικό νόημα του Χριστιανισμού. ΄Ένα καταβύθισμα στα εσώτερα της καρδιάς, μια παραίτηση από τα πράγματα του κόσμου. Ο Ιησούς δεν περιβάλλεται από καμιάς μορφής ιερότητα. Δεν προκαλεί κανενός είδους ομοψυχία. Τον λόγο Του ακολουθούν διαφωνίες, αμφισβητήσεις, λοιδωρίες. Οι μαθητές ερίζουν μπροστά του για πρωτοκαθεδρίες. Ο υπηρέτης του Καϊάφα τον ραπίζει θεωρώντας ότι προσέβαλε με την απάντησή του το «ιερό πρόσωπο» και το αξίωμα του αρχιερέα. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες τον μαστιγώνουν και τον λοιδορούν. Και όλα τούτα για να αναφανεί η άφατη κένωση του Πατρός, η άπειρη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. «Σε μας εμφανίστηκε με τόση ταπεινότητα που οι άνθρωποι μπόρεσαν, λόγω της συνηθισμένης του εμφάνισης, να τον συλλάβουν και να τον κρεμάσουν στο ξύλο του Σταυρού»”. (Οι τελευταίες φράσεις ανήκουν στον αββά Ισαάκ τον Σύρο.)

  17. Χωρίς να διαφωνώ σε τίποτα με την ουσία των λεγομένων θα μου επιτρέψετε να προτείνω μια “διόρθωση” στους όρους, υπερασπιζόμενος την έννοια της «αρχής» και της «εξουσίας». Να πω δηλαδή ότι αν η καθέδρα είναι ο Σταυρός τότε οι «άρχοντες» δεν παύουν να είναι άρχοντες· γίνονται όντως άρχοντες. Έτσι τουλάχιστον το έβλεπε ο Πλάτων όταν έλεγε ότι «ο αληθινός άρχοντας τωόντι δεν κοιτάζει το δικό του συμφέρον αλλά το συμφέρον του αρχομένου» (Πολιτεία 347d4-6). Και να έλθει στη συνέχεια ο Κύριος να πει στους μαθητές του που φιλονικούσαν περί του ποιος μεταξύ τους ήταν σπουδαιότερος (Λουκ. 22.24-27) το περίφημο «υμείς δε ουχ ούτως, αλλ’ ο … ηγούμενος ως ο διακονών»· μη αναιρώντας με τον τρόπο αυτόν την έννοια της «αρχής», αλλά αντιστρέφοντάς την.

  18. Όλοι οι δικτάτορες, ιδιαίτερα αυτοί που επιβλήθηκαν μέσω βίαιων μειοψηφιών ή από κατακτητές, συγκεκαλυμμένα ή ανοιχτά, πάντα ισχυρίζονται ότι δρουν για το συμφέρον του “αρχομένου”. Και μόνο αυτή η λέξη τους προδίδει. Πρόκειται για το συνηθισμένο αναίσχυντο σοφιστικό ψεύδος. Έτσι και ο άρχοντας της Πολιτείας του Πλάτωνα, είναι ο αυταρχικός, τυραννικός και αντιλαϊκός αυθέντης, το αντίθετο από ό,τι δίδαξε με την διδασκαλία του και την ζωή του ο Χριστός ή έπραξε και πράττει με την Θεία Πρόνοια ο Υιός του Θεού και ο Πατέρας. Ο άρχοντας του Πλάτωνα ανήκει στους λίγους και γνώστες, ενώ ο λαός στους πολλούς και αμαθείς, δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του, για να αποφύγει την κριτική, αλλά κατασκευάζει σκόπιμα μύθους με τους οποίους χειραγωγεί τους υπηκόους του, την γνωστή προπαγάνδα, φιλοσοφώντας δήθεν με την παρέα του την ολιγαρχική. Οι υπήκοοι χωρίζονται ρατσιστικά σε κατηγορίες, με την χρήση μίας ψευδοεπιστήμης που δήθεν αναγνωρίζει τις διαφορετικές σάρκες ανθρώπων. Ο ανθρώπινος έρωτας δεν έχει υπόσταση ούτε και η οικογένεια, οι άνθρωποι ζουν όλοι σε ένα κοτέτσι παραγωγής και διατροφής βρεφών. Απορώ πως είναι δυνατόν να βλέπει κανείς οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στον τερατώδη ολοκληρωτισμό του Πλάτωνα και στην διδασκαλία του Χριστού. Προφανώς, όλοι μιλούν για τον Πλάτωνα, αλλά αποφεύγουν να τον διαβάσουν, τουλάχιστον συστηματικά και κριτικά. Από τα έργα και όχι από τα λόγια θα έπρεπε να κρίνουμε τους ανθρώπους και τις θεωρίες. Ο Πλάτωνας περιγράφει τα άνομα έργα της Πολιτείας που ονειρεύεται, πως δεν τα βλέπετε;

  19. Εντάξει, ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος (ανυπεράσπιστο) τον Πλάτωνα για κάποια άλλη ώρα. Αυτό στο οποίο κυρίως ήθελα να σταθώ εδώ, παίρνοντας αφορμή από την κουβέντα του Α. Κοσματόπουλου ότι στην Εκκλησία δεν υπάρχουν “άρχοντες” και “αρχόμενοι”, είναι η έννοια του “τωόντι άρχοντος”. Αυτού που υπηρετεί τους αρχομένους και θυσιάζεται για χάρη τους. Και τέτοιος κατ’ εξοχήν είναι ο Ιησούς Χριστός! Αλλιώς τί νόημα έχει να αποκαλείται “Κύριος”;
    Και γιατί να επιμένουμε σ’ αυτήν την πλευρά του Ιησού, αλλά και των μαθητών του ως αρχόντων; Διότι κατά τη γνώμη μου η άγνοια ή παραγνώριση αυτής της υπαρξιακής αντίληψης της εξουσίας (και η προσκόληση μόνο στην άλλη, την τρέχουσα αντίληψη, της εξουσίας ως κακού, αναγκαίου ή μη) είναι μια από τις πνευματικές “τρύπες” απ’ τις οποίες εισχωρεί το κακό στην κοινωνία γενικώς, αλλά και στο εκκλησιαστικό σώμα ειδικότερα.

  20. Τώρα συμφωνώ ανεπιφύλακτα, όχι μόνο νοητικά αλλά και βιωματικά. Έχω ζήσει, αγαπήσει και ευεργετηθεί από αρκετούς άρχοντες και αρχόντισσες, Εκκλησιαστικούς, Πολιτικούς, στην Διοίκηση, την Επιστήμη, την Εκπαίδευση που εκπλήρωναν το να άρχουν υπηρετώντας, με την αυτοθυσία που έκανε δυνατή η αγάπη ή το καθήκον και με προσωπική οδύνη. Συχνά είχαν πολλά και οδυνηρά ελαττώματα, έκαναν λάθη, μεροληπτούσαν ή είχαν εμπάθεια, όμως ο τελικός απολογισμός τους καθαίρει στην συνείδησή μου και τους παραδίνει ωραίους και δίκαιους. Το κοινό τους γνώρισμα ήταν ότι πάλευαν με τον εαυτό τους. Η πιό μεγάλη τους δυσκολία ήταν η ισορροπία και ο αναπόφευκτος συμβιβασμός. Γι αυτό και διαφωνώ ριζικά με την ολική απαξίωση της λεγόμενης Μεταπολίτευσης. Είναι το πιό δόλιο στοιχείο της προπαγάνδας, ή μάλλον ψυχολογικού πολέμου, που μας βασανίζει τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

  21. Επομένως κ. Ξυδιά λέτε πως υπάρχουν δυο λογιών εξουσίες, μια κακή και μια καλή ή κατά Χριστόν.
    Και οι δυο ισχυρίζονται, όμως, ότι “υπηρετούν τον απλό λαό”.
    Πώς λοιπόν αναγνωρίζεται ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ -όχι στα λόγια!- η καλή, η κατά Χριστόν εξουσία;
    Με ένα μόνο τρόπο: Επειδή ακολουθεί το παράδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων Του.
    Δηλαδή; Δηλαδή η κατά Χριστόν εξουσία, δεν σταυρώνει τον απλό λαό, αλλά ΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ αυτή η ίδια υπέρ του απλού λαού. Και το κάνει δίχως να ζητεί ανταλλάγματα.
    Ερώτηση: Ξέρετε πολλές κοσμικές εξουσίες που να το κάνουν προθύμως αυτό; Και που, αν ποτέ θυσιάστηκαν υπέρ του απλού λαού, δεν ζήτησαν κανένα αντάλλαγμα;

  22. Κατ’ αρχάς, αγαπητέ «ΕνΠλω», δεν ξέρω αν συνειδητοποιείς τη διαφορά της προσέγγισής μας. Εγώ δεν προσπαθώ να διαχωρίσω τον κόσμο από την εκκλησία, αλλά το αντίθετο· να δείξω πώς μπορούν να ενωθούν γύρω έναν κοινό άξονα εκκλησιαστικοποίησης ή ενχρίστωσης του κόσμου. Και καταλαβαίνω βέβαια ότι είναι κάπως σκανδαλιστικό το ότι στην προοπτική αυτή της ενχρίστωσης βλέπω να εντάσσεται και η εξωχριστιανική αναζήτηση του ανθρωπίνου στοχασμού είτε Προ Χριστού, είτε Μετά Χριστόν. Στη λογική αυτή τα πράγματα δεν κρίνονται σε απόλυτα μεγέθη (του στυλ «όλα ή τίποτα»). Και θα μπορούσα να σου αναφέρω άρχοντες που ενσάρκωσαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό το ιδεώδες της υπηρετικής και θυσιαστικής εξουσίας, μαζί με τις όποιες αδυναμίες και τις αμαρτίες τους. Τέτοιος ήταν εξ όσων γνωρίζω ο Αντίγονος Γονατάς, αλεξανδρινός βασιλέας, γιος του Δημητρίου Πολιορκητή, που ήταν εμπνευσμένος από το φιλοσοφικό ιδεώδες· και αρκετοί βυζαντινοί βασιλείς, από τον Μέγα Κωνσταντίνο και την αγία Ελένη έως τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, που ορκίστηκε με τη βεβαιότητα ότι θα είναι ο τελευταίος αυτοκράτορας. Και θα μπορούσα επίσης να σου μιλήσω για άλλους παλαιότερους ή νεώτερους πολιτικούς ηγέτες, χριστιανούς και μη, όπως ο Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κιγκ, ή ο Καποδίστριας και ο Παπαφλέσσας, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για το κοινό καλό. Τέλος, θα εκμεταλλευτώ και τη βιωματική εμπειρία του παραπάνω συνομιλητή μας, του Νίκου Δεληνικόλα.

  23. Ήδη λέγοντας “να δείξω πώς μπορούν να ενωθούν”, κ. Ξυδιά, έχετε προϋποθέσει ότι ο Κόσμος και η Εκκλησία δεν ΕΙΝΑΙ ενωμένοι (αλλά “μπορούν” να ενωθούν). Και καλώς το έχετε προϋποθέσει, διότι όντως αυτό συμβαίνει στον μεταπτωτικό Κόσμο, άρχων του οποίου δεν είναι ο άρχων της Εκκλησίας, ο Χριστός, αλλά ο Διάβολος.
    Περί κοσμικών αρχόντων λοιπόν, τα παραδείγματα που φέρατε είναι οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ