Ευδιάκριτη χάραξη πορείας (Ο ποιητής Γιώργος Αναγνωστόπουλος)

0
613

Σπύρος Γεωργίου

 

Ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος γεννήθηκε το 1948 και πέθανε το 2009 μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Σπούδασε στην Ερμούπολη στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων και εργάστηκε για μερικά χρόνια στη θάλασσα. Από κάποια στιγμή και μετά μέχρι τη συνταξιοδότησή του βιοποριζόταν ως καθηγητής αγγλικών. Εξέδωσε τρία βιβλία με ποιήματα. Εκ’ των συμφραζομένων,  εκδ.  Δόμος 1990.  Οι Κυριακές των ποιημάτων,  έκδ.  Ίνδικτος 1999.  Η Άλαλος Φόρμιγξ,  εκδ. Το Κοινόν Των Ωραίων Τεχνών  2004 

 Ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος, ναυτικός με ταξίδια υπερπόντια, είχε μάθει να χαράζει με ακρίβεια την  πορεία του καραβιού του. Στο  πρώτο  ποίημα λοιπόν της πρώτης του συλλογής, μας καταθέτει μια στιγμή έντασης εν τω μέσω της θαλάσσης. Εκεί όπου το πιο σημαντικό εργαλείο για να βρει κανείς τα περάσματα είναι ο χάρτης. Ο χάρτης ο πολυχρησιμοποιημένος, από πολλούς σαν κι αυτόν ναυτικούς, που προσπάθησαν κι αυτοί  να ορίσουν με τη βοήθειά του τη σωστή πορεία τους. Την ώρα της χάραξης όμως ο ναυτικός του ποιήματος πατά με περίσσια δύναμη το μολύβι στο ταλαιπωρημένο χαρτί, με αποτέλεσμα αυτός να αιμορραγεί, εκλύοντας ένα υφάλμυρο υγρό, προορισμένο, όπως λέει, για μετάληψη ναυτικού, σε ώρα ύστατης ανάγκης. 

 

ΧΑΡΑΞΙΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ

Έπιασε τα σύνεργα

και βάλθηκε να χαράξει την πορεία.

Δεν πρόσεξε

ότι ο χάρτης ήταν πολυχρησιμοποιημένος

και πάτησε παραπάνω απ’ ότι έπρεπε

το μολύβι.

Άρχισε αμέσως ακατάσχετη αιμορραγία.

Απ’ τη φρέσκια πληγή του χάρτη

έτρεχε

υφάλμυρο ουδέτερου χρώματος υγρό

προορισμένο

για μετάληψη ναυτικού

σε ώρα ύστατης ανάγκης.

 

Την στιγμή της μεγάλης ανάγκης, όταν πρέπει να ορίσει κανείς το  δρόμο του, τον άνθρωπο δυο πράγματα τον συντρέχουν. Η γνώση ότι το βάρος από την ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης είναι χαρακτηριστικό πανανθρώπινο. Και η ανάδυση, ως συνέπεια αυτής της γνώσης, ενός εσώτερου εαυτού,  που ψάχνουμε αλλά δεν βρίσκουμε πάντα, και που όταν αυτό συμβαίνει αναβλύζει καμιά φορά ένα ουδέτερου χρώματος υγρό, που είναι τα δάκρυα. Ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος μας καλεί να νιώσουμε μ’ αυτό το ποίημα κάτι σημαντικό: πόσο παρηγορητικό, απελευθερωτικό, ίσως ακόμη και σωτήριο είναι, η κατανόηση ότι όταν πάμε να αναλάβουμε πραγματικά τη μοίρα μας, κάνουμε ουσιαστικά κάτι πολύ περισσότερο. Αναλαμβάνουμε την μοίρα όλων των ανθρώπων. Μια τέτοια κατανόηση φέρνει στην επιφάνεια όμως κι έναν εαυτό ευρύτερο, αυθεντικότερο.

Ένα άλλο μικρό ποίημα του Γιώργου Αναγνωστόπουλου, από την τρίτη και  τελευταία του συλλογή, μας αφήνει να δούμε πόσο δύσκολο πράγμα είναι αυτή η συνάντηση και η συνομιλία με τον βαθύτερο εαυτό μας, αλλά και για κάποιον που προσπαθεί να γράψει στίχους, πόσο απαιτητική σε ψυχικά αποθέματα είναι η ποιητική τέχνη. 

 

Όταν ξυπνάω κάθε πρωί        

βλέπω το είδωλό μου στον καθρέπτη

να με κοιτάει με παράπονο

και να μου ψιθυρίζει;

«γιατί δε μιλάμε πια;»

 

Σαφές κι απέριττο,  όσο χρειάζεται αιχμηρό.

 

Το ψυχικό απόθεμα είναι απαραίτητο για την ποίηση. Δεν είναι όμως από μόνο του αυτό ικανή συνθήκη για να προκύψει ένα ποίημα. Κι ούτε πάντα έχει την έννοια μιας ψυχικής κατάστασης που μας βαραίνει. Πολλά ποιήματα προκύπτουν έξω από κάθε βαρύτητα ή ένταση ψυχική, με μια διαδικασία που είναι πιο κοντά στον τρόπο της παιγνιώδους διάθεσης. Τι είναι λοιπόν η ποίηση, πώς μπορούμε να την ορίσουμε; Ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος, όπως πολλοί ποιητές, έγραψε κι αυτός ποιήματα που μιλούν για την τέχνη της  ποιήσεως, για το μυστήριο του ποιητικού φαινομένου. Από την ίδια συλλογή οι παρακάτω στίχοι: Η ποίηση έχει καρδιά, Η ποίηση μοιάζει με νυφούλα που περπατά ανέμελα, Η ποίηση είναι η προσευχή της αμαρτωλής, Η ποίηση είναι η χαρά που σκοτώνει. Και από τη συλλογή “Οι Κυριακές των ποιημάτων”: Άοπλος για πάντα σαν όλους τους ποιητές, Οι λέξεις ανασαίνουν / μια από αυτές / η πιο ταπεινή / έδωσε το φιλί της ζωής, Το ποίημα γράφει άραγε ο ποιητής; 

Ανέμελη, λευκή, αλλά και αμαρτωλή που προσεύχεται, που παίρνει τη ζωή αλλά και την προσφέρει. Τέτοια χαρακτηριστικά της έδωσε ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος. Η ποίηση φυσικά σε κάθε περιγραφή, ακόμη και στην πιο πετυχημένη ποιητικά, ανθίσταται, δεν παραδίδεται εύκολα στην ανάγκη μας για κάποιο ορισμό. Παραμένοντας στο σκοτάδι μας ξεγελάει ίσως κάποτε μόνο με λίγη δόση σαφήνειας.

Εκτός απ’ τη γέφυρα του πλοίου, όπου πέρασε ένα μέρος της ζωής του, ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος τα περισσότερα χρόνια του τα έζησε στην Αθήνα. Η μεγάλη πόλη δείχνει να τον έχει σημαδέψει, κυρίως με την δύναμή της να αποξενώνει τους ανθρώπους, αλλά και με την ασχήμια της, αποτέλεσμα της ευκολίας με την οποία απωθήθηκε η παρουσία της φύσης απ’ την καθημερινή ζωή. Νιώθει άβολα μέσα σε ένα τέτοιο αστικό περιβάλλον, τόσο που προτιμά να παραμείνει αγέννητος, εσώκλειστος στο σκοτάδι ενός δωματίου μιας πολυκατοικίας, όπως τα έμβρυα στη μήτρα. Όταν αποφασίσει να βγει έξω, να γεννηθεί θα λέγαμε, αυτό που ψάχνει είναι την αφορμή να συγκινηθεί, να προκύψει το κλάμα του νεογέννητου που έχει αποκοιμηθεί στα μάτια όσων κατοικούν στην πόλη. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να γίνει από την ομορφιά, αλλά από ένα θαμπό θραύσμα γυαλιού, ένα δείγμα δηλαδή μεταποιητικό της φύσης, που θα λογχίσει τα μάτια του. 

Από το ποίημα “Κλεινόν άστυ” οι παρακάτω στίχοι:

 

Εμείς 

ποτέ δεν λέμε καλημέρα

σ’ αυτούς που μας προσπερνούν,  

σαν γνήσια τέκνα της πόλης

ψάχνουμε στο χώμα 

για το θαμπό θραύσμα γυαλιού 

που θα λογχίσει

το κλάμα  

που έχει αποκοιμηθεί στα μάτια μας. 

 

Ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος αφουγκράζεται τον ρυθμό της ζωής στον σύγχρονο κόσμο, νιώθει το  χρόνο που κυλάει πολύ γρήγορα και τους ανθρώπους να τρέχουν συνεχώς σα να θέλουν να  προλάβουν κάτι. Ο ίδιος, ωστόσο, καταλαβαίνει ότι μένει διαρκώς πίσω, ότι και το πιο  πρόσφατο παρελθόν μετασχηματίστηκε μπροστά στα μάτια του σε μια εποχή ήδη πολύ μακρινή, λες και μια άβυσσος ανάμεσα στο χθες και το σήμερα άνοιξε και κατάπιε τον προηγούμενο τρόπο ζωής. Γι’ αυτό και προσπαθώντας να τον κρατήσει ζωντανό στη μνήμη, υμνεί εκείνα τα άχρηστα πια, σκουριασμένα υπεραστικά λεωφορεία, στο ποίημά του “Νεκροταφείο υπεραστικών λεωφορείων”. Κάποτε, μόλις χθες δηλαδή, προσέφεραν μέσα από νυσταγμένες σήραγγες / δίπλα σε λίμνες που ανάσαιναν βαριά / και (που) με τα κοφτερά τους φώτα κομμάτιαζαν το θάνατο μυθικά ταξίδια. Τώρα οι ρίζες τους διηγούνται ιστορίες στο χώμα. Πόσοι άνθρωποι κατά την επιβίβαση σ’ ένα υπεραστικό λεωφορείο ονειρεύονται σήμερα ένα παρόμοιο ταξίδι;  Όσο για την τέχνη του, την ποίηση, αυτή του παρέχει βέβαια μια γλώσσα για να μιλά, τόσο παλιά όμως μέσα στον νέο κόσμο που έχει ανατείλει, που μοιάζει σχεδόν αμετάδοτη.  Γράφει:

 

Μοιάζουμε  

με τα παλιά παραμύθια της γιαγιάς.

Πριγκίπισσες και βασιλόπουλα

από καιρό εξόριστοι.

Οι δράκοντες φαιδρά μεταμφιεσμένοι

στα ράκη της πραότητας.

Κανείς δεν μας ακούει πια.

 

Το αίσθημα ότι ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που ο σύγχρονος κόσμος ηθελημένα αγνοεί, τον πληγώνει, είναι μια απ’ τις αιτίες που τον κάνει ίσως να διατηρεί στα ποιήματά του, δίνοντας σ’ αυτές ιδιαίτερη σημασία κι ανάγοντάς τες σχεδόν σε σύμβολα, ανθρώπινες φιγούρες που ζουν όχι στο κέντρο αλλά στην περιφέρεια της ζωής. Μια τέτοια φιγούρα είναι ο ζητιάνος, που τον ονομάζει προνομιούχο του σύμπαντος. Και μια άλλη είναι η αμαρτωλή. Ο επαίτης καθώς και η αμαρτωλή αποτελούν τις κύριες φυσιογνωμίες της  ανθρωπογεωγραφίας του Γιώργου Αναγνωστόπουλου και τις συναντάμε στα ποιήματα ακόμα και της πρώτης του συλλογής. Ως αποσυνάγωγοι κέντριζαν πάντα το ενδιαφέρον του.  Κι ο ποιητής; Αν και δεν διατηρεί το παλιό προνόμιο να μιλά και να τον καταλαβαίνουν οι άνθρωποι, και βρίσκεται κι αυτός εκτός προσοχής, παρ’ όλα αυτά είναι εκείνος που έχει το μοιραίο χάρισμα να ακούει ακόμη την ανάσα της ανθρωπότητας, όπως λέει σε ένα ποίημα του.

Στην τελευταία συλλογή του Γιώργου Αναγνωστόπουλου υπάρχει απ’ ότι φαίνεται μια διέξοδος σ’ αυτό το αίσθημα της απογοήτευσης, που γεννά η σιωπή του μεγάλου ακροατηρίου. Αυτή η διέξοδος έχει να κάνει με την αποδοχή ότι τα μικρά πράγματα της ζωής, όπως και οι απλοί, ασήμαντοι άνθρωποι, κάνουν την ποιητική γλώσσα ακόμα να ηχεί. Η  μουσική της άλαλης φόρμιγγας μπορεί, όπως λέει, να ακουστεί ξανά ψηλαφώντας τη χαρά των καθημερινών πραγμάτων. Βάζοντας  τέλος στο χιμαιρικό κυνήγι της δόξας, του αρκεί πλέον το χαμόγελο των απλών, ασήμαντων ανθρώπων / που με λαχτάρα μας καρτερούν /  στα μικρά, ξεχασμένα λιμάνια. Είμαστε, καταλήγει, το παλιό σκουριασμένο βαπόρι / της άγονης γραμμής. Σ’ αυτή του τη συλλογή η γλώσσα της ποίησής του γίνεται πιο απλή, η καθημερινότητα ξεπροβάλλει ειρηνικότερη, ο αριθμός των ολιγόστιχων, σχεδόν αφοριστικών ποιημάτων αυξάνεται, και εν γένει υπάρχει  μια διύλιση του συναισθήματος προς όφελος της στοχαστικότητας. 

 

Η ψυχική ένταση ωστόσο και σ’ αυτό το βιβλίο εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τους στίχους του Γιώργου Αναγνωστόπουλου. Γίνεται μάλιστα περισσότερο αισθητή όταν αυτοί αγγίζουν το θέμα του θανάτου. Θέμα που εξάλλου, λόγω της αρρώστιας του, τον απασχολούσε εντατικά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Υπάρχει λοιπόν σ’ αυτήν την συλλογή ένα από τα καλύτερά του ποιήματα, το “Αιώνια αναζήτηση”. Το ποίημα αυτό, που μιλά για την αναζήτηση ενός ανθρώπου να βρει το Θεό κατά τη διάρκεια όλης του της ζωής, καταλήγει με τους στίχους: Σε ψάχνω Θεέ μου / μπροστά στην εικόνα που γονάτισα / για να ζητήσω μια μικρή παράταση. 

Η συντριβή μπροστά στο ορατό τέλος, λέγεται, και είναι αλήθεια, μπορεί να ανυψώσει κάποτε τον άνθρωπο αναπάντεχα. Λίγες σελίδες λοιπόν μετά συναντάμε ένα άλλο ποίημα, το ίδιο σημαντικό, που πιστοποιεί αυτό το γεγονός. Έχει τον τίτλο “Σοφία”. Εδώ ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος έχει βρει αυτό που έψαχνε, κατέκτησε τη γνώση. Οι λοιδορίες του πλήθους αντί να τον πτοούν τον έχουν δυναμώσει, η χαρά δεν τον σπρώχνει σ’ αλαλαγμούς ούτε η λύπη τον κάνει να θρηνεί. Το ποίημα τελειώνει μ’ έναν νηφάλιο αποχαιρετισμό: Στρέφει το πρόσωπό του προς το θάνατο / και του χαμογελά // Τώρα όρθιος πάνω σ’ ένα καλοτάξιδο σύννεφο / περνάει με ούριο άνεμο / στην τελική λέξη του μεγάλου ταξιδιού. 

Εγώ, ως φίλος του, με αφορμή αυτούς τους στίχους, προτιμώ επιπλέον να τον φαντάζομαι ντυμένο ναυτικό, που αφού χάραξε με ακρίβεια στο χάρτη την πορεία του καραβιού του, το οδηγεί χαμογελώντας με χέρι σταθερό προς το μεγάλο σκοτάδι.

 

πηγή: Αντίφωνο

 

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ