Ὅπως εἴδαμε στό προηγούμενο ἄρθρο μας Τό Ρωμαϊκό ἰδιωτικό δίκαιο καί τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὁ Φιλίπ Νεμό ὑποστήριξε ὅτι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι ἐπιγέννημα τοῦ ρωμαϊκοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου. Ἐπίσης στή σύλληψή του συνέβαλε πολύ καί ἡ ρωμαϊκή λογοτεχνία καί ἡ Λατινική Πατερική θεολογία. Θά δοῦμε ὅτι ἡ σύλληψη τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἶναι ἐπίτευγμα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος (Κυρίως τῆς ἑλληνικῆς Πατερικῆς θεολογίας). Ἡ συμβολή τοῦ ρωμαϊκοῦ πνεύματος παρά τά ὅσα λέει ὁ Φιλίπ Νεμό εἶναι μικρότερης σημασίας ἀπό ὅ,τι τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος. Κατ̉ ἀρχήν θά ἐστιάσουμε τήν προσοχή μας στήν πολιτική ἔτσι ὅπως αὐτή ἀσκεῖτο στήν Ἑλλάδα καί τήν Ρώμη.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δέν εἶχαν βέβαια ὁλκληρωμένη θεωρία περί προσώπου – τό αὐτό ὑφίσταται ἀναντιρρήτως καί γιά τούς Ρωμαίους. Ὅμως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν ἀτομική ψῆφο στήν Ἐκκλησία τοῦ δήμου, ἐν ἀντιθέσει πρός τούς Ρωμαίους, στούς ὁποίους ἦταν ἀδιανόητη ἡ ἀτομική ψῆφος, ἀλλ̉ ἴσχυε ἡ ὁμαδική ψῆφος κατά φράτρες στήν φρατρική ἐκκλησία, κατά λόχους στή λοχίτιδα ἐκκλησία καί κατά φυλές στή φυλέτιδα ἐκκλησία.Ἴσα-ἴσα στή Ρώμη ἦταν πού συγχωνευόταν τό ἄτομο μέσα στήν ὁμάδα. Τό γεγονός αὐτό καί τήν ἰδιοτυπία αὐτή τῶν Ρωμαϊκῶν Ἐκκλησῶν, ὅπου ἀπεκλείετο ἡ προσωπική-ἀτομική ψῆφος τῶν Ρωμαίων πολιτῶν ἔχουμε ἤδη ἀναλύσει σέ προηγούμενο ἄρθρο μας Ἡ Ἀθηναϊκή δημοκρατία καί ἡ Ρωμαϊκή res publica. Ἐδῶ ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι στίς Ρωμαϊκές Ἐκκλησίες ὑφίστατο ψῆφος κατά ὁμάδες (λόχους, φυλές, φατρίες)∙ ἀτομική ψῆφος δέν ὑφίστατο. Ἐνῶ κάθε Ρωμαῖος πολίτης εἶχε δικαίωμα γιά μία ψῆφο, οἱ ψῆφοι αὐτές δέν εἶχαν τήν ἴδια βαρύτητα γιατί δέν ὑπολογίζονταν ἀτομικά. Οἱ ψηφοφόροι κατατάσσονταν σέ διαφορετικές ὁμάδες στίς συνελεύσεις καί ἡ πλειονότητα τῶν ψήφων σέ κάθε ὁμάδα καθόριζε τήν ψῆφο τῆς ὁμάδας. Κάθε ὁμάδα εἶχε μία ψῆφο καί τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐκλογῆς καθοριζόταν ἀπό τήν καταμέτρηση τῶν ψήφων τῶν ὁμάδων. Παράδειγμα ἡ Λοχίτις Ἐκκλησία (Comitia Centuriata) συγκροτοῦνταν σέ πέντε κλάσεις βάσει τῆς περιουσίας τοῦ κάθε Ρωμαίου πολίτη. Κάθε κλάση εἶχε ὁρισμένο ὰριθμό λόχων (ὁ συνολικός ἀριθμός τῶν λόχων ἦταν 193). Ἡ πρώτη κλάση περιλάμβανε 18 λόχους ἱππέων καί 80 λόχους πεζικοῦ, ἡ δεύτερη κλάση 20 λόχους, ἡ τρίτη 20, ἡ τέταρτη 20 καί ἡ πέμπτη 30, οἱ προλετάριοι (οἱ ἐντελώς ἀκτήμονες) εἶχαν 1 λόχο καί οἱ εἰδικοί τεχνῖτες (βιοτέχνες, αὐλητές) εἶχαν 4 λόχους (2 οἱ βιοτέχνες καί 2 οἱ μουσικοί-αὐλητές). Ἡ πλεοψηφία τῶν ψήφων τῶν μελῶν κάθε λόχου ἀποτελοῦσε τήν ψῆφο τοῦ κάθε λόχου. Ἡ ἀπαιτούμενη πλειοψηφία ἐπιτυγχανόταν μέ τίς ψήφους τῶν λόχων τῆς πρώτης κλάσης (σύνολο 98 λόχοι) καί ἡ καταμέτρηση τῶν ψήφων τῶν ἑπόμενων λόχων, τῶν οἰκονομικά κατωτέρων, ἦταν περιττή καί σπάνια καταμετρεῖτο.[1] Ἐπίσης θά προσθέσουμε τό ἑξῆς πρός πληρεστέρα κατανόηση τή γνώμη ἐπ̉ αὐτοῦ ἑνός συγχρόνου μελετυτοῦ. Χαρακτηριστικά ὁ Jean Imbert γράφει γιά τήν πρώϊμη περίοδο τῆς Ρωμαϊκῆς Δημοκρατίας: «Οἱ λοχίτιδες συνελεύσεις συγκεντρώνουν ὅλο τό λαό, τόσο τούς πληβείους ὅσο καί τούς πατρικίους. Αὐτές ψηφίζουν τούς νόμους, ἐκλέγουν τούς ἀνώτερους ἄρχοντες, ἐπικυρώνουν τίς συνθῆκες. Ἡ σύνθεσή τους, φαινομενικά δημοκρατική, ἀφοῦ ὅλοι οἱ πολῖτες γίνονται δεκτοί, ἐκφράζει, σ̉ αὐτές, στήν πραγματικότητα, τήν ὑπεροχή τῆς ἀριστοκρατίας. Πράγματι, ἡ ψηφοφορία (ὅπως στίς φρατρικές συνελεύσεις) δέν εἶναι ἀτομική: ὑπολογίζουν μία ψῆφο γιά κάθε λόχο καί ἡ Συνέλευση περιλαμβάνει 193 λόχους, πού δέν συγκεντρώνουν, ὅμως, ὅλοι, ἴσο ἀριθμό πολιτῶν. Ἡ κατανομή ἀνάμεσα στούς λόχους γίνεται ἀνάλογα μέ τήν περιουσία. Ἡ πρώτη τάξη, πού ἀποτελεῖται ἀπό ἱππεῖς καί πολίτες οἱ ὁποῖοι διαθέτουν κεφάλαιο μεγαλύτερο ἀπό 100000 ἀσσάρια, ἀπαριθμεῖ 98 λόχους (ἀπόλυτη πλειοψηφία) καί λίγο περισσότερους ἀπό 10000 πολίτες, ἐνῶ ὅλοι οἱ προλετάριοι (γύρω στούς 30000 προλετάριοι χωρίς περιουσία) ἀποτελοῦν ἕνα καί μόνο λόχο καί δέν ἀντιπροσωπεύουν, ἑπομένως, παρά μόνο μία ψῆφο. Καθώς δέ ἡ ψηφοφορία γίνεται κατά τή σειρά τῶν τάξεων καί σταματᾶ, μόλις πραγματοποιηθεῖ ἡ πλειοψηφία, οἱ κατώτερες τάξεις μπορεῖ νά μή κληθοῦν κἄν νά ποῦν τή γνώμη τους».[2] Ἀλλά καί στόν θεσμό τῆς Συγκλήτου ἀπουσίαζε ἠχηρά ἡ προσωπική-ἀτομική ψῆφος καί ἔκφραση γνώμης ὅλων τῶν Συγκλητικῶν. Ὁ θεσμός τῆς Συγκλήτου (Senatus) ἦταν κεντρικῆς σημασίας γιά τή Ρωμαϊκή πολιτεία. Ἦταν κυριολεκτικά ἡ καρδιά καί ὁ θεματοφύλακας τοῦ Ρωμαϊκοῦ μεγαλείου. Στήν Σύγκλητο διεξαγόταν συζήτηση ἐπί τῶν πρός ψήφιση ζητημάτων σέ ἀντίθεση μέ τίς ἐκκλησίες-συνελεύσεις (Comitia) τοῦ λαοῦ, ὅπου δέν διεξαγόταν συζήτηση, ἀλλά ἐζητεῖτο ἡ ἔγκριση τοῦ λαοῦ μέ ἕνα ναί ἤ ὄχι ἐπί τῶν προτεινομένων ἀπό τούς προεδρεύοντες (ὑπάτων) τῆς συνελεύσεως ζητημάτων. Μή φαντασθοῦμε ὅμως ὅτι καί στήν Σύγκλητο διεξαγόταν δημοκρατική συζήτηση ὑπό καθεστώς ἀπόλυτης ἰσοκρατίας. Ἀντιθέτως διεξαγόταν συζήτηση ὑπό καθεστώς αὐστηρῆς ἱεραρχίας. Οἱ τιμητές ὅριζαν ἕνα ἀπό τούς πρώην ὑπάτους ὡς princeps senatus, ἡγεμόνα τῆς Συγκλήτου, καί αὐτός, ἐξέφραζε πρῶτος τη γνώμη του. Κατόπιν ἐξέφραζαν τή γνώμη τους οἱ ἄλλοι Συγκλητικοί κατά φθίνουσα τάξη τοῦ ἀξιώματος στό ὁποῖο εἶχαν ὑπηρετήσει: τιμητής, ὕπατος, πραίτωρ, ἀγορανόμος, ταμίας καί, μετά τήν ἀποδοχή τῶν δημάρχων στό σῶμα τῆς Συγκλήτου, δήμαρχος. Συνήθως οἱ ἐν ἐνεργείᾳ κάτοχοι κάθε ἀξιώματος μιλοῦσαν πρῶτοι ἀπό τήν τάξη τους. Σπάνια ἡ συζήτηση προχωροῦσε πέρα ἀπό τούς Συγκλητικούς τῆς πραιτωριανῆς τάξης πρίν ἐξαντληθεῖ τό θέμα, ὁπότε καί τά μέλη ψήφιζαν μετακινούμενα ἀπό τό ἕνα μέρος τῆς αἴθουσας στό ἄλλο. Οἱ ἄνδρες τῶν κατώτερων τάξεων ἀποκαλοῦνταν pedarii, ἐπειδή ὁ μόνος τρόπος νά ἐκφράσουν τήν ἄποψή τους ἦταν μέ τά πόδια τους, pedes, καθώς μετακινοῦνταν στήν αἴθουσα.
Βλέπουμε πώς στούς Ρωμαϊκούς πολιτικούς θεσμούς ἦταν παντελώς ἀποῦσα ἠ προσωπική ψῆφος, ἀγόρευση, γνώμη κάθε πολίτη καί κάθε Συγκλητικοῦ.Στίς ἑλληνικές δημοκρατίες κυρίως στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία ὑφίστατο ἡ προσωπική-ἀτομική ψῆφος τοῦ κάθε πολίτη. Τό “Τίς ἀγορεύειν βούλεται;” εἶναι χαρακτηριστικό γιά τήν προσωπική-ἀτομική ψῆφο, προσωπική ἔκφραση γνώμης καί ἀγόρευση. Στήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία ὑπῆρχε ἀληθινή ἰσονομία, ἰσηγορία καί ἰσοκρατία, τοὐλάχιστον θεσμικά, δυνητικά. Στή Ρώμη ἦταν, τουλάχιστον στήν πολιτική ζωή της, ὅπου συνθλιβόταν μέχρι ἐκμηδενισμοῦ τό ἄτομο καί συγχωνεύοταν μέ τήν ὁμάδα.
Δεύτερον στούς Ἕλληνες τήν πρωτερεύουσα θέση εἶχαν οἱ πολῖτες ἔναντι τῆς πόλεως, καθότι οἱ ζῶντες πολῖτες ὡς ὑπαρκτά πρόσωπα συγκροτοῦσαν τήν πόλη. (Βλέπε τό ἄρθρο μου Ὁ Ἀθηναϊκός καί ὁ Ρωμαϊκός τύπος ἐξουσίας στό Ἀντίφωνο στίς 12 Μαΐου 2014). «Ἄνδρες γάρ πόλις» κατά τόν Θουκυδίδη. Τοὐναντίον στήν Ρώμη τόν πρῶτο ρόλο εἶχε ἡ πόλη − ἡ αἰωνία πόλη – καί τόν δεύτερο οἱ πολῖτες. Στούς Ἕλληνες ἡ πόλη ὑπῆρχε χάριν τῶν πολιτῶν, στούς Ρωμαίους οἱ πολῖτες ὑπῆρχαν χάριν τῆς πόλεως. Στούς Ἕλληνες ὅπου πήγαιναν οἱ πολῖτες, «πήγαινε» καί ἡ πόλη,ἐξ οὗ καί ὁ ἀποικισμός. Γιά τούς Ρωμαίους ἡ πόλη − ἡ αἰωνία πόλη − ἦταν μία, μοναδική καί ἀμετακίνητη.
Στούς Ἕλληνες γενικώτερα καί εἰδικώτερα στούς Ἀθηναίους προτάσσονται οἱ ἔμψυχοι πολῖτες ἔναντι τῆς πολιτείας (=τοῦ πολιτεύματος). Ὁ Περικλῆς στόν Ἐπιτάφιο λέγει: «Χρώμεθα γάρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δέ μᾶλλον αὐτοί ὄντες τισίν ἤ μιμούμενοι ἑτέρους».[3] Μετάφραση (Γεράσιμου Μαρκαντωνάτου): «Τό πολίτευμα πού ἔχουμε δέν ἐπιδιώκει νά μιμηθεῖ τούς νόμους ἄλλων, ἀλλά πιό πολύ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε παράδειγμα σέ μερικούς παρά μιμητές ἄλλων».[4] Στό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα ἀπό τόν Ἐπιτάφιο ἄς προσέξουμε δύο βασικά πράγματα. Πρῶτον τό φραστικό σύνολο χρώμεθα πολιτείᾳ δείχνει ὅτι ἡ πολιτεία (τό πολίτευμα δηλαδή) εἶναι χρηστικό ὄργανο καί δέν ἔχει καμμία ὀντολογική αὐτοτέλεια, αὐθυπαρξία∙ εἶναι ἕνας χρηστικός θεσμός χάριν τῶν πολιτῶν καί τίποτε πέραν τούτου. Δεύτερον ἡ φράση ὅπως ἐξεφέρθη εἶναι συντακτικά ἀνακόλουθη. Κανονική συντακτική ἐκφορά θά ἦταν: «Χρώμεθα γάρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τῶν πέλας νόμους, παραδείγματι δέ μᾶλλον αὐτῇ (τῇ πολιτείᾳ) οὔσῃ τισίν ἤ μιμουμένῃ ἑτέρους». Ὁ Περικλῆς-Θουκυδίδης προβαίνει σ̉ αὐτήν τήν συντακτική ἀνακολουθία, γιά νά τονίσει ὅτι τό κέντρο βάρους δέν εἶναι ἡ πολιτεία καθό πολιτεία, ἀλλά οἱ ἄνδρες-πολῖτες. Ἡ πολιτεία συγκροτεῖται χάριν τῶν πολιτῶν καί ὄχι οἱ πολῖτες χάριν τῆς πολιτείας.Οἱ πολῖτες εἶναι ἡ ψυχή καί ἡ πεμπτουσία τῆς πόλεως∙ ὄχι ἡ πολιτεία καθό πολιτεία.Τό κέντρο βάρους δέν βρίσκεται στόν ἀπρόσωπο πολιτειακό θεσμό, ἀλλά στούς ἔμψυχους πολῖτες. Γι̉ αὐτό δέν ἔχουμε δῆμο τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλά δῆμο τῶν Ἀθηναίων.
Αὐτή τήν ἀλήθεια ἐκφράζει ὁ Νικίας ὁμιλώντας πρός τό ἐπτοημένο στράτευμα τῶν Ἀθηναίων στήν Σικελία λίγο πρίν τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή: «λογίζεσθε δέ ὅτι αὐτοί τε πόλις εὐθύς ἐστε ὅποι ἄν καθέζησθε» καί «ἄνδρες γάρ πόλις, καί οὐ τείχη οὐδέ νῆες ἀνδρῶν κεναί».[5] Μετάφραση (Ἐλ. Βενιζέλου): «Σκεφθῆτε ἀκόμη, ὅτι ὁπουδήποτε καί ἄν στρατοπεδεύσετε, ἀποτελεῖτε ἀμέσως καί μόνοι σας πόλιν» καί «Διότι οἱ ἄνδρες ἀποτελοῦν τάς πόλεις καί ὄχι τείχη καί πλοῖα κενά ἀνδρῶν».[6]
Ἐπίσης τό πολίτευμα στούς Ἕλληνες καθοριζόταν ἀπό τούς πολῖτες: Ὅταν ἄρχει ἕνας ἔχουμε μοναρχία, ὅταν ἄρχουν οἱ ἄριστοι (ἤ οἱ ὀλίγοι) ἔχουμε ἀριστοκρατία (ἤ ὀλιγαρχία), ὅταν ἄρχουν οἱ πολλοί (ἤ ὁ δῆμος) ἔχουμε δημοκρατία. Στήν Ἑλλάδα λείπει παντελῶς ἕνα κεντρικό ἰσχυρό κράτος, τό ὁποῖο θά ἐνσωμάτωνε ὅλους τούς πολῖτες στούς σκοπούς καί στήν ἐξουσία του. Τό ἀκριβῶς ἀντίθετο συμβαίνει στή Ρώμη. Ἐκεῖ τό κράτος ἀπορροφᾶ μέχρι ἐκμηδενισμοῦ τούς πολῖτες, ἰδιαίτερα τούς φτωχούς πολῖτες.
Στήν Ἀθηναϊκή πολιτεία καί ὁ πλέον φτωχός καί ὁ πλέον ἄσημος εἶχε τή θέση του, εἶχε λόγο, ἐνδεχομένως καί ἐξουσία. Ὅπως λέγει ὁ Περικλῆς στόν Ἐπιτάφιο (μετάφραση Ν.Μ.Σκουτερόπουλου): «Καί ὀνομάζεται τό πολίτευμα αὐτό, ἐπειδή δέν ἀποβλέπει στό συμφέρον τῶν λίγων ἀλλά τῶν πολλῶν, δημοκρατία. Σχετικά μέ τίς ἰδιωτικές διαφορές, οἱ νόμοι τίς ἀντιμετωπίζουν ὅλες μέ βάση τήν ἰσότητα, σχετικά πάλι μέ τήν προσωπική ἀνάδειξη στά δημόσια ἀξιώματα, καθένας προτιμᾶται ἀνάλογα μέ τήν ἐκτίμηση πού ἔχει μέ βάση ὄχι τήν κοινωνική τάξη ἀλλά τήν ἀξία του· οὔτε πάλι ἡ φτώχεια μέ τήν ἀσημότητα πού τήν συνοδεύει ἔχει ἀποτελέσει ἐμπόδιο γιά κάποιον ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά πράξει κάτι καλό γιά τήν πόλη»[7]. Θεωρητικά τουλάχιστον κανείς δέν εἶναι ἀποκλείσιμος στήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία. Στήν Ἀθήνα ὁ κάθε πολίτης ἐναλλασσόταν ὡς ἄρχων καί ἀρχόμενος στήν δημόσια ζωή. Τοῦτο ἦταν ἀδιανόητο στήν Ρώμη.
Ὅπως ἤδη ἔχουμε ἀναλύσει μία διαφορά τῆς Ρωμαϊκῆς ἀπό τήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία εἶναι ὁ «νομικός», «θεσμικός» χαρακτήρας τῆς πρώτης καί ὁ «χαρισματικός», «προσωποπαγής» χαρακτήρας τῆς δεύτερης. (Βλέπε τό ἄρθρο μου Ὁ Ἀθηναϊκός καί ὁ Ρωμαϊκός τύπος ἐξουσίας.
Ὁ Κικέρων εἶναι ἐγκωμιαστής τῆς Ρωμαϊκῆς Πολιτείας. Θεωρεῖ τό Ρωμαϊκό πολίτευμα ἀνώτερο ἀπό τά ἀντίστοιχα Ἑλληνικά γιατί αὐτά στηρίζονται σέ ἐξέχουσες προσωπικότητες ἐνῶ τό Ρωμαϊκό πολίτευμα σέ θεσμούς πού διαμορφώθηκαν συλλογικά ἀπό τήν κοινή ἐμπειρία στό διάβα τῶν αἰώνων (μετάφραση Ἰωάννη Ντεληγιάννη): «Αὐτός (ὁ Κάτων) συνήθιζε νά λέει ὅτι γιά τόν ἐξῆς λόγο τό πολίτευμα τῆς πολιτείας μας ἦταν καλύτερο ἀπό τῶν ἄλλων πολιτειῶν, διότι σ̉ ἐκεῖνες τίς πολιτεῖες ὑπῆρξαν κάποια ἄτομα κυρίως τά ὁποῖα εἶχαν ἑδραιώσει τό καθένα τήν πολιτεία του μέ τούς νόμους του καί τίς ἀρχές του, ὅπως ὁ Μίνως τήν πολιτεία τῶν Κρητῶν, ὁ Λυκοῦργος αὐτή τῶν Λακεδαιμονίων, καί τῶν Ἀθηναίων (ἡ ὁποία εἶχε μεταβληθεῖ πολλές φορές) ἄλλοτε ὁ Θησεύς, ἄλλοτε ὁ Δράκων, ἄλλοτε ὁ Σόλων, ἄλλοτε ὁ Κλεισθένης, ἄλλοτε πολλοί ἄλλοι, καί τέλος τήν ἀφαιμαγμένη πιά καί γονατισμένη πολιτεία τήν ἀνόρθωσε ἕνας ἄνδρας πεπαιδευμένος, ὁ Δημήτριος ὁ Φαληρεύς· ἡ δική μας ὅμως πολιτεία δέν διαμορφώθηκε ἀπό τήν ἱκανότητα ἑνός ἄνδρα ἀλλά πολλῶν, καί δέν ἑδραιώθηκε στή διάρκεια τῆς ζωῆς ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά μέσα σέ πολλούς αἰῶνες καί γενιές· διότι ἔλεγε ὅτι οὔτε ὑπῆρξε κάποια τόσο μεγάλη διάνοια ὥστε νά μποροῦσε νά ὑπάρξει κάποτε κάποιος τοῦ ὁποίου δέν θά διέφευγε καμία λεπτομέρεια, οὔτε ὅλες οἱ διάνοιες συγκεντρωμένες σέ ἕνα σημεῖο τήν ἴδια στιγμή θά μποροῦσαν νά προνοήσουν τόσο ὥστε νά περιλαμβάνονται τά πάντα, χωρίς νά διαθέτουν ἐμπειρία στά θέματα αὐτά καί πείρα ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου».[8]
Γενικά στή Ρώμη, εἴτε στή δημοκρατική εἴτε‒πολύ περισσότερο‒ στήν αὐτοκρατορική περίοδο, λίγα περιθώρια ἀφήνονταν στό ἄτομο νά διαμορφώσει δραστικά τήν δημόσια ζωή ‒ νομίζω ὅτι μόνες ἐξαιρέσεις εἶναι οἱ περιπτώσεις τοῦ Ἰουλίου Καίσαρα καί τοῦ Αὐγούστου. Τό πρόσωπο εἶναι πιό ἰσχυρό στήν Ἑλλάδα, τό κράτος εἶναι πιό ἰσχυρό στή Ρώμη. Ὁ Κ. Καστοριάδης γράφει ἐπ̉ αὐτοῦ: «Ἡ ἑλληνική πόλις δέν εἶναι ‘’Κράτος’’ μέ τή σύγχρονη ἔννοια τοῦ ὅρου…Ἡ ἰδέα ἑνός ‘’Κράτους’’, δηλαδή ἑνός θεσμοῦ διακεκριμένου καί χωρισμένου ἀπό τό σῶμα τῶν πολιτῶν, ἦταν ἀδιανόητη γιά ἕναν Ἕλληνα».[9]
Πρέπει νά ἔχουμε πάντοτε ὑπ̉ ὄψιν ὅτι, ὅπως γράφει ὁ Θ. Μόμσεν, οἱ Ρωμαῖοι προσπαθοῦσαν νά περιορίσουν τήν ἐξουσία ὄχι τοῦ κράτους – αὐτή τήν κρατική ἐξουσία ἐνίσχυαν παντοιοτρόπως − ἀλλά τῶν ἀρχόντων, ἔχοντας ὅμως ὡς κατευθυντήριο γραμμή ὅτι ὁ λαός δέν πρέπει νά κυβερνᾶ, ἀλλά νά κυβερνᾶται: «Ἀλλ̉ εἶναι θαυμασμοῦ ἄξιον ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι κατά τάς μεταρρυθμιστικάς καί ἐπαναστατικάς αὐτῶν ἐνεργείας οὐδέποτε διενοήθησαν οὔτε τοῦ κράτους τά δικαιώματα νά μειώσωσιν οὔτε τά ἐκπροσωποῦντα αὐτό ὄργανα νά καταστήσωσιν ἀνίσχυρα. Οὐδέποτε κατ̉ οὐσίαν ἀντέταξαν πρός τό κράτος φυσικά τοῦ ἀτόμου δικαιώματα. Ἠγωνίζοντο μόνον περί τῆς κατισχύσεως ὡρισμένων τύπων ὡς πρός τήν ἐξάσκησιν τῆς ἐξουσίας τῶν ἀρχόντων τῶν ἐκπροσωπούντων τό κράτος. Τό πρόγραμμα τοῦ προοδευτικοῦ κόμματος ἐν Ῥώμῃ, ἀπό τῶν χρόνων τῶν Ταρκυνίων μέχρι τῶν Γράκχων, ὑπῆρξεν ὄχι ὁ περιορισμός τῶν δικαιωμάτων τοῦ κράτους, ἀλλ̉ ὁ περιορισμός τῆς ἀπολύτου ἐξουσίας τῶν ἀρχόντων, οὐδέποτε δέ ἐλησμόνουν οἱ Ῥωμαῖοι ὅτι δέν πρέπει ὁ δῆμος νά κυβερνᾷ, ἀλλά νά κυβερνᾶται».[10]
Ἑπομένως ἡ πολιτική ἔτσι ὅπως ἀσκεῖτο καί ἦταν διαμορφωμένη στή Ρώμη δέν εὐνοοῦσε τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου, ἐν ἀντιθέσει πρός τήν Ἑλλάδα ὅπου ὁ ἀτομικός χαρακτήρας τῆς πολιτικῆς δραστηριότητος ἦταν ἔντονος.
Σημειώσεις
[1] Allen M. Ward, Fritz M. Heichelheim, Cedric A. Yeo, Οἱ Ρωμαῖοι, μετάφραση Ντίνα Σαμπεθάϊ, ἐκδ. Ὀδυσσέας, Ἀθήνα 2008, σελ. 107 καί Μ. Cary, Ρωμαϊκή ἱστορία, τόμος Α΄, μετάφραση Νίκος Σαρλῆς, ἐκδ. Μίνωας, Ἀθήνα 1960, σ. 151.
[2] Jean Imbert, Τό ἀρχαῖο δίκαιο, μετάφραση Εὐαγγέλου Ν. Μόσχου, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλου, Ἀθήνα χ.χ.,σελ. 71
[3] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 2, 37
[4] Γεράσιμου Μαρκαντωνάτου, ὅ.π., σελ.113
[5] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 8, 77
[6] Θουκυδίδου, Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐ.Κ. Βενιζέλου, ἐκδ. Ἑστία, Ἀθήνα χ.χ., σ. 395
[7] Θουκυδίδη Ἱστορία, Β 37,εἰσαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σ.259
[8] Μ. Τύλλιου Κικέρωνα, Περί Πολιτείας, βιβλία ἕξι, βιβλίο δεύτερο 2, εἰσαγωγή-κείμενο-μετάφραση-σχόλια Ἰωάννης Ντεληγιάννης, Ἰνστιτοῦτο τοῦ Βιβλίου-Α.Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 2015, σελ. 73
[9] Κορνηλίου Καστοριάδη, ὅ.π., σσ. 192-193
[10]Θεοδώρου Μόμσεν, Ρωμαϊκή ἱστορία, τόμος Α2, ἐξελληνισθεῖσα ἐκ τῆς ὀγδόης Γερμανικῆς ἐκδόσεως ὑπό Σ. Κ. Σακελλαροπούλου, ἐκδοτικός οἶκος Γεωργίου Ἰ. Βασιλείου, Ἀθῆναι 1932, φωτοτυπική ἐπανέκδοση ἀπό τίς ἐκδόσεις Ντουντούμη, σ. 345
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στη Union Square”, 1932) είναι έργο της αμερικανίδας Isabel Bishop.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο