(ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ)
«Το υπερούσιον καλόν, κάλλος λέγεται, ως πάντα προς
εαυτό καλούν και όλα εν όλοις εν ταυτό συνάγον.»
Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης
Νυμφικές προσελεύσεις εν τω μέσω της νυκτός. Μορφές που μας περιέχουν. Σέλας ευλαβείας, εγκατοίκηση του οικείου, αέρας ευδοκίας. Δόξα Σταυρού.
Χώρος που χωρά το αχώρητο. Αδιάδοχος χρόνος. “Βίος ασωμάτων”.
Αίσιες φωνές. Ευχές υπέρ των μισούντων και αγαπόντων ημάς. Καρδιές σαν αποστάγματα κεριών, ψυχές σαν θυμιάματα, μάτια ως υετός υδάτων.
Περίπτερα πυρός εν μέσω θυγατέρων Ιερουσαλήμ.
Σφραγίδες καταλλαγής. Κόμες που σιωπούν. Λίκνα ομολογίας και μήτρες οικτιρμών. ΑΣΥΛΑ ΥΜΝΩΝ. Τοπία της ευγνωμοσύνης και της συγγνώμης. Μητρικά μέτρα, αναστημένες σημασίες, έκλαμπρα βάθη. Προσοικειώσεις του απορρήτου. Διαβίβασις επί το αόριστον. Αγωγή προς τα άχραντα.
Κυματούνται μου τα σπλάχνα, ου χωρεί μου την χαράν η ψυχή.
Έρχονται φορές που η ύπαρξη, προσπερνώντας τη γαλήνη, λαβαίνει κάτι απ’ τη βαφή του απείρου. Είναι οι στιγμές που ανταποκρίνονται στη βαθύτερη ανθρώπινη επιθυμία : στη δίψα της ψυχής μας να θαυμάσει και να σεβασθεί! Η π ρ ά ξ η της ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς δεν μπορεί να είναι άλλη απ’ την έκφραση μιας ε υ α ι σ θ η σ ί α ς που α ρ ν ε ί τ α ι ν α ο ρ ι ο θ ε τ η θ ε ί.
Κάποτε ο χρόνος θα ’χει διαφύγει. Στα σώματα δεν θ’ απομένουν παρά τα γηρατειά τους. Δηλαδή το τίποτα. Η ζωή θα σημαινόταν ως προσωπείο της οδύνης εάν, σε κάθε περίσταση, το τίποτα δεν μπορούσε να λάμπει με τη χάρη του παντός. Μόνο μ ε τ ά α π’ α υ τ ό, και κ ά θ ε τ ί ά λ λ ο!
Δόξα τω Θεώ, θα προσέρχονται πάντοτε (άλμη συνομιλούντες) οι «μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες». Η χαρά θα επισυνάγει το νόημά της. Ο χρόνος θα επανορθώνεται. Κι ο άνθρωπος θα ανακτά την υπόστασή του : Ξέρουμε τί σημαίνει Νέοι και Γέροι. Σημασία όμως έχει ό,τι θα σήμαινε Άναρχοι και Ατελεύτητοι*.
«Η γαρ των ανθρωπίνων ψυχών δίψα απείρου δείται τινός ύδατος.»** Τον στεναγμό της προσευχής δεν τόν χωρούν οι ορίζοντες της γης : «Άβυσσος άβυσσον επικαλείται.»
Ο χώρος και ο χρόνος της Μυσταγωγίας είναι, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, η συνθήκη όπου η γη απαντά στην ομορφιά του ουρανού. Έλευση, επί τέλους, σε ένα πεδίο καταφάσεως : Ήρθαμε στο Είναι για να προφέρουμε ένα Ναί! «Άσω τώ Κυρίω εν τή ζωή μου, ψαλλώ τώ Θεώ μου έως υπάρχω.» Η μαρτυρία της γνησιότητας θα αυτοδιαψευδόταν, βέβαια, ακαριαία στο μέτρο ακριβώς που θα συγκροτούσε οποιαδήποτε ρητορική. Αντιθέτως, αναγνωρίζεται μονάχα στον βαθμό που αξιώνεται, απλά, να συνιστά μια εκμυστήρευση : Τίποτα άλλο, λοιπόν, εκτός απ΄ τον Ύμνο δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αναδύεται ως η υ π έ ρ τ α τ η έ κ φ α ν σ η α ν ά μ ε σ α σ΄, όλους, τ ο υ ς λ ό γ ο υ ς μ α ς.
Απέναντί του ο κόσμος δεν έχει παρά να σχολιάσει : «φαίνεται πολύ όμορφο για να είναι αληθινό…» Η απάντηση της εκκλησίας, ωστόσο, ήταν ανέκαθεν η εμπιστοσύνη (η πίστη) στην αποκαλυπτικότητα αυτής της τομής : Λοιπόν, ναι… Ε ί ν α ι τ ό σ ο ό μ ο ρ φ ο ώ σ τ ε δ ε ν μ π ο ρ ε ί π α ρ ά ν α ε ί ν α ι α λ η θ ι ν ό !
Σημειώσεις
* : Ολόκληρο το κείμενο είναι εμπνευσμένο από λόγους του αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη. Σε ορισμένα σημεία (όπως το προκείμενο) αυτολεξεί.
** : Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας
πηγή: Aντίφωνο