Το χέρι του οδοιπόρου Αναφορά στον Χρήστο Μποκόρο

1
569

‘’ Το βίωμα δεν ήταν κυρίως η επανάληψη ενός παλαιού γεγονότος όσο η ίδια η ζωντανή παρουσία του. Και αυτή η παρουσία οφειλόταν στη συχνή παρουσία των συνθηκών που το προκάλεσαν’’.

Thomas Mann,  ‘’ Ο Ιωσήφ και οι Αδελφοί αυτού’’

Ο τρόπος της τέχνης που βλάστησε στο τόπο μας, αυτής που άλλοτε τη λέμε λαϊκή και άλλοτε παραδοσιακή, βαστά σφιχτά στον κόρφο του δεμένο, όμοιο με ιερό προγονικό φυλαχτό, τον κανόνα της επανάληψης. Ετούτο, δε σημαίνει πως θέλει τον μάστορα πειθήνιο αντιγραφέα, ως να’ χει εμπρός του ένα στανικά καθαγιασμένο πρότυπο, το οποίο πρέπει ξανά και ξανά να αποτυπώσει, αλλά του ζητά μία κάθοδο στο φρέαρ της σπουδής, που καμιά φορά διακρίνεται άπατο. Εάν ο εαυτός σώζεται όλος μέσα από αυτή τη κάθοδο, τούτο το χρωστά στην υποταγή του ιδίου θελήματος στον λόγο αυτής της δημιουργικής απειρίας, ώσπου τέτοια να’ ναι η αλλοίωση, μέχρι να πούμε μία εικόνα, αχειροποίητη. Το μέτρο αυτό του αχειροποίητου, γίνεται και το μέτρο του κανόνα, όχι για να το χωρέσουμε μέσα σε ένα κομμάτι ύλης, αλλά γιατί με τούτο τον τρόπο φανερώνεται το ‘’αλλιώς’’ του υλικού, που σημαίνει συνάμα το δικό μου ‘’αλλιώς’’. Το υλικό μας είναι βαφτισμένο μες το πνεύμα του αχειροποιήτου, όχι γιατί έτσι, πνευματοποιημένο σώζεται. Το υλικό είναι βαφτισμένο μες το πνεύμα του αχειροποίητου, γιατί το αψηλάφητο ζητά σάρκα να παχυνθεί, να οδοποιήσει τα επιφάνιά του. Ύστερα το υλικό σημαίνει μία συνάντηση ή και πολλές συναντήσεις. Σημαίνει ακόμη τη μπορετότητα του να το φτιάσω έτσι ή κι αλλιώς, ώστε να τραβώ ακάθεκτος το δρόμο μου προς τη συνάντηση. Το ποίημα είναι σημείο αυτής της συνάντησης ορατό, είναι υπόμνημα των επιφανίων του αχειροποίητου, ιδρυμένο μες την Ιστορία, για να υποστασιάζει ψηλαφητά τον καημό του ‘’ουκέτι’’ και τη προσμονή του ‘’ούπω’’. 

Κι είναι λοιπόν τούτο το ξάφνιασμα, σπαρμένο στο περιβολάκι της Αποκάλυψης. Την Αποκάλυψη απ’ την άλλη, καθόλου δε πρέπει να τη νομίσουμε απλά σα το πλήρωμα της Προφητείας ή κι ως το ορατό της τέλος, παρά θα πρέπει να τη δούμε ως τη διαχρονική φανέρωση της δυναμικής του λόγου εντός του γεγονότος της πράξης. Δηλαδή ως την αμοιβαία κι αδιάκοπη συμπλοκή πνεύματος και ύλης, έτσι που το ένα να μη μπορεί να κάνει δίχως το άλλο. Είναι αυτή που εμφανίζει το πρόσωπο μέσα στον πιο πλέριο υποστασιασμό του. Η Αποκάλυψη υπομνηματίζει στο ‘’τώρα’’ του παρόντος και του παλιότερου παρόντος, την καλή αλλοίωση που επιφέρει στα ταπεινά, το γεγονός της αγάπης. Που το λέει ο Σεφέρης, πως ό,τι κι αν αγγίξει με αγάπη το χέρι του ανθρώπου, αγιάζει. Αγιάζει μαζί με τον άνθρωπο, όχι χώρια του. Τούτα λοιπόν τα ταπεινά, φορούν τα αρχοντικά τους, τη χαρά του σμιξίματος. Φορούν όμως και τον καημό της ανθρωπινότητας τους, έτοιμα να παρασταθούν στην αναμέτρηση με το απείθαρχο αίνιγμα, που χάσκει κραταιό στη πιο μύχια γωνιά του εαυτού. Περιγράφουν έτσι μια κατάσταση μέγιστης κινητικότητας μέσα σε μια συνθήκη ακραίας ηρεμίας ή αλλιώς σκαλίζουν μανιασμένα τη θράκα μες τη νηφαλιότητα και την αταραξία του έργου. Καθώς μονάχα η αγάπη σώζει, κι η αγάπη σώζει πάντα την αλήθεια, την αλήθεια που’ ναι σα σπασμένος κάβος. 

Στα απλά λοιπόν, στα ταπεινά, στα στοιχειώδη το μέτρο αυτής της αγάπης, που απείθαρχη καθώς είναι, κάνει το μάστορα να παλεύει με τα δικά του μέτρα. Να’ ναι, να πούμε, αυτή η πάλη, μια πάλη με τα ξύλα, μια πάλη με τα χρώματα, με τα καμώματα των χεριών και την απλωσιά του βλέμματος; Ή μήπως πάλι ετούτη η πάλη λέει για τη συνάντηση, για την αλήθεια του σμιξίματος με μένα και με τον άλλο, που είναι πιο κοντινός μου καμιά φορά κι από μένα τον ίδιο; Είναι πάντως μια υπόμνηση όλο τούτο του λειτουργικού χρόνου, μια υπόμνηση αγιωτική της ανθρωπινότερης ανθρωπινότητάς μου, που κάνει τα υλικά προσκυνητά καθότι εικόνες αυτής της αγιοσύνης. Έτσι, ο μάστορας μπορεί να κληθεί κι ως συναξαριστής αυτής της ανθρωπινότητας, που σα πρώτο της έχει να αγιάζει με την αγάπη της την ύλη, όχι απλά προσλαμβάνοντάς την, αλλά κοινωνώντας την. Έτσι που άθελά του, να’ ναι ο ίδιος το προσκυνητάρι όλων αυτών. 

Ήθελα να πω για το τέλος, τούτο. Η τέχνη του Χρήστου Μποκόρου παρασταίνει τα πράγματα και τους ανθρώπους μέσα στην πιο τέλεια απλωσιά τους, παρά τη σμικρότητα των επιφανειών, πάνω στις οποίες τις πιο πολλές φορές ο ίδιος δουλεύει. Και δε βρίσκω πιο πρέπουσα λέξη απ΄την απλωσιά, για να περιγράψω αυτό που θέλω, καθότι από μικρός την άκουγα στα χωριά της Ρούμελης να λέγεται από ανθρώπους που περνούσαν μια ζωή στα χωράφια και στα ζώα τους, θυμίζοντάς μου πάντα τους καρπούς, που συνάγονταν στα αλώνια να λιαστούν. Αυτό το αλισβερίσι με τον ήλιο, ακριβώς όπως η ρόγα της αμπέλου βαστά όλο το φως του μέσα της και δίνει το βλογημένο κρασάκι, και το στάρι το πρόσφορο, και η ελιά το λάδι, κι ένα πιάτο φασουλάδα ντύνεται τη δόξα του ανταμώματος,  κι η ψυχή του ανθρώπου φορεμένη το φως, μαζί και το σκοτάδι της.   

Όπως θα’ λεγε ο κοντοπατριώτης μας Διονύσιος εκ Φουρνά ‘’ και τούτο θέλει το καταλάβει ο καθείς καλώτατα, οπού να μετέχη οπωσούν από την ζωγραφικήν, όταν επιμελώς τας στοχασθή και τας θεωρήση’’. Εν προκειμένω, τη ζωγραφική του Χρήστου Μποκόρου. 

Στο Παρίσι, τον Φλεβάρη του 2014.

Πρώτη έντυπη δημοσίευση στο περιοδικό Νέα Ευθύνη, τχ. 22, Μάρτιος-Απρίλιος 2014, σελ. 224-225.

πηγή: Αντίφωνο

1 σχόλιο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ