Φώτης Βασιλείου
Στον φίλο Βαγγέλη Σταυρόπουλο
Όταν ο Πορφύριος εξομολογήθηκε στον Πλωτίνο ότι ήθελε ν’ αυτοκτονήσει, εκείνος του εξήγησε ότι η επιθυμία του αυτή δεν προερχόταν από μια γνήσια ανάγκη της ψυχής, αλλά ήταν απότοκο μιας νοσηρής κατάστασης, η οποία έπρεπε να θεραπευτεί και του σύστησε να κάνει ένα ταξίδι αναψυχής. Έτσι, ο Πορφύριος έφυγε για την Σικελία και δεν ήταν παρών στις τελευταίες στιγμές του δασκάλου του.
Γιατί όμως ήθελε ν’ αυτοκτονήσει; Τι τον παίδευε; Πού οφειλόταν η κατάθλιψή του;
Ο ίδιος δεν κάνει καμιά νύξη κι ούτε υπάρχει κάποια αναφορά επ’ αυτού σε κάποια άλλη πηγή. Το περιστατικό αναφέρεται στον Βίο που συνέγραψε για τον Πλωτίνο κι αποτελεί μέρος μια παραγράφου που δείχνει την ικανότητα του φιλοσόφου να διαβάζει τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Η πρώτη ιστορία της ενότητας αυτής είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή: Στο ίδιο σπίτι με τον Πλωτίνο ζούσε και μια πλούσια χήρα με τα τέκνα της, η Χιόνη. Μια μέρα εκλάπη από αυτή ένα πολύτιμο περιδέραιο. Τότε ο Πλωτίνος συγκέντρωσε όλους τους δούλους της οικίας κι αφού τους κοίταξε, έδειξε έναν και είπε «Αυτός το έκανε». Στην αρχή ο άνδρας το αρνήθηκε, αλλά αφού τον μαστίγωσαν, ομολόγησε την πράξη του κι επέστρεψε στη Χιόνη το κλεμμένο κόσμημα.
Να, μια ιστορία μυστηρίου από την Ύστερη Αρχαιότητα, που το στήσιμό της θυμίζει έντονα ανάλογες του Σέρλοκ Χολμς ή του Ηρακλή Πουαρώ. Έχουμε το έγκλημα, τον χαρισματικό ντετέκτιβ, την συγκέντρωση των υπόπτων σε ένα δωμάτιο και την συνακόλουθη αποκάλυψη του εγκληματία. Αυτό που λείπει είναι η λογική εξήγηση, η περιγραφή της διαδρομής που ακολούθησε η σκέψη του ντετέκτιβ. Όταν ο Σέρλοκ εξηγεί στον Γουάτσον πώς κατέληξε στα εκπληκτικά συμπεράσματά του, τον καθιστά –και δι’ αυτού εμάς, τους αναγνώστες– μέτοχο της ιδιοφυίας του. Ταυτόχρονα απομαγεύει τον κόσμο και τον εαυτό του: Η απάντηση σε όλους τους γρίφους, η λύση κάθε προβλήματος, ο τρόπος που σκέφτεται κι εργάζεται ο Σέρλοκ είναι προσιτά στον μέσο άνθρωπο, στην κοινή λογική. Έτσι ο Γουάτσον, καθώς συναναστρέφεται και μελετάει τον Χολμς, μαθαίνει την μέθοδό του και καταλήγει στα δικά του εκπληκτικά συμπεράσματα –το ίδιο και οι αναγνώστες.
Ο Πορφύριος ακολουθεί διαφορετική διαδρομή. Επιλέγει να υπογραμμίσει την απόσταση που χωρίζει τον Πλωτίνο από τους κοινούς θνητούς, είτε είναι οι άλλοι χαρακτήρες της αφήγησης (μεταξύ των οποίων είναι και ο ίδιος ο Πορφύριος), είτε οι αναγνώστες. Ο Πλωτινός περιστοιχιζόταν από φίλους, συντρόφους, μαθητές, οπαδούς, συγκατοίκους, παρέμενε όμως απρόσιτος και μυστηριώδης. Οι πιο στενοί του, εκείνοι που ακολουθούσαν τον ίδιο τρόπο ζωής με εκείνον, όπως ο Πορφύριος, όχι μόνο αδυνατούσαν να τον κατανοήσουν ή να επιδείξουν παρόμοιες ικανότητες, αλλά είναι εκείνοι που αντιλαμβάνονται καλλίτερα απ’ όλους την διαφορά ανάμεσα σε κείνον και τους υπόλοιπους ανθρώπους. Η ικανότητα δε του φιλοσόφου να κατανοεί την ανθρώπινη ψυχή φτάνει σε μεταφυσικά επίπεδα και θυμίζει έντονα τα όσα γράφει ο Ντοστογιέβσκη για τον Στάρετς Ζωσιμά: «απόχτησε τελικά μια τόσο λεπτή διορατικότητα (…) που ρίχνοντας ένα μονάχα βλέμμα στο πρόσωπο του άγνωστου επισκέπτη του μπορούσε να μαντέψει: για ποιο λόγο είχε έρθει, τι θέλει και μάλιστα τι είδους τύψεις βασανίζουν την συνείδησή του κι έκανε τον καινουργιοφερμένο ν’ απορεί, να μένει κατάπληχτος και να τρομάζει σχεδόν μερικές φορές που ο άλλος ήξερα τα μυστικά του πριν ακόμα εκείνος προφτάσει να πει λέξη».
Έτσι κι ο Πλωτίνος. Με μια ματιά καταλάβαινε ποιος υπηρέτης ευθυνόταν για την κλοπή ή ότι ο Ποτάμων ἐρωτικός ἔσται καὶ ὀλιγοχρόνιος, ενώ την μελαγχολία του Πορφυρίου την ένιωσε από μακριά κι ἐξαίφνης τον επισκέφθηκε στο σπίτι του. Κι εκείνος, ο άνθρωπος, που έμοιαζε να ντρέπεται για το σώμα του, του έδωσε μια συμβουλή θετική, πρακτική κι επιτυχημένη. Γιατί ο Πλωτίνος μπορεί να πίστευε ότι το Εγώ είναι μια ανεξάρτητη και προϋπάρχουσα του σώματος Ψυχή, δεν θεωρούσε όμως αυτή την «συγκατοίκηση», την ζωή δηλαδή, ως κάτι αρνητικό. Πίστευε ότι ο άνθρωπος παρασυρμένος από τις ηδονές και τις ταραχές του βίου ταύτιζε το είναι του με τα σαρκικά και τα βιωτικά πράγματα, λησμονώντας την μεταφυσική καταγωγή και τον προορισμό του.
Δεν θα του ήταν εύκολο να δώσει μια τέτοια συμβουλή. Βρισκόμαστε στο 268 μ.Χ. και ήδη θα ένιωθε την ασθένεια να τον βαραίνει. Άλλωστε τα σημάδια της έγιναν φανερά αμέσως μετά την αναχώρηση του Πορφυρίου: Η φωνή του έχασε το μέταλλό της, η όραση εξασθένησε, το σώμα του γέμισε έλκη. Εντωμεταξύ έφυγε από την Ρώμη και ο έτερος αγαπημένος μαθητής, ο Αμέλιος, και οι υπόλοιποι φίλοι, οπαδοί και μαθητές απομακρύνθηκαν, καθώς, όπως μας πληροφορεί με κάποια πικρία ο Πορφύριος, συνήθιζε να τους χαιρετάει με ένα φιλί και κανείς προφανώς δεν ήθελε πλέον να φιληθεί με τον πληγιασμένο γέροντα. Έτσι αποσύρθηκε στην Καμπανία, στο κτήμα ενός παλιού του φίλου που είχε ήδη πεθάνει. Εκεί, με μόνη συντροφιά τον Ευστόχιο, αντιμετώπισε τις οδύνες και τις προκλήσεις της αρρώστιας και της μοναξιάς του.
Αλλά ας επιστρέψουμε στον Πορφύριο και την μελαγχολία του, η οποία δεν φαίνεται να οφείλεται σε κάποια αντικειμενική, εξωτερική αιτία. Δεν είχε υποστεί κάποια μεγάλη ταπείνωση, ντροπή, εξευτελισμό ή ήττα –οι λόγοι που το μέλος μιας παραδοσιακής, προνεωτερικής κοινότητας θα στρεφόταν προς αυτή την λύση. Αντιθέτως, βρισκόταν σε ζηλευτό σημείο: Πλησίαζε τα 35, ζούσε στο αδιαμφισβήτητο κέντρο του τότε κόσμου, την Ρώμη, τα πρώτα του έργα είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον της διανόησης κι είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στους φιλοσοφικούς κύκλους της τότε Οικουμένης, ήταν συνομιλητής, φίλος κι εξ απορρήτων του σημαντικότερου ίσως Έλληνα φιλοσόφου μετά τον Αριστοτέλη (φυσικά ο Πλωτίνος δεν είχε αναγνωριστεί ακόμα ως τέτοιος, ούτε ο Πορφύριος θα τον έβλεπε έτσι, παρόλα αυτά είχε εγκαταλείψει την δική του καριέρα για να τον ακολουθήσει, γεγονός ασυνήθιστο).
Φαίνεται λοιπόν ότι οι λόγοι ήταν απολύτως υποκειμενικοί, εσωτερικοί. Η επιθυμία του Πορφυρίου να θέσει τέλος στη ζωή του πήγαζε από το σκοτεινό πηγάδι της ψυχής του.
Λέμε ότι η κατάθλιψη είναι η ασθένεια των καιρών μας, ότι είναι το άμεσο αποτέλεσμα του σύγχρονου τρόπου ζωής, το αντίτιμο της μεγάλης εξατομίκευσης και της ανεξαρτησίας μας. Αλλά το αεράκι της νέας εποχής είχε ήδη αρχίσει να φυσάει από την εποχή του Πορφυρίου κι έφερνε μαζί του όχι μόνο δυνατότητες, ευκαιρίες, δυναμικές κι ανοίγματα, αλλά και νέους ιούς. Αυτό που στις μέρες μας έγινε ανεμοστρόβιλος, τότε δεν ήταν παρά μια φρέσκια πνοή αέρα –επόμενο λοιπόν ήταν οι πιο ευαίσθητες φύσεις πρώτες να επηρεαστούν. Γιατί δεν ήταν μόνο ο Πορφύριος. Ας θυμηθούμε μόνο τον νεαρό από την Κομά της Άνω Αιγύπτου, ο οποίος διαμοίρασε όλη την περιουσία του κι απελευθερωμένος από τις υποχρεώσεις και τις συμβάσεις που αυτή του επέβαλε, προχώρησε στα βάθη της Μέσα Ερήμου, για να καταλάβουμε την δυσφορία που βίωνε ο άνθρωπος της ύστερης αρχαιότητας.
Η μελαγχολική διαπίστωση του μελετητή εκείνης της εποχής είναι ότι, ενώ ο τότε κόσμος αντιμετώπιζε αδιέξοδα πολύ όμοια με τα σημερινά, διέθετε και χαραμάδες που άφηναν το φως να εισβάλει, τέτοιες, που δεν διακρίνονται σήμερα…
πηγή: Aντίφωνο
Η τοιχογραφία "Η Σχολή των Αθηνών", που πλαισιώνει τη σελίδα, είναι έργο του Ραφαήλ φιλοτεχνημένο περίπου το 1500 μ.Χ.
Ευχαριστώ, πολύ ωραίο άρθρο! Λίγες σκέψεις. Αν υπήρχε ο -πλανήτης Κ- όπου η μελαγχολία θα ήταν η φυσική διάθεση των κατοίκων του, άραγε ο ευδιάθετος δεν θα ήταν αυτός που θα ήθελε να αυτοκτονήσει; Αν είναι έτσι, ο Πλωτίνος που θα κατοικούσε στον -πλανήτη Κ- και ο οποίος θα ήταν μελαγχολικός, άραγε που θα έστελνε τον Πορφύριο για να γιατρευτεί από την καλή διάθεσή του; Βέβαια μας είναι δύσκολο να σκεφτούμε πως ανάμεσα σε μια κοινωνία μελαγχολικών θα μπορεί να υπάρξει έστω και ένας ο οποίος θα είναι ευδιάθετος, και αυτό διότι έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε πως η μελαγχολία είναι κάτι αρνητικό και μεταδοτικό. Αλλά γιατί μέσα σε μια κοινωνία που (υποτίθεται πως) η φυσική διάθεση είναι “θετική” ο μελαγχολικός δεν επηρεάζεται άμεσα από τους γύρω του και πρέπει να τον “στείλουν” σε ταξίδι αναψυχής; Εννοείται πως τούτοι είναι φανταστικοί πλανήτες, των μελαγχολικών και των “ευδιάθετων” τουλάχιστον για εμένα, ένας φαύλος κύκλος. Τώρα, σάμπως εκείνος που τηρεί τον λόγο του Χριστού, για εκείνους που δεν πιστεύουν, δεν αυτοκτονεί σιγά-σιγά; Βέβαια τούτοι, για έναν περίεργο λόγο κάνουν τα στραβά μάτια… Το λέω αυτό διότι αν κάποιος πιστεύει πως μιλάει με τον “φανταστικό” του φίλο Α. τότε χρήζει νοσηλείας και θεραπευτικής αγωγής ενώ όταν “μιλάει” στον Χριστό είναι κάτι το ανεκτό… Μήπως τελικά όσοι πιστεύουμε στο Θεό πρέπει να πάμε ένα ταξίδι αναψυχής; Για πόσο καιρό άραγε οι άλλοι “οι σώφρονες” θα ανέχονται τη “μελαγχολία” μας κάνοντας τα στραβά μάτια; Αυτοί τουλάχιστον έχουν πλέον για Θεό “κάτι τ’ αληθινό” τον ψυχαναλυτή (τούτος κάνει τα πάντα για να κερδίσουν τη ζωή, να είναι χαρούμενοι… τι ειρωνεία;). Υπάρχει όμως μια χαραμάδα, χιλιάδες χρόνια τώρα, ο Χριστός. Όσοι είναι Αληθινοί Χριστιανοί γνωρίζουν πως ποτέ δεν θα γιατρευτούν διότι έχουν “σκόλοπα εν σαρκί” να τους υπενθυμίζει ότι η δύναμη του Θεού φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία τους, όπως είπε ο Απόστολος Παύλος. Μας αρκεί η Χάρις του Θεού λοιπόν ώστε να γλιτώνουμε από τις παγίδες του Σατάν, όπως η αυτοκτονία. Μόνο όταν κάποιος μετατρέψει τη μελαγχολία η την ανόητη και εφήμερη χαρά σε χαρμολύπη θα βρει τον Αληθινό Δρόμο που οδηγεί πέραν του ταξιδιού αναψυχής, διότι τούτο το ταξίδι λειτουργεί ωσάν το ψυχοφάρμακο, μουδιάζει ψυχή και συνείδηση κι όταν η επίδραση περάσει η θλίψη θα είναι πάλι εκεί…
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει για χαροποιὸν πένθος : «Ἂν δὲν φτάξεις στὰ δάκρυα, μὴν νομίσεις πὼς ἔφταξες κάπου στὴ διαγωγή σου καὶ στὴν πολιτεία σου, γιατὶ ὡς τὰ τότε, τὸν κόσμο ὑπηρετοῦνε οἱ κρυφοὶ διαλογισμοί σου, δηλαδὴ μὲ τὸν ἔξω ἄνθρωπο κάνεις τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμα ἄκαρπος· ἐπειδὴ ὁ καρπός του ἔρχεται ἀπὸ τὰ δάκρυα. Γιατὶ σὰν φτάξεις στὴ χώρα τους, τότε νὰ ξέρεις πὼς βγῆκε ἡ διάνοιά σου ἀπὸ τὴ φυλακὴ τούτου τοῦ κόσμου κι᾿ ἔβαλε τὸ πόδι της στὴ στράτα τοῦ καινούριου κόσμου, κι᾿ ἄρχισε νὰ μυρίζει ἐκεῖνον τὸν καινούριον ἀέρα τὸν θαυμαστόν. Καὶ τότε ἀρχίζουνε νὰ τρέχουνε τὰ δάκρυα, ἐπειδὴ κοντεύει νὰ γεννηθεῖ τὸ πνευματικὸ νήπιο. Γιατὶ ἡ χάρη, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα ὅλων, βιάζεται νὰ γεννήσει στὴν ψυχὴ κάποιον θεϊκὸ τύπο μυστικὰ στὸ φῶς τῆς μέλλουσας ζωῆς. Καὶ σὰν φτάξει ἡ ὥρα νὰ γεννηθεῖ, τότες ὁ νοῦς ἀρχίζει νὰ κινιέται σὲ κάποια πράγματα τοῦ κόσμου, ὅπως ἡ ἀναπνοὴ ποὺ παίρνει τὸ ἀγέννητο μωρὸ μέσα στὴν κοιλιὰ καὶ θρέφεται· κ᾿ ἐπειδὴ δὲ μπορεῖ νὰ βαστάξει σὲ κάποιο πράγμα ποὺ δὲν εἶναι συνηθισμένο, ἄξαφνα ἀρχίζει νὰ σαλεύει τὸ κορμί του σὰν νὰ θέλει νὰ κλάψει μ᾿ ἕνα κλάψιμο ἀνακατεμένο μὲ τὴ γλυκύτητα τοῦ μελιοῦ. Κι᾿ ὅσο θρέφεται τὸ μέσα βρέφος, τόσο περισσότερα δάκρυα ἔρχουνται.»
«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται»(Ματθ. ε´ 4)