Α. Μιχαήλ Μπαχτίν, η φωνή που έρχεται:
Όσο εγγύτερα προσεγγίζω την έννοια της διαλογικότητας στον Μπαχτίν τόσο συνειδητοποιώ ότι μιλάω όχι για κάποιο θεωρητικό σχήμα, αλλά για μια πράξη ζωής που ενσαρκώνεται πρώτα στην προσωπική συνομιλία με τον αναγνώστη του. Αυτός ο στοχαστής δεν μας παραδίδει ένα έτοιμο σύστημα ιδεών· χαράζει μια μέθοδο, έναν δρόμο για να ολοκληρώσουμε τον εαυτό μας. Έτσι γίνεται ένας δάσκαλος με τη σημασία που έδειξε ο Σωκράτης, η μορφή του οποίου συντροφεύει σταθερά τον Ρώσο στοχαστή. Ίσως γιατί αυτός ο κήρυκας του διαλόγου, που αρνήθηκε πεισματικά κάθε μοναχική φιλοσοφία, μας μιλάει από τον τόπο μιας άκρας μοναξιάς – ας αναλογιστούμε μόνο πόσο παραγνωρισμένος και κυνηγημένος υπήρξε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Αλλά ίσως επίσης για τον ίδιο λόγο, όταν ο Μπαχτίν μιλάει στον καθένα από εμάς, μιλάει σε όλους και για όλους μας· έτσι που το «εγώ-εσύ» της προσωπικής επικοινωνίας, τρέπεται σ' ένα ανοιχτό, ημιτελές, αέναα δημιουργημένο «εμείς» – σ' έναν ανοιχτό διάλογο με τον κόσμο.
Η παρουσίαση μου θα έχει, επομένως, δύο μέρη. Θα αναφερθώ αρχικά στη δική μου προσωπική συνομιλία με τον Μπαχτίν, που θα πει προπάντων στην τεράστια οφειλή μου προς το έργο του. Έπειτα θα σκιαγραφήσω τον απέραντο διάλογο που αυτό το έργο ανοίγει με τον ανθρώπινο πολιτισμό στη διαχρονική του οικουμενικότητα.
1. Η Προσωπική Συνομιλία
Πρωτοσυνάντησα τον Μπαχτίν στη δεκαετία του ’70 όταν ξεκίνησα να μελετώ τον Καραγκιόζη. Γύρευα να ξεδιαλύνω το αίνιγμα του «χοντροκομμένου», καθώς λένε, γέλιου αυτού του λαϊκού θεάτρου, που το προαισθανόμουν γεμάτο από ένα άγνωστο νόημα μέσα στην ίδια την «α-νοησία» του. Τότε έπεσα τυχαία στο βιβλίο του Μπαχτίν για τον Ραμπελαί που, αναζητώντας τις οφειλές του Γαργαντούα και του Πανταγκρυέλ στον λαϊκό πολιτισμό του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, μου φανέρωσε μια πρωτόγνωρη για μένα ανθρώπινη γλώσσα, δηλαδή μια νέα αντίληψη του κόσμου. Ξέρω ότι αυτό το βιβλίο –που δεν αξιώθηκε καν να δώσει στον συγγραφέα του τον τίτλο του διδάκτορα– έχει επικριθεί από ποικίλους «ειδικούς» ως έκφραση μιας προσωπικής μάλλον ουτοπίας. Αλλά ξέρω ακόμα ότι για μένα, όπως και για αμέτρητους αναγνώστες σε όλον τον κόσμο, στάθηκε μια αποκάλυψη, πέρα από τα όρια και της ιδιοφυέστερης ακαδημαϊκής μελέτης. Διαισθάνθηκα εξαρχής ότι αν μελετούσα τον Καραγκιόζη στο φως της γλώσσας του καρναβαλιού, όπως μου τη μάθαινε ο Μπαχτίν, θα τον κατανοούσα πολύ πιο ουσιαστικά. Και όσο έψαχνα, έπεφτα από ανακάλυψη σε ανακάλυψη. Διαπίστωνα με θαυμασμό όχι μόνο τη γνώση ενός τεράστιου εθνογραφικού υλικού, που, χωρίς να διεκδικεί περγαμηνές εθνογράφου, διέθετε ο Μπαχτίν, αλλά προπάντων ότι και τα ελληνικά καρναβάλια και ο Καραγκιόζης φωτίζονταν εκθαμβωτικά από τη δική του προσέγγιση. Εκείνο που μάθαινα ήταν μια μακραίωνη, πολυεθνική γλώσσα, με άπειρες τοπικές εκδοχές και παραλλαγές. Και έτσι, κατάφερνα να κοιτάξω τον επαρχιακό, νεοελληνικό μας Καραγκιόζη σ' έναν ασύγκριτα ευρύτερο ορίζοντα και, αχώριστα, να καταλάβω πιο σωστά τη λειτουργία και τη σημασία του μέσα στα ιδιαίτερα νεοελληνικά συμφραζόμενα. Και παραπέρα: ανιχνεύοντας, μέσα σε κάθε καλαμπούρι του δικού μας κωμικού ήρωα, τις θεμελιακές δομές της καρναβαλικής γλώσσας (εν ανάγκη και ενάντια στον θεωρητικό αντιδομισμό του ίδιου του Μπαχτίν), δεν έδινα μόνο σ' αυτό το καταφρονεμένο θεατράκι το βαθύτερο δυνατό νόημα, αλλά και επαλήθευα τη στερεότητα της ανθρωπολογίας του Μπαχτίν, αντλώντας από αυτήν την ίδια τη δυνατότητα να την προεκτείνω, να την εμβαθύνω, να τη συμπληρώσω διαλογικά, χάρη στον καινούργιο φωτισμό που έδινε στο δικό μου θέμα και συνάμα έπαιρνε από εκείνο.
Αλλά η συνομιλία μου με τον Μπαχτίν δεν είναι μόνο θεωρητική. Όταν, στα τέλη της δεκαετίας του '80, πέρασα από τη μελέτη στη λογοτεχνία, εκείνος δεν έπαψε να με συντροφεύει, να με οδηγεί, να με βοηθάει να προχωρήσω παρακάτω· πράγμα που συνειδητοποιώ ολοκληρωτικά μονάχα τώρα που η λογοτεχνική μου τριλογία έχει τελειώσει.
Όσο δούλευα, άκουγα όλο και πιο ευδιάκριτα, πίσω από τη φαινομενικά μονολογική γραφή μου, τις πιο διαφορετικές φωνές: φωνές των φίλων νεκρών ή αγαπημένων συγγραφέων, φωνές δασκάλων, φωνές πολλών ανθρώπων που συνάντησα στο διάβα μου και ακόμα πιο πολλών που δεν γνώρισα ποτέ, όπως έχουν χωνευτεί στη συλλογική φωνή της γλώσσας μου και, πέρα από εκείνην, στη συλλογική φωνή όλων των έργων, των γλωσσών και των πολιτισμών που, συνειδητά ή ασυνείδητα έχουν θρέψει τη φωνή μου. Και σήμερα πια διαπιστώνω με έκπληξη ότι, από την πρώτη αράδα της τριλογίας μου ως την τελευταία, η εσωτερική φωνή που βγαίνει από αυτήν, απευθύνεται συνεχώς, κρυφά ή φανερά, σε κάποιον άλλον, που έχει φύγει ή που θα έρθει, λόγου χάρη στον αναγνώστη, του οποίου αποζητάει επίμονα τη συμμετοχή, την απάντηση που θα ολοκληρώσει το όποιο νόημα μετάγγισα σε κάθε λέξη μου. Σάμπως όσο έγραφα, κάτι μέσα μου να ψιθύριζε ότι –παραθέτω ένα κείμενο του Μπαχτίν που διάβασα μόλις πρόσφατα– «δεν μπορώ να τα καταφέρω χωρίς τον άλλο»· ότι «πρέπει να βρω τον εαυτό μου στον άλλο με το να βρω τον άλλο στον εαυτό μου» (Μπαχτίν, 2007: 27).
Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι το Σαν Μυθιστόρημα –επιτρέψτε μου ένα παράδειγμα από τη δουλειά μου– που αποτελεί τη μήτρα της τριλογίας, έχει την αφετηρία του στο «Δίκωλον» –ένα πρόσωπο του καρναβαλικού λαϊκού θεάτρου του Πόντου, το οποίο φέρει στη ράχη του το σώμα του νεκρού του αδελφού– δηλαδή από μιαν εκδοχή του διπλού, «δισωματικού» σώματος που, σύμφωνα με τον Μπαχτίν, δεσπόζει στο καρναβάλι, ενσαρκώνοντας τον διάλογο του ζωντανού με τον νεκρό. Στην αρχή λοιπόν αυτού του βιβλίου, ο αφηγητής ταυτίζεται, μέσα σε μια έκλαμψη, με τον δικό του νεκρό αδελφό, καταλαβαίνοντας έξαφνα ότι τούτο το «Δίκωλον» που είχε μελετήσει θεωρητικά ήταν αυτός ο ίδιος. Ιδού μια λογοτεχνική εικόνα όπου –δίνω και πάλι τον λόγο στον Μπαχτίν– «το εγώ και ο άλλος ενώνονται με έναν ανεπανάληπτο τρόπο: εγώ στη μορφή ενός άλλου ή ο άλλος στη μορφή του εγώ» (Φαρίνου-Μαλαματάρη, 2007: 37). Όχι πως όταν έπλαθα αυτή την εικόνα είχα κατά νου τον Μπαχτίν. Απλώς ο λόγος του, η «λέξη» του είχε περάσει μέσα μου, είχε γίνει μέρος του εαυτού μου, είχε, όπως γράφει ο ίδιος, γίνει μια «ανώνυμη λέξη» που, αν και λησμονημένη, αναδυόταν στη φωνή του αφηγητή μου, ξαναδουλεμένη μ' ένα καινούργιο νόημα, και γεννούσε ένα νέο λογοτεχνικό έργο.1
Θα μπορούσα να συνεχίσω. Αλλά για να δείξω πόσο μεγάλο είναι το χρέος μου, αρκεί ίσως να σας πω ότι κάποιες στιγμές αισθάνομαι πως όλη η δουλειά μου –ερευνητική και λογοτεχνική– δεν είναι παρά ένα σχόλιο, μια εικονογράφηση, μια συνέχιση του έργου του Μπαχτίν – κάτι που έχω και άλλοτε αισθανθεί, αλλά αναφορικά με δασκάλους λογοτέχνες: τον Σεφέρη, τον Προυστ, τόσους άλλους. Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας: τούτος ο σεφερικός στίχος, που σίγουρα θα τον προσυπέγραψε ο Μπαχτίν, με κυνηγάει ακατάπαυστα.
Ωστόσο, πείτε μου: ξέρετε πολλές περιπτώσεις λογοτεχνικής γραφής που να χρωστούν τόσο πολλά όχι σ' έναν ποιητή ή σ' έναν πεζογράφο, αλλά σ' έναν θεωρητικό, όπως συμβατικά χαρακτηρίζεται ο Μπαχτίν; Αυτό και μόνο μαρτυράει, θαρρώ, την εμβέλεια του έργου του.
2. Ο Διάλογος του Κόσμου
Γύρω από το «εγώ-εσύ» κάθε διαλόγου απλώνονται σε όλο και πλατύτερους ομόκεντρους κύκλους τα «εμείς»: το «εμείς» κάθε γλώσσας, ιδωμένης όχι ως συστήματος σημείων, αλλά ως αέναου διϋποκειμενικού διαλόγου και αέναης συλλογικής δημιουργίας· και πέρα από κάθε γλώσσα, τα «εμείς» των άλλων ανθρώπινων γλωσσών, των λογοτεχνικών ειδών και παραδόσεων, των πολιτισμών στον ακατάπαυστο διάλογό τους μέσα στον χρόνο.
Η λέξη-κλειδί είναι λοιπόν κι εδώ ο διάλογος: διάλογος του Μπαχτίν με τους πιο διαφορετικούς λόγους όλων των εποχών –από τους αρχαίους ως τον Ντοστογιέφσκι– και διάλογος αυτών των λόγων μεταξύ τους. Φανερώνοντας τις κρυφές συνέχειες πίσω από τις ρήξεις και τις νοηματικές γέφυρες πίσω από τη διαφωνία –τη δημιουργική διαφωνία που είναι εμπλουτισμός του νοήματος του άλλου– κατορθώνει στο θεωρητικό του έργο, εκείνο που, σύμφωνα με τον ίδιο, πραγματώνει στο μυθιστορηματικό του έργο ο Ντοστογιέφσκι: να φέρνει σε διαλογική επαφή τις πιο διαφορετικές ή και αντίθετες αντιλήψεις του κόσμου. Σαν να έγραφε και ο ίδιος ένα μυθιστόρημα, ένα μεγάλο στοχαστικό μυθιστόρημα, με ήρωες τον Σωκράτη, τον Ραμπελαί, τον Σαίξπηρ, τον Θερβάντες, τον Γκαίτε, τον Ντοστογιέφσκι, αλλά και την ίδια τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και προπαντός το μυθιστόρημα, χαρίζοντας σ' εμάς, τους αναγνώστες του, το προνόμιο να συνομιλήσουμε με νέο τρόπο και με αυτούς τους «ήρωες» και με τον συγγραφέα τους.
Τι σημαίνουν, όμως, αυτά για τον καθένα μας; Πολλά και σπουδαία πράγματα. Θα σταθώ μόνο σε λίγα κομβικά σημεία, ξεκινώντας από τα τελευταία γραπτά του Μπαχτίν που, μολονότι ελλειπτικά, αποτελούν το καταστάλαγμα της σκέψης του.
(α) Πρώτα πρώτα, η λογοτεχνία, όπως και η γλώσσα, είναι αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού και δεν μπορούμε «να την κατανοήσουμε έξω από το συνολικό πλαίσιο που συγκροτεί ένας πολιτισμός σε μια δεδομένη εποχή».2 Ενάντια σε κάθε φορμαλισμό, ο Μπαχτίν αρνείται να θεωρήσει τη λογοτεχνία ως αυτόνομο πεδίο, αποκομμένο από το πολιτιστικό γίγνεσθαι, καθώς όλες οι περιοχές του πολιτισμού βρίσκονται σε συνεχή «αλληλεξάρτηση», αλλά και «τα σύνορα ανάμεσα (τους) δεν είναι απόλυτα», αφού «κάθε εποχή τα χαράζει με τον δικό της τρόπο». Άλλωστε, «το πολιτιστικό γεγονός βιώνεται με τη μεγαλύτερη ένταση και παραγωγικότητα όχι στο εσωτερικό κάποιων περιοχών (...), αλλά εκεί που περνάει το σύνορο ανάμεσα (τους)».3 Ιδέα που διατρέχει όλο το μπαχτινικό έργο: τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του πνεύματος –ή, πιο θεμελιακά, στη ζωή– διαδραματίζονται πάντα σε κάποιο σύνορο: σύνορο ανάμεσα σε δύο συνειδήσεις, δύο υποκείμενα, δύο γλώσσες, δύο πολιτισμούς, δύο σώματα. Έτσι, το δισωματικό σώμα του καρναβαλιού συνδέεται εσωτερικά με τη διαλογικότητα. Κι ετούτη πάλι δείχνει ότι η ενότητα ενός πολιτισμού δεν έχει σχήμα κλειστού κύκλου· είναι μια ενότητα ανοιχτή.4
(β) Συνακόλουθα, σχετικοποιείται και υπερβαίνεται κάθε στεγανός διαχωρισμός ανάμεσα σε «ανώτερη» και «κατώτερη» γλώσσα, λογοτεχνία, παιδεία, πολιτισμική παράδοση – ανάμεσα στο «υψηλό» και στο «χαμηλό», το «πάνω» και το «κάτω». Κι εδώ ο αναγνώστης του μπαχτινικού «Ραμπελαί» αναγνωρίζει τη γλώσσα του καρναβαλιού· σάμπως και ο Μπαχτίν να μιλούσε, ερευνητικά και στοχαστικά, αυτή τη γλώσσα. Όμως, το πιο σημαντικό είναι και πάλι η διαλογικότητα: κανένα στρώμα πολιτισμού, λαϊκό ή λόγιο, δεν εξετάζεται καθεαυτό ως απομονωμένη περιοχή, αλλά στον αμοιβαία γονιμοποιό διάλογο που αναπτύσσει με τα άλλα.
(γ) Πιο μακριά: για τον Μπαχτίν, η παγκόσμια λογοτεχνία, ο παγκόσμιος πολιτισμός αποτελούν μια ακόμα ευρύτερη ολότητα που αγκαλιάζει όλες τις άλλες. Παραθέτω: «Ο κόσμος του πολιτισμού και της λογοτεχνίας είναι [...] τόσο απεριόριστος όσο και το σύμπαν. Δεν μιλάμε για το γεωγραφικό του εύρος [...] αλλά για τα νοηματικά του βάθη που είναι τόσο ανεξερεύνητα όσο και τα βάθη της ύλης [...]. Όλα τούτα τα στενέψαμε τρομερά [...]. Φτωχαίνουμε το παρελθόν χωρίς να πλουτίζουμε τον εαυτό μας».5 Και στο τελευταίο του γραπτό, βλέπει την «αμοιβαία κατανόηση των αιώνων, των χιλιετιών, των λαών, των εθνών και των πολιτισμών, (να) εξασφαλίζει την πολύπλοκη ενότητα όλης της ανθρωπότητας, όλων των ανθρώπινων πολιτισμών».6
(δ) Το βλέπετε: αυτό το μεγαλειώδες άνοιγμα στην οικουμένη είναι και ένα άνοιγμα στον μεγάλο χρόνο, την καίρια σημασία του οποίου στο μπαχτινικό έργο ανέδειξε πρόσφατα η κ. Καρατσινίδου (2005). «Ένα έργο, γράφει ο Μπαχτίν, βυθίζει τις ρίζες του σ' ένα απόμακρο παρελθόν (και μνημονεύει το έργο του Σαίξπηρ, που «έχει τραφεί από θησαυρούς νοήματος συσσωρευμένους στη διάρκεια αιώνων ή και χιλιετιών και κρυμμένους μέσα στη γλώσσα»). «Τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας χρειάζονται αιώνες για να γεννηθούν και, τη στιγμή όπου εμφανίζονται, εμείς συλλέγουμε απλώς τον ώριμο καρπό [που προέκυψε από τη διαδικασία μιας αργής και πολύπλοκης ωρίμανσης (κυοφορίας)]». Και αντίστροφα: «Ένα έργο διαρρηγνύει τα σύνορα του καιρού του, ζει μέσα στους αιώνες, με άλλα λόγια, στον μεγάλο χρόνο» και «δεν είναι σπάνιο αυτή η ζωή να είναι εντονότερη και πληρέστερη από τη ζωή που ζούσε στη σύγχρονη του εποχή (πράγμα που αληθεύει πάντα για ένα μεγάλο έργο)». Τέτοια έργα έχουν, επομένως, δύο ζωές, έξω από εκείνην του παρόντος, μια στο απώτερο παρελθόν και μια στο απώτερο μέλλον και αυτές οι δύο ζωές είναι αλληλένδετες, αφού –ξαναπιάνω το παράθεμα– «ένα έργο δεν μπορεί να ζήσει στους επερχόμενους αιώνες αν δεν έχει τραφεί από τους παρελθόντες αιώνες. Ό,τι ανήκει μόνο στο παρόν πεθαίνει μαζί μ' εκείνο».7
Έτσι, το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου (και μάλιστα του μείζονος έργου), αποκαλύπτεται ανεξάντλητο – αυτό πιστεύει ο Μπαχτίν: «Δεν υπάρχει», γράφει στο στερνό του κείμενο, «πρώτη και τελευταία λέξη, και δεν υπάρχουν όρια στο διαλογικό πλαίσιο, (που) χάνεται στο ατέρμον παρελθόν και στο ατέρμον μέλλον. Ακόμα και τα παρελθόντα νοήματα, εκείνα που γεννήθηκαν από τον διάλογο με τους περασμένους αιώνες δεν παραμένουν ποτέ σταθερά (...). Θα αλλάζουν και θα ανανεώνονται πάντα στο ξετύλιγμα του διαλόγου».8
Ιδού μερικά μόνο γνωρίσματα μιας ευρύχωρης και ευλύγιστης σκέψης, που δεν έπαψε να διαλέγεται με το διαφορετικό, το Άλλο. Και είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μπαχτίν έχει συνδεθεί κατά καιρούς με διαφορετικά ή και αντιφατικά φιλοσοφικά ρεύματα: τον νεοκαντιανισμό, τον μαρξισμό στον οποίο συχνά προσφεύγει (και όχι μόνο επειδή βρέθηκε κάποτε υποχρεωμένος να το κάνει – ας σκεφτούμε την απέχθεια του για την καπιταλιστική κοινωνία που μαρτυρούν πολλά γραπτά του), την ορθόδοξη παράδοση της χριστιανικής Ανατολής που κουβαλούσε μέσα του και τη χριστιανική πίστη γενικότερα. Αλλά δεν σκοπεύω εδώ να μπω στα χωράφια της φιλοσοφίας ή της θεολογίας. Θα πω μόνο ότι αν, όπως λέει ο Μπαχτίν, το «νόημα είναι η απάντηση σ' ένα ερώτημα»9 και αν καμιά απάντηση δεν μπορεί να είναι οριστική· αν, πάντα σύμφωνα μ' εκείνον, η αλήθεια γεννιέται ανάμεσα στους ανθρώπους, και άρα κανένας από εμάς δεν την κατέχει, θα ήταν ανεπίτρεπτο να τον ταυτίσουμε με οποιαδήποτε δεδομένη αλήθεια – έτσι θα μονολογικοποιούσαμε αυθαίρετα τη σκέψη του παραβλέποντας τον βαθύτερο πυρήνα της.
Όμως προσοχή: τίποτε δεν θα ήταν πιο σφαλερό από το να εξομοιώσουμε την πολυφωνική τούτη σκέψη με κάποιες μεταμοντέρνες αναγνώσεις της, τις οποίες, είναι αλήθεια, η ίδια μπορεί να προκαλέσει εξαιτίας της κάποιας ρευστότητας των εννοιών και της ορολογίας της, που ομολογούσε άλλωστε ο Μπαχτίν.10 Αυτός ο ηθελημένα ανοιχτός και ημιτελής χαρακτήρας του στοχασμού του –ακριβώς επειδή προσδοκούσε τη διαλογική του ολοκλήρωση από τους άλλους– δεν πρέπει να μας βάλει στον πειρασμό να θεωρήσουμε, λόγου χάρη, τον μπαχτινικό εγκώμιο της «καρναβαλικής» σχετικότητας κάθε εξουσίας, θεσμού και μονολογικής σκέψης, ως έναν προ-άγγελο του σημερινού σχετικισμού. Η διαφορά είναι, πιστεύω, ριζική.
Πρώτα, γιατί ο Μπαχτίν αναλαμβάνει την ευθύνη της προσωπικής αξιολογικής του κρίσης («Είναι αδύνατο να κατανοήσεις χωρίς να κρίνεις», γράφει11). Και αξιολογική κρίση σημαίνει ιεράρχηση, δηλαδή το αντίθετο του σημερινού anything goes που εξισώνει το μεγάλο έργο με το οποιοδήποτε κατασκεύασμα. Τούτο μπορεί να ξενίσει εκ μέρους ενός κήρυκα της καρναβαλικής ανατροπής και του λαϊκού γέλιου. Όμως, αν ο Μπαχτίν υπερασπίζεται τα ελάσσονα είδη, δεν συμβαίνει επειδή υποτιμά τα μείζονα. Συμβαίνει επειδή διαρρηγνύει τον μονόπλευρο, μονολιθικό, αυταρχικό, δογματικό λόγο της όποιας εξουσίας, που τείνει να πραγμοποιεί τον άνθρωπο, δηλαδή την κρατούσα σοβαροφάνεια, ανοίγοντας τον δρόμο στη γνήσια, διαλογική, πολυσήμαντη σοβαρότητα: εκείνην της τραγωδίας, του σωκρατικού διαλόγου, των Ευαγγελίων, του ντοστογιεφσκικού μυθιστορήματος. Και ξέρουμε πόσα πράγματα όλα τούτα οφείλουν στη λαϊκή γλώσσα και λογοτεχνία. Κατά τα άλλα, υπάρχουν μικρά και μεγάλα έργα· και όσο πιο μεγάλα τόσο πιο διαχρονικό, το είδαμε, είναι το νόημα τους.
Ναι, το νόημα δεν είναι μια κατασκευή του ερμηνευτή· υπάρχει μέσα στο έργο, σχηματισμένο από νοηματικές προσχώσεις αιώνων και από τον δημιουργό που το έχει θησαυρίσει στο δημιούργημά του (έστω και αν ο ίδιος δεν μπορεί να το συλλάβει ολόκληρο, ως προς το παρελθόν και το μέλλον του, καθώς είναι, παρατηρεί ο Μπαχτίν, «αιχμάλωτος της εποχής του»12). Και εναπόκειται στον επερχόμενο αποδέκτη να το αναγνωρίσει κι έπειτα να το εμβαθύνει και να το ανανεώσει, όχι «εκσυγχρονίζοντας» το κατά το δοκούν13, αλλά φέρνοντάς το σε διαλογική επαφή με τα νοήματα των άλλων: εκείνα των έργων που το διαμόρφωσαν, αλλά και τα νοήματα που διαμόρφωσαν τον ερμηνευτή, έστω κι αν πρόκειται απλώς για «ένα ερώτημα που απευθύνει στο έργο ο εσωτερικός λόγος του κατανοούντος»14. Γιατί κάθε έργο, κάθε ανθρώπινο εκφώνημα ζει μόνο μέσ' από τον διάλογο.
Έτσι, «η πράξη της κατανόησης» είναι ταυτόχρονα «ανακάλυψη αυτού που υπάρχει» και «προσθήκη» κάποιου νέου στοιχείου «μέσω της δημιουργικής επεξεργασίας στην οποία το υποβάλλουμε»15. Εδώ βρίσκεται το μπαχτινικό κριτήριο της γνώσης στις επιστήμες του ανθρώπου: όχι σε μιαν ανέφικτη αντικειμενικότητα, αλλά στην πιο βαθιά κατανόηση. Παραθέτω: «το όριο της ακρίβειας στις φυσικές επιστήμες είναι η ταυτότητα (α=α). Στις επιστήμες του ανθρώπου, η ακρίβεια συνίσταται στην υπέρβαση της ετερότητας εκείνου που είναι άλλο χωρίς να το μεταμορφώνουμε σε κάτι που είναι μόνο δικό μας (τα υποκατάστατα κάθε λογής: εκσυγχρονίζουμε, δεν ακούμε το άλλο κ.λπ.)»16. Και αλλού: «Μια ερμηνεία των νοημάτων δεν μπορεί να είναι επιστημονικής τάξεως, δεν παύει όμως να κρατάει τη βαθιά γνωστική αξία της»17.
Να γιατί «δεν μπορεί να υπάρξει ένα πρώτο ή ένα τελευταίο νόημα», αφού «το νόημα βρίσκεται πάντα ανάμεσα στα νοήματα, ένας κρίκος στην αλυσίδα των νοημάτων που μόνο αυτή στην ολότητα της αποτελεί μια πραγματικότητα. Στην ιστορική ζωή, αυτή η αλυσίδα μακραίνει επ' άπειρον έτσι που κάθε κρίκος της ανανεώνεται πάλι και πάλι...»18
Οδηγούμαστε ξανά στον μεγάλο χρόνο και, αχώριστα, σ' εκείνον που ο Μπαχτίν ονομάζει «υπεραποδέκτη», ή «ύπατο αποδέκτη»19: τον «τρίτο συνομιλητή» στον ατέρμονα διάλογο των κειμένων, τον οποίο κάθε «δημιουργός [...] προϋποθέτει, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, και ο οποίος θα μπορούσε να διαθέτει μιαν «απολύτως ορθή κατανόηση», μιαν ιδεωδώς «δίκαιη κρίση», «είτε σ' ένα απόμακρο μεταφυσικό αλλού, είτε σ' έναν απόμακρο ιστορικό χρόνο» και που μπορεί να είναι, ανάλογα με τις εποχές, «ο θεός, η απόλυτη αλήθεια, η κρίση της αμερόληπτης ανθρώπινης συνείδησης, ο λαός, η κρίση της ιστορίας, η επιστήμη κ.λπ.»20.
Σ' αυτόν τον προϋποτιθέμενο ύπατο αποδέκτη –που και η απλή υπόνοια της ύπαρξής του συνιστά ένα οχυρό απέναντι στον αξιολογικό σχετικισμό– απευθύνονται τελικά τα ανθρώπινα έργα και προπαντός τα μεγάλα έργα, στα οποία συγκαταλέγω δίχως δισταγμό το έργο του Μπαχτίν. Ένα έργο που συνομιλεί με όλους τους πολιτισμούς και τους ιστορικούς χρόνους, με όλη την ανθρώπινη περιπέτεια και, για τον λόγο αυτό, ανήκει εξίσου στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Σήμερα που ο κόσμος μας έχει γίνει ανεπιστρεπτί ένα χωριό, ενώ την ίδια στιγμή αυτοεγκλωβίζεται στο εφήμερο παρόν και στα συμφέροντα των ισχυρών, από τη μια καταλύοντας τα παλιά σύνορα σύμφωνα με τα κελεύσματα μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς, και από την άλλη στήνοντας καινούργια τείχη απέναντι στον ξένο, που ωστόσο βρίσκεται πια, έτσι ή αλλιώς, μέσα του, σήμερα που τόσα δραματικά και αυτοκαταστροφικά συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, τούτος ο στοχασμός που μας καλεί να ακούσουμε και να καταλάβουμε τον άλλο, να συνομιλήσουμε με τον άλλο, όχι επιδερμικά και ρητορικά, αλλά στην αληθινή, την αβυσαλέα του ίσως ετερότητα, αντηχεί σαν μια φωνή που έρχεται από το μέλλον: μια φωνή που μιλάει οιονεί προφητικά, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, για το αύριο – αν αυτός ο κόσμος έχει ένα αύριο.
Σημειώσεις
1. Δες “Les Sciences Humaines” (Οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες), στο Esthetigue de la Création Vebale, Paris, Gallimard, 1984, σ. 386.
2. Δες “Les Études Littéraires” (Οι Λογοτεχνικές Σπουδές), στο Esthetigue de la Création Vebale, Paris, Gallimard, 1984, σ. 342.
3. Ό.π., σ. 343.
4. Ό.π., σ. 346.
5. Δες “Les Carnets de 1970-1971” (Τα Σημειωματάρια του 1970-1971), στο Esthetigue de la Création Vebale, Paris, Gallimard, 1984, σ. 360.
6. Δες “Les Sciences Humaines”, ό.π., σ. 390.
7. Δες “Les Études Littéraires”, ό.π., σ. 345.
8. Δες “Les Sciences Humaines”, ό.π., σ. 393.
9. Δες “Les Carnets de 1970-1971”, ό.π., σ. 366.
10. Ό.π., σ. 377.
11. Ό.π., σ. 362.
12. Δες “Les Études Littéraires”, ό.π., σ. 346.
13. Ό.π., σ. 345.
14. Δες “Les Carnets de 1970-1971”, ό.π;., σ. 366.
15. Δες “Les Sciences Humaines”, ό.π., σ. 382.
16. Ό.π., 392.
17. Ό.π., 382.
18. Δες “Les Carnets de 1970-1971”, ό.π., σ. 366. Πρβλ. “Les Sciences Humaines”, ό.π., σ. 382.
19. Σύμφωνα με την απόδοση της κ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Από τον Author στον Συγγραφέα». Επιλογικά, στο «Προς μια Επανεπεξεργασία του Βιβλίου για τον Ντοστογιέφσκι», Νέα Εστία, τχ. 1796, Ιανουάριος 2007, σ. 59.
20. Δες “Le Probléme du Texte” (Το Πρόβλημα του Κειμένου) στο Esthetigue de la Création Vebale, ό.π., σ. 336-337.
Βιβλιογραφία
Bakhtin, Μ. (2007). Προς μια Επανεπεξεργασία του Βιβλίου για τον Ντοστογιέφσκι, (μτφρ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη), Νέα Εστία, τχ. 1796, Ιανουάριος.
Καρατσινίδου, Χ. (2005). Η Αναγέννηση του Νοήματος. Ο Μιχαήλ Μπαχτίν και η Σύγχρονη Πολιτισμική Θεωρία, Αθήνα: Ίνδικτος.
* Ανακοίνωση στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο που διοργανώθηκε στις 25 έως 27 Μαΐου 2007 στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ρέθυμνο) με θέμα «Προοπτικές και όρια της διαλογικότητας στον Μιχαήλ Μπαχτίν».
πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στα "Θέματα Λογοτεχνίας" τεύχος 44 - 2010, εκδ. Γκοβόστη