Η διαδρομή του εκκλησιαστικού σώματος που οδήγησε, κατά τον 11ο αιώνα, στην καθιέρωση της ενοποιημένης γιορτής των τριών ιεραρχών. Το πνευματικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Τα εκκλησιολογικά ρεύματα που συγκεράζει η θέσπιση της ισότιμης, αυτής, αναφοράς.
Η, ευρύτερη, συνθετική λειτουργία της ευχαριστιακής βιοτής.
Η στάση των Πατέρων του 4ου αιώνα έναντι των κλασσικών ελληνικών γραμμάτων, και η επιβεβαίωσή της από τους Πατέρες του 11ου.
Ο Δημήτρης Μαυρόπουλος απαντά στις ερωτήσεις του Βασίλη Ξυδιά, μέσα στα πλαίσια της εκπομπής «Σήμερα είναι Κυριακή», από τον τηλεοπτικό σταθμό της ΕΤ1. Περίοδος 1989-90.
Από τις μαρτυρίες, εκείνες, στις οποίες δεν χρειάζεται να προσθέσει, οποιοσδήποτε, ούτε μία κουβέντα…
Από πλευράς μου, οφείλω πάντως να καταθέσω την υποβολή μου!
Κατά τα άλλα: Ας εκλάβουμε – προτείνω – τα 29 λεπτά του πυκνού αυτού διαλόγου ως ελάχιστο δείγμα τού τι, περίπου, στερούμαστε ενόσω δεν επιτρέπεται πλέον να εμφιλοχωρήσει η παραμικρή θεολογική νύξη, απ’ άκρου σ’ άκρο της επικράτειας των σημερινών τηλεοπτικών προγραμμάτων.
Πράγματι πολύ περιεκτική και μεστή η τοποθέτηση του αγαπητού Δημήτρη και πολύ σωστές οι επισημάνσεις του. Μια απ’ αυτές, ότι η ακμή των γραμμάτων τον 11ο, όπως και τον 4ο μ.Χ. αιώνα, δεν είναι μια στροφή στον ουμανισμό αλλ’ ένα εκκλησιαστικό γεγονός, κάτι δηλαδή που οδηγεί σε περισσότερη βίωση του μυστηρίου της Εκκλησίας και, όπως σωστά τονίζει ο Μαυρόπουλος, καταλήγει στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος, στα χνάρια των Τριών Ιεραρχών, ξεκαθαρίζει και θέτει με σαφήνεια τα όρια της κτιστής γνώσης και τα μη όρια της άκτιστης αλλά και τη σωστή χρήση της πρώτης από τον πιστό για τη διασάφηση της θεολογικής ορολογίας και την εν Χριστώ ζωή. Κι εδώ φαίνεται πόσο σφάλλουν οι ιστορικοί της γαλλικής σχολής όταν μιλούν για «βυζαντινούς ουμανισμούς» για αναγέννηση της κλασικής παιδείας τον 9ο αιώνα, κλπ. (Έγραψα σχετικά και στο τελευταίο άρθρο μου στο «Αντίφωνο»:[i] Η κλασική ήταν ανέκαθεν τμήμα της παρεχόμενης παιδείας της ρωμιοσύνης. Δεν έχει κανείς παρά να ανατρέξει στους μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας, όπως τους Τρεις Ιεράρχες, τους αγίους Γρηγόριο Νύσσης, Μάξιμο ομολογητή, Ιωάννη Δαμασκηνό, κλπ., για να δει πόσης κλασικής παιδείας ήσαν κάτοχοι και να καταλάβει πόσο ανιστόρητος είναι ο ισχυρισμός ότι μόλις την εποχή του Μ. Φωτίου ξεκινούν οι «τάσεις «μιας γενικευμένης ‘επιστροφής’ στους αρχαίους Έλληνες και την κλασική παιδεία». Πού διδάχτηκαν οι παραπάνω αν όχι στα προ του Μ. Φωτίου ρωμαϊκά εκπαιδευτήρια;[/i] )
Ωστόσο, νομίζω πως οι σχηματοποιήσεις του Μαυρόπουλου ως προς το τι «αντιπροσωπεύει» κάθε ένας από τους Τρεις Ιεράρχες είναι υπερβολικές. Διότι και ο Μ. Βασίλειος, εκτός από «νηπτικός» ήταν πολύ οργανωτικός (ας θυμηθούμε πως αυτός έθεσε τους κανόνες του κοινοβιακού μοναχισμού κι ήταν ο πρώτος στην Ιστορία που οργάνωσε φιλανθρωπικά ιδρύματα, όπως τη «Βασιλειάδα) και μέγας θεολόγος (ας θυμηθούμε πως αυτός ξεκαθάρισε την έννοια του «ομοουσίου»), γι’ αυτό κι ο υμνογράφος τον εγκωμιάζει ως εξής: «[i]πάντων τῶν Ἁγίων ἀνεμάξω τὰς ἀρετάς, πατὴρ ἡμῶν Βασίλειε[/i]». Και ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, το φιλέρημο πουλί του Πόντου, εκτός από «θεωρητικός», ήταν και νηπτικός, κατ’ εξοχήν εραστής της ησυχίας. Και ο ιερός Χρυσόστομος, εκτός από φλογερός κήρυκας του λόγου, ήταν και μέγας ασκητής και θαυμαστός κοινωνικός εργάτης (ας θυμηθούμε τη συνεργάτιδά του αγία Ολυμπιάδα) και υπέρμαχος της εκκλησιαστικής τάξεως, ως αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (ας θυμηθούμε τις καθαιρέσεις επισκόπων για σιμωνία), και, και… Θυμάμαι τον θεοφιλέστατο επίσκοπο Αθανάσιο Γέβτιτς να μου λέει πως στην εποχή μας δυστυχώς δεν έχουμε εκκλησιαστικούς άνδρες που να είναι και μεγάλοι ασκητές και μεγάλοι κοινωνικοί εργάτες, σαν τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, και καταλήγουμε οι μεν να υποτιμούν και περιφρονούν τους δε, ενώ θα οφείλαμε να αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Νομίζω πως αυτό που ισχύει για τον Χρυσόστομο, ισχύει απόλυτα και για τον Μέγα Βασίλειο και σε αρκετά μεγάλο βαθμό για τον άγιο Γρηγόριο (χωρίς αυτό να σημαίνει πως τον υποτιμώ. Αντίθετα, είναι ένας από τους τέσσερις πέντε Αγίους της Εκκλησίας μας που προσωπικά εκτιμώ περισσότερο, για την υψηλή θεολογία, τον απαράμιλλο και επιγραμματικό λόγο και την λεπτή ποιητική ψυχή του.).